http://www.onestory.gr/post/35194304902
ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΑΣ
της Στέβης Καλογεροπούλου *
.
“Η σαφής διατύπωση του νόμου της αιτίας είναι αυτή “Εάν
γνωρίζουμε επακριβώς το παρόν, δυνάμεθα να γνωρίσουμε και το μέλλον”.
Δεν είναι η απόδοση εσφαλμένη, αλλά η υπόθεση. Δε μπορούμε καταρχήν να
γνωρίσουμε το παρόν σε όλα του τα μέρη. Και ένεκα αυτού κάθε παρατήρηση
είναι μια εκλογή από πλήθος δυνατοτήτων και ένα περιορισμός του
μελλοντικά δυνατού.” ~ W. Heisenberg (γύρω στο 1927)
.
Οδηγούσα με μικρή ταχύτητα σχετικώς. Η Φέλι βρισκόταν στο κάθισμα του
συνοδηγού και τη συνείδησή της είχε αποσπάσει ο δρόμος που περνούσε από
κάτω μας. Κοιτούσε τον ορίζοντα με αχανές βλέμμα και που και που τον
συνδύαζε με τις άσπρες λωρίδες της λεωφόρου. Ποτέ μου δεν κατάλαβα σε τί
εξυπηρετούσε αυτός ο συνδυασμός της αλλά σπάνια ενώ οδηγούσα είχα την
πολυτέλεια για περαιτέρω προβληματισμούς. Την κοιτούσα ανά διαστήματα με
την άκρη του ματιού μου κι ύστερα απλώς ένιωθα την παρουσία της μέχρι
το επόμενο βλέμμα, αν βέβαια σιγοτραγουδούσε κάποιο ακαθόριστο σκοπό
τότε η οπτική επαφή δεν ήταν άκρως απαραίτητη.
Ταξιδεύαμε και ευελπιστούσαμε να φτάσουμε στο παραθαλάσσιο προάστιο
Far Rockaway. Η απόφαση ήταν κοινή αλλά δεν είχε σημασία. Θα προτιμούσα
να βρισκόμουν σε συνοικίες του Παρισιού και να πίνω ζεστή σοκολάτα
μιλώντας για film noir και εκλεπτυσμένη τέχνη αλλά όπως και να ΄χει
συμβιβάστηκα με τη δισυπόστατη απόφαση της Φέλι “λίγη αμερικάνικη
ενατένιση δε βλάπτει”. Το ταξίδι μας ήταν ήρεμο, ο καιρός ευχάριστος και
ο ήλιος έτοιμος να υποκύψει στην εμφάνιση της σελήνης. Καθώς
σκοτείνιαζε ένιωσα μια περίεργη παρόρμηση και σταμάτησα απότομα στο
πρώτο άνοιγμα του δρόμου που βρήκα. Η Φέλι βρισκόταν μεταξύ ονείρου και
πραγματικότητας κι έτσι το απότομο τράβηγμα από το φρενάρισμα την
επανέφερε στον αδόκιμο ρεαλισμό.
“Τι συμβαίνει ? Πώς σταματάς έτσι τέλος πάντων ? ” άρχισε να ωρύεται,
όχι τόσο από την ενόχληση και το νευρωτισμό της απότομης στασιμοτητάς
μας αλλά επειδή υποσυνείδητα κατάλαβε ότι κάτι συνέβη και ο
αυθορμητισμός της προκαλούσε αυτή την υστερική αντίδραση μιας και δε
μπορούσε να προβεί σε άμεση λύση. “Χαθήκαμε..” της είπα κι ίσα που
αποσπάστηκε ο ήχος από τις φωνητικές μου χορδές. “Τι εννοείς χαθήκαμε?
Χαθήκαμε! Δε μπορεί.. πού είναι ο χάρτης? Αφού πηγαίναμε σωστά πώς
χαθήκαμε?… Μια ευθεία είναι ο δρόμος…”, “..σταμάτα Φέλι απλώς πήραμε
λάθος ευθεία! σταμάτα σε παρακαλώ να βρούμε μια λύση..!” κατάφερα εν
τέλει να αρθρώσω την ανακάλυψη της λάθος ευθείας και η φωνητική μου
υπεροχή καθώς και το συμπέρασμα και η παρότρυνση για μια (απροσδιόριστο
ποια) λύση μετέτρεψαν την υστερία της σε μια ψευδαισθητική ανακούφιση.
Ύστερα από μια μικρή σιωπή κι ενόσω όλο και πύκνωνε το σκοτάδι, η
υγρασία και το άγχος μου άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και κατέβηκα
να πάρω λίγο αέρα. Πρότεινα στη Φέλι να κάνει το ίδιο.
Ένα ολόκληρο τέταρτο διέσχισε ο λεπτοδείκτης στο ρολόι του χεριού
μου. Το μόνο ευτυχές γεγονός ήταν πως η Φέλι δε μιλούσε διότι περίμενε
να ακούσει τη λύση μου. Αλλά κι αυτό το ευτυχές γεγονός έτεινε προς τη
μετατροπή του σε δυστυχές καθ ότι λύση κατ’ εμέ δεν υπήρχε. Βρισκόμασταν
σε έναν έρημο δρόμο (αν ήταν ο σωστός δε θα ήταν έρημος) όπου κανένα
αμάξι εδώ και ένα τέταρτο δεν είχε περάσει, δεν υπήρχαν πινακίδες και
κανένα αποδεικτικό στοιχείο για το ” πού είμαστε τώρα…?”.Ναι ναι η Φέλι
ρώτησε… “Ξέρεις κάτι, ειλικρινά δε ξέρω!” της είπα και έριξα το σώμα μου
στο καπό του αυτοκινήτου.
Καθώς χαλάρωνα ψυχοσωματικώς και απολάμβανα την οπτική επαφή με το
νυχτερινό ουρανό, άκουσα τη Φέλι να γελά ακατάπαυστα. Τόσο που ανησύχησα
για το ρυθμό της αναπνοής της. Το γέλιο της ήταν σχεδόν άηχο και μόνο
μια ενστικτώδης διακοπή και μια αβυσσαλέα εισπνοή αποδείκνυαν την εύθυμη
(ίσως και κάτι παραπάνω) συναισθηματική επιφόρτισή της. Αρχικά
ανησύχησα αλλά ύστερα ένιωσα να περισσεύει η κυκλοφορία του αίματος στο
σώμα μου και οι νευρώνες μου να κινδυνεύουν να αποχωριστούν κάθε ίντσα
των μυών μου.
“Μπορώ να ακούσω το λόγο για τον οποίο μετατράπηκες σε ένα ον
παραγωγής ακαθόριστης ηχορύπανσης? Κοινώς, τι στο διάολο γελάς έτσι ?”..
τη ρώτησα όχι τόσο για να πάρω μια απάντηση, όσο για να ξεσπάσω λόγω
της κατάστασης. Εκείνη ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα προσπάθησε να
κοπάσει τους γελωτοποιούς λυγμούς της και να μου εξηγήσει, άρχισε να
μιλά και ανάμεσα σε παύσεις και γρήγορες ροές αντιλαμβανόμουν τα λόγια
της και το νόημά τους……
….”…ξέρεις να, θέλω να πω, αφού δε γνωρίζουμε πού είμαστε τώρα
σίγουρα δε μπορούμε να προβούμε σε απολύτως σωστές λύσεις για το ποια
κατεύθυνση μπορούμε να πάρουμε ώστε να φτάσουμε στο προορισμό μας. Και
πραγματικά, ούτε το ίδιο το τώρα μπορούμε να ορίσουμε ακριβώς. Δηλαδή,
τώρα είμαι εδώ (κάνει ένα βήμα αριστερά) και τώρα είμαι εδώ (κάνει δύο
βήματα δεξιά) αλλά πού είναι το τώρα?..” την αφουγκραζόμουν μανιωδώς και
εν τέλει παρόλο που πίστευα πως είχε απόλυτο δίκιο ψέλλισα ”Είσαι
τρελή…”
“Ω, ναι? Είμαι τρελή? Για άκου και αυτό δεσποινίς ακατάδεκτου
ιδεαλισμού. Ο Κ. Φέυνμαν που τόσο λατρεύεις είχε κάποτε πει μεταξύ
αστείου και σοβαρού (αυτό ήταν υπαινιγμός για τη δική της ψυχωσική
χαρμολύπη) πως αν ήταν ηλεκτρόνιο θα έκανε ό,τι του αρέσει θα κινούταν
σε μια διεύθυνση με κάποια ταχύτητα, μπροστά ή πίσω στο χρόνο, όπως θα
του άρεσε. Κοινώς, δε μπορεί να προκαθοριστεί απόλυτα η θέση του
ηλεκτρονίου κι είναι κάτι που απεδείχθη κι από τον Κ. Χάιζενμπεργκ και
ανέτρεψε την αρχή της αιτιότητας….”,..” σταμάτα! ειλικρινά σταμάτα, δεν
είμαστε ηλεκτρόνια αγαπητή κι ούτε πρόκειται να υπάρξουμε ως ηλεκτρόνια,
κι ίσως αν ήμασταν να μην ασχολούμασταν καν με τέτοιου είδους ερωτήματα
των οποίων η απάντηση θα ήταν προφανής.. ” πριν προλάβω να τελειώσω την
ένστασή μου η Φέλι με διέκοψε καθηλώνοντας τη συνείδησή μου σε
εντυπώσεις στατικής αδράνειας. “..σωστά, αν ήμασταν ηλεκτρόνια ίσως να
ιδεολογούσαμε περί υπάρξεως του ανθρώπου. Και πες μου αλήθεια, πως είσαι
τόσο σίγουρη ότι υπάρχω?” με προβλημάτισε ομολογώ προσπάθησα να
διατυπώσω κάτι του τύπου “εε δεν είμαι ηλεκτρόνιο για να ξέρω..” αλλά
αντιλήφθηκα την αντίφαση κι έτσι έμεινα άναυδη και σιωπηλή.
Πέρασαν περίπου τρία αδόκιμα λεπτά. Κοιτούσα τη Φέλι και αναρωτιόμουν
ουσιαστικά για την ύπαρξή της Αν η Φέλι υπήρχε, τότε θα έπρεπε να
καθορίσω την ακριβή θέση της για να το αποδείξω. Εφόσον δε μπορούσα να
είμαι απολύτως σίγουρη για το πού βρίσκεται επακριβώς η Φέλι τότε πως
μπορούσα να είμαι σίγουρη πως υπάρχει ως υλοποίηση εγκιβωτισμένη στο
χωρόχρονο? Άρχισα να κουνώ νευρωτικά το πόδι μου ενώ στηριζόμουν
απροσδιόριστα στο άλλο, ύστερα σαν έξαρση συνειδητοποίησης κοίταξα
αριστερά κι ύστερα δεξιά. Ξανακοίταξα, άρχισα να κουνώ τα βλέφαρά μου
μανιωδώς ψαχουλεύοντας όσο περισσότερο χώρο μπορούσα. Ο δρόμος ήταν
άδειος, το αμάξι μου επίσης κι η Φέλι.. μπορούσε να είναι οπουδήποτε….
Η Στέβη Καλογεροπούλου γεννήθηκε το 1992 στην
Αθήνα. Είναι φοιτήτρια ακαθόριστης πανεπιστημιακής σχολής και στο
απώτερο μέλλον φιλοδοξεί να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη συγγραφή και
τη σεναριογραφία. Αγαπά τα ταξίδια, τις επιστήμες και τον τετράποδο
Φρέντυ.