πηγή http://www.onestory.gr/post/34020709025
ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΙΓΗ
της Ευδοξίας Γραμμένου *
.
Ο πόνος σου είναι έρωτας, η μοναξιά φοβάται τη μορφή σου. Ο άνεμος με
κάνει ένα με ‘σένα. Ακούω τη φωνή σου κι η θάλασσα συμφωνεί μαζί μου.
Τα δάκρυά μου γίνονται στίχοι και πέφτουν πάνω στο κερί της ευτυχίας. Το
ουράνιο τόξο κρύβεται ακόμα πίσω σου. Βγαίνει αργά πίσω απ’ την
κουρασμένη μα ακόρεστη πλάτη σου, περνάει στα χέρια σου για να φτάσει
στην ψυχή μου. Άφησέ το! Ο ήλιος γεννιέται στο πρόσωπό σου και η ομορφιά
σου διώχνει τα σύννεφα… Μείνε!
Η ομορφιά της ψυχής σου με κάνει να πιστεύω σε σένα.
Σαν αρχαίος θεός γεννιέσαι απ’ την καταστροφή, ο ήχος του Αχέρωντα
φωνάζει το όνομά σου… Η ανάσα μου χαϊδεύει τα μαλλιά σου πριν την
καταστροφή και χάνεται στον άνεμο που ουρλιάζει από πόνο. Αχ, η ψυχή μου
είναι πολύ δυνατή για να σε εγκαταλήψει. Θα ξανα γεννηθούμε στη χώρα
του Μαρσύα και ο πόλεμος θα είναι δικός μας. Η πίστη νικά την καταστροφή
κι εσύ κρατάς τη νίκη στα χέρια… Φτιάχτηκα απ’ το πλευρό σου και με
έκανες κομμάτι σου. Εσύ με διάλεξες. Το χαμόγελό σου θα κάνει τη Γη να
κινείται και την Άνοιξη να έρθει. Ξανά… Ξανά!
Απ’ τη μέρα γεννιέται η ίδια μέρα και η μοναξιά πλυμμηρίζει την ψυχή.
Ο κόσμος γεμίζει απ’ τη σκέψη σου και η ζωή αποκτά νόημα απ’ την αγάπη
μου. Είσαι καλός… Δεν είσαι, λες. Κι όμως… Μην υποστηρίζεις το αντίθετο.
Εμείς τι ήμασταν; Δεν τα καταφέρνεις…
Η μουσική και τα κεριά η συντροφιά μου. Δεν είναι ωμό το σκοτάδι,
είναι ζεστό από τη φλόγα των κεριών. Των κεριών της ελπίδας που καίει
μέσα μου και φωτίζει το σκοτάδι που έφερες στην ψυχή μου. Σου δείχνει το
δρόμο. Κοίτα… Κοίτα! Τα κεριά μου ζεσταίνουν το κορμί, αλλά μόνο εσύ θα
ζεστάνεις την ψυχή μου. Η ανθρώπινη μουσική μου κρατάει συντροφιά γιατί
η θεϊκή βγαίνει μόνο απ’ το ανώριμο στόμα και την παιδική ψυχή σου.
Το άγγιγμά σου έχει μείνει χαραγμένο στη λευκή και ματωμένη σάρκα
μου. Εδώ θα είναι. Θα το φροντίσω… Να μη γιατρευτεί ποτέ. Τα μάτια μου
αναζητούν τη μορφή σου και τα χέρια μου την υφή του προσώπου σου. Μα τι
λέω… Μου τα πήρες όλα. Χωρίς καρδιά δε λειτουργούν, χωρίς αίμα δε
λαχταρούν.
Η θλίψη κάνει αδύναμο το κορμί και το δάκρυ φαίνεται βαρύ. Η φωτιά
στο τζάκι σβήνει… Να μαζέψω τη στάχτη, να την βάλω στο γκρι κουβά με το
γκρι φτυάρι. Να τη βάλω παντού πάνω στο σώμα μου να γίνω ίδια με τη ζωή
μου. Να την πετάξω στον τοίχο, να γίνει μαύρος να μη φαίνεται ο πόνος.
Να την αφήσω να με κατασπαράξει. Να την κάνω συναίσθημα και να την
καταπιώ. Να την πετάξω απ’ το παράθυρο να έρθει να σε βρει. Έλα… Έλα
εσύ!
Του φεγγαριού έχεις κλέψει τη γαλήνη και ψάχνει θυμωμένο να σε βρει.
Θα σε προστατέψω. Τη στάχτη μου πετώ, να πάρει αυτό το μαύρο σάπιο
χρώμα, τα αστέρια του ποτέ μην ξαναδεί. Για να καταλάβει… Κράτα τη
γαλήνη του και μη φοβάσαι. Την ομορφιά του στη χαρίζει. Κράτησέ την…
Κράτα την!
Η θλίψη δεν αφήνει τη φωνή να βγει. Μένει στο κορμί και σφίγγει την
καρδιά μου. Πάρε αυτό το κομμάτι χαρτί και ρίξ’ το στον αέρα. Γιατί ο
αέρας είναι ελαφρής και τα λόγια μου βαριά. Δεν θα αντέξεις να το δεις,
μήτε να τα’ ακούσεις. Δεν έχεις καρδιά γι αυτό. Μα τι λέω… Έχεις τη
δικιά μου.
Αν δεν υπήρχες, δε θα είχα γεννηθεί. Αν υπάρχεις γιατί πέθανα; Μην
κόψεις την κλωστή. Θα σπάσει η καρδιά που σου ανήκει. Θα σπάσει ένα
κομμάτι σου κι εγώ δε θέλω να πάθεις κακό!! Ούτε τα δάκρυα δεν αντέχουν
τον πόνο. Σταματούν να κυλάνε, σταματούν να μιλάνε. Περιμένουν τον
γυρισμό για να τρέξουν στο δικό σου μέτωπο γεμάτα χαρά. Και δε θα τα
ξανα δούμε… Μην τα κοιτάς!
Το τσίμπημα… Αχ, το τσίμπημα της απόγνωσης πληγώνει το μυαλό, το
κορμί, την ψυχή. Καρδιά δεν έχω. Κι ούτε θέλω. Θέλω; Που να ξέρω πια…
Οι σκέψεις τρώνε κάθε μέρα το μυαλό μου και πετάνε τα κόκκαλά του στο
παρτέρι της ζωής μου. Μαραίνεται… Τι με νοιάζει… Καλύτερα. Να μείνουν
τα αγκάθια, να πεταχτούν σε σένα. Μα τι λέω… Όχι. Όχι! Δεν το θέλω… Οι
τύψεις σου;
Στο χιόνι το πηχτό αίμα. Είναι ακόμα ζωντανό. Νιώθω το κρύο. Ο άνεμος
τρυπάει το κορμί μου κι εσύ είσαι μέσα. Προσπαθείς να κλέψεις λίγη
ζεστασιά. Να κρυφτείς σαν το φυγά. Αλλά παγωνιά. Η βροχή τρυπάει
βασανιστικά και λυτρωτικά το κορμί μου. Θα σε βρει… Τα δάκρυά μου
ενισχύουν τη βροχή κι η σιωπή σου τη θυμώνει. Δε σε νοιάζει…
Ξέρεις κάτι; Να ξέρεις κάτι… Πιστεύω σε σένα.
Κι ούτε με νοιάζει…
Η Ευδοξία Γραμμένου γεννήθηκε στο Αγρίνιο το
χειμώνα του 1991. Είναι φοιτήτρια στο τμήμα Βιβλιοθηκονομίας του Τ.Ε.Ι.
Αθήνας, της αρέσει η μουσική, η λογοτεχνία, η ζωγραφική, τα ταξίδια και
ό,τι την κάνει να νιώθει ελεύθερη. Βλέπει αισιόδοξα τη ζωή και το μέλλον
της και δε φοβάται να αντιμετωπίζει ότι προκύπτει σε αυτό. Τα τελευταία
7 χρόνια εκφράζεται μέσα από τη μουσική, τα διηγήματα και άλλα κείμενα.