ΠΙΝΑΚΑΣ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ "Τα φύλλα που πέφτουν"
Φθινοπώριασε…
Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο;
Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο;
Εμείς είμαστε στρατευμένοι στην ανακάλυψη του θείου φωτός…
Μακριά από τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές…Φθινόπωρο…
Η βάρκα μας μετέωρη μες στην ασάλευτη ομίχλη
Επιστρέφει στο λιμάνι της δυστυχίας…
Στην απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λεκιασμένο
από φωτιά και λάσπη…
Κουρέλια που σαπίζουν…
Μουσκεμένο στη βροχή ψωμί…
Μέθη… Μέθη… Μέθη…
Και χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν…
Μακριά από τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές…Φθινόπωρο…
Η βάρκα μας μετέωρη μες στην ασάλευτη ομίχλη
Επιστρέφει στο λιμάνι της δυστυχίας…
Στην απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λεκιασμένο
από φωτιά και λάσπη…
Κουρέλια που σαπίζουν…
Μουσκεμένο στη βροχή ψωμί…
Μέθη… Μέθη… Μέθη…
Και χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν…
Δε θα σταματήσει πια αυτή η λάμια
να εξουσιάζει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών
που θα αντιμετωπίσουνε τη θεία κρίση…
Ο εαυτός μου…
Κοιτάζω πάλι τον εαυτό μου…
Κοιτάζομαι ξανά…
Το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο
και την πανούκλα…
Στα μαλλιά μου σκουλήκια
και στην καρδιά μου παντού σκουλήκια …
Ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους χωρίς ηλικία, χωρίς αισθήματα…
Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ…
Τι φριχτή ανάμνηση…
Σιχαίνομαι την κακομοιριά και ο χειμώνας με τις ανέσεις του με φοβίζει…
Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό απέραντες ακτές…
Πλημμυρίζουν από χαρούμενα έθνη
ντυμένα στα λευκά…
Από πάνω μου ένα μεγάλο χρυσό καράβι με τις
πολύχρωμες σημαίες του
Να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα…
Επινόησα όλες τις γιορτές…
Έζησα όλους τους θριάμβους… Όλα τα δράματα…
Προσπάθησα να δημιουργήσω καινούρια λουλούδια…
Καινούρια άστρα… Καινούρια σώματα…
Καινούριες γλώσσες…
Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις…
Και λοιπόν;
Πρέπει να θάψω μια για πάντα τη φαντασία μου και τις αναμνήσεις μου…
Η μεγάλη δόξα του καλλιτέχνη έχει πάει περίπατο…
Θα ζητήσω συγγνώμη που έζησα μες στο ψέμα
και φύγαμε…
Ούτε ένα αγαπημένο χέρι…
Ούτε ένα...;
Πουθενά βοήθεια…
Πουθενά...;
να εξουσιάζει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών
που θα αντιμετωπίσουνε τη θεία κρίση…
Ο εαυτός μου…
Κοιτάζω πάλι τον εαυτό μου…
Κοιτάζομαι ξανά…
Το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο
και την πανούκλα…
Στα μαλλιά μου σκουλήκια
και στην καρδιά μου παντού σκουλήκια …
Ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους χωρίς ηλικία, χωρίς αισθήματα…
Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ…
Τι φριχτή ανάμνηση…
Σιχαίνομαι την κακομοιριά και ο χειμώνας με τις ανέσεις του με φοβίζει…
Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό απέραντες ακτές…
Πλημμυρίζουν από χαρούμενα έθνη
ντυμένα στα λευκά…
Από πάνω μου ένα μεγάλο χρυσό καράβι με τις
πολύχρωμες σημαίες του
Να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα…
Επινόησα όλες τις γιορτές…
Έζησα όλους τους θριάμβους… Όλα τα δράματα…
Προσπάθησα να δημιουργήσω καινούρια λουλούδια…
Καινούρια άστρα… Καινούρια σώματα…
Καινούριες γλώσσες…
Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις…
Και λοιπόν;
Πρέπει να θάψω μια για πάντα τη φαντασία μου και τις αναμνήσεις μου…
Η μεγάλη δόξα του καλλιτέχνη έχει πάει περίπατο…
Θα ζητήσω συγγνώμη που έζησα μες στο ψέμα
και φύγαμε…
Ούτε ένα αγαπημένο χέρι…
Ούτε ένα...;
Πουθενά βοήθεια…
Πουθενά...;