Θα
κάνουμε μια σύντομη έρευνα ορισμένων μηχανισμών, που σχετίζονται με την
δημιουργία, την λειτουργία και την μετατροπή του ασυνείδητού μας σε
συνειδητό. Το ασυνείδητο είναι όλα όσα υπάρχουν μέσα μας και δεν τα
αντιλαμβανόμαστε, ή ακόμα δεν θέλουμε να αντιληφθούμε.
Οι
παράγοντες που μετατρέπουν ένα γεγονός ή ένα στοιχείο του χαρακτήρα μας
σε ασυνείδητο, μπορεί να ποικίλουν ξεκινώντας από την απλή αφηρημάδα ή
την αδιαφορία, έως τον φόβο και τις ενοχές. Στο σημείο επαφής μεταξύ του
συνειδητού και του ασυνείδητου υπάρχει ένα θα λέγαμε όριο, ένα
«σύνορο». Ίσως θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε μηχανισμό εικονικής
πραγματικότητας. Ένας παραμορφωτικός φακός από σκέψεις ο οποίος
παραλλάσσει, ή αποκρύπτει από την αντίληψή μας, το περιεχόμενο του
ασυνείδητου χώρου μέσα μας.
Πως
κάτι, ένα γεγονός, μια ιδιότητά μας, καταβυθίζεται στο ασυνείδητο;
Γιατί έχει πλέον χαθεί από το οπτικό μας πεδίο και δεν μπορούμε να την
διακρίνουμε; Εξακολουθεί όμως να υφίσταται και να επιδρά επάνω μας και
στην ζωή μας, μόνο που αυτή η επίδραση δεν μπορεί να ελεγχθεί.
Υποθέστε
ότι κάποια στιγμή συμπεριφέρεστε άσχημα στους γονείς σας. Αυτό είναι
ένα δυσάρεστο πλήγμα για την αυτοεικόνα σας, διότι πως είναι δυνατόν
«ένας καλός άνθρωπος όπως εγώ να κάνω κάτι τέτοιο;». Έχετε λοιπόν στην
συνέχεια δύο επιλογές: Να αλλάξετε την άποψη που έχετε για τον εαυτό
σας, παραδεχόμενοι ότι δεν είστε το ιδεώδες άτομο όπως θέλατε έως τώρα
να πιστεύετε, ή να εξαφανίσετε εντελώς από το συνειδητό σας το
περιστατικό που υποσκάπτει την αυτοεικόνα σας, ή έστω να το αλλοιώσετε
διατηρώντας τις προσωπικές σας αυταπάτες.
Να
το επεξεργαστείτε με έναν ανάλογο τρόπο με τον οποίο οι εθνικώς
αυτοπροσδιοριζόμενοι ιστορικοί, παρουσιάζουν μια δική τους εκδοχή των
ιστορικών γεγονότων, κατά την οποία το δικό τους έθνος είναι συνεχώς το
θύμα, ποτέ ο θύτης, και πάντοτε έχει το "δίκιο" με το μέρος του. Πως
τώρα είναι δυνατόν όλη αυτή η «τελειότητα», όλο αυτό το δίκιο, να έχει
συγκεντρωθεί σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, σε έναν και μόνο λαό,
μένει να μας το εξηγήσουν οι ως επί το πλείστον ημιμαθείς αναγνώστες
αυτών των συγγραμμάτων, οι οποίοι με περισσή όρεξη καταπίνουν αμάσητο
ότι τους σερβίρουν αρκεί να τους κολακεύει.
Επιλέγετε
λοιπόν να ξεχάσετε το περιστατικό, ή να το δικαιολογήσετε με κατάλληλα
επιχειρήματα ξεχνώντας ταυτόχρονα ορισμένες δυσάρεστες για το άτομό σας
λεπτομέρειες. Η πρώτη ενέργεια καταβυθίζει ολοκληρωτικά το περιστατικό
στο ασυνείδητο, η δεύτερη κάνει επίσης το ίδιο, κρατάει όμως στο
συνειδητό μια βολική διασκευή των γεγονότων που δεν έχει παρά μόνο
μακρινή σχέση με την αλήθεια, κυρίως την εξωτερική. Η πραγματικότητα
όμως έχει ξεχαστεί.
