Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Η τελετή συγχώρεσης των Ινδιάνων Ναβάχο



Η τελετή συγχώρεσης των Ινδιάνων Ναβάχο, η οποία μας προστατεύει από τον ''εθισμό'' στα τραύματα.
Οι Ναβάχο, ενώ αναγνωρίζουν την ανάγκη των ανθρώπων να εξομολογούνται σε άλλους τα τραύματά τους, κατανόησαν πως αυτή η συμπεριφορά τα ενίσχυε, ειδικά όταν η εξομολόγηση γινόταν κατ' επανάληψη.
Γι' αυτό αν ένα άτομο ήθελε να μοιραστεί ένα τραύμα ή συναισθηματικό πόνο, η φυλή συγκεντρωνόταν και το άκουγε. Το άτομο μπορούσε να μιλήσει τρεις φορές, ενώ όλοι άκουγαν με κατανόηση. Την τέταρτη φορά, όμως, όταν το άτομο έμπαινε στη μέση του κύκλου, όλοι γύριζαν τις πλάτες τους. <<Αρκετά! Σε ακούσαμε να εκφράζεις το πρόβλημά σου τρεις φορές. Είναι ώρα να το απελευθερώσεις. Δεν θα σε ξανακούσουμε>>, έλεγαν.
Φαντάζεστε τι θα γινόταν αν στηρίζαμε τους φίλους μας με τον ίδιο τρόπο; Τι θα γινόταν αν, αφού είχαν παραπονεθεί ως θύματα για το τραύμα τους τρεις φορές τους λέγαμε, «Άκουσα αρκετά γι΄ αυτό το θέμα. Είναι ώρα να το αφήσεις να φύγει. Δεν θα ενδυναμώσω τα τραύματά σου άλλο, επιτρέποντάς σου να μου μιλάς γι' αυτά. Σ΄ αγαπώ πολύ για κάτι τέτοιο».
Οι περισσότεροι θα μας αποκαλούσαν προδότες. Δεν θα έβλεπαν την πράξη μας σαν πράξη αγάπης και ειλικρινούς στήριξης αλλά σαν προδοσία- ίσως μάλιστα να στρέφονταν εναντίον μας.
ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΙΛΙΑ
Αν πρόκειται να στηρίξουμε πραγματικά ο ένας τον άλλον στο ταξίδι της πνευματικής εξέλιξης, πιστεύω πως δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να ρισκάρουμε, να θέσουμε όρια σ' αυτούς που αγαπάμε και να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για να τους βοηθήσουμε να προχωρήσουν πέρα από τον εθισμό στα τραύματά τους. Με μια τέτοια πράξη θα εκπληρώσουμε την συλλογική αποστολή μας να μεταμορφώσουμε το ''αρχέτυπο του θύματος'' και να θυμηθούμε ποιοί είμαστε πραγματικά.

"Ζητούν τον κύριο Πιραντέλλο στο τηλέφωνο"

To Κουκούτσι προτείνει το βιβλίο του Αντόνιο Ταμπούκι "Ζητούν τον κύριο Πιραντέλλο στο τηλέφωνο" από τις εκδόσεις Άγρα.
Ζητούν τον κύριο Πιραντέλλο στο τηλέφωνο
Το βιβλίο είναι ένα από τα δύο μόνο έργα που έγραψε για το θέατρο ο Αντόνιο Ταμπούκι. Πρωταγωνιστής είναι ένας ηθοποιός που υποδύεται τον μεγάλο Πορτογάλο ποιητή, τον Φερνάντο Πεσσόα, ή ίσως ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα που υποδύεται -σε όλη του η ζωή υποδυόταν κάποιον ο Πεσσόα-έναν ηθοποιό ο οποίος υποδύεται τον ποιητή. Ο ανώνυμος αυτός ηθοποιός φαντασιώνεται ότι μιλάει στο τηλέφωνο με έναν άλλο μεγάλο του 20ού αιώνα, τον Λουίτζι Πιραντέλλο, που δεν είχε την τύχη να τον γνωρίσει ποτέ. Κοινό του μια σειρά από βουβά πρόσωπα, όλα θαμώνες μιας ψυχρής ψυχιατρικής κλινικής, όπου βασιλεύει η σιωπή, η σιωπή και η απουσία. Διότι το βασικό θέμα αυτού του μονόπρακτου είναι η μοναξιά, ο Νάρκισσος τον οποίο δεν κοιτάζει πλέον κανείς, το κτήνος που την τελευταία στιγμή δεν εμφανίζεται στην αρένα αφήνοντας εκτεθειμένη και εντελώς παράλογη τη φιγούρα του τορέρο. Μέσα από έναν λόγο εξίσου γυμνό, χωρίς φτιασίδια, ο Ταμπούκι παραδίδει ένα έργο που είναι ταυτόχρονα μια "στιγμή αλήθειας", ένας διανοητικός λαβύρινθος, μια κραυγή απελπισίας για τα όνειρα που κάνουμε και δεν πραγματοποιούνται ποτέ.

Στη βάση της μεσογειακής πυραμίδας τα φασόλια

Στη βάση της μεσογειακής πυραμίδας τα φασόλια

Αποτέλεσμα εικόνας για Στη βάση της μεσογειακής πυραμίδας τα φασόλια
Τα φασόλια αποτελούν μια ιδιαίτερα θρεπτική τροφή κι αυτό αποτυπώνεται στο γεγονός ότι βρίσκονται στη βάση της μεσογειακής πυραμίδας, δηλαδή συγκαταλέγονται μεταξύ των τροφών που πρέπει να καταναλώνονται με μεγάλη συχνότητα. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι τα φασόλια μας έθρεψαν ως Έλληνες, καθώς η φασολάδα ήταν η κύρια τροφή μας μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Αποτελούν πολύ καλή πηγή πρωτεΐνης, αλλά όπως συμβαίνει με σχεδόν όλες τις πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης δεν είναι υψηλής βιολογικής αξίας, συγκριτικά με αυτή που προέρχεται από γαλακτοκομικά προϊόντα και κρέατα. Αυτό συμβαίνει γιατί της λείπει ένα απαραίτητο αμινοξύ (μεθειονίνη). Το αμινοξύ αυτό υπάρχει όμως σε μια άλλη κατηγορία φυτικής προέλευσης τροφίμων, τα δημητριακά (ρύζι, καλαμπόκι, σιτάρι κ.α.) καθώς και στους ξηρούς καρπούς. Συνδυάζοντας λοιπόν στο πιάτο μας φασόλια με δημητριακά παίρνουμε πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας, σχεδόν εφάμιλλη με αυτή του κρέατος.

Επίσης τα φασόλια αποτελούν πολύ καλή πηγή διαιτητικών ινών. Ένα φλιτζάνι μας καλύπτει περισσότερο από το 1/3 των ημερήσιων αναγκών μας, συμβάλλοντας στην καλή λειτουργία του εντέρου, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχουν στον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου και λιπιδίων στο αίμα. Τα φασόλια επίσης μας δίνουν πρεβιοτικά συστατικά, όπως φρουκτοολιγοσακχαρίτες και ινουλίνη, δηλαδή δίνουν τροφή στους καλούς μικροοργανισμούς του εντέρου, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη διατήρηση της μικροβιακής ισορροπίας του εντέρου.

Η ιδιότητά τους να μας φουσκώνουν έχει να κάνει με την υψηλή περιεκτικότητά τους σε διαιτητικές ίνες. Η δυσάρεστη δημιουργία αερίων όμως, σχετίζεται με μια σημαντική διεργασία στο σώμα μας: την απομάκρυνση των επικίνδυνων καρκινογόνων από το γαστρεντερικό μας σύστημα και πιο συγκεκριμένα από το παχύ έντερο και για το λόγο αυτό τα φασόλια σχετίζονται με μείωση της εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου.

Τα φασόλια επίσης αποτελούν πολύ καλή πηγή σιδήρου. Ένα φλιτζάνι μας δίνει το 30% των ημερήσιων αναγκών μας. Δυστυχώς όμως, η βιοδιαθεσιμότητα του σιδήρου δεν είναι υψηλή όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα φυτικά τρόφιμα (μόλις το 3-8% απορροφάται). Έχει βρεθεί ότι η βιταμίνη C (λεμόνι, ντομάτα, κρεμμύδι, σκόρδο, πατάτα), το β-καροτένιο (καρότο) και το μηλικό οξύ (λευκό κρασί) αυξάνουν (έως και τριπλασιάζουν) τη βιοδιαθεσιμότητα του.

Συνδυάστε λοιπόν τα φασόλια στο μαγείρεμα με σάλτσα ντομάτας, καρότο, κρεμμύδι και συνοδέψτε το πιάτο σας με ένα ποτήρι λευκό κρασί και θα έχετε δώσει στον οργανισμό σας μια επαρκή δόση από το απαραίτητο αυτό στοιχείο, το σίδηρο.

Ταυτόχρονα, τα φασόλια συμβάλλουν στην καλή υγεία των οστών μας καθώς μας προμηθεύουν με ασβέστιο (5% των ημερήσιων αναγκών μας σε ένα φλιτζάνι) και βιταμίνη Κ (20% των αναγκών μας σε ένα φλιτζάνι). Η βιταμίνη D (τυρί, γιαούρτι) αυξάνει την απορρόφηση του ασβεστίου και έτσι ο συνδυασμός φασολιών με την παραδοσιακή φέτα μας προσφέρει μια εξαιρετική λύση για την καλή υγεία των οστών.

Τέλος, τα φασόλια αποτελούν εξαιρετική πηγή αντιοξειδωτικών ουσιών και κυρίως φλαβονοειδών (βρίσκονται στο εξωτερικό περίβλημα και ευθύνονται για το χρώμα τους) καθώς φυλλικού οξέος συμβάλλοντας στην καλή λειτουργία της καρδιάς.

nutrimed.gr

Μπουγάτσα με κρέμα

Μπουγάτσα με κρέμα
Bαθμολογία:
       
19 ψήφοι
Προστέθηκε από , 08.01.08
Μπουγάτσα με κρέμα
photo: karavour

    Τι χρειαζόμαστε:

    • μισό κιλό φύλλο κρούστας
    • 4 κούπες γάλα
    • 1/4 κούπας βούτυρο
    • 2/3 κούπας σιμιγδάλι ψιλό
    • 2/3 κούπας ζάχαρη
    • 2 αυγά
    • 2 κρόκοι
    • βανίλια
    • 2/3 κούπας βούτυρο λιωμένο
    • άχνη και κανέλλα
    Στα γρήγορα
    Κατηγορία
    Μέθοδος
    Διατροφή
    Κουζίνα
    Περιέχει

     

     

     

    Πως το κάνουμε:



     σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

    Αχιλλέας

    Αναδημοσίευση άρθρου από Νέα Ακρόπολη

    πηγή http://www.nea-acropoli-ioannina.gr/istorika-proswpa/axilleas.html

    Αχιλλέας

    «Μήνιν άειδε,θεά,Πηληιάδεω Αχιλήος
    ουλομένην, η μυρί Αχαιοίς άλγε έθηκεν...»


    Από τους πρώτους στίχους της Ιλιάδας - ένα απ΄ τα σημαντικότερα έπη των ιστορικών χρόνων - ο Όμηρος επικαλείται τις Μούσες, κόρες της Μνημοσύνης, να ψάλλουν την μήνιν του Αχιλλέα.Achilles 1

    Βλέπουμε λοιπόν ότι το θέμα του έργου δεν ήταν ο Τρωικός Πόλεμος, αλλά ο θυμός του Αχιλλέα. Ποιος ήταν όμως ο ήρωας αυτός που του αξίζουν τέτοιες τιμές και έπαινοι; Που κρατά στα χέρια του όπλα φτιαγμένα από τον ίδιο τον Ήφαιστο; Που ο θυμός του είναι ικανός να σύρει τους ματωμένους κεραυνούς του Δία και αντιπαλεύει στον πόλεμο τους ίδιους τους Θεούς;

    Ας ξετυλίξουμε όμως το κουβάρι του μύθου του αγαπημένου ήρωα αφήνοντας μας να μας διηγηθεί γνωστές αλλά και άγνωστες πτυχές της ζωής του....

    Ο Αχιλλέας ήταν γιος του Πηλέα, που βασίλευε στην πόλη της Φθίας στη Θεσσαλία (η καταγωγή του οποίου είναι απευθείας απ΄ το γένος του Δία), ενώ μητέρα του ήταν η Θέτιδα κόρη του Ωκεανού, του θεού των θαλασσών. Ήταν το 7ο παιδί της Θέτιδας, η οποία προσπαθώντας να απομακρύνει τα θνητά στοιχεία που έπαιρναν απ΄ τον πατέρα τους τα νεογέννητα παιδιά της τα έβαζε στη φωτιά, πράγμα που τα σκότωνε. Ο Αχιλλέας σώθηκε από θαύμα καθώς ο Πηλέας παραμονεύοντας την γυναίκα του την πέτυχε, ενώ εκτελούσε το επικίνδυνο εγχείρημα της. Της άρπαξε το παιδί που μονάχα είχαν καεί τα χείλη του (Α-χιλλέας=αυτός που δεν έχει χείλια) και ο αστράγαλος του δεξιού του ποδιού.

    Η Θέτιδα τότε οργισμένη γύρισε να ζήσει στα βάθη της θάλασσας με τα αδέρφια της. Ο Κένταυρος Χείρωνας γιάτρεψε το πόδι του Αχιλλέα, βάζοντας στη θέση του κόκαλου που έλειπε το κόκαλο του γίγαντα Δάμυσου, που ξέθαψε γι΄ αυτό το σκοπό, και που όσο ζούσε ήταν πολύ γρήγορος στο τρέξιμο. Έτσι εξηγείται το χάρισμα του ήρωα στο τρέξιμο.

    Ο Αχιλλέας μεγάλωσε στο Πήλιο και διαπαιδαγωγήθηκε απ΄ τον Κένταυρο Χείρωνα μαθαίνοντας την τέχνη του κυνηγιού, το δάμασμα των αλόγων και την ιατρική. Ακόμη μάθαινε να τραγουδά και να παίζει λύρα.
    Επίσης ο Χείρωνας τον μεγάλωσε με τον παραδοσιακό τρόπο, μαθαίνοντας του την περιφρόνηση των αγαθών αυτού του κόσμου, την απέχθεια για το ψέμα, την εγκράτεια, την αντίσταση στα κακά πάθη και την αντοχή στον πόνο. Το φαγητό του ήταν εντόσθια λιονταριών και αγριογούρουνων για να πάρει τη δύναμη αυτών των ζώων και μέλι (που θα του έδινε γλυκύτητα και πειθώ).

    Ο Αχιλλέας αποφασίζει να πάρει μέρος στον πόλεμο κατά της Τροίας, αναζητώντας το πεπρωμένο του... καθώς υπήρχε ένας χρησμός που έλεγε ότι αν έπαιρνε μέρος σ΄ αυτή την εκστρατεία θα ζούσε μία ένδοξη αλλά πολύ σύντομη ζωή, αλλιώς θα μπορούσε να φτάσει ως τα βαθιά γεράματα αλλά η ζωή του θα ‘ταν άδοξη. Ο ήρωας μας επιλέγει την ένδοξη ζωή αν και σύντομη. Η μητέρα του στην προσπάθεια της να τον προστατέψει τον κρύβει στο νησί της Σκύρου στο παλάτι του βασιλιά Λυκομήδη όπου ο Αχιλλέας ζει ένα διάστημα μεταμφιεσμένος σε γυναίκα. Αλλά ποιος μπορεί να γελάσει τη μοίρα; Ποιος μπορεί να την αποφύγει και κυρίως όταν ποθεί να τη συναντήσει; Η αγάπη του για τον πόλεμο κάνει τον Αχιλλέα να αποκαλυφτεί, όταν ο Οδυσσέας μεταμφιεσμένος σε πραματευτή μπαίνει στο παλάτι κρατώντας ένα δίσκο με κοσμήματα, υφάσματα και άλλα αντικείμενα πολύτιμα για τις γυναίκες ανάμεσα στα οποία είχε βάλει και κάποια πολύτιμα όπλα που τράβηξαν την προσοχή της «Πύρρας» που ήταν το όνομα του μεταμφιεσμένου ήρωα και το οποίο είχε πάρει εξαιτίας του χρώματος των μαλλιών του που ήταν πυρόξανθα. Το δεύτερο τέχνασμα του Οδυσσέα ήταν καταλυτικό: έβαλε να ηχήσει η πολεμική σάλπιγγα στον γυναικωνίτη. Τότε, ενώ όλες οι γυναίκες κρύφτηκαν έντρομες, ο Αχιλλέας έμεινε και ζητούσε όπλα.

