Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ "Αναφορα στον Γκρέκο" (προλογος)


Walking-in-Fog 

Από τον πρόλογο του βιβλίου του Ν.Καζαντζάκη, “Αναφορά στον Γκρέκο”.
___
Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα στο σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει δε θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιόν ν’αποχαιρετίσω; τι ν’αποχαιρετίσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.


Σε ποιόν να εμπιστευτώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφάλωνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ανηφορίζω;
Πού να βρώ μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα ετούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το’σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σαν να’σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σαν να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν’αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα’μια αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα ετούτη το χώμα! Ζυμώθηκε μ’αίμα, δάκρυο κι ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει-που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, άπλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.

Κι όταν, τα ολοστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο-το πρόσωπό του!
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Εχετε γειά!
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γής, ν’ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο, δύσκολο, δύσκολο πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα το κόσμου λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω, μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει:
“Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σαν σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σαν βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει:
«Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστέκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε, γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα:
 “Eλα… έλα… έλα…»
oldmanΜε κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύννεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο Θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. Εκαμα να σου πω:
«Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
Άπλωσες τότε το χέρι, σαν να πνίγουμουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω:
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο, είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν, τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Ήταν η φωνή σου, κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε έναν τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
To λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο Θεός, το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο Θεός, πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου, η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε, πρέπει να’ρθει πάλι ο Νούς ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους, πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ’έσπρωχνες πάντα, άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου, μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου, αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. Όρθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου, να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λιποτάχτησα, τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ’ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
Ένα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν’απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν’αλαφρώσω, θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν’αλαφρώσω.
Άκουσέ το λοιπόν, Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση, άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, και αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό, δώσε μου την ευκή σου!

 Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Ομελέτα με κολοκύθα και κοτόπουλο




 

Ομελέτα με κολοκύθα και κοτόπουλο

500 γρ. κολοκύθα, χωρίς τη φλούδα και κομμένη σε φέτες
2 κουταλιές σούπας ελαιόλαδο
6 αβγά
2 κουταλιές σούπας κρέμα γάλακτος
200 γρ. στήθος κοτόπουλο, μαγειρεμένα και τεμαχισμένα
200 γρ. φέτα τριμμένη
2 κουταλιές σούπας παρμεζάνα ή κεφαλοτύρι τριμμένο
Αλάτι τριμμένο
Μαύρο πιπέρι

Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180C. Τοποθετούμε την κολοκύθα, το ελαιόλαδο, το αλάτι και το πιπέρι σε ένα μπολ και τα ανακατεύουμε.

Τοποθετούμε το μίγμα σε ένα ταψί και ψήνουμε στο φούρνο για 15 λεπτά μέχρι να ροδίσει.

Σε ένα μπολ τοποθετούμε τα αβγά, την κρέμα γάλακτος, την παρμεζάνα, το αλάτι και το πιπέρι και ανακατεύουμε μέχρι να ομογενοποιηθούν τα υλικά.

Παίρνουμε 12 φορμάκια, κατά προτίμηση σιλικόνης, ελαφρώς βουτυρωμένα και δημιουργούμε μία στρώση κολοκύθας, κοτόπουλου και φέτας.

Ρίχνουμε από πάνω το μίγμα αβγού και ψήνουμε για 15-20 λέπτά μέχρι να ψηθεί το αβγό και να ροδίσει η επιφάνεια.

ab.gr


ΟΙ ΝΗΡΗΙΔΕΣ ΝΥΜΦΕΣ




ΟΙ ΝΗΡΗΙΔΕΣ ΝΥΜΦΕΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ - John Waterhouse «Hylas and the Nymphs»


Οι Νεράιδες (Νηρηιδες)στην Ομήρου Ιλιάδα


Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος•

και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει

πα στο κεφάλι, και την όψη του μολεύει την πανώρια'

κι η στάχτη απά στο μοσκομύριστο του κάθουνταν χιτώνα'

κι αυτός μακρύς φαρδύς ξαπλώθηκε και κοίτουνταν στη σκόνη,

και με τα χέρια του ανασκάλευε μαδώντας τα μαλλιά του.

