ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ
Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς το χειμώνα,
με το τζάκι που πάγωσε, εκεί στη γωνιά του,
με του λίχνου το φως που όσο πάει και χλομιάζει
κι η ψυχή σε πηγμένο σκοτάδι βουλιάζει;
Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς τον Απρίλη,
που σερνόταν μουγκά μες τις άχαρες στράτες,
των πουλιών τις φωνές όπου ηχούσαν το δείλι
σάμπως κλάμα πνιχτό απ’ ανθρώπινα χείλη;
Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς τον Απρίλη,
που σερνόταν μουγκά μες τις άχαρες στράτες,
των πουλιών τις φωνές όπου ηχούσαν το δείλι
σάμπως κλάμα πνιχτό απ’ ανθρώπινα χείλη;
Θα ξεχάσω ποτέ τη γυναίκα που εβόγκα,
με το βρέφος απάνω στον άδειο μαστό της,
και κοιτώντας μακριά με μιαν έκφραση τρόμου
εξεψύχαγε αργά σε μιαν άκρη του δρόμου;
Θα ξεχάσω ποτέ τ’ αμολόγητο δράμα,
τα κορμιά που στο κάρο τα σώριαζε η πείνα,
τα σκυλιά που απ’ το σπίτι τα διώχναν με βία,
και σε βλέπαν με μάτια γεμάτα απορία;
Για μια στάλα ψωμί που είχε απλώσει να πάρει,
νηστικό καθώς ήταν το δόλιο παιδάκι,
του το σπάσαν το χέρι οι οχτροί • τέτοιο κρίμα,
θα το πλύνει ποτέ των αιώνων το κύμα;
Θα ξεχάσω ποτέ, βλογημένη όταν φτάσει
κολυμπώντας στο φως η ελεύτερη μέρα,
θα μπορέσω τις φρίκες που ζω να ξεχάσω,
να γευτώ τη χαρά και Λαμπρή να γιορτάσω;
. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : “Η κατοχική πείνα στην Αθήνα» Λουκία Ματζώρου.