    Ξεκινάει λοιπόν για την Τροία, οδηγώντας ένα στόλο από 50 πλοία, πάνω στα οποία ταξιδεύει ένα σώμα από Μυρμιδόνες, συνοδευόμενος απ΄ τον φίλο του τον Πάτροκλο και τον παιδαγωγό του το Φοίνικα. Πριν φύγει η μητέρα του, του δίνει μία θεϊκή πανοπλία που λέγεται ότι την είχε φτιάξει ο ίδιος ο Ήφαιστος και τα άλογα που ο ίδιος θεός είχε κάνει δώρο στο γάμο του Πηλέα.

    Όταν ο στρατός των Ελλήνων έφτασε στην Αυλίδα, ακινητοποιήθηκε από άπνοια που ο μάντης Κάλχας είπε ότι προερχόταν από τη θεά Άρτεμη που απαιτούσε τη θυσία της κόρης του Αγαμένωνα, της Ιφιγένειας. Για να μην της κινήσουν τις υποψίες είπαν στην κοπέλα να πάει στην Αυλίδα για να παντρευτεί τον Αχιλλέα, ο οποίος δεν είχε ιδέα γι΄ αυτό το κόλπο και όταν το έμαθε ήταν αργά για να εναντιωθεί. Λέγεται ότι ο θάνατος της Ιφιγένειας ακολουθεί και βαραίνει τη συνείδηση του ήρωα σ΄ όλη του τη ζωή.

    Εννιά ολόκληρα χρόνια έμειναν οι Έλληνες μπροστά στην Τροία, εννιά χρόνια γεμάτα κατορθώματα, όπου ο Αχιλλέας με ένα μέρος του ελληνικού στρατού και τους Μυρμιδόνες του λεηλατούν τα νησιά και τις πόλεις της Μικράς Ασίας. Στην επιχείρηση κατά της Λυρνησσού απήγαγε την Βρισηίδα, ενώ ο Αγαμέμνονας είχε κρατήσει τη Χρυσηίδα, καθώς επίσης επιχειρεί μαζί με τον Πάτροκλο ν΄ αρπάξει τα κοπάδια των βοδιών του Αινεία που έβοσκαν στην Ίδη.
    Στην αρχή της απόβασης τους στην Τροία οι Έλληνες θα τρέπονταν σε φυγή απ΄ τους Τρώες αν δεν τρέπονταν σε φυγή απ΄ τον Αχιλλέα που σκότωσε τον Κύκνο τον γιο του Ποσειδώνα.
    Achilles 2
    Λέγεται επίσης ότι ο ήρωας δεν άνηκε στους μνηστήρες της Ελένης (πριν αυτή παντρευτεί τον Μενέλαο) αλλά είχε την περιέργεια να τη δει... η Θέτιδα και η Αφροδίτη φρόντισαν η συνομιλία να γίνει σ΄ ένα απομονωμένο μέρος. Δεν φαίνεται όμως ποτέ να προσπαθούν να παρουσιάσουν τον Αχιλλέα ερωτευμένο με την Ελένη.
    Κατόπιν σύμφωνα μ΄ ένα χρησμό που αποκάλυψε στους Έλληνες ότι ο λοιμός που μάστιζε τις στρατιές τους οφείλονταν στην οργή του Απόλλωνα, επειδή είχαν απαγάγει την κόρη του ιερέα, Χρύση, την οποία ο Αγαμέμνονας αναγκάζεται να επιστρέψει παίρνοντας από τον Αχιλλέα με ατιμωτικό τρόπο την Βρισηίδα. Ο Αχιλλέας τότε απέχει από τη μάχη, ενοχλημένος από τη αδικία του βασιλιά των Ελλήνων. Η Θέτιδα ανεβαίνει στον Όλυμπο και παρακαλεί τον Δία να δώσει τη νίκη στους Τρώες για όσο ο Αχιλλέας θα απέχει από τη μάχη. Έτσι και γίνεται.

    Ο Αγαμέμνονας παρακαλεί τον Αχιλλέα να επιστρέψει στην μάχη δίνοντας του πλούσια δώρα, εκείνος όμως είναι ανένδοτος. Πρέπει να συμβεί ένα τραγικό γεγονός για ν΄ αλλάξει η ψυχολογία του ήρωα. Έτσι, όταν ο καλύτερος του φίλος, ο Πάτροκλος, σκοτώνεται οδηγώντας τους Μυρμιδόνες και φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα, πλέον δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος. Εμφανίζεται άοπλος μπροστά στους Τρώες που μόνο με την κραυγή του τρέπονται σε φυγή.

    Ο Αχιλλέας μπαίνει ξανά στη μάχη, παρόλο που το άλογο του, ο Ξάνθος, που είχε με θαυμαστό τρόπο εκείνη τη στιγμή το χάρισμα της προφητείας και του λόγου, προβλέπει τον θάνατο του. Σκοτώνει τον Αινεία που τολμάει να του αντισταθεί, ενώ οι θεοί δεν επιτρέπουν ακόμη να συναντηθεί με τον Έκτορα, παρόλο που ο τελευταίος το επιδίωξε πολλές φορές. Σκοτώνει στη συνέχεια 20 νέους Τρώες πάνω στον τάφο του Πάτροκλου προς τιμή του, ενώ ο ποταμός Σκάμανδρος αγανακτισμένος από τα θύματα του Αχιλλέα που γεμίζουν την κοίτη του βγαίνει και καταδιώκει τον ήρωα. Ο Αχιλλέας μανιασμένος δεν καταλαβαίνει τίποτα και ψάχνει για τον Έκτορα που επιτέλους τον πετυχαίνει μόνο στις Σκαιές Πύλες. Τρεις φορές κάνουν τον γύρο της πόλης μέχρι που η ζυγαριά της Μοίρας γέρνει προς το μέρος του Έκτορα... που εγκαταλείπεται από τον Απόλλωνα που τον προστάτευε μέχρι εκείνη την ώρα. Ο Έκτορας πεθαίνει από το χέρι του Αχιλλέα, προφητεύοντας ότι και η δική του ώρα δεν ήταν μακριά...

    Ο Αχιλλέας αρνείται να παραδώσει τον Έκτορα, ο οποίος σύρεται γύρω απ΄ τα τείχη της Τροίας κρεμασμένος απ΄ το άρμα του θύτη του, δεμένος μ΄ ένα δερμάτινο λουρί. Μετά από 12 μέρες, ο Αχιλλέας παραδίδει το πτώμα στον Πρίαμο συγκινημένος από τα παρακάλια του αλλά και μετά από συμβουλή της μητέρας του που του λέει ότι οι Θεοί έχουν αγανακτήσει μαζί του, γιατί δεν σέβεται τους νεκρούς.
    Η συνέχεια είναι γνωστή... Ο Αχιλλέας σκοτώνεται από ένα βέλος του Πάρη που ήταν κρυμμένος πίσω απ΄ το άγαλμα του Θηβαίου Απόλλωνα, ενώ σύμφωνα με άλλες εκδοχές, ο ίδιος ο θεός κατευθύνει το βέλος του Πάρη στο μοναδικό τρωτό σημείο του σώματος του Αχιλλέα, τη φτέρνα του.

    Η τελετή της ταφής του ιερουργήθηκε από τη Θέτιδα και τις Μούσες ή τις Νύμφες, ενώ η Αθηνά ράντισε το σώμα του με αμβροσία για να εμποδίσει τη σήψη του. Αργότερα, αφού οι Έλληνες του έχτισαν τάφο κοντά στη θάλασσα, η Θέτιδα έφερε λένε το σώμα του ως τις εκβολές του Δούναβη στη Λευκή Νήσο κι εκεί ο Αχιλλέας συνέχισε να ζει μία μυστηριακή ζωή... Οι ναυτικοί όταν περνούσαν κοντά απ΄ το νησί άκουγαν τη μέρα μία δυνατή κλαγγή όπλων και τη νύχτα τα χτυπήματα από κούπες που τσούγκριζαν και τραγούδια από ένα συμπόσιο που δεν είχε σταματημό.

    Ο τύμβος του Αχιλλέα υψώθηκε απ΄ όλο το στρατό σε μία ορατή προεξοχή της ακτής, στην είσοδο του Ελλήσποντου για να τον βλέπουνε παντοτινά οι ναυτικοί από μακριά.
    Η μνήμη του έμεινε ολοζώντανη στη λαϊκή φαντασία των Ελλήνων και η λατρεία του ήταν πολύ διαδομένη στα νησιά και στην ασιατική ήπειρο, όπου έκανε τα περισσότερα από τα κατορθώματα του, ενώ ο Αλέξανδρος τον είχε σαν πρότυπο του και έκανε προφορές στον τάφο του όταν κάποια στιγμή πέρασε από το ακρωτήριο Σίγειο όπου βρίσκονταν το γιγάντιο μνημείο του.

    Τι συμβολίζει όμως ο μύθος του Αχιλλέα; Τι μπορούμε να μάθουμε μέσα απ΄ το παράδειγμα του για τον δρόμο του ανθρώπου;

    Καταρχήν βλέπουμε σ΄ αυτόν το πρότυπο του βασιλιά Ιππότη-πολεμιστή, που μάχεται για το δίκαιο και για τους συντρόφους του κι όχι για τις τιμές ή τα λάφυρα. Όπως λέει ο ίδιος: «Εγώ δεν ήρθα εδώ να πολεμήσω τους Τρώες...». Οδηγός του είναι η τιμή και ο όρκος και έχει ισχυρή και άκαμπτη προσωπικότητα, την οποία συμβολίζουν τα άφθαστα άλογα του που μόνο αυτός μπορεί να τα δαμάσει.

    Όπως βέβαια κάθε μεγάλος πολεμιστής που έχει οξύ πνεύμα και μπορεί να δει και τις πληγές της μάχης, πέρα απ΄ τους θριάμβους, πράγμα που τον κάνει να δειλιάζει προς στιγμή και ν΄ αμφιβάλλει για το σκοπό αλλά και τον εαυτό του, έτσι κι ο Αχιλλέας αρχικά μεταμφιέζεται σε γυναίκα για να μην πάει στον πόλεμο. Απ΄τη φύση του όμως δεν μπορεί να κρυφτεί κι έτσι όταν ο Οδυσσέας φέρνει δώρα για τις γυναίκες στο παλάτι του Λυκομήδη και ο Αχιλλέας διαλέγει το σπαθί (σύμβολο της βούλησης ή του πνεύματος που θα τον οδηγήσει στη νίκη). Ούτε απ΄ το πεπρωμένο του μπορεί να ξεφύγει καθώς οι χρησμοί πρόλεγαν ότι οι Έλληνες θα νικούσαν σ΄ αυτό τον πόλεμο μόνο αν ο Αχιλλέας ήταν μαζί τους.
    Achilles 3
    Έτσι λοιπόν επιλέγει τον δρόμο του (η μήπως ο δρόμος τον επιλέγει;) προτιμώντας να ζήσει λίγα χρόνια αλλά δοξασμένα, ενώ στο πρόσωπο του ενσαρκώνεται πλέον το αρχέτυπο του πολεμιστή, του Ανθρώπου που πολεμάει για τα ιδανικά του. Σε κάθε μάχη σε κάθε κονταροχτύπημα η ζωή κι ο θάνατος έρχονται πολύ κοντά αλλά για τον Αχιλλέα που ζει για να πολεμάει είναι το ίδιο. Ας μην ξεχνάμε ότι καμία μάχη δεν μπορεί να κερδηθεί, αν ο ήρωας δεν είναι αποφασισμένος καθώς αυτό που δίνει τη νίκη είναι το ηθικό το νικητή πρώτα και μετά οι ικανότητες ή το περιβάλλον στο οποίο θα βρεθεί.

    Ο θυμός του Αχιλλέα, όταν ο Αγαμέμωνας του παίρνει τη Βρησιίδα, είναι τόσο μεγάλος που θα είχε πεθάνει σίγουρα απ΄ το χέρι του Αχιλλέα, αν η σύνεση της Αθηνάς δεν τον συγκρατούσε (σύμβολο της φρόνησης και του αυτοελέγχου του ήρωα). Ο διένεξη δεν είναι επειδή θα χάσει την κοπέλα, αλλά επειδή προσβάλλεται από τη στάση του βασιλιά των Ελλήνων που του λέει ότι υπάρχουν κι άλλοι σπουδαίοι και γενναίοι βασιλιάδες και μπορούν να νικήσουν τον πόλεμο και χωρίς αυτόν. Η μεγαλύτερη προσβολή για έναν ιππότη είναι η μεταχείριση του με τέτοιο τρόπο ώστε να αμφισβητηθεί η τιμή και η αξία του.

    Έτσι παίρνει όρκο να απέχει απ τη μάχη, ενώ η αξία του γίνεται περισσότερο αντιληπτή απ΄ τους Αχαιούς που πλέον δεν ακούν τις εμψυχωτικές του κραυγές στη μάχη και αρχίζουν να χάνουν στον πόλεμο μέχρι που εκτοπίζονται στα πλοία τους.
    Ο Αγαμέμνονας του προσφέρει πλούσια δώρα και επιθυμεί τη συμφιλίωση, αλλά είναι δυνατόν να συμβιβαστεί η Ψυχή του πολεμιστή και να εξαγοραστεί με υλικά αγαθά;Ακόμη όμως κι όταν δεν πολεμάει ενδιαφέρεται συνεχώς για τις εξελίξεις του πολέμου, την υγεία των συντρόφων του και λυπάται όταν μαθαίνει άσχημα νέα. Εδώ βλέπουμε ένα ακόμη χαρακτηριστικό του ήρωα που δίνει μεγάλη σημασία στις πράξεις και στην εσωτερική δομή των συντρόφων του.

    Κάθε ήρωας όμως έχει και την ευαίσθητη του πλευρά και για τον Αχιλλέα είναι ο παιδικός του φίλος ο Πάτροκλος που σε μία κρίσιμη στιγμή παίρνει τα όπλα του Αχιλλέα και έτσι μεταμφιεσμένος σκορπά τον τρόμο στους Τρώες. Η κίνηση αυτή του Πάτροκλου συμβολίζει την εσωτερική αλλαγή που γίνεται μέσα στον Αχιλλέα με σκοπό να επιστρέψει στη μάχη. Αρχικά δεν μπαίνει ο ίδιος αλλά ένα μέρος του. Ο ήρωας έχει επιστρέψει και είναι ξανά όρθιος. Χρειάζεται όμως ένα δυνατό γεγονός για να επιστρέψει ολόκληρος και να πολεμήσει μ όλο του το Είναι.
    Ο θάνατος του Πάτροκλου είναι το γεγονός που τον επαναφέρει στη μάχιμη κατάσταση. Ο Αχιλλέας βγαίνει άοπλος στο πεδίο της μάχης και απ΄ τα ουρλιαχτά του οι Τρώες τρέπονται σε φυγή. Ορκίζεται το θάνατο του Έκτορα παρόλο που ξέρει ότι την ίδια στιγμή θα πεθάνει κι ο ίδιος. Ο ήρωας αναλαμβάνει την εξωτερική μάχη του (αφού ξεπέρασε την εσωτερική) κι είναι έτοιμος να συναντηθεί με το πεπρωμένο του.

    Έτσι, αφού θυσιάζει 12 νέους πάνω στον τάφο του Πάτροκλου, κλείνει ένα κύκλο και αναγεννημένος ρίχνεται στον πόλεμο με θεϊκά ρούχα και όπλα.

    Η μάχη προβλέπεται τρομερή. Είναι η αιώνια μάχη όπου ο άνθρωπος παίρνει την τελική απόφαση να κυριαρχήσει στα πάθη και να κατακτήσει την αιώνια ψυχή του.
    Aπό μία τέτοια μάχη δεν είναι δυνατόν να λείψουν ούτε οι Θεοί, γι αυτό ο Δίας άρει την απαγόρευση του και επιτρέπει στους Θεούς να λάβουν μέρος στον πόλεμο (στις πολύ κρίσιμες στιγμές οι άνθρωποι πάντα έχουν τη θεία βοήθεια ή καθώς γίνονται υπεράνθρωποι χειρίζονται τις θείες δυνάμεις).

    Ο Αχιλλέας σκοτώνει τελικά τον Έκτορα τον πιο άξιο και πιο γενναίο άνδρα της Τροίας έχοντας τη θεϊκή βοήθεια της Αθηνάς .Εκεί κλείνει ο κύκλος του καθώς και ο κύκλος της Τροίας, καθώς η Ελένη σύμβολο της αιχμάλωτης ψυχής που φυλακίζεται στον κόσμο της ύλης επιστρέφει με την προσπάθεια του ήρωα-ιππότη, μετά από τρομερές μάχες (εξωτερικές και εσωτερικές) στη θέση που της αρμόζει.

    Ο Αχιλλέας δεν πέθανε πραγματικά, αλλά κέρδισε την αθανασία, αφού η μητέρα του η Θέτιδα έφερε το νεκρό του σώμα στο Λευκό Νησί στα Ηλύσια Πεδία, όπου ζουν οι ήρωες, σύμβολο του ήρωα που δεν ήταν μόνο πολεμιστής αλλά κυρίως του ανθρώπου που ξεπέρασε εμπόδια και δοκιμασίες και με το δικό του αγώνα κέρδισε την Αθανασία.
    Το παράδειγμα του Αχιλλέα ας ξυπνήσει αυτό το μικρό ήρωα που κοιμάται μέσα μας αλλά διψάει για περιπέτειες, μεγάλα κατορθώματα και άξιους αγώνες και που τόσο πολύ τον έχει ανάγκη ο κόσμος σήμερα!


    ΕΚΤΟΡΑΣ

    «Οι αδύνατοι άνθρωποι δεν κάνουν την Ιστορία, συνήθως δεν προλαβαίνουν ούτε να τη διαβάσουν»

    Όσο γοητευτική και ενδιαφέρουσα είναι προσωπικότητα του μεγάλου ήρωα της Ιλιάδας του Αχιλλέα, τόσο χαρακτηριστική και δυναμική είναι επίσης και η παρουσία στην Ιλιάδα του ΄Έκτορα, που είναι ο μεγαλύτερος ήρωας και κύριος υπερασπιστής της Τροίας. Η μοίρα των 2 ηρώων φαίνεται άρρηκτα συνδεδεμένη σε σημείο να μην μπορούμε να κατανοήσουμε τον ένα αν δεν εμβαθύνουμε και την προσωπικότητα του άλλου..

    Ο Έκτορας είναι ο πρωτότοκος γιος του Πριάμου και της Εκάβης, αν και μερικές παραδόσεις τον θεωρούν γιο του Απόλλωνα και είναι αυτός που ασκεί πραγματικά την εξουσία στους Τρώες αν και βασιλιάς είναι ο Πρίαμος. Είναι ο πρώτος άνδρας στις συνελεύσεις και αυτός που κατευθύνει τον πόλεμο. Είναι ψηλός και λεβεντόκορμος όπως ο Αχιλλέας και όταν οδηγούσε το άρμα του με τα κατάμαυρα άλογα, θα έλεγε κανείς ότι ήταν ο ίδιος ο Ενυάλιος Άρης. Ο λαός του τον λατρεύει και του αποδίδει θεϊκές τιμές. Ακόμη και οι Έλληνες ξέρουν ότι είναι ο ισχυρότερος υπερασπιστής της Τροίας και όσο ζει δεν πρόκειται να πέσει στα χέρια τους.

    Είναι παντρεμένος με την Ανδρομάχη και έχει έναν γιο τον Αστυάνακτα, τον οποίο ονειρεύεται να μεγαλώσει σαν ένα γενναίο πολεμιστή, γεγονός για το οποίο φαίνεται να συγκρούεται με τη γυναίκα του που απεχθάνεται τον πόλεμο. Αλλά «μερικά πράγματα είναι μόνο για αντρίκειες καρδιές» όπως της λέει στο «Τραγούδι της Τροίας», ένα πολύ όμορφο μυθιστόρημα που έχει γραφτεί για το θέμα που ερευνάμε.

    Έχοντας υπόψιν του το χρησμό που λέει ότι θα πεθάνει απ΄ το χέρι του Αχιλλέα, αποφεύγει τη μάχη σε ανοικτή πεδιάδα όσο ο Αχιλλέας είναι εκεί, αλλά όταν αυτός απουσιάζει προκαλεί μεγάλο χαμό στους Έλληνες. Πολύ όμορφη είναι η μονομαχία του με τον Αίαντα που κρατάει μία ολόκληρη μέρα χωρίς να φέρει τη νίκη σ΄ έναν απ΄ τους 2 ήρωες. Τότε γίνονται φίλοι ανταλλάσσοντας δώρα: Ο Αίαντας του προσφέρει τη ζώνη του και ο Έκτορας το πολύτιμο ξίφος του.

    Ο ρόλος του στην έκβαση της μάχης είναι καθοριστικός. Έτσι συχνά χρειάζεται να επέμβουν οι θεοί για να τον εμποδίσουν να σκοτώσει ήρωες όπως τον Νέστορα ή τον Διομήδη. Ο ίδιος προστατεύεται από τον Απόλλωνα ενώ ο Δίας δίνει εντολή στους θεούς να του αφήσουν τη μάχη, τουλάχιστον όσο ο Αχιλλέας δεν θα συμμετέχει.

    Σε μία κρίσιμη στιγμή ο Έκτορας σκοτώνει τον Πάτροκλο που είχε μπει στη μάχη φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα και του παίρνει τα όπλα. Όμως ο Αχιλλέας ορκίζεται εκδίκηση και περισσότερο μανιασμένος από ποτέ επιστρέφει στη μάχη σκοτώνοντας αρχικά τον Πολύδωρο έναν απ΄ τα αδέρφια του Έκτορα. Εκείνος ανίσχυρος να πάρει εκδίκηση, καταλαβαίνει ότι η ώρα του πλησιάζει. Μάταια ο Απόλλωνας τον περιβάλλει μ' ένα σύννεφο, προκειμένου να καθυστερήσει τη μοιραία στιγμή. Ενώ οι Τρώες επιστρέφουν στην πόλη ο Έκτορας μένει μόνος του μπρος στις Σκαιές Πύλες.

    Ενώ όλοι τον προτρέπουν να μπει μέσα στα τείχη, εκείνος αγέρωχος και πεισματάρης είναι αποφασισμένος να συναντήσει τον Αχιλλέα, κάτι που τόσα χρόνια ποθούσε αλλά και φοβόταν συνάμα.
    Αλλά την κρίσιμη στιγμή που ο Αχιλλέας πλησιάζει, καταλαμβάνεται από φόβο και τρέπεται σε φυγή. Τρεις φορές κάνουν το γύρο της Τροίας μέχρι που η θεά Αθηνά μ΄ ένα τέχνασμα (μεταμφιεσμένη στον Διήφοβο, που υπόσχεται να βοηθήσει τον ήρωα) τον αναγκάζει να σταματήσει. Η ζυγαριά του Δία κλείνει πλέον προς το μέρος του Έκτορα και κατεβαίνει προς τον Άδη. Ο Απόλλωνας εγκαταλείπει τον ήρωα που σκοτώνεται από τον Αχιλλέα. Με τη διαύγεια που διακρίνει αυτούς που ξεψυχούν προλέγει στον Αχιλλέα το θάνατο του που πλησιάζει.

    Η επόμενη εικόνα είναι μία απ΄ τις πιο χαρακτηριστικές (αποτρόπαιη και ταυτόχρονα γεμάτη δέος) του Τρωικού πολέμου:ο Έκτορας δεμένος απ΄ τους αστραγάλους στο άρμα του Αχιλλέα σέρνεται γυμνός γύρω απ΄ τα τείχη της Τροίας και κατόπιν εγκαταλείπεται το σώμα του στα σκυλιά και στα όρνια. Ακόμη και οι Θεοί λυπούνται τον άτυχο ήρωα και στέλνουν την Ίριδα να πείσει τον Αχιλλέα να δώσει πίσω στον πατέρα του το σώμα του Έκτορα, όπως και γίνεται. Ανάμεσα στα 2 στρατόπεδα γίνεται ανακωχή για 12 μέρες που επιτρέπει στους Τρώες να θάψουν με τις αρμόζουσες τιμές τον ήρωα-υπερασπιστή τους. Με το κλείσιμο του κύκλου του Έκτορα η Τροία έχει ήδη πέσει.

    Αν προχωρήσουμε στον αποσυμβολισμό του μύθου του Έκτορα θα δούμε πολλά κοινά σημεία με τον μύθο του Αχιλλέα σαν τα νήματα της μοίρας του ενός να πλέχτηκαν ταυτόχρονα με του άλλου.
    Achilles 4
    Ο Έκτορας είναι ο μεγαλύτερος ήρωας της Τροίας ενός πολιτισμού φωτεινού και ανώτερου (ας θυμηθούμε ότι ο Απόλλωνας είναι ο θεός-προστάτης της πόλης) που όμως έχει φτάσει σ΄ ένα σημείο καμπής, καθώς συγκρούεται με το νέο πολιτισμό των Ελλήνων, πιο βαρβαρικό φαινομενικά στον οποίο όμως κυριαρχεί η νόηση (ας θυμηθούμε ότι η Αθηνά είναι η θεά-προστάτιδα των Ελλήνων. Ξέρουμε ότι χωρίς τα τεχνάσματα του Οδυσσέα κανείς δεν θα μπορούσε να διαβεί τα απροσπέλαστα τείχη της Τροίας).

    Βλέπουμε στο πρόσωπο του Έκτορα τον ήρωα που γεννιέται για ένα σκοπό, που ακολουθεί χωρίς δισταγμό και μέσα απ΄ αυτόν λυτρώνεται. Δεν είναι απλά γιος του βασιλιά, αλλά είναι συνετός (δεν ξεμυαλίζεται όπως όλοι οι άλλοι με την Ελένη, συμβουλεύει συνετά στις συνελεύσεις και διορατικός, ξέρει που οδηγείται η Τροία με τα καμώματα του Πάρη και την ξεροκέφαλη στάση του Πριάμου).

    Είναι ξεκάθαρος ως προς το σκοπό του και γενναίος (δεν αποφεύγει τις μάχες και αναλαμβάνει κάθε δύσκολη περίπτωση), είναι ο τύπος του ανθρώπου που είναι γεννημένος αρχηγός και που η μοίρα τον έχει διαλέξει. Είναι απλός, λιτός και ευγενής, είναι το αρχέτυπο του πολεμιστή, όπως και ο Αχιλλέας τον οποίο επιθυμεί αλλά και ταυτόχρονα φοβάται να συναντήσει στο πεδίο της μάχης, γνωρίζοντας το πεπρωμένο του.

    Όλη η πορεία του πολέμου κατά της Τροίας κορυφώνεται στη σύγκρουση των 2 ηρώων, που είναι κάτι περισσότερο από δίδυμα αδέρφια και ο μύθος του ενός δεν θα μας έλεγε τίποτε αν δεν υπήρχε και ο μύθος του άλλου.

    Λέει ο Αχιλλέας για τον Έκτορα: «Κοίταξα την απτόητη σκοτεινιά των ματιών του και έμαθα πως ήταν το είδος του ανθρώπου που ήμουν κι εγώ. Τον αγαπούσα πολύ περισσότερο απ΄ όσο αγαπούσα τον εαυτό μου, τον Πάτροκλο ή τη Βρισηίδα ή τον πατέρα μου ,γιατί ήταν ο εαυτός μου μέσα σ΄ ένα άλλο σαρκίο. Ήταν ο προάγγελος του θανάτου, είτε ήταν αυτός που θα μου κατάφερνε το θανάσιμο πλήγμα, είτε θα παρατείνονταν λίγες μέρες ακόμα η ζωή μου ώσπου ένας άλλος Τρώας θα με σώριαζε κάτω. Ο ένας από εμάς έπρεπε να πεθάνει στη μονομαχία, ο άλλος λίγο αργότερα γιατί έτσι είχε αποφασιστεί όταν υφάνθηκαν τα νήματα της μοίρας μας»
    Όπως και στην περίπτωση του Αχιλλέα ο Έκτορας είναι σύμβολο όχι απλά ενός ήρωα αλλά ενός βασιλιά-πολεμιστή που ο πρώτος εχθρός που έχει ν΄ αντιμετωπίσει είναι ο ίδιος του ο εαυτός, και η νίκη του είναι η πραγμάτωση της μοίρας για την οποία γεννιέται και των ιδανικών του άσχετα αν θα βγει νικητής ή όχι. Επίσης ο πόλεμος για τους αρχαίους πολιτισμούς δεν ήταν απλά πράξεις βίας αλλά σήμαινε δράση, συνεχόμενη εγρήγορση και θάνατο των γερασμένων μορφών με σκοπό την ανανέωση.
    Ο ήρωας για τον οποίο μιλάμε βρίσκεται κρυμμένος μέσα στον καθένα μας, διψώντας για δυσκολίες, κινδύνους, περιπέτειες και άξιες μάχες. Είναι ένας άνθρωπος που αναζητά τα αδύνατα και γι΄ αυτό ξεπερνά τον εαυτό του και δεν αφήνει τον κόσμο όπως τον βρήκε. Ας είναι οι μύθοι με τα αιώνια σύμβολα τους αφορμή για να ξυπνήσει και να μπει σε δράση αυτός ο μικρός-μεγάλος ήρωας, που είμαστε ΕΜΕΙΣ!


    Βιβλιογραφία:

    1. Λεξικό της Ελληνικής & Ρωμαικής Μυθολογίας (Pierre Grimal)
    2. Eκυκοπαίδεια: Νέα Δομή
    3. Το Τραγούδι της Τροίας (C.M.Cullogh)
    4. Μυθολογία Ελλήνων (Κ.Κερενύι)

    ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΧΑΣΕΙ… της Ελένης Γκίκα *

    πηγή http://www.onestory.gr/post/34554985569

    ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΧΑΣΕΙ…

    της Ελένης Γκίκα *
    .
    Κάνει τις ίδιες κινήσεις χρόνια και χρόνια. Ειδικά τέτοια μέρα. Παίρνει τ’ αμάξι της, οδηγώντας περίπου τριάντα χιλιόμετρα από βραδύς. Το φορτώνει μονάχα με τα απολύτως απαραίτητα: δυο ρουχαλάκια (ποιος, αυτή η κοκέτα, ακριβώς δυο), οπωσδήποτε το προσευχητάρι της, τον «Ρημαγμένο Απρίλη» που της είχε χαρίσει πριν την ρημάξει, ένα πακέτο τσιγάρα (το πακέτο του, Κάμελ άφιλτρα, η ίδια συνήθως δεν καπνίζει ποτέ), ένα δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο με μια κασέτα μέσα (πάντα την ίδια, την έχει κάνει κόπιες πολλές), ένα φάκελο με φωτογραφίες και γράμματα, τα «Γράμματα γενεθλίων» του Χιουζ (αυτά τ’ αγόρασε μόνη της διότι κάτι της είπαν), τον φορητό υπολογιστή της, το καντηλάκι, ένα λιβανιστήρι επισμαλτωμένο με ροζ χρώματα και ένα βάζο. Τα λουλούδια θα τα αγοράσει εκεί. Ζουμπούλια πάντοτε. Να την τρελαίνουν στο άρωμα.
    Εκεί, βεβαίως, όπως πάντα, που δεν θα την περιμένει κανείς.
    Της αρέσει να πάει από το πουθενά το δικό της στο κάπου, να μη βιάζεται, πάντοτε με τα βήματά της κουρασμένα, μετρημένα, σχεδόν κουρδισμένα σαν του Μουρακάμι κι αυτή «το κουρδιστό πουλί». Στο ίδιο σημείο, το άλεφ της, για να κουρδίσει για άλλη μια φορά – πάντοτε τέτοια μέρα του χρόνου- το ρολόι της ζωής. Της δικής της ζωής.
    Της πήρε χρόνια η αποδοχή: «κανενός το πεπρωμένο δεν είναι καλύτερο από του άλλου» και «κάθε άνθρωπος οφείλει να το σεβαστεί».
    Ετσι, λοιπόν, τώρα κι αυτή: με σεβαστικά βήματα, χρόνια και χρόνια. Πιστή, προσηλωμένη θα ‘λεγε «με ευλάβεια θρησκευτική» σ’ αυτό το παράξενο, για πολλούς ίσως παράλογο, εμμονοληπτικό ραντεβού.
    Φτάνει πάντοτε αργά το απόγευμα. Της αρέσει να βλέπει απ’ το μπαλκόνι του δωματίου που της έχουν κρατήσει την Δύση. Τον ήλιο, να γίνεται πορφυρός και μεγάλος και να χάνεται σαν κι εκείνον, στη θάλασσα. Και πάντοτε απ’ το δωμάτιο 19. Δεκαεννιά χρόνια έζησε μαζί του. «Στο νου σου», επιμένει η φίλη της η Χριστίνα. Όμως εκείνη σφίγγει σαν τον φιλάργυρο τα γράμματα, χαμογελά σαν την Σφίγγα, ξοδεύεται, σχεδόν εξαντλείται σωματικά, όσες φορές προσπαθεί να τους απαντά. Δέκα χρόνια έχουν περάσει, εξάλλου, οι περισσότεροι το ξέχασαν. Σαν την κλέφτρα θα φύγει για την Συνάντηση κι αυτή.
    Η δική της «γιορτή» στα μεθεόρτια κρίνεται. Όταν οι άλλοι ξεστολίζουν, εκείνη στολίζεται. Για να την καμαρώσει, έστω, για μια στιγμή. Για κείνον δεν επιτρέπει να την χαλάσει ο χρόνος. Για να μπορεί όσο και να κυλά ο καιρός να αναγνωριστεί: ίδια μαλλιά, ίδιο άρωμα, παρόμοια ρούχα. Μονάχα η μέση της φάρδυνε κάπως με τον καιρό. Μια, δυο χαρακιές, άκρη στα μάτια. Ρυάκια που απόμειναν απ’ τα δάκρυα.
    Την περιμένει πάντοτε ο ιδιοκτήτης στη ρεσεψιόν. Τον χαιρετά με τα μάτια, σαν παλιό συγγενή. Ανοίγοντας το γνωστό δωμάτιο, θα θυμηθεί για λίγο τη Σμίλα του Χόε, που «διαβάζει το χιόνι», να δρασκελίζει την δική της γεμάτη παρελθόν ευτυχισμένη μοναξιά. Θα εγκατασταθεί σα νοικοκυρά που απουσιάζει περίπου χρόνο. Τα λιγοστά ρούχα στη ντουλάπα, παπούτσια, τσάντα στα ράφια, στο μικρό τραπεζάκι βιβλία, φωτογραφίες, μαγνητόφωνο και υπολογιστή.
    Τα μεσάνυχτα περίπου θα βάλει την κασέτα να παίξει. Η φωνή του μπάσα, κοφτή και βραχνή θα γεμίσει τον χώρο. Υποσχέσεις αγάπης και μια πρόταση που δεν ευοδώθηκε. Η δική της σχεδόν κοριτσίστικη φωνή. Να του λέει «Ναι», το ακούει καθαρά. Την ξαναρωτά, του το ξαναλέει. Όπου φτάσουμε, της λέει. Εκείνη, δεν απαντά. Για το «παντού» και το «πάντα» διψά. Μουσική υπόκρουση ένα πιάνο που παίζει και μια φωνή που προσπαθεί να τραγουδήσει Μαρινέλα «Σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει». Η βραχνή φωνή του άντρα που επαναλαμβάνει μεθυσμένος, «σύνορα»… Η ανάσα του κουρασμένη, ασθματική. Οι γουλιές απ’ το ποτό του, χορταστικές που τις απολαμβάνει. Η δική της μεθυσμένη «από έρωτα» φωνή…
    Θα την ακούσει τρεις φορές, ούτε μία περισσότερο ή λιγότερο. Μετά, θ’ αρχίσει να ξεφυλλίζει γράμματα και φωτογραφίες. Θα τα μυρίζει σαν γάτα. Θα τα χαιδεύει και θα τα γρατζουνά.
    Τα κοιτάζει με έναν φακό, ιδίως εκείνου το πρόσωπο. Το απομακρύνει, μετά το βάζει όλο και πιο κοντά. Παντού μελαγχολικός, τόσο πολύ θλιμμένος, Θεέ μου, πώς δεν το είδε. Σχεδόν απών! Ναι, αν τολμούσε να το αποδεχτεί, ήδη απών. Ολοφάνερη προκαταβολικά η απουσία του στη φωτογραφία. Οι φωτογραφίες δεν μας κλέβουν απλώς τη ζωή, αλλά και τον αύριο, την ιστορία. Γνωρίζουν ήδη το παρακάτω. Έχουν φτάσει ως το πιο πάνω ή το πιο κάτω σκαλί.
    Σ’ αυτούς άρεσε η κάθοδος. Και στους δυο. Ελεύθερη πτώση, λες, σε γκρεμό.
    Μαζί του θα φτάσει στον πάτο, αγόγγυστα. Εξάλλου «η πορεία του χρόνου είναι μια αλυσίδα αιτίων και αποτελεσμάτων, οπότε το να ζητήσεις μια οποιαδήποτε χάρη, όσο μικρή κι αν είναι, είναι σαν να ζητάς να σπάσει ένας κρίκος αυτής της σιδερένιας αλυσίδας, σα να ζητάς να έχει ήδη σπάσει». Ποτέ δεν βγήκε από το νου της η «Προσευχή».
    Έτσι και τώρα «δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους» σα μάντρα επαναλαμβάνει ανάβοντας το καντήλι. Λιβάνι πάντοτε με άρωμα γαρίφαλο, γύρευε γιατί.
    Θα στήσει δίχως κορνίζα την πιο καλή του φωτογραφία: όμορφος, Θεέ μου, κι άτρωτος σαν τους Θεούς, με ρούχα καθημερινά, γαλανά, γελαστά, ένας άγγελος.
    Κάνει ακριβώς τρεις φορές κομποσκοίνι, επαναλαμβάνοντας - ποτέ «εις μνήμην»- πάντοτε «υπέρ υγείας» την ευχή. Σαν μνήσθητι. Άλλωστε αυτό ακριβώς είναι’ το μνήσθητι μιας γυναίκας. Μετά θα ξαπλώσει, θα σταυρώσει τα χέρια της και απολύτως γαληνεμένη θα αποκοιμηθεί.
    Θα ‘ρθει να τηνε βρει οπωσδήποτε. Πάντοτε έρχεται. Ανοιγοκλείνει τα παράθυρα στο ιατρείο, βλέπει τα χέρια του να κινούνται στα φωτεινά, βαδίζουν μαζί στην έρημο της Πατησίων. Φορά μια πράσινη καμπαρτίνα φαρδιά, τον κρατά σφιχτά, αγκαζέ, με το χέρι στην τσέπη του.
    Το πρωί θα ξυπνήσει χαράματα. Την περιμένουν, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο μοναστήρι. Πρόσφορο, λίγο στάρι, τα έχει φέρει μαζί. Ο παπάς τον διαβάζει παντού στους ζώντες και τεθνεώτες, έχει επιμείνει τόσο, χρόνια αυτή.
    Θα σταθεί στην γωνιά, να μοιράσει το στάρι. Την ευχή την θεωρεί περιττή: «Να ζήσετε να τον θυμόσαστε».
    «Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας’ δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει».
    Γρήγορα, σαν το νεράκι θα κυλήσει η μέρα. Σα ζωή. «Η ζωή είναι τόσο σύντομη κι εμείς ξέρουμε τόσο λίγα».
    «Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα – εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις».
    Κατηφορίζοντας θα τον ξανασκεφτεί.
    Τώρα πια ξέρει τι σημαίνει πάθος. Τι θα πει να μην βλέπεις κανέναν, ούτε τον Θεό, ούτε τον εαυτό σου, παρά μονάχα ένα πρόσωπο, αυτό του πεπρωμένου…
    Αργά το βράδυ θα γυρίσει στην πόλη. Στο Κοιμητήριο δεν πηγαίνει ποτέ. Μονάχα σ’ αυτή την πανσιόν, των ραντεβού τους, πάντοτε. Αν δεν θα τον βρει εκεί, δεν θα τον βρει πουθενά.
    Τίποτε δεν θα ξεφορτώσει. Το μόνο που της χρειάζεται, ο υπολογιστής. Να ελέγξει τα μέιλ. Να γράψει το άρθρο. Αύριο, πρέπει να το στείλει στην εφημερίδα της, πρωί- πρωί.
    Θα γδυθεί την εξαιρετική μέρα, θα ντυθεί την καθημερινή αξιοπρεπή μοναξιά και με μότο «ισχύει στην ανάγνωση ό,τι και στον έρωτα ή στον καλό καιρό: ούτε εσύ ούτε κανένας έχει λόγο. Διαβάζεις μ’ αυτά που έχεις. Διαβάζεις αυτό που είσαι», θα καθίσει να γράψει. Το γνωστό της μικρό, βιβλιοφιλικό άρθρο:
    ΠΟΙΟΣ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟ
    «Δεν υπάρχει χειρότερος εφιάλτης απ’ το να ‘σαι σ’ ένα νησί που κατοικείται από τεχνητά φαντάσματα’ και το να ‘σαι ερωτευμένος με μια απ’ αυτές τις εικόνες, είναι χειρότερο απ’ το να ‘σαι ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα (ίσως, όμως, και να θέλαμε πάντα το άτομο που αγαπάμε, να ‘χει την υπόσταση φαντάσματος)».
    Την «Εφεύρεση του Μορέλ» του Κασάρες, την πήρα είδηση φέτος από την επανέκδοση του Πατάκη.
    Την παντοδυναμία όμως, της εικόνας την βίωσα, όλοι μας την βιώνουμε διότι «αν δεν το δείξει η τηλεόραση», τίποτα δεν υπάρχει.
    Και την εικονική πραγματικότητα του έρωτα, την βίωσα. Και ποιος δεν την βιώνει. Το θέμα είναι ποιος από μας καταδέχεται να την αντιληφθεί.
    Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα… στράτα, στρατούλα γιατί πονά η διαπίστωση «κι αυτό το ένα δεν υπάρχει» (Καζαντζάκης στην «Ασκητική»).
    Ο Κασάρες επινόησε τον Μορέλ που επινόησε αυτό τον απίθανο εικονικό κόσμο το 1940. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε «συναρπαστικό θρίλερ» και «χρησμός», Προφητεύοντας «με δραματική διορατικότητα την παντοδυναμία της εικόνας» έκανε γοητευτική μυθιστορία μια προαιώνια γνώση ή απειλή: το ότι μπορεί να είμαστε «όνειρο μέσα σε όνειρο» (Σέξπιρ) ή επί πιο προσωπικού «το όνειρο Κάποιου» (Μπόρχες).
    Στην αριστουργηματική ιστορία, λοιπόν, ένας κατάδικος δραπέτης (ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί καταδικάστηκε) καταφεύγει σε ένα νησί όπου οι πάντες φοβούνται να πλησιάσουν: πέφτουν νύχια, δέρμα, μαλλιά… Αλλ’ η ζωή του είναι τόσο αφόρητη, που αποφασίζει να πάει.
    Εκεί θα γνωρίσει «μία γυναίκα εκπληκτική». Κάθεται κάθε απόγευμα και κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα στα βράχια. Φοράει στο κεφάλι μια παρδαλή μαντίλα και έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα γόνατο. Από τα μάτια της, τα μαύρα της μαλλιά, το μπούστο της, μοιάζει με κάτι τσιγγάνες ή Σπανιόλες… Την λένε Φοστίν. Και είναι μόνον… εικόνα. Αυτή η γυναίκα ουσιαστικά δεν υπάρχει. Μπορεί και να πέθανε, δηλαδή. Να ζει μονάχα επειδή έκανε αυτή την εφεύρεση ο Μορέλ: μετέτρεψε τη ζωή τη ζώσα σε εικόνα ανεξίτηλη στο διηνεκές.
    Ο ερωτευμένος άντρας, βεβαίως, με κάθε τίμημα θα την διεκδικήσει. Κάνοντας εικόνα και την δική του ζωή. Για να ‘ναι μαζί της «σε μια οπτασία που κανείς δε θα συλλέξει». Διότι και η ψευδαίσθηση του έρωτα δεν είναι παρά μια πράξη- τελικά- ευσπλαχνική. Επειδή μπορεί «αυτό το ένα να μην υπάρχει», αλλά είναι απαραίτητο για την δική μας ζωή. Από το τίποτα πιάνεται καμιά φορά ο άνθρωπος!
    Θα το στείλει με μέιλ το επόμενο πρωί. Σα να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα. Πολύ Κυριακή για έναν άνθρωπο. Κορίτσι η σκέψη και την ταξίδεψε πάλι. Αλλ’ όπως λέει ο Καμύ «δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση»… Όλα θα τα νικήσει, αυτή…. Στον εαυτό της το έχει υποσχεθεί.
    (ανέκδοτο, από τη συλλογή «Μια καρδιά στο στομάχι»)
    .
    Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες και στο Έθνος της Κυριακής από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν 28 βιβλία της. Ανάμεσά τους “Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι”, “Να τα μετράω ή να μη τα μετράω τα χρόνια”, “Το αίνιγμα του άλλου”, “Μετεβλήθη εντός μου, ο ρυθμός του κόσμου”, “Υγρός χρόνος”, “Εν αταξίαις εύτακτοι όντες”, “Το γράμμα που λείπει”, “Πλήθος είμαι”, “Οι κούκλες δεν κλαίνε” και “Η αιώνια επιστροφή”. Με το μυθιστόρημα “Η γυναίκα της βορινής κουζίνας” και το παραμύθι “Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας” που κυκλοφόρησαν πρόσφατα ξεκίνησε τη συνεργασία της με τις εκδόσεις “Καλέντη”.

    Δημοφιλείς αναρτήσεις