Κι οι σκλάβες, που ο Αχιλλέας κι ο Πάτροκλος είχαν κουρσέψει,

έσυραν τρανή φωνή, απ' τον πόνο που 'νιωσαν, και δράμαν απ' τις πόρτες

30 στον Αχιλλέα το γαύρο ολόγυρα, και χεροπάλαμα όλες

κρούγαν τα στήθη τους, και λύθηκαν της κάθε μιας τα γόνα.

θρηνούσε κι απ' την άλλη ο Αντίλοχος, πνιγμένος μες στο κλάμα,

τον Αχιλλέα στα χέρια πιάνοντας—κι αυτός βαριά εβογγούσε—

τι έτρεμε μπας και με το σίδερο θερίσει το λαιμό του.

Κι έσκουξεν άγρια" ευτύς τον άκουσεν η σεβαστή του η μάνα,

που πλάι στο γέρο κύρη εκάθουνταν, στα βάθη του πελάγου,

κι αρχίνησε το θρήνο' γύρα της μεμιάς εμαζωχτηκαν

όσες θεές νεράιδες έμεναν στου πελάγου τα βάθη•

η Κυμοθόη κι η Γλαύκη εκεί 'τανε, κι η Θάλεια κι η Νησαία

40 κι η βοϊδομάτα Αλία κι η Φέρουσα κι η Θόη κι η Κυμοδόκη•

ήταν ακόμα κι η Λιμνώρεια κι η Αμφιθόη κι η Ακταίη

με τη Μελίτη και την Ίαιρα, την Αγαυή, τη Μαίρα,

και την Πρωτώ καί την Ιάνασσα, τη Σπειώ και την Πανόπη

και τη Δωτώ και την Καλλιάνειρα, την ξακουστή Γαλάτεια,

τη Δυναμένη, την Καλλιάνασσα καί τη Δωρίδα' κι ήταν

κι η Νημερτή μαζί και η Ιάνειρα, μαζί τους κι η Αμφινόμη•

κι η Ωρείθεια κι η Κλυμένη κι η Άψευδη μες στη σπηλιά βρεθήκαν,

κι η Αμάθια ακόμα η καλοπλέξουδη κι η Δεξαμενή, κι άλλες,

όσες θεές νεράιδες έμεναν στου πελάγου τα βάθη.

50 Και γέμισε η σπηλιά η κρουστάλλινη, κι αυτές έδερναν όλες

τα στήθη τους• και πρώτη η Θέτιδα κινάει το μοιρολόγι:

« Νεράιδες αδερφές μου, ακούστε με, καλά να ξέρετε όλες

γρικώντας, πόσους κρύβω μέσα μου βαθιά καημούς και πόνους.

Αλί κι αλί σε με την άμοιρη πικρολεβεντομάνα!

Γέννησα γιο τρανό, αψεγάδιαστο, στους αντρειωμένους πρώτο,

κι ως τρυφερό κλωνάρι ανάδωσε' κι εγώ, που ανάστησα τον

σα ροδαμό που ξεπετάχτηκε στου χωραφιού τον όχτο,

πάνω στα πλοία τα δρεπανόγυρτα στην Τροία τον έχω στείλει,

τους Τρώες να πολεμήσει. Αλίμονο, δε θα τον δω να γέρνει

60 στο πατρικό ξοπίσω σπίτι του, να τον καλωσορίσω!

Μα κι όσο ακόμα ζει και χαίρεται το φως του γήλιου, πάντα

τραβάει καημούς, κι ουδέ πηγαίνοντας μπορώ να τον συντράμω.

Κι όμως θα πάω να ιδώ το τέκνο μου, ποια συφορά ν' ακούσω

το 'χει πλακώσει, από τον πόλεμο μακριά κι ας μένει τώρα.»