Στο
όριο μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου εγκαθίσταται τότε ένας
«φύλακας», ο οποίος εμποδίζει την ανάδυση του γεγονότος και την
συνειδητοποίησή του από εμάς. Αυτό είναι ένα τείχος από σκέψεις. Είναι η
δημιουργική (αλλά και πονηρή επίσης) πλευρά της φαντασίας μας. Η
συνεχής εσωτερική μυθοπλασία.
Κάθε
φορά λοιπόν που ένα οποιοδήποτε ερέθισμα ανακαλεί στην μνήμη μας το
απωθημένο γεγονός, ο «φύλακας» ενεργοποιείται και παράγει τις
απαραίτητες μυθοπλασίες προκειμένου να αλλοιώσει τις αναμνήσεις μας,
αναμιγνύοντάς την φαντασία με την πραγματικότητα, ή απλώς επιχειρεί να
στρέψει την προσοχή μας αλλού. Αρχίζουμε δηλαδή μια ατέρμονη και
ουσιαστικά εκτός ελέγχου συζήτηση με τον εαυτό μας, που ως σκοπό έχει
την αποκοίμιση της συνειδητότητάς μας ώστε αυτή να μην ανακαλέσει το
επίμαχο περιστατικό.
Έχετε
ποτέ προσέξει το περιεχόμενο των σκέψεών σας; Όχι των συλλογισμών που
αφορούν τα τεχνικά θα λέγαμε ζητήματα, όπως τι θα φάμε το μεσημέρι, από
ποιο δρόμο θα επιστρέψουμε στο σπίτι μας και τέτοια, αλλά όλων των
υπόλοιπων σκέψεων που αποτελούν το 90% της διανοητικής μας
δραστηριότητας. Δηλαδή των φαντασιώσεών μας. Θα δείτε ότι αυτές δεν
κάνουν τίποτα άλλο παρά να ανασκευάζουν το παρελθόν μας, να προβάλλουν
τις επιθυμίες μας στο μέλλον και γενικώς να συντηρούν το εγώ μας.
Σκεφτόμαστε δηλαδή για τον εαυτό μας, ακόμα και όταν απασχολούμε την
σκέψη μας με άλλους. Εμείς είμαστε κάπου εκεί στο παρασκήνιο, κάπου στο
βάθος.
Οι
μυθοπλασίες αυτές είναι το υλικό με το οποίο κατασκευάζουμε τον
εικονικό μας εαυτό, τον ψεύτικο εαυτό μας και επίσης αποτελούν την
δραστηριότητα υποστύλωσης και αναπαλαίωσης του υπό κατάρρευση εγώ μας.
Πως
θα μπορούσαν να λειτουργήσουν όλα αυτά στο προαναφερθέν παράδειγμα; Θα
επινοήσουμε κατ’ αρχήν μια δικαιολογία για την άσχημη συμπεριφορά μας. Η
δικαιολογία αυτή ενδεχομένως να είναι βάσιμη και όσο πιο βάσιμη είναι
τόσο μεγαλύτερη είναι και η ικανότητά της να παραπλανά την κρίση μας.
Αφού έχουμε το «δίκιο» με το μέρος μας καλά κάναμε λοιπόν και
συμπεριφερθήκαμε έτσι. Πως είναι όμως αυτό το «έτσι»; Εδώ η φαντασία μας
αναπλάθει το περιστατικό ξανά και ξανά, κάνοντας τις απαραίτητες
διορθώσεις. Π.χ. η έκφραση του προσώπου μας είναι ενδεχομένως ένα
στοιχείο που απουσιάζει από την ανάπλαση του γεγονότος. Δεν θυμόμαστε
καθόλου το πόσο είχαμε ασχημύνει, ή το πόσο δυσαρμονική και δυνατή είχε
γίνει η φωνή μας, το πως χειρονομούσαμε χωρίς κανένα έλεγχο.
Εγκαθιστούμε
λοιπόν την «διορθωμένη» αυτή εκδοχή των γεγονότων στο συνειδητό μας,
υποστηρίζοντάς την με τις απαραίτητες δικαιολογήσεις, προστατεύοντας την
εικόνα που θέλουμε να έχουμε για τον εαυτό μας. Τι συμβαίνει όμως με το
πραγματικό περιστατικό και το νόημά του; Αυτό βρίσκεται στο ασυνείδητο
πλέον. Η διορθωμένη αυτή εκδοχή είναι ο φύλακας, στον
οποίο έχουμε αναθέσει την αποστολή να κρατήσει την αλήθεια καλά κρυμμένη
από τα μάτια μας. Κάθε φορά που κάτι την ανακαλεί αυτός ενεργοποιείται,
(είναι ένας παγιωμένος μηχανισμός) και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε.
Σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας, για το τι κάναμε, το τι μας είπαν, το τι
θα μπορούσαμε να είχαμε πει, πως θα έπρεπε να ήταν τα πράγματα,
γινόμαστε ήρωες, θύτες ή θύματα. Θα κατηγορήσουμε τους γονείς μας, την
κυβέρνηση, το σύστημα, ή τον εαυτό μας.
Σκεφτόμαστε όμως για τα γεγονότα, δεν τα θυμόμαστε.
Ούτε παρατηρούμε τις αντιδράσεις μας. Αν αυτές τις σκέψεις
προσπαθήσουμε να τις σταματήσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι ο νους μας δεν
έχει καμία διάθεση να μας υπακούσει. Δεν έχουμε κανένα απολύτως έλεγχο.
Σε περίπτωση όμως που αυτές οι σκέψεις σταματήσουν θα μας αρέσει η
αλήθεια η οποία θα ξεπροβάλλει από πίσω τους;
Προσπαθούμε να διαλογιστούμε. Οι σκέψεις δεν λένε να σταματήσουν. Έχουμε την αίσθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε να
τις σκεφτούμε, ότι έχουν για μας ζωτική σημασία. Με αυτό τον τρόπο
συντηρούμε το εικονικό μας εγώ. Την ψευδή αίσθηση του εαυτού μας που
αποτελείται από το σύνολο των φαντασιώσεών μας. Αυτή δεν έχει καμία
σχέση με την πραγματικότητα. Αν σταματήσουν οι σκέψεις μας, τότε η
εικονική πραγματικότητα που έχουμε κατασκευάσει για τον εαυτό μας θα
καταρρεύσει και θα αρχίσουμε να βλέπουμε αμερόληπτα την αλήθεια για το
άτομό μας. Τα γεγονότα ξερά, έτσι όπως είναι, χωρίς επιδέξιους
σχολιασμούς και μυθοπλασίες. Χωρίς επιβραβεύσεις ή αυτοκατάκριση.
Για
να μπορέσουμε να διαλογιστούμε πρέπει να εξουδετερωθούν αυτοί οι
«φύλακες», όπως τους ονομάσαμε. Πρέπει να τους δούμε σε λειτουργία, να
τους κοιτάξουμε κατά πρόσωπο, να τους ξεμπροστιάσουμε, χωρίς να μιλάμε
και πολύ στον εαυτό μας. Να τους δούμε, όχι να τους συμπεράνουμε με την
βοήθεια βιβλίων που διαβάσαμε. Τότε θα δούμε τον ρόλο τους, καθώς και τι
προσπαθούν να καλύψουν, ή να συντηρήσουν. Θα αρχίσουμε να διακρίνουμε
τι συμβαίνει μέσα μας.
Η
τεχνική είναι απλή. Ενώ ζούμε ένα γεγονός, οτιδήποτε, σημαντικό ή
καθημερινό, πρέπει να παρακολουθούμε ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ τις προσωπικές μας
αντιδράσεις. Τι σκεφτόμαστε, τι αισθανόμαστε και πως κινούμαστε. Μας
λέει κάποιος κάτι. Εμείς παρακολουθούμε τι μας λέει, αλλά και τι
σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε την ώρα που αυτός μας μιλάει. Αν
ενεργοποιηθεί μέσα μας κάποιος μηχανισμός αυτοπροστασίας του ασυνείδητού
μας, θα τον εντοπίσουμε και θα διαπιστώσουμε τον ακριβή τρόπο
λειτουργίας του. Από την εσωτερική μας ανταπόκριση θα καταλάβουμε αν
κρύβεται κάτι στο ασυνείδητό μας. Θα έχουμε τέλος πάντων μια συνεχόμενη
εποπτεία του εαυτού μας.
Κατόπιν
θα πρέπει να αναρωτηθούμε το ΓΙΑΤΙ; Γιατί αντέδρασα έτσι, γιατί
αισθάνθηκα έτσι; Η απάντηση που θα δώσουμε δεν πρέπει να είναι
βεβιασμένη, ή να την αντλήσουμε από βιβλία. Δεν αρκεί να είναι λογική,
πρέπει να είναι πραγματική. Τόσο πραγματική ώστε να δείχνει ακόμα και
κοινότυπη. Μίλησα άσχημα; Άρα είμαι αγενής. Εδώ δεν χρειάζεται μεγάλη
φιλοσοφία. Η ανακάλυψη της αιτίας της αγένειας είναι ένα δεύτερο στάδιο,
όμως θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από την ίδια αφοπλιστική αμεσότητα.
Και προπαντός λιτότητα σκέψης. Η παρατεταμένη συζήτηση με τον εαυτό μας
πιστεύω ότι είναι ύποπτη.
Αυτή
η διαρκής αυτοσυγκέντρωση απαιτεί να διαθέτουμε πολλή ενέργεια, γιατί
οι εν λόγω μηχανισμοί είναι ισχυρότατοι και διακυβεύονται πολλά. Για τον
πλαστό εαυτό μας είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Θα μπορούσε να ισχυριστεί
κάποιος ότι όλη αυτή η προσπάθεια είναι κουραστική. Είναι όμως ένας
θεωρητικός ισχυρισμός από ανθρώπους που δεν έχουν προσωπική εμπειρία του
ζητήματος. Αν εκτελεστεί σωστά, χωρίς πιέσεις προς τον εαυτό μας και
χωρίς διανοητικοποίηση, θα διαπιστώσετε ότι μάλλον ξεκουράζει και μας
φορτίζει με ενέργεια.
Ας
δούμε τώρα κάτι άλλο. Ένα μικρό παιδί έχει χαμηλότερο βαθμό
αυτοσυνειδησίας. Είναι λιγότερο συνειδητό από έναν ενήλικα. Θα λέγαμε
ότι λειτουργεί υποσυνείδητα. Το ανώτερο στάδιο της συνειδητότητάς του,
βρίσκεται κάπου μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου. Είναι ονειρώδες,
πράγμα που εξηγεί και την ζωηρότατη φαντασία που εκδηλώνουν τα παιδιά
στα παιχνίδια τους. Με την πάροδο του χρόνου το επίπεδο αυτό εξελίσσεται
και έτσι εμφανίζονται και συνειδητές στιγμές.
Όταν
ένα περιστατικό υποπέσει στην αντίληψή μας, αυτό καταγράφεται στο
τρέχον επίπεδο της συνειδητότητάς μας. Στην περίπτωση ενός μικρού
παιδιού αν το γεγονός αυτό καταγραφεί, με την πάροδο του χρόνου και με
την ταυτόχρονη ανύψωση του επιπέδου της συνειδητότητας, προστίθενται
διάφορα καινούργια «στρώματα» συνειδητότητας. Έτσι το περιστατικό
βρίσκεται πλέον στο ασυνείδητο του ενήλικα, σε κάποια βαθύτερα στρώματα.
Αυτό εξηγεί το γιατί τα γεγονότα της παιδικής μας ηλικίας σφραγίζουν
την ζωή μας με έναν τρόπο που δύσκολα γίνεται αντιληπτός. Καθώς
μεγαλώνουμε νέα γεγονότα έρχονται να προστεθούν στην αντίληψή μας έτσι
ώστε τα παλαιότερα, που έχουν εγγραφεί σε στρώματα χαμηλότερης
συνειδητότητας, «καθιζάνουν» στο ασυνείδητό μας. Υπάρχουν όμως και
δρουν.
Το
ίδιο συμβαίνει αν όταν δεχόμαστε μια εντύπωση είμαστε αφηρημένοι. Το
επίπεδο της συνειδητότητάς μας είναι ήδη χαμηλό, και η νέα εντύπωση
καταγράφεται σε αυτό το χαμηλό επίπεδο. Πράγμα που σημαίνει απουσία
λογικής επεξεργασίας, απουσία κρίσης και αυτοελέγχου. Περνάει μέσα μας
χωρίς κανένα έλεγχο. Δηλαδή το καταπίνουμε αμάσητο, όπως λέμε.
Δεν
πρέπει να αυταπατόμαστε ότι είμαστε συνειδητοί, επειδή λειτουργούν τα
αισθητήριά μας και επειδή σκεφτόμαστε. Μην νομίζετε ότι οι συνειρμοί μας
ακολουθούν πάντα τους κανόνες της λογικής. Τα αυθαίρετα άλματα και
συμπεράσματα είναι πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε και οι
παραποιήσεις της πραγματικότητας είναι ο κανόνας. Οι πραγματικά
συνειδητές στιγμές ίσως είναι πολύ λίγες. Με την αυτοπαρατήρηση όμως και
με την επεξεργασία του εσωτερικού περιεχομένου μας αρχίζουμε να
δημιουργούμε συνειδητά κομμάτια του ψυχισμού μας, και τότε το πραγματικό
μας συνειδητό διευρύνεται. Το χτίζουμε κομμάτι κομμάτι, με την προσωπική μας
εργασία. Δεν θα «φυτρώσει» από μόνο του. Το συνειδητό μας δεν
αναπτύσσεται με ευχολόγια, ούτε με αποστήθιση γνώσεων (που δημιουργούν
ψευδαίσθηση συνειδητότητας - την αίσθηση του «εγώ ξέρω»), αλλά με την
αυτοπαρατήρηση και με το να θέτουμε στον εαυτό μας απλά αλλά καίρια
ερωτήματα.
Καλό
είναι να προσέξουμε το εξής: Πολλοί από εμάς έχουμε λάβει μια παιδεία
που στρέφει την κρίση μας προς την αυτοκατάκριση. Προέρχεται από την
θρησκευτική νοοτροπία της αμαρτωλότητας του ανθρώπου και από κακούς
χειρισμούς εκείνων των γονιών που δεν διστάζουν να πληγώσουν τα παιδιά
τους, λέγοντας ότι δεν αξίζουν, ότι είναι κακά και άλλα τέτοια. Όταν
λοιπόν παρατηρούμε τον εαυτό μας ΔΕΝ ψάχνουμε οπωσδήποτε για κάτι το
κακό, ούτε για κάτι το καλό. Παρατηρούμε τα γεγονότα, χωρίς να τους
κολλήσουμε τις ετικέτες του καλού – κακού, ηθικού – ανήθικου και άλλες
πολλές.
Μας
ενδιαφέρουν τα γεγονότα και όχι η κρίση μας, που μπορεί να είναι
καθοδηγούμενη από τους παράγοντες που ήδη αναφέραμε. Το συμπέρασμα
μπορεί να επακολουθήσει, αλλά θα πρέπει να είναι συναισθηματικά
ουδέτερο. Αν διακρίνουμε μέσα μας κάποια αδυναμία δεν θα πρέπει να
αισθανθούμε απογοήτευση, θυμό, ενθουσιασμό, ή οτιδήποτε άλλο. Ο στόχος
μας είναι να γνωρίσουμε και αν μπορέσουμε να βελτιώσουμε τα πράγματα,
όχι να επιβαρύνουμε την θέση μας με κάποιες ενοχικές συμπεριφορές.
Αυτό
είναι ένα πολύ λεπτό σημείο. Παρατήρηση σημαίνει παρατήρηση. Δεν
ψάχνουμε για αμαρτίες ώστε να καταδικάσουμε τον εαυτό μας. Αυτό εξ’
άλλου είναι μια ασυνείδητη τάση, που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και να
μην της επιτρέψουμε να παρεισφρήσει μέσα μας, αλλοιώνοντας έτσι τις
προσπάθειές μας.