Ο
Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτιος Αποστολέλης: Αϊβαλί Μικράς
Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965) ήταν έλληνας
λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία
αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο
λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη
συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως
ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του Τριάντα». Μαθητές
του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.
Ο
Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου,
γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του και
την κηδεμονία αυτού και τριών μεγαλύτερων αδερφιών του ανέλαβε ο θείος
του Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον
οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας
του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί
τελείωσε το σχολείο το 1912· στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον
λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών
που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με
ζωγραφιές. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην
Αθήνα, από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή
του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών
ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το
1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού για την
εικονογράφηση βιβλίου, για την εικονογράφηση της Πείνας του Κνουτ
Χάμσουν. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το
1918 επέστρεψε στην Γαλλία. Τότε έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό
βιβλίο, το Pedro Cazas. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά την
λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο "Νέοι
Άνθρωποι", στον οποίο συμμετείχαν επίσης ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής
Δούκας, ο Ευάγγελος Δαδιώτης, ο Πάνος Βαλσαμάκης και άλλοι εξέχοντες
λόγιοι, και εξέδωσε το Pedro Cazas και διορίστηκε στο Παρθεναγωγείο
Κυδωνίων, όπου δίδασκε Γαλλική Γλώσσα και Ιστορία της Τέχνης.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πήγε αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στην
Αθήνα, μετά από πρόσκληση Ελλήνων λογοτεχνών που διάβασαν το βιβλίο του
και ενθουσιάστηκαν, όπως η Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος Αυγέρης, η Γαλάτεια
Καζαντζάκη και ο Νίκος Καζαντζάκης. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος·
εκεί ανακάλυψε τη βυζαντινή ζωγραφική, αντέγραψε πολλά έργα και έγραψε
αρκετά κείμενα. Όταν επέστρεψε, εξέδωσε το λεύκωμα Η Τέχνη του Άθω και
έκανε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του. Το 1925 παντρεύτηκε τη
Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία.
Εργάστηκε
ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία (στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, στον
Μυστρά, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο) και ως αγιογράφος σε ναούς (στην
Καπνικαρέα, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, στον Άγιο Ανδρέα της οδού
Λευκωσίας στην Αθήνα, στον Άγιος Γεώργιο Κυψέλης, στα παρεκκλήσια Ζαΐμη
στο Ρίο και Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, στη Ζωοδόχο Πηγή στην Παιανία, στη
Μητρόπολη της Ρόδου και αλλού),[1] ενώ έκανε και την εικονογράφηση του
Δημαρχείου Αθηνών.
Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για
την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας: μαζί με τον Κωστή Μπαστιά
και τον Βασίλη Μουστάκη κυκλοφόρησαν το περιοδικό ΄΄Κιβωτός΄΄, όπου με
άρθρα και φωτογραφικό υλικό ενίσχυαν τον αγώνα του Κόντογλου. Mια τέτοια
προσπάθεια περιέκλειε και κάποια μειονεκτήματα: ο Κόντογλου κουβαλούσε
από την περίοδο της μαθητείας του στο Παρίσι την αγάπη των
Εμπρεσιονιστών για τις πρωτόγονες τέχνες και επιστρέφοντας στην Ελλάδα
μελέτησε και αντέγραψε τα έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με τέτοια
κριτήρια. Έτσι η βυζαντινή εικόνα έπρεπε να είναι καθαρή και ανόθευτη
από κάθε άλλη επίδραση. Ένα πνεύμα στρατεύσεως θα χαρακτηρήσει την
δημιουργία του, καθώς «ο ίδιος μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο θα γράψει πως
αποφασίζει να αφιερώσει το τάλαντό του στο Χριστό», κάτι που απουσίαζε
στους πρώτους Χριστιανούς και τους Βυζαντινούς. Γι΄αυτό και η ποιοτική
διαφορά ανάμεσα στον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Κόντογλου.[2] Πριν
τον πόλεμο θα εισηγηθεί στον Αναστάσιο Ορλάνδο, Διευθυντή της Υπηρεσίας
αναστηλώσεως και συντηρήσεως αρχαίων και Βυζαντινών μνημείων του
Υπουργείου Παιδείας, οι εκκλησίες να χτίζονται και να διακοσμούνται με
τοιχογραφίες βυζαντινότροπες[3]
Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση.
Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1961 για το βιβλίο
Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, με το Βραβείο «Πουρφίνα» της
Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου και με
το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το
σύνολο του έργου του.
Ταξείδια σε διάφορα μέρη της Ελλάδας
και της Ανατολής, περιγραφικά του τί ακούμε από τα χρόνια των
Βυζαντινών, των Φράγκων, των Βενετσάνων και των Τούρκων, 1928.
Ὁ θεός Κόνανος καί τό μοναστῆρι του τό λεγόμενο καταβύθιση, Νικολόπουλου, 1943.
Ἱστορίες καί περιστατικά κι' ἄλλα γραψίματα λογῆς λογῆς, Νικολόπουλου, 1944.
Ὁ κουρσάρος Πέδρο Καζᾶς, Γλάρος, 1944.
Ἓλληνας θαλασσινός στίς θάλασσες τῆς νοτιᾶς, Γλάρος, 1944.
Η Αφρική και οι θάλασσες της Νοτιάς, Γλάρος, 1944.
Οἱ ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς: Ἱστορία ἀληθινή, Νικολόπουλος, 1945.
Ἡμερολόγιον παιδικόν τοῦ 1949, Ἀποστολική Διακονία, 1949
Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου, Παπαδημητρίου, 2000.
Παναγία και Υπεραγία: Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, Αρμός, 2000.
Γίγαντες ταπεινοί, Ακρίτας, 2000.
Το ασάλευτο θεμέλιο, επιμέλεια Κώστας Σαρδελής, Ακρίτας, 2000.
Μικρό Εορταστικό, Ακρίτας, 2000.
Ανέστη Χριστός: Η δοκιμασία του λογικού, Αρμός, 2001
Μυστικά άνθη: Ήγουν: Κείμενα γύρω από τις αθάνατες αξίες της ορθόδοξης ζωής, Παπαδημητρίου, 2001
Χριστού γέννησις: Το φοβερόν μυστήριον, Αρμός, 2001
Για να πάρουμε μια ιδέα περί ζωγραφικής, Αθήνα : Αρμός, 2002.
Σκληρό τάμα, εικονογράφηση Γιώργου Κόρδη, Αρμός, 2003.
Το πάρσιμο της Πόλης, εικονογράφηση Σταμάτης Μπονάτσος, Ακρίτας, 2003.
Ταξιδευτές κι ονειροπόλοι, επιμέλεια Νίκος Αγνάντος, Ακρίτας, 2005.