Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Σήμερα...



ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ





Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Johnchrysostom.jpg
Απεικόνιση του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου σε μωσαϊκό της Αγίας Σοφίας
Πατριάρχης και Πατέρας της Εκκλησίας
Γέννηση Πιθανώς το 349
Αντιόχεια
της Συρίας
Κοίμηση 14 Σεπτεμβρίου 407
Κόμανα του Πόντου
Εορτασμός 27 Ιανουαρίου*: ανακομιδή λειψάνων
13 Νοεμβρίου
: μνήμη Ιωάννη Χρυσοστόμου
30 Ιανουαρίου
: Των Τριών Ιεραρχών
Σημαντικές Ημερομηνίες διάκονος 381
πρεσβύτερος
386
επίσκοπος
398
εξορία 404
Χριστιανισμός
σειρά λημμάτων
Χριστιανισμός
Πρότυπο: π  σ  ε
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γνωστός και ως Ιωάννης της Αντιόχειας, είναι Άγιος, Πατέρας και ιεράρχης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας μεταξύ 344 και 354. Έδρασε στην ίδια πόλη, αλλά και την Κωνσταντινούπολη και τελικά πέθανε εκδιωγμένος από την αυτοκρατορική αυλή το 407, λόγω του αυστηρού ελέγχου που της ασκούσε. Ο ίδιος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ένεκα του αξεπέραστου χαρίσματός του στην ομιλία. Διετέλεσε επίσης επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, όπου διακρίθηκε για το σπουδαίο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο που διενήργησε. Τελικά αναδείχτηκε ως ένας από τους πλέον λαοφιλείς ιεράρχες, εξ ου και σήμερα θεωρείται άγιος από την Λουθηρανική και την Αγγλικανική εκκλησία, ενώ κατατάσσεται στους μεγάλους πατέρες της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, αφήνοντας πίσω σπουδαίο, ανεκτίμητο και διαχρονικό συγγραφικό έργο, που αγκαλιάζει όλο το φάσμα των ποιμαντικών και θεολογικών ζητημάτων της εκκλησίας.

Πίνακας περιεχομένων

Ο βίος Του

Η μόρφωση του Χρυσοστόμου

Γεννήθηκε στην Αντιόχεια μεταξύ 344 και 354, με πιθανότερη ημερομηνία κοντά στο 349. Γονείς του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Η μητέρα του μάλιστα χήρεψε μόλις στα 20 της χρόνια, όταν ο Ιωάννης ήταν μόλις λίγων μηνών, ήταν δε γυναίκα που ξεχώριζε για το ζήλο που επεδείκνυε για την ανατροφή του Ιωάννη, ώστε πολλοί αξιοσέβαστοι άνδρες της εποχής, όπως ο Λιβάνιος[1], εξήραν το ήθος της.
Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από την ίδια. Εν συνεχεία σπούδασε στη σχολή του Λιβάνιου, δάσκαλου και πολυγραφότατου συγγραφέα, στην Αντιόχεια ρητορική και του Ανδραγαθίου φιλοσοφία. Από την εποχή αυτή μάλιστα διαφάνηκε το ταλέντο της ρητορικής του ικανότητος σε σημείο ο δάσκαλός του Λιβάνιος, να θελήσει να τον κάνει συνεχιστή του έργου του στη σχολή. Η χριστιανική του ανατροφή όμως εμπόδιζε τα σχέδιά του. Επίσης ακολούθησε θεολογικές σπουδές δίπλα στον Καρτέριο και το Διόδωρο Ταρσού, στο λεγόμενο Ασκητήριο, τη μεγάλη θεολογική σχολή της Αντιόχειας, ενώ σπούδασε και ως συνήγορος, εξασκώντας το επάγγελμα για λίγους μήνες. Εν τέλει εγκατέλειψε την δικηγορία και βαπτίστηκε Χριστιανός και σύντομα, όταν έφυγε από τη ζωή η μητέρα του (372 μ.Χ.), αποφάσισε να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή ακολουθώντας το μοναχισμό.

Το έργο του στην Αντιόχεια

H Αντιόχεια. Χάρτης του 1135 μ.Χ.
Ο Χρυσόστομος το 371 χειροθετήθηκε αναγνώστης, ξεκινώντας διδακτικό και κατηχητικό έργο, το οποίο μας δείχνει τη γνώση που ήδη είχε πάνω στις γραφές. Εν συνεχεία θα διάγει έξι χρόνια μοναστικής ζωής στην Αντιόχεια και συγκεκριμένα στην περιοχή του Σιλπίου (4 δίπλα σε γέροντα ασκητή και 2 μόνος του, σε σπήλαιο), όπου θα μυηθεί στο μοναχικό ιδεώδες και τη νηπτική ζωή, πριν επιστρέψει και πάλι στην πόλη της Αντιόχειας. Η ζωή του αυτή την εποχή χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τον Παλλάδιο, από σκληρή άσκηση. Τρεφόταν και κοιμόταν ελάχιστα, σκληραγωγείτο, ζώντας βίο φιλοπονίας[2], προσευχόμενος και μελετώντας κάτω από αντίξοες συνθήκες, με αποτέλεσμα να κλονιστεί σοβαρά η υγεία του[3]. Κατά την επιστροφή του, το 381, χειροτονείται διάκονος από τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο και το 386 πρεσβύτερος από το διάδοχό του, Φλαβιανό, μέχρι και το 397, όταν και του προτάθηκε η θέση του επισκόπου. Η φήμη για το ζήλο και την ευγλωττία του, τον έκανε γρήγορα γνωστό στην Αυτοκρατορία, φθάνοντας μέχρι και την Αυλή του αυτοκράτορα, γεγονός που τον οδήγησε τελικά και στη θέση του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Ως πρεσβύτερος ήδη αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση, με σκοπό να καταπολεμήσει τους αιρετικούς της εποχής (Αρειανούς, ευνομοιανούς), τους Ιουδαίους οι οποίοι προσεταιρίζονταν τους Χριστιανούς, τους πλούσιους και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως. Ιδρύει επίσης ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιερώνει συσσίτιο. Η φήμη για την ρητορική και ποιμαντική του ικανότητα εκτοξεύεται το 387[4], όταν μετά από στάση των Αντιόχεων κατά του βασιλέως, επιτυγχάνει να οδηγήσει τον Αρκάδιο σε ήπια αντίδραση κατά των στασιαστών και του λαού της περιοχής. Η αγάπη και ο σεβασμός μάλιστα προς το πρόσωπο του Χρυσοστόμου ήταν τόση, ώστε όταν προτάθηκε για την επισκοπή στην Κωνσταντινούπολη, προετοιμάστηκε κατάλληλο σχέδιο ώστε να μην προκληθούν αντιδράσεις από το λαό της Αντιόχειας[5].

Camille Pissarro

Camille Pissarro 040.jpg


Camille Pissarro, Castagni a Louveciennes, 1870 ca.

O Καμίλ Πισαρό ή Πισάρο (Camille Pissarro, Άγιος Θωμάς, Γαλλικές Αντίλλες, 10 Ιουλίου 1830 – Παρίσι, 13 Νοεμβρίου 1903) ήταν γάλλος ζωγράφος, με συμμετοχή στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Χαρακτηρίστηκε ως «πατριάρχης του ιμπρεσσιονιστών», λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ύφους του, αλλά και κυριολεκτικά, διότι ήταν ηλικιακά ο γηραιότερός τους. Έχει επίσης χαρακτηριστεί ως ο «ζωγράφος της γης» καθώς μέσα από το έργο του, εξιστόρησε — με το δικό του τρόπο — την ζωή των αγρών, τα οργωμένα χωράφια, τα τοπία, τα ζωντανά, τους ανθρώπους και τους κόπους τους, το χωριό που κοιμάται και την πόλη που σφύζει από ζωή.

«Ίσως να 'μαστε όλοι παιδιά του Πισαρό.» (Πωλ Σεζάν)

Γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου του 1830, στην αποικία του Αγίου Θωμά, στις Γαλλικές Αντίλλες κι έλαβε τις βασικές σπουδές του εκεί. Σε ηλικία δώδεκα ετών, τον έστειλαν να τις συνεχίσει στη Γαλλία όπου γράφτηκε στο Κολέγιο Πασί, κοντά στο Παρίσι. Επέστρεψε στον Άγιο Θωμά, στα δεκαεπτά του χρόνια, για να εργαστεί μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν έμπορος και ιδιοκτήτης μεγάλης αποθήκης στο λιμάνι Καρολίνα-Μαρία. Αν και είχε πολύ καλές αποδοχές, πάντα αναζητούσε ελεύθερο χρόνο για να ζωγραφίζει, όπως έκανε και στο σχολείο, παραμελώντας τα μαθήματά του.

Το 1852, ο Πισαρό εκμεταλλεύτηκε την παρουσία του ζωγράφου Φριτζ Μέλμπυ (Fritz Melbye) στον Άγιο Θωμά, για να ταξιδέψει μαζί του στο Καράκας. Ο πατέρας του, παρά την επιθυμία του να ακολουθήσει ο γιος του την επιχείρησή του και την αντίθεσή του στην ενασχόλησή του με την ζωγραφική, ενίσχυσε οικονομικά το ταξίδι. Ο Πισαρό επέστρεψε στο Παρίσι το 1855, όπου μαθήτευσε στο πλευρό του Ζαν-Μπατίστ Καμίλ Κορό (Jean-Baptiste Camille Corot), ενός τοπιογράφου που τον προέτρεψε να εγκαταλείψει τα ατελιέ και τους κλειστούς χώρους, να ξεχάσει ό,τι ήξερε ή είχε ακούσει μέχρι τότε και να ζωγραφίσει σε ανοιχτούς χώρους. Παράλληλα, ο Πισαρό ήρθε σε επαφή με σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως τον Ντελακρουά.

Το 1859 συμμετείχε στο Σαλόν του Παρισιού με ένα πίνακα, ενώ τις δύο επόμενες χρονιές τα έργα του απορρίφθηκαν. Το 1861 παντρεύτηκε και δύο χρόνια αργότερα, έγινε δεκτός στο Σαλόν των Απορριφθέντων με τρία έργα του. Την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο γιος του, Λουσιέν. Τις δύο επόμενες χρονιές, έγινε ξανά δεκτός στο Σαλόν, βρίσκοντας θετική ανταπόκριση από τους τεχνοκριτικούς. Εν τω μεταξύ, από το 1864 διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους Ρενουάρ, Κλωντ Μονέ, Σισλέ, Μπαζίλ και λίγο αργότερα και με τον Εντουάρ Μανέ. Το 1866 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ποντουάζ, ένα χωριό στην επαρχία Βεξέν. Ο Ζολά επαίνεσε τα έργα του στο Σαλόν της ίδιας χρονιάς, και ιδιαίτερα τις Όχθες του Μάρνη.

Πέρασε δύσκολα χρόνια μέχρι το 1869, καθώς — παρά τις καλές κριτικές — τα έργα του δεν πωλούνταν εύκολα. Την ίδια περίοδο, εγκαταστάθηκε στη Λουβσιέν, στηριζόμενος οικονομικά κυρίως στη γενναιοδωρία των φίλων του. Παρά τις οικονομικές του δυσχέρειες, τα έργα του εκείνης της περιόδου, χαρακτηρίζονται ως πιο ήρεμα, πιο γλυκά και πιο ήπια. Με το ξέσπασμα του Γαλλο-Πρωσσικού Πολέμου κατέφυγε οικογενειακώς στην Αγγλία, στο Σάρεϋ, όπου ζούσε η μητέρα του. Η αγγλική ύπαιθρος, με τα χρώματα και τα τοπία της, επέδρασε πάνω του όπως και οι πίνακες των Κόνσταμπλ και Τέρνερ, που του δίδαξαν πώς να επεξεργάζεται τον φωτισμό.

Το 1871 επέστρεψε στο Ποντουάζ της Γαλλίας, όπου ήρθε σε επαφή με τον Σεζάν. Τα επόμενα χρόνια, άντλησε έμπνευση από τα χρώματα και τα τοπία της κοιλάδας Ουάζ, ενώ παράλληλα συσπειρωνόταν όλο και περισσότερο η ομάδα των ιμπρεσιονιστών. Το 1874 πέθανε η μοναδική του κόρη Ζαν-Ρασέλ, ενώ την ίδια χρονιά, ο ίδιος σημειώνει αποτυχία στην έκθεση που διοργανώνει για όλους τους ιμπρεσιονιστές.

Μετά το 1875, θεωρείται πως άρχισε να γίνεται αντιληπτό το μήνυμα που προσπαθούσε να μεταδώσει μέσα από το έργο του. Επέστρεψε στο Ποντουάζ το 1882 και συμμετείχε σε όλες τις ιμπρεσιονιστικές εκθέσεις — συνολικά εννέα — μέχρι και το 1886. Το 1890 εγκαταστάθηκε στο Ερανί-Μπαζενκούρ λόγω κλονισμένης υγείας. Μέχρι και το 1900 ταξίδευσε πολύ στην Αγγλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία καθώς επίσης και στη Ρουέν και το Παρίσι. Τα τελευταία έργα του θεωρούνται πιο πλούσια και φωτεινά.
Ο Πισαρό πέθανε στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου (ή κατά άλλους στις 12 Νοεμβρίου) του 1903, σε ηλικία 73 ετών, και ενώ είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται το σύνολο του έργου του.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ





ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ(1907-13/11/1979)

.“Βάστα, Ρόμελ!”
Ο Δημήτρης Ψαθάς γράφει για τη δύσκολη θέση που βρέθηκαν οι μαυραγορίτες της κατοχής μετά τη νίκη των Συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν:

-Βάστα, Ρόμελ! Αντιλαλούν οι δρόμοι.
-Βάστα, Ρόμελ! Ωρύονται οι άνθρωποι.
-Βάστα, Ρόμελ!
Το λένε στα σπίτια και στα μαγαζιά κι ολούθε. Χαρά. Και γέλια. Κι ούτε κανένας λογαριάζει πια τις φάτσες των Γερμανών και Ιταλών, που τριγυρνούνε πολύ κατσούφηδες στους δρόμους. Μας έχει συνεπάρει ο ενθουσιασμός. Δεν θέλουμε, άλλωστε, πολύ. Τι έτρεχε; Έγινε θαύμα. Η πρώτη μεγάλη κι αποφασιστική νίκη των συμμάχων: Ελ Αλαμέιν. Έκαναν την επίθεσή τους οι Εγγλέζοι και τσάκισαν τον Γερμανό στρατάρχη, που πήρε τα βρεμένα του και φεύγει. Γύρισε το φύλλο η Ιστορία. Ο πόλεμος μπαίνει σε καινούργια φάση. Ελ Αλαμέιν. Ο ήλιος που βγήκε ανάμεσα απ’ τα μαύρα σύννεφα φωτίζει με πλούσιο φως όλους τους λαούς που στενάζουν κάτω απ’ την μπότα του χιτλερισμού. Φεύγει ο Ρόμελ. Κι ο αντίλαλος της φευγάλας του φτάνει ως την Αθήνα και βάζει σε τρόμο τους μαυραγορίτες:
-Βάστα, Ρόμελ! Είναι η σαρκαστική επίκληση της μαρίδας προς τον Γερμανό στρατάρχη που κλόνισε στη φευγάλα του και το φρούριο της μαύρης αγοράς. Φεύγει ο Ρόμελ. Άρα; Τελειώνει ο πόλεμος! Και μέσα στην παραζάλη της παθαίνει σύγχυση η μαύρη αγορά, χάνει το ηθικό της και τα βγάζει όλα στη φόρα. Πανικός. Τσακίζονται να προλάβουν οι μαυραγορίτες. Πρώτη η οδός Αθηνάς βλέπει απορημένη ν’ ανατέλλουν τα φασόλια. Και σιγά-σιγά στα πεζοδρόμια, στην άσφαλτο, πάνω σε τραπεζάκια, μέσα σε καρτοτσάκια, σε τσουβάλια, κάνουν την εμφάνισή τους -ανοιχτά!- όλα τα είδη που είχαν πάθει έκλειψη απ’ τον Απρίλη του ‘41.
-Έσπασε, έσπασε η μαύρη! Βλέπει ο κόσμος φασόλια στους δρόμους! Ρεβύθια στα πεζοδρόμια! Πατάτες στα καροτσάκια! Άλλοι γελούν. Άλλοι φωνάζουν. Άλλοι φιλιούνται. Γυναικούλες στέκονται μπροστά σ’ αυτό το αναπάντεχο θαύμα, δακρύζουν και σταυροκοπιούνται: “Αμήν, Παναγίτσα μου, δόξα σοι ο Θεός που αξιώθηκαν τα μάτια μας να δουν τόσο μεγάλη μέρα”.
 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
ΑΠΟ http://logomnimon.wordpress.com/%CE%B4-%CF%88%CE%B1%CE%B8%CE%AC%CF%82/

O Καμίλ Πισαρό ή Πισάρο - Ποδόλουτρο Στο Ποτάμι

O Καμίλ Πισαρό ή Πισάρο

(Camille Pissarro, Άγιος Θωμάς, Γαλλικές Αντίλλες, 10 Ιουλίου 1830 – Παρίσι, 13 Νοεμβρίου 1903) ήταν γάλλος ζωγράφος, με συμμετοχή στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Χαρακτηρίστηκε ως «πατριάρχης του ιμπρεσσιονιστών», λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ύφους του, αλλά και κυριολεκτικά, διότι ήταν ηλικιακά ο γηραιότερός τους. Έχει επίσης χαρακτηριστεί ως ο «ζωγράφος της γης» καθώς μέσα από το έργο του, εξιστόρησε — με το δικό του τρόπο — την ζωή των αγρών, τα οργωμένα χωράφια, τα τοπία, τα ζωντανά, τους ανθρώπους και τους κόπους τους, το χωριό που κοιμάται και την πόλη που σφύζει από ζωή.


«Ίσως να 'μαστε όλοι παιδιά του Πισαρό.» (Πωλ Σεζάν)

Από ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ποδόλουτρο Στο Ποτάμι{έργο του}

Γιάννης Μαρής



Αποτέλεσμα εικόνας για Γιάννης Μαρής

Ο Γιάννης Μαρής (αληθινό όνομα Ιωάννης ή Γιάννης Τσιριμώκος, του Δημοσθένη,1916-13 Νοεμβρίου 1979) ήταν Έλληνας δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έγραψε δεκάδες βιβλία και σενάρια για τον κινηματογράφο και θεωρείται ο πατέρας του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα.

Ο Γιάννης Τσιριμώκος που κατάγονταν από γνωστή οικογένεια της Φθιώτιδας, γεννήθηκε στη Σκόπελο τον Ιανουάριο του 1916, όπου υπηρετούσε ο δικαστικός πατέρας του. Ο πολιτικός Ηλίας Τσιριμώκος (μετέπειτα βουλευτής, υπουργός και πρωθυπουργός) ήταν δεύτερός του εξάδελφος. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Χίο και στη Λάρισα και αργότερα φοίτησε στη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα και εντάχθηκε στο χώρο των σοσιαλιστών. Συμμετείχε μαζί με τον Ηλία Τσιριμώκο και τον Αλέξανδρο Σβώλο στην ίδρυση της «Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας» (ΕΛΔ) ενώ αργότερα προσχώρησε στο ΕΑΜ.

Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ξεκινάει να ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Εργάζεται στην εφημερίδα «Μάχη» σαν αρχισυντάκτης, σχολιογράφος και κριτικός κινηματογράφου. Μετά τις αποκαλύψεις που κάνει η εφημερίδα για τη Μακρόνησο θα διωχθεί και θα φυλακιστεί. Αποφυλακίστηκε με παρέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του Αλέξανδρου Σβώλου. Θα εργαστεί στις εφημερίδες «Προοδευτικός Φιλελεύθερος», «Ελεύθερος Λόγος», «Αθηναϊκή» για να καταλήξει τελικά στο συγκρότημα Μπότση («Ακρόπολις», «Απογευματινή», περιοδικό «Πρώτο»).

Ξεκίνησε το συγγραφικό του έργο στις αρχές της δεκαετίας του '50 δημοσιεύοντας σε συνέχειες στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Οικογένεια» το μυθιστόρημα του Έγκλημα στο Κολωνάκι (1953), με το οποίο και καθιερώθηκε από τους πρώτους συγγραφείς αστυνομικού μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημά του αυτό που εκδόθηκε κανονικά λίγο αργότερα από τις εκδόσεις Ατλαντίς θα γνωρίσει τεράστια επιτυχία και έξι χρόνια αργότερα (1959) θα μεταφερθεί με παρόμοια επιτυχία στον κινηματογράφο. Συνεχίζει να γράφει ακούραστα για 25 και πλέον χρόνια αφήνοντας πίσω του πλειάδα αστυνομικών μυθιστορημάτων, περίπου είκοσι σενάρια και δύο θεατρικά.

Ο Ιωάννης Τσιριμώκος ήταν μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων, καθώς και της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Είχε λάβει μέρος σε δημοσιογραφικές αποστολές στη Κίνα, ΗΠΑ, Ρωσία, Ισπανία, Πορτογαλία, και ανατολικές Χώρες. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών, ένθερμος οπαδός της ΑΕΚ και μιλούσε επίσης γαλλικά.

Υπήρξε πολυμαθέστατος και διέθετε το «χάρισμα του προφορικού λόγου», πήρε μάλιστα μέρος στο ρεπορτάζ για την διαλεύκανση της δολοφονίας του ανεξάρτητου βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη.
Πέθανε στις 13 Νοεμβρίου του 1979 από καρκίνο του εγκεφάλου.

Εργα του :

Ζήτημα ζωής και θανάτου
Αμφιβολίες
Υποψίες
Αυτόπτης μάρτυς
Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν
Σκληρό παιχνίδι
Μια γυναίκα από το παρελθόν
Το καλοκαίρι του φόβου
Υπόθεση εκβιασμού
Χωρίς ταυτότητα
Εκείνη τη νύχτα
Ιντερμέτζο
Αύριο και για πάντα
Έγκλημα στη Μύκονο
Νυχτερινό τηλεφώνημα
Διακοπές στη Μύκονο
Μωρό μου
Περίπτωσις Χ - Ένα γράμμα στο ταξί
Ο τέταρτος ύποπτος - Η κυρία της καμπίνας 17 - Μια νύχτα πρωτοχρονιάς
Κουαρτέτο
Ζήτημα εμπιστοσύνης
Χωρίς τίτλο - Ένας ξένος στην πόλη - Γράμμα χωρίς αποστολέα
Σκοτεινό μεσημέρι

Απαγωγή
Ιδιωτική υπόθεση
Το χαμόγελο της Πυθίας
Περιπέτεια στο Αγιο Όρος
Περίπτωση ανάγκης
Η τρίτη αλήθεια
Επιχείρηση εκδίκηση
Ταξίδι χωρίς γυρισμό
Έγκλημα στο Κολωνάκι
Η μελωδία του θανάτου
Έγκλημα στα παρασκήνια
Επιχείρηση ουράνιο τόξο
Περιπέτεια
Το χαμόγελο της Σφίγγας
Το μεγάλο παιχνίδι
Μπούμεραγκ
Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα
Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη
Το μυστικό του άσπρου βράχου
Επικίνδυνο καλοκαίρι
Αυστηρώς προσωπικόν
Έξι εβδομάδες στις ανατολικές χώρες

Λαδορεβανί

Λαδορεβανί
Bαθμολογία:
       
7 ψήφοι
Προστέθηκε από , 03.09.08

Περιγραφή

Είναι ένα διαφορετικό ρεβανί χωρίς σιρόπι και νηστίσιμο!
Λαδορεβανί

Τι χρειαζόμαστε:

  • 1 πακέτο σιμιγδάλι ψιλό
  • 1 πακέτο σιμιγδάλι χονδρό
  • 1 κιλό ζάχαρη
  • 1.150 ml νερό
  • 400 ml σπορέλαιο
  • 1 κουτ. σούπας ελαιόλαδο
  • 1 λεμόνι τον χυμό του
  • λίγα αμύγδαλα και λίγη κανέλλα
Στα γρήγορα
Κατηγορία
Μέθοδος
Διατροφή

 

 

 

 

 

 

Πως το κάνουμε:



σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Η ζωή και ο θάνατος

Αναδημοσίευση άρθρου από Νέα Ακρόπολη

πηγή http://www.nea-acropoli-ioannina.gr/filosofias/h-zwh-kai-o-thanatos.html

Η ζωή και ο θάνατος

Delia Steinberg Guzmάn,
Πρόεδρος του Διεθνούς Οργανισμού Νέα Ακρόπολη, Σταυρός των Παρισίων του Πανεπιστημίου της Σορβόνης σε Επιστήμες, Τέχνες και Γράμματα
Να σας ζήσει! Μόλις γεννήθηκε ένα παιδί!
Το παιδί μας ήρθε στη ζωή!
Έτσι γιορτάζουν οι άνθρωποι την εμφάνιση ενός νέου όντος πάνω στη γη!Ολα φαίνονται λίγα για κείνο το μικρό σωματάκι που χρειάζεται την πιο απόλυτη προστασία και τις πιο τρυφερές φροντίδες. Φιλιά, δώρα, δάκρυα χαράς και συγκίνησης συνοδεύουν το γεγονός της ζωής.
- Τι πόνος! Πόση λύπη μπορεί να φωλιάζει στην ψυχή μου! Μόλις έχασα ένα αγαπημένο πρόσωπο!Έτσι κλαίνε οι άνθρωποι για το χαμό αυτών που μας συντροφεύουν και το βύθισμά τους σ' αυτό το σκοτεινό μυστήριο του θανάτου. Δάκρυα λύπης, πένθους κι απελπισίας σημαδεύουν το πέρασμα μιας ψυχής από τον ένα κόσμο στον άλλο.

Λίγες φορές σταθήκαμε να σκεφτούμε από πού ερχόμαστε όταν γεννιόμαστε. Δεν πρόκειται εδώ για το θρησκευτικό ή φιλοσοφικό ζήτημα της προέλευσης των ψυχών. Πρόκειται για κάτι πιο απλό: αν φτάνουμε στη ζωή, είναι γιατί ερχόμαστε από κάποιο άλλο μέρος, όποιο και όπως κι αν είναι αυτό.

Δε θα αφήσουμε άραγε κάποια δυστυχισμένα και κλαμένα πλάσματα, όταν τα εγκαταλείπουμε για να κατευθυνθούμε στη γη των ζωντανών; Αυτό που οι γονείς γιορτάζουν με χαρά, δεν θα είναι πόνος για άλλους άυλους γονείς που βλέπουν να φεύγει μια ψυχή που τους συντρόφευε μέχρι εκείνη τη στιγμή; Κι όταν πεθαίνουμε κι αφήνουμε τη γη, πού πηγαίνουμε; Αν ερχόμαστε από κάποιο μέρος, σίγουρα πηγαίνουμε σε κάποιο άλλο μέρος. Στο άπειρο δεν έχουν θέση τα καθορισμένα όρια.

Κι εκεί που πηγαίνουμε δεν θα μας υποδεχτούν με γέλια και χαρές για το ξανασμίξιμο, ενώ οι συγγενείς μας θα μας κλαίνε στη γη;Η ζωή κι ο θάνατος είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: της ΖΩΗΣ.
Εμείς που βρισκόμαστε εδώ, έχουμε έρθει από κάποιο μέρος και κατευθυνόμαστε σε κάποιο άλλο, όμως ποτέ δε θα πάψουμε να υπάρχουμε.

Αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν ζωή είναι η εκδηλωμένη εμφάνιση στην ύλη μιας ψυχής σ' αυτή τη γη. Κι αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν
θάνατο είναι η ίδια η ψυχή που, αποχωριζόμενη την ύλη, δεν μπορεί να
επιζήσει σ' αυτόν τον κόσμο και κατευθύνεται σε άλλον.

Η γήινη ζωή είναι το βασίλειο της μορφής. Κι εδώ είναι που η Μάγια γίνεται δυνατή και σίγουρη. Αυτή παίζει με τη ζωή, αυτή παίζει με τις μορφές, τις διαφοροποιεί και τις προσαρμόζει, προκειμένου να πετύχει το σκοπό της: περισσότερο υλική ζωή, περισσότερες μορφές, περισσότερη
πολλαπλότητα.

Όταν εμφανίζονται οι μορφές στον κόσμο της Μάγια, παίρνουν μικρές αναλογίες. Είναι η άμυνα της ψευδαίσθησης, για να προστατευθούν τα νεανικά σώματα. Κανείς δεν μπορεί να μη νιώσει συμπάθεια και τρυφερότητα μπροστά σε μια μικρή ζωή. Ένα μωρό, ένα μικρό ζωάκι, ένα μικρό φυτό που ανοίγεται... όλα οδηγούν στη φροντίδα και στην αγάπη.

Οι άνθρωποι έχουν μια αδυναμία, όχι μόνο για τα μικρά τους παιδιά, αλλά και για τα μικρά ζώα, όσο επικίνδυνα κι αν γίνουν αυτά αργότερα. Δεν είναι το ίδιο μια μεγάλη τίγρη με ένα μικρό τιγράκι, το ένα είναι θηριώδες και προξενεί τρόμο, το άλλο είναι τρυφερό και απαλό. Κι ακόμα και τα ζώα συγκινούνται μπροστά στα μικρά παιδιά και το ίδιο θηρίο που επιτίθεται στους ανθρώπους προστατεύει τα μωρά τους, γιατί η Μάγια καλύπτει τα μανιασμένα μάτια με το πέπλο της συμπόνιας: πρέπει να σώσουμε τη ζωή όποιο κι αν είναι το τίμημα. Αυτές οι μορφές χρειάστηκαν πολύ προσπάθεια και υπομονή για να καταστραφούν με ένα χτύπημα.

Όταν οι μορφές περνούν κάποιο διάστημα ύπαρξης μέσα στον κόσμο της Μάγια, μπορούν πια να μην έχουν αξία από μόνες τους, και τότε δεν ξυπνούν την τρυφερότητα αλλά τον ανταγωνισμό. Είναι η πάλη για την
αυτοσυντήρηση, που ο πιο ισχυρός τα καταφέρνει σε βάρος του πιο αδύνατου. Η αγάπη μπορεί να αμβλύνει αυτή την πάλη, όμως στην πραγματικότητα όλα είναι ζήτημα δύναμης φυσικής, ψυχικής, νοητικής ή πνευματικής. Και πάντα κερδίζει ο πιο δυνατός, σε οποιοδήποτε πεδίο.

Οι αθλητικοί συναγωνισμοί, που τόσο διασκεδάζουν τους ανθρώπους, είναι ένα παιχνίδι, αντίγραφο ενός άλλου παιχνιδιού της Μάγια που εφαρμόζεται στον αγώνα της καθημερινής ζωής. Πριν παρακμάσουν και φθαρούν οι μορφές, οφείλουν να εκπληρώσουν το θεμελιώδες καθήκον που τους επιβάλλει η Μάγια: να συνεχίσουν να παράγουν μορφές.

Με χίλια πέπλα και ψεύτικα επιχειρήματα, η Μάγια θα κάνει να γνωρίσουν νέα σώματα την υλική ζωή, και για το σκοπό αυτό θα πρέπει να απλοποιηθούν τα σώματα που ήδη υπάρχουν. Ο φυσικός εγωισμός των ζωντανών θα συντελούσε στο να μην αναπαράγονται ποτέ αυτοί, αν δεν υπήρχε το παιχνίδι της Μάγια, η απατηλή αίσθηση της ηδονής, η ψευδαίσθηση τού να νομίζει κανείς, ότι αυτός είναι που παίρνει την απόφαση να αναπαραχθεί.


Και μετά έρχεται η παρακμή των μορφών. Είναι το τελικό στάδιο, αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν γεράματα. Τα παλιά πράγματα δεν εμπνέουν πια τρυφερότητα, ούτε προκαλούν το συναγωνισμό. Είναι ξερά και φθαρμένα στοιχεία, που έχουν την ανάγκη να αντικατασταθούν. Είναι ένας καλός τρόπος για να αποχαιρετήσει κανείς τη ζωή, για να μην ερωτευτεί υπερβολικά τη λάμψη των μορφών. Η ψυχή από μόνη της αποζητά να απαλλαγεί από την μεταμφίεση που χρησιμοποίησε, για να αποκτήσει ξανά σε άλλον ιδεώδη τόπο, την ελαφρότητα και τη γοητεία που δεν μπορούν να εκπεμφθούν μέσα από ένα φθαρτό σώμα.

Η ίδια η Μάγια επιταχύνει τη διαδικασία με ένα είδος αβουλίας και ύπνου χωρίς όνειρα, όμως ποτέ δε χάνει ενέργειες, καθώς οι παλιές μορφές θα ανανεωθούν στα βάθη της γης ή στην εύθραυστη υφή της στάχτης. Τίποτα δε χάνεται, όλα μετασχηματίζονται.


Η ζωή και ο θάνατος είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και δύο στιγμές ενός ατέλειωτου παιχνιδιού που επαναλαμβάνει τις στιγμές του, παράγοντας εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν κύκλους. Όλη η φύση παίζει σε κύκλο: η μέρα και η νύχτα, ο ήλιος και το φεγγάρι, το καλοκαίρι και ο χειμώνας, ο ύπνος και η εγρήγορση, η παιδική ηλικία και τα γεράματα... Αν όλα γυρίζουν, αν όλα επιστρέφουν, αν τα ίδια δέντρα που ήταν ξερά καλύπτονται στη συνέχεια με πρασινάδα, και η ίδια θάλασσα που ήταν ήρεμη και με σταθερή στάθμη φουσκώνει με ταραγμένα νερά, τότε γιατί εμείς οι άνθρωποι θα έπρεπε να ξεφύγουμε από αυτό το παιχνίδι;

Δεν υπάρχει τυχαίο. Υπάρχει ένα διαρκές παιχνίδι της Μάγια που, με βάση το νόμο της αιτιότητας, μας ελκύει και μας υποχρεώνει να ολοκληρώνουμε την πορεία της ύπαρξής μας. Να ζούμε και να πεθαίνουμε στα τυφλά, παίζοντας με τη Μάγια... ή να ζούμε και να πεθαίνουμε γνωρίζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού...

Αυτό είναι θέμα εξέλιξης.
Άρθρο από το περιοδικό "Νέα Ακρόπολη"
Τεύχος : 115
Joomla SEF URLs by Artio

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημήτρης Ψαθάς


Αποτέλεσμα εικόνας για Δημήτρης Ψαθάς
Ο Δημήτρης Ψαθάς (1907-1979), υπήρξε Έλληνας δημοσιογράφος, χρονογράφος, ευθυμογράφος,και θεατρικός συγγραφέας.Καταγόταν από την Τένεδο και γεννήθηκε στη Τραπεζούντα του Πόντου τον Οκτώβριο του 1907 και το 1923 μετά το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου τελειώνοντας τις σπουδές του αφιερώθηκε τόσο στη δημοσιογραφία και ιδιαίτερα στην ευθυμογραφία όσο και στο θέατρο.
Εργάστηκε στις εφημερίδες «Ελεύθερο Βήμα», σε ηλικά 18 ετών, όπου άρχισε να δημοσιογραφεί στο δικαστικό ρεπορτάζ. Ακολούθησαν τα «Αθηναϊκά Νέα», για πολλά χρόνια στα «Νέα» ως χρονογράφος και τελευταία στην «Ελευθεροτυπία». Το 1937 εξέδωσε το πρώτο του χιουμοριστικό βιβλίο με τον τίτλο «Η θέμις έχει κέφια» και τον επόμενο χρόνο το δεύτερο βιβλίο του «Η Θέμις έχει νεύρα». Το έργο που τον έκανε όμως πανελλήνια γνωστό ήταν το «Μαντάμ Σουσού».

Χειμώνας του 41 (1945)
Αντίσταση (1945)
Το χιούμορ μια εποχής (1946)
Οι Πιτσιρίκι

Σ΄αυτά περιγράφει τα δύσκολα χρόνια της Ιταλογερμανικής κατοχής.

Κάτω από τους Ουρανοξύστες (1950)
Στη Χώρα των μυλόρδων (1951)
Παρίσι Σταμπούλ και άλλα εύθυμα ταξίδια (1951)

Τα τρία τελευταία αποτελούν περισσότερο εντυπώσεις από τα ταξίδια του στην Αμερική, Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη και Αγγλία με πολλά ευθυμογραφικά στοιχεία εμπλουτισμένα και με διάφορα σχόλια πολιτικά και κοινωνικά. «Οικογένεια Βλαμένου» (1956), χιουμοριστικό μυθηστόρημα και μια σειρά εύθυμων διηγημάτων με τίτλο «Έτοιμοι να γελάσουμε» (1960). Επίσης επιλογή χρονογραφημάτων περιέλαβε στα βιβλία του «Από την εύθυμη πλευρά», «Στο καρφί και στο πέταλο» και «Πέρα βρέχει» (1960).
Τα θεατρικά του έργα, κωμωδίες, παίχτηκαν απ΄ όλους σχεδόν τους θιάσους της Αθήνας και με τους καλλίτερους έλληνες ηθοποιούς. Σπουδαιότερα εξ αυτών ήταν: «Το στραβόξυλο» (1940), «Ο εαυτούλης μου» (1941), «Οι ελαφρόμυαλοι» (1942), «Μαντάμ Σουσού» (1942), «Σκίτσα της εποχής» (1944), «Φον Δημητράκης» (1947), «Η ζωή μου είναι ωραία» (1952), Ζητείται ψεύτης (1953), «Μικροί Φαρισαίοι» (1954), «Ο φαύλος κύκλος» (1954), «Ένας βλάκας και μισός» (1956), «Προς Θεού μεταξύ μας» (1957), «Φωνάζει ο κλέφτης» (1958),«Εταιρεία θαυμάτων» (1959), «Η Μαίρη τα λέει όλα» (1960), «Εξοχικόν κέντρον ο Έρως» (1960), «Εμπρός να γδυθούμε» (1962), η «Χαρτοπαίχτρα» (1963), «Ξύπνα Βασίλη» (1965), ο «Αχόρταγος» (1966), «Ο Κουτσομπόλης» (1968), «Προίκα μου αγαπημένη» (1968), «Οι ατίθασοι» (1970), «Ο αφελής» (1973), «Το ανθρωπάκι» (1974) κ.α. Έγραψε επίσης χρονικό από την ζωή του, τους διωγμούς και την αντίσταση της ιδιαίτερης πατρίδας του, το «Γη του Πόντου». Τελευταία του βιβλία ήταν «Σε ήχο πλάγιο» (1973) και «Μαίηντ ιν Αμέρικα».
Υπήρξε σύμβουλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων καθώς και μέλος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Μιλούσε αγγλικά και γαλλικά. Ήταν κάτοικος Φιλοθέης. Πέθανε στις 13 Νοεμβρίου του 1979.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B7%CF%82_%CE%A8%CE%B1%CE%B8%CE%AC%CF%82

Δημοφιλείς αναρτήσεις