26
Νοεμβρίου 1865: Εκδίδεται στις ΗΠΑ το μυθιστόρημα του Λιούις Κάρολ Η
Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων, ένα από τα αριστουργήματα της παιδικής
λογοτεχνίας.
Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων (Alice’s Adventures in Wonderland), αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για κλασικό έργο παιδικής και φανταστικής λογοτεχνίας του Βρετανού συγγραφέα και μαθηματικού Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον, περισσότερο γνωστός με το ψευδώνυμο Λιούις Κάρολ, που κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση το 1865.
Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων (Alice’s Adventures in Wonderland), αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για κλασικό έργο παιδικής και φανταστικής λογοτεχνίας του Βρετανού συγγραφέα και μαθηματικού Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον, περισσότερο γνωστός με το ψευδώνυμο Λιούις Κάρολ, που κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση το 1865.
Περιγράφει με λεπτή φαντασία και παιδικό αυθορμητισμό τις περιπέτειες
ενός κοριτσιού, της Αλίκης, η οποία μετά την πτώση της σε μία λαγότρυπα,
περιπλανιέται σε ένα φανταστικό κόσμο. Η ιστορία χαρακτηρίζεται από
έντονα στοιχεία αλληγορίας, μέσα από τα οποία, ο Κάρολ καυτηριάζει
γεγονότα και αντιλήψεις της εποχής του. Το βιβλίο αναφέρεται πιο συχνά
με τον συντομότερο τίτλο Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, ο οποίος τελικά
καθιερώθηκε, κυρίως μέσω της χρήσης του σε μεταγενέστερες
κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές μεταφορές του έργου. Την εποχή του
θανάτου του Κάρολ, ήταν το πιο δημοφιλές βιβλίο παιδικής λογοτεχνίας
στην Αγγλία, ενώ μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αιώνα αποτελούσε ίσως το
διασημότερο βιβλίο του είδους του στον κόσμο[1].
Έχοντας αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης ανάλυσης, η συνήθης ερμηνεία του έργου αναγνωρίζει την Αλίκη ως εκπρόσωπο της καταπιεσμένης παιδικής ηλικίας κατά τη Βικτωριανή εποχή[2]. Η φανταστική εξιστόρηση του Κάρολ λειτουργεί, εν μέρει, με στόχο την κριτική της Βικτωριανής κοινωνίας και των Αγγλοσαξονικών νοοτροπιών, εκφράζοντας παράλληλα τη φιλοσοφία της λογοτεχνίας του, εξετάζοντας πώς επηρεάζεται η ταυτότητα του ανθρώπου όταν παύουν να υφίστανται οι παγιωμένοι κανόνες που την καθορίζουν[3]. Μεταξύ των πολυάριθμων γρίφων που περιγράφονται στο έργο, το πρόβλημα της ταυτότητας αποτελεί για την Αλίκη ένα από τα κεντρικά ερωτήματα[4]. Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου, η Αλίκη, μετά την πτώση της στη λαγότρυπα, κινείται σε ένα κόσμο όπου καθιερωμένες αντιλήψεις της καθημερινότητας ανατρέπονται, ενώ κοινωνικοί θεσμοί και πρακτικές γίνονται στόχοι χλευασμού. Το έργο ερμηνεύεται επίσης ως μια ενδελεχής έρευνα των συστημάτων της κοινωνικής συμπεριφοράς, της λογικής και της γλώσσας[5]. Υποστηρίζεται ότι μέρος του κειμένου μπορεί να εκτιμηθεί και κατανοηθεί περισσότερο από ενήλικους αναγνώστες, ειδικότερα η σάτιρα και οι συμβολισμοί του έργου[6]. Κοινή θέση αποτελεί το γεγονός πως ο Κάρολ επιχειρεί συχνά να παρωδήσει άλλα λογοτεχνικά έργα που απευθύνονται σε παιδιά ή με αντικείμενο την παιδική ηλικία. Παράλληλα, δεν λείπουν και αναφορές σε έργα για ενήλικους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ιδέα των ομιλούντων λουλουδιών που θεωρείται πως βασίζεται στο ποίημα Maud (1855) του Άλφρεντ Τένισον[7].
Στις 4 Ιουλίου του 1862, ο Λιούις Κάρολ πραγματοποίησε μία εκδρομή μαζί με τον αιδεσιμώτατο Ρόμπινσον Ντάκγουορθ και τις τρεις κόρες του πρύτανη του κολεγίου του Christ Church, Λορίνα, Ήντιθ και Άλις Λίντελ. Κατά τη διάρκεια της, προκειμένου να διασκεδάσει τα παιδιά, ο Κάρολ επινόησε και διηγήθηκε μία ιστορία, η οποία θα αποτελούσε τη βάση για την μετέπειτα συγγραφή της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων[1]. Μετά από παρότρυνση της Άλις, ο Κάρολ ξεκίνησε να καταγράφει τη διήγησή του, γεγονός που οδήγησε στη συγγραφή της πρώτης μορφής του έργου, υπό τον τίτλο Alice’s Adventures under Ground (Οι Περιπέτειες της Αλίκης κάτω από τη Γη). Η πρώτη μορφή του βιβλίου δεν προοριζόταν για δημοσίευση και έφερε αφιέρωση που μαρτυρούσε ότι επρόκειτο για ένα "δώρο Χριστουγέννων προς ένα αγαπητό παιδί, σε ανάμνηση μιας καλοκαιρινής ημέρας"[8]. O Κάρολ κατέγραψε στο ημερολόγιό του την απαρχή της συγγραφής του βιβλίου στις 13 Νοεμβρίου του 1862, ενώ το τελικό χειρόγραφο φαίνεται πως ολοκληρώθηκε πριν τις 10 Φεβρουαρίου του 1863, χωρίς να περιλαμβάνεται όμως σε αυτή τη μορφή του έργου οποιαδήποτε εικονογράφηση[9]. Αργότερα, το Νοέμβριο του 1864, παρουσίασε το έργο του και στην Άλις Λίντελ[10]. Το τελικό χειρόγραφο διάβασε επίσης ο λογοτέχνης Χένρι Κίνγκσλεϊ, ο οποίος παρότρυνε τη μητέρα της Άλις να πείσει τον Κάρολ να το δημοσιεύσει. Για τον Ντάκγουορθ, το βιβλίο θα σημείωνε μεγάλη επιτυχία, εφόσον την εικονογράφησή του αναλάμβανε ένας διακεκριμένος καλλιτέχνης, προτείνοντας για αυτό το λόγο τον Τζον Τένιελ, γνωστού από τη δουλειά του στο περιοδικό Punch[9]. Ο Κάρολ αναζήτησε επιπλέον τη γνώμη του συγγραφέα Τζορτζ ΜακΝτόναλντ, ο οποίος τον έπεισε τελικά να το δημοσιεύσει. Έχοντας αποφασίσει για την έκδοση του βιβλίου, ο Κάρολ προχώρησε σε περαιτέρω επεξεργασία του, φθάνοντας έτσι στην οριστική μορφή του έργου. Ο Τένιελ ήρθε σε επαφή με το κείμενο τον Ιανουάριο του 1864 και στις 5 Απριλίου του ίδιου έτους συμφώνησε να αναλάβει την εικονογράφησή του[11]. Τελικά το βιβλίο εκδόθηκε από τον οίκο MacMillan & Co., με τον τίτλο Alice’s Adventures in Wonderland (Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων), τον Ιούλιο του 1865, ενώ την εικονογράφησή του ανέλαβε ο Σερ Τζον Τένιελ. O Κάρολ ανέλαβε πλήρως τα έξοδα της έκδοσης, συμπεριλαμβανομένου του κόστους των υλικών και της διαφήμισης, καθώς και της αμοιβής του εικονογράφου.
Έχοντας αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης ανάλυσης, η συνήθης ερμηνεία του έργου αναγνωρίζει την Αλίκη ως εκπρόσωπο της καταπιεσμένης παιδικής ηλικίας κατά τη Βικτωριανή εποχή[2]. Η φανταστική εξιστόρηση του Κάρολ λειτουργεί, εν μέρει, με στόχο την κριτική της Βικτωριανής κοινωνίας και των Αγγλοσαξονικών νοοτροπιών, εκφράζοντας παράλληλα τη φιλοσοφία της λογοτεχνίας του, εξετάζοντας πώς επηρεάζεται η ταυτότητα του ανθρώπου όταν παύουν να υφίστανται οι παγιωμένοι κανόνες που την καθορίζουν[3]. Μεταξύ των πολυάριθμων γρίφων που περιγράφονται στο έργο, το πρόβλημα της ταυτότητας αποτελεί για την Αλίκη ένα από τα κεντρικά ερωτήματα[4]. Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου, η Αλίκη, μετά την πτώση της στη λαγότρυπα, κινείται σε ένα κόσμο όπου καθιερωμένες αντιλήψεις της καθημερινότητας ανατρέπονται, ενώ κοινωνικοί θεσμοί και πρακτικές γίνονται στόχοι χλευασμού. Το έργο ερμηνεύεται επίσης ως μια ενδελεχής έρευνα των συστημάτων της κοινωνικής συμπεριφοράς, της λογικής και της γλώσσας[5]. Υποστηρίζεται ότι μέρος του κειμένου μπορεί να εκτιμηθεί και κατανοηθεί περισσότερο από ενήλικους αναγνώστες, ειδικότερα η σάτιρα και οι συμβολισμοί του έργου[6]. Κοινή θέση αποτελεί το γεγονός πως ο Κάρολ επιχειρεί συχνά να παρωδήσει άλλα λογοτεχνικά έργα που απευθύνονται σε παιδιά ή με αντικείμενο την παιδική ηλικία. Παράλληλα, δεν λείπουν και αναφορές σε έργα για ενήλικους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ιδέα των ομιλούντων λουλουδιών που θεωρείται πως βασίζεται στο ποίημα Maud (1855) του Άλφρεντ Τένισον[7].
Στις 4 Ιουλίου του 1862, ο Λιούις Κάρολ πραγματοποίησε μία εκδρομή μαζί με τον αιδεσιμώτατο Ρόμπινσον Ντάκγουορθ και τις τρεις κόρες του πρύτανη του κολεγίου του Christ Church, Λορίνα, Ήντιθ και Άλις Λίντελ. Κατά τη διάρκεια της, προκειμένου να διασκεδάσει τα παιδιά, ο Κάρολ επινόησε και διηγήθηκε μία ιστορία, η οποία θα αποτελούσε τη βάση για την μετέπειτα συγγραφή της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων[1]. Μετά από παρότρυνση της Άλις, ο Κάρολ ξεκίνησε να καταγράφει τη διήγησή του, γεγονός που οδήγησε στη συγγραφή της πρώτης μορφής του έργου, υπό τον τίτλο Alice’s Adventures under Ground (Οι Περιπέτειες της Αλίκης κάτω από τη Γη). Η πρώτη μορφή του βιβλίου δεν προοριζόταν για δημοσίευση και έφερε αφιέρωση που μαρτυρούσε ότι επρόκειτο για ένα "δώρο Χριστουγέννων προς ένα αγαπητό παιδί, σε ανάμνηση μιας καλοκαιρινής ημέρας"[8]. O Κάρολ κατέγραψε στο ημερολόγιό του την απαρχή της συγγραφής του βιβλίου στις 13 Νοεμβρίου του 1862, ενώ το τελικό χειρόγραφο φαίνεται πως ολοκληρώθηκε πριν τις 10 Φεβρουαρίου του 1863, χωρίς να περιλαμβάνεται όμως σε αυτή τη μορφή του έργου οποιαδήποτε εικονογράφηση[9]. Αργότερα, το Νοέμβριο του 1864, παρουσίασε το έργο του και στην Άλις Λίντελ[10]. Το τελικό χειρόγραφο διάβασε επίσης ο λογοτέχνης Χένρι Κίνγκσλεϊ, ο οποίος παρότρυνε τη μητέρα της Άλις να πείσει τον Κάρολ να το δημοσιεύσει. Για τον Ντάκγουορθ, το βιβλίο θα σημείωνε μεγάλη επιτυχία, εφόσον την εικονογράφησή του αναλάμβανε ένας διακεκριμένος καλλιτέχνης, προτείνοντας για αυτό το λόγο τον Τζον Τένιελ, γνωστού από τη δουλειά του στο περιοδικό Punch[9]. Ο Κάρολ αναζήτησε επιπλέον τη γνώμη του συγγραφέα Τζορτζ ΜακΝτόναλντ, ο οποίος τον έπεισε τελικά να το δημοσιεύσει. Έχοντας αποφασίσει για την έκδοση του βιβλίου, ο Κάρολ προχώρησε σε περαιτέρω επεξεργασία του, φθάνοντας έτσι στην οριστική μορφή του έργου. Ο Τένιελ ήρθε σε επαφή με το κείμενο τον Ιανουάριο του 1864 και στις 5 Απριλίου του ίδιου έτους συμφώνησε να αναλάβει την εικονογράφησή του[11]. Τελικά το βιβλίο εκδόθηκε από τον οίκο MacMillan & Co., με τον τίτλο Alice’s Adventures in Wonderland (Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων), τον Ιούλιο του 1865, ενώ την εικονογράφησή του ανέλαβε ο Σερ Τζον Τένιελ. O Κάρολ ανέλαβε πλήρως τα έξοδα της έκδοσης, συμπεριλαμβανομένου του κόστους των υλικών και της διαφήμισης, καθώς και της αμοιβής του εικονογράφου.
Ο εκδοτικός οίκος
ανέλαβε με τη σειρά του την τελική παραγωγή και διανομή του βιβλίου. Η
ασυνήθιστη για την εποχή συμφωνία, εξασφάλιζε στον Κάρολ απόλυτο έλεγχο
της ποιότητας του τελικού προϊόντος, αν και θα τον επιβάρυνε παράλληλα
σε μεγάλο βαθμό οικονομικά, σε περίπτωση εμπορικής αποτυχίας.[12]. Η
πρώτη έκδοση του βιβλίου περιλάμβανε δύο χιλιάδες αντίτυπα, ωστόσο ενώ
ήδη πενήντα από αυτά είχαν προλάβει να βιβλιοδετηθούν, ο Κάρολ
πληροφορήθηκε από τον Τένιελ πως δεν ήταν ικανοποιημένος από την
ποιότητα εκτύπωσης των εικόνων του, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί το
βιβλίο, επιβαρύνοντας οικονομικά τον Κάρολ[12]. Το Νοέμβριο του 1865, η
δεύτερη έκδοσή του, τυπώθηκε σε τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα, τα οποία ο
Κάρολ χαρακτήρισε «τέλειο δείγμα καλλιτεχνικής εκτύπωσης»[13]. Η Αλίκη
στη Χώρα των Θαυμάτων γνώρισε πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία, ενώ
παραμένει έως σήμερα, ένα από τα δημοφιλέστερα λογοτεχνικά έργα. Έχει
μεταφραστεί σε περισσότερες από πενήντα γλώσσες, μεταξύ αυτών και τα
Εσπεράντο.
Τα Χριστούγεννα του 1871, εκδόθηκε η συνέχεια του βιβλίου, με τίτλο Through the Looking-Glass and What Alice Found There, έχοντας ανάλογη επιτυχία. Ο Κάρολ ολοκλήρωσε επίσης μία ειδική έκδοση της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, απευθυνόμενη σε παιδιά «από μηδέν έως πέντε ετών», με τίτλο The Nursery "Alice". Η έκδοση αυτή, κυκλοφόρησε το 1890 και περιείχε το αρχικό βιβλίο γραμμένο σε απλούστερη γλώσσα και με ορισμένες από τις αρχικές εικόνες του Τένιελ, σε έγχρωμη μορφή.
Τα Χριστούγεννα του 1871, εκδόθηκε η συνέχεια του βιβλίου, με τίτλο Through the Looking-Glass and What Alice Found There, έχοντας ανάλογη επιτυχία. Ο Κάρολ ολοκλήρωσε επίσης μία ειδική έκδοση της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, απευθυνόμενη σε παιδιά «από μηδέν έως πέντε ετών», με τίτλο The Nursery "Alice". Η έκδοση αυτή, κυκλοφόρησε το 1890 και περιείχε το αρχικό βιβλίο γραμμένο σε απλούστερη γλώσσα και με ορισμένες από τις αρχικές εικόνες του Τένιελ, σε έγχρωμη μορφή.