Είπε, και τη σπηλιά παράτησε, κι εκείνες δακρυσμένες

ομάδι της τραβούσαν κι άνοιγε της θάλασσας το κύμα

τρογύρα, ως πια στην Τροία που φτάσανε την παχιοχωματούσα'

κι αράδα στο γιαλό ξεπρόβαλαν, κει που ήταν τραβηγμένα

πυκνά των Μυρμιδόνων τ' άρμενα, στον Αχιλλέα τρογύρα'

70 κι ως εβογγούσε κείνος, σίμωσεν η σεβαστή του η μάνα'

σέρνει φωνή μεγάλη, εφούχτωσε την κεφαλή του γιου της,

και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:

« Τι κλαις, παιδί μου; Ποιος σου ετάραξε καημός τα σπλάχνα τώρα;

Για μίλα μου ανοιχτά, μην κρύβεσαι• σου τα 'χει ο Δίας τελέψει

τα όσα πιο πριν τον παρακάλεσες με σηκωμένα χέρια,

να στριμωχτούν οι Αργίτες σύψυχοι μπροστά απ' των πλοίων τις πρύμνες
 και στενεμένοι απ' την ανάγκη σου φριχτά κακά να πάθουν.» 
— με Anna Tzimourta

Ο στρόβιλος που καθαρίζει την αύρα



Ο στρόβιλος που καθαρίζει την αύρα

Αυτή είναι μια άσκηση οραματισμού για το καθάρισμα και τον εξαγνισμό ολόκληρου του αυρικού σου πεδίου. Είναι μια εξαιρετική άσκηση για το τέλος της ημέρας, ειδικά αν έχεις έρθει σε επαφή με πολύ κόσμο. Σε βοηθάει να απομακρύνεις τα ενεργειακά "σκουπίδια" και να τα εμποδίσεις να συσσωρευτούν και να δημιουργήσουν ανισορροπίες στο αυρικό σου πεδίο. Για την άσκηση αυτή χρειάζονται μόνον πέντε λεπτά.



1. Κάθισε κάπου, κλείσε τα μάτια σου και άρχισε να χαλαρώνεις σταδιακά όλο σου το σώμα. Άρχισε να αναπνέεις αργά και σταθερά, ενώ φαντάζεσαι όλο σου το σώμα να χαλαρώνει, σταδιακά από την κορυφή ως τα νύχια. Διώξε τις εντάσεις από τους ώμους και τον αυχένα. Μάζεψε όλες τις ανησυχίες σου, όλους τους φόβους και τις αγωνίες σου και φαντάσου πως τις βάζεις σε ένα μπαλόνι, που αφήνεις να φύγει μακριά.


Μπορείς επίσης, αν θέλεις, να πεις μια απλή προσευχή ή κάποιο μάντρα (ηχοσύμβολα του διαλογισμού). Να θυμάσαι ότι η άσκηση αυτή, έτσι όπως περιγράφεται εδώ, είναι μόνον ένας οδηγός. Εσύ θα την προσαρμόσεις στις δικές σου ανάγκες.


2. Σχημάτισε μέσα στο νου σου την εικόνα μιας μικρής δίνης από κατάλευκο λαμπρό αέρα ζωτικής ενέργειας, σε απόσταση περίπου εφτά μέτρων πάνω από σένα. Αυτός είναι ένας μικρός πνευματικός ανεμοστρόβιλος. Καθώς βλέπεις τη χοάνη του να σχηματίζεται, φαντάσου τον να μεγαλώνει τόσο που να αγκαλιάζει ολόκληρο το αυρικό σου πεδίο. Δες το στενό μέρος του στροβίλου να είναι τόσο που να μπορεί να περάσει από την κορυφή του κεφαλιού σου και να φτάσει στο κέντρο ισορροπίας του σώματος σου (βλέπε το σχήμα ).


3. Αυτό τον πνευματικό στρόβιλο λαμπερής ενέργειας δες τον να στριφογυρίζει με τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Καθώς αγγίζει την αύρα σου, δες τον να απορροφά και να καίει όλα τα ενεργειακά "σκουπίδια" και τα πυκνώματα που έχουν συσσωρευτεί εκεί.


4. Δες, νιώσε και φαντάσου τον να κινείται προς τα κάτω, καλύπτοντας το σώμα και το αυρικό σου πεδίο. Γνώριζε ότι σαρώνει και καθαρίζει το ενεργειακό σου πεδίο από κάθε εξωτερική ενέργεια που έχει συσσωρευτεί εκεί στη διάρκεια της ημέρας.


5. Καθώς αυτός ο ενεργειακός στρόβιλος περνάει μέσα από το σώμα σου, δες τον να βγαίνει από τα πόδια σου και να μπαίνει μέσα στη γη. Δες τα ενεργειακά σκουπίδια που κουβαλάει να γίνονται λίπασμα για το φυτικό βασίλειο.

13 Οκτωβρίου 1884 καθιερώνεται η ώρα Γkρίνουιτς...


 
 
13 Οκτωβρίου 1884 καθιερώνεται η ώρα Γkρίνουιτς...
 
Από τα αρχαία χρόνια ο άνθρωπος προσπαθούσε να ορίσει τον χρόνο. Το βασικό χρονομετρικό όργανο έως το 16ο αιώνα ήταν το «ηλιακό ρολόι», που έδειχνε την ώρα με την σκιά που δημιουργούσε ο ήλιος. Ενώ, η μέτρηση του χρόνου γινόταν με συσκευές που στηρίζονταν σε υλικά που ρέουν, όπως το νερό ή η άμμος.

Τον 13ο αιώνα μ. Χ. επινοήθηκαν τα μηχανικά ρολό για και ακολούθησαν τα ρολόγια εκκρεμές. Από τον 17ο αιώνα έως το 1884, κάθε τόπος είχε ρυθμίσει ξεχωριστά την ώρα του, το οποίο ήταν το μεγάλο πρόβλημα των ναυτικών, αφού ο καθένας χρησιμοποιούσε το μεσημβρινό του λιμανιού του για τον προσδιορισμό της θέσης του στους ωκεανούς που ταξίδευε.

Σε μια διεθνή σύσκεψη που έγινε το 1884 στην Αμερικανική πρωτεύουσα, η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ ζήτησαν να υιοθετηθεί από όλες τις χώρες ως πρωτεύων μεσημβρινός αυτός του Γκρήνουιτς, όπου λειτουργούσε το Βασιλικό αστεροσκοπείο της Αγγλίας. Πριν από αυτό είχαν ήδη προταθεί η Ιερουσαλήμ και η Μεγάλη Πυραμίδα της Αιγύπτου.

Τις επόμενες δεκαετίες ακολούθησαν κι άλλες αλλαγές: οι ΗΠΑ χωρίστηκαν σε χρονικές ζώνες το 1883 και ολόκληρος ο κόσμος το 1884. Το 1915 καθιερώθηκε για πρώτη φορά διαφορετική ώρα για τους μήνες του χειμώνα και κυκλοφόρησαν τα πρώτα ρολόγια χειρός.

Ο Τάσσος-διακεκριμένος έλληνας χαράκτης





Ο Τάσσος (πραγματικό όνομα Αναστάσιος Αλεβίζος: Λευκοχώρα Μεσσηνίας, 1914 – Αθήνα, 13 Οκτωβρίου 1985) ήταν διακεκριμένος έλληνας χαράκτης.

Μικρός παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, σε ηλικία δεκαέξι ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Θ. Θωμόπουλου του Ουμβ. Αργυρού και του Κ. Παρθένη.

Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την Σχολή το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γ. Κεφαλληνού. Πιθανολογείται ότι καθοριστικό ρόλο στην αφοσίωσή του στην χαρακτική έπαιξε και η γνωριμία του με τον Δ. Γαλάνη, τον άλλο μεγάλο έλληνα χαράκτη της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου γνώρισε και την γαλλική χαρακτική. Λέγεται επίσης ότι πραγματοποίησε σπουδές στο Παρίσι, την Ρώμη και την Φλωρεντία. Πάντως, το ταλέντο του στην χαρακτική αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα· στην Πανελλήνια Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα (1940) τιμήθηκε με το Κρατικό Μετάλλιο Χαρακτικής.


Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Τάσσος και πολλοί άλλοι μαθητές του Γ. Κεφαλληνού φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού. Στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, για να συνεχίσει την (παράνομη πλέον) δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών.

Μετά την απελευθέρωση, ο Τάσσος άρχισε να ασχολείται και με άλλα θέματα πέρα από τα επικά του πολέμου, όπως γυμνά, νεκρές φύσεις και πορτρέτα, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να χρησιμοποιεί και χρώμα στις ξυλογραφίες του.

Ο Τάσσος είχε επίσης μια ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες. Ήδη από το 1939, με την αποφοίτησή του, έφτιαχνε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1945 και που έκλεισε το 1948. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ, μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων ή ΟΕΔΒ). Καρπός της συνεργασίας του με τον ΟΕΣΒ/ΟΕΔΒ, υπήρξε η εικονογράφηση πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο το Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1949.

Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο offset. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε και τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.

Τάσσος (Αλεβίζος), εξώφυλλο του Αναγνωστικού Δ΄ Δημοτικού. Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Αθήνα 1973.

Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Την ίδια εποχή παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1952) και του Λουγκάνο (1953).



Κατά την δεκαετία του 1960 η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Εγκατέλειψε σταδιακά το χρώμα, χάραζε όλο και μεγαλύτερες πλάκες ξύλου και άρχισε να δημιουργεί θεματικές ενότητες σε τρίπτυχα ή τετράπτυχα. Ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με την αγιογραφία, ενώ συνέχισε να φιλοτεχνεί βιβλία.
Κατά την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας καταγράφοντας γεγονότα που τον συγκλόνισαν. Μετά την κατάρρευση της Χούντας, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη (1975) και λίγο καιρό αργότερα έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ίδιου ιδρύματος. Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.

Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Πέθανε το Οκτώβριο του 1985 αφήνοντας ημιτελή μία σειρά οκτώ συνθέσεων στο Δημαρχείο του Βόλου. Το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του.

Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλλεις της Ελλάδας. Η Εταιρεία επίσης διατηρεί ανοιχτό ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο Τάσσος και η σύζυγός του, η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου (γεν. 1914), επί της Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας.

Όχι Μακριά από τον Βουδισμό



Όχι Μακριά από τον Βουδισμό

Ένας φοιτητής πανεπιστημίου, ενώ είχε επισκεφτεί τον Gasan τον ρώτησε:
«Έχεις διαβάσει ποτέ την Χριστιανική Βίβλο;»
«Όχι, διάβασε τη μου» του απάντησε ο Gasan.

Ο φοιτητής άνοιξε τη Βίβλο και διάβασε από τον Ματθαίο:
«Και γιατί να σκέφτεστε την ενδυμασία; Σκεφτείτε τα κρίνα του λιβαδιού, πως μεγαλώνουν. Δεν μοχθούν, ούτε στριφογυρίζουν αλλά και πάλι σας λεω ότι ούτε ο Σολόμωντας με όλη του τη δόξα δεν ήταν στολισμένος όπως είναι ένα από αυτά τα κρίνα… Επομένως μην σκέφτεστε την επόμενη μέρα, γιατί η επόμενη μέρα θα σκεφτεί τα πράγματα μόνη της».
Και ο Gasan του είπε: «Όποιος είπε αυτά τα λόγια τον θεωρώ φωτισμένο άνθρωπο».

Ο φοιτητής συνέχισε να διαβάζει: «Ζήτα και θα σου δοθεί, ψάξε και θα βρεις, χτύπα και θα ανοίξει για σένα. Για τον καθένα που ζητάει θα δοθεί, και αυτός που ψάχνει θα βρει και γι’ αυτόν που χτύπησε θα ανοίξει».

Και ο Gasan παρατήρησε: «Αυτό είναι τέλειο. Όποιος είπε αυτά τα λόγια είναι ένα φωτισμένο ον. Αυτά που μου διάβασες είναι η ουσία όλων όσα προσπάθησα να σου διδάξω εδώ!»

Δημοφιλείς αναρτήσεις