περιοδικό και εκδόσεις Κουκούτσι.
Το απόσπασμα της ημέρας,
Στάινμπεκ Τζών (που απεβίωσε σαν σήμερα το 1968, από τα σταφύλια της οργής, μτφ. Κ. Πολίτη, για μια παρόμοια οικονομική κρίση.
-Άκου δω, είπε ο άλλος. Δεν έχει νόημα. Ο εργολάβος αυτός χρειάζεται οχτακόσιους ανθρώπους. Τυπώνει λοιπόν πέντε χιλιάδες τέτοια χαρτιά που ίσως να τα διαβάζουν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι. Και δυο-τρεις χιλιάδες από εκείνους που τα διαβάσαν ξεκινάν και πάνε. Όλοι τους άνθρωποι τρελοί από τη στενοχώρια.
-Μα δεν έχει νόημα! Φώναξε ο πατέρας.
-Περίμενε να δεις τον άνθρωπο που έβγαλε τούτο δω το χαρτί, και θα καταλάβεις. Θα δεις ή τον ίδιο ή κανένα υπάλληλό του. Θα έχετε στήσει το τσαντίρι σας κοντά σε κάποια γούβα, εσείς κι ακόμα πενήντα οικογένειες, Εκείνος θα κοιτάξει μέσα στο τσαντίρι σας, να δει αν σας απόμεινε τίποτα να μασήσετε. Κι αν δει πως δεν έχετε τίποτα, θα πει: «Θέτε να πιάσετε δουλειά»; Κι εσύ θα πεις: «Και βέβαια θέλουμε αφέντη μου. Θα στο χρωστάμε χάρη να βρίσκαμε κάποια δουλειά». Κι αυτός θα πει: «Μπορώ να σας πάρω στη δουλειά μου» Και θα του πεις: «Πότε με το καλό;» Τότε θα σου πει πού να πας και ποια ώρα, κι έπειτα θα πάει σ’ άλλους παρακάτω. Χρειάζεται, μπορεί , καμιά διακοσαριά εργάτες. Λέει τα ίδια σε πεντακόσιους.
Αυτοί το λένε σ’ άλλους τόσους. Και σα θα πας επιτόπου, βρίσκονται μαζεμένοι καμιά χιλιάδα. Εκείνος τότε λέει: «Πλερώνω είκοσι σέντσια την ώρα». Μπορεί να σηκωθούν να φύγουν οι μισοί. Μα ωστόσο απομένουν ακόμα πεντακόσιοι, τόσο ψόφιοι της πείνας που δέχονται να δουλέψουν για ένα ξεροκόμματο. Ο λεγάμενος έχει συμβόλαιο με τον ιδιοκτήτη και αναλαβαίνει εργολαβικά να μαζέψει τα ροδάκινα ή να κλαδέψει τις μπαμπακιές. Κατάλαβες τώρα; Όσο πιο πολλοί παρουσιαστούν κι όσο πιο πεινασμένοι, τόσο κατεβάζει το μεροκάματο. Διαλέει όσο μπορεί τους φαμελίτες με παιδιά, γιατί……. μα τι διάολο, είπα πως δε θέλω να σας στενοχωρήσω.
Στάινμπεκ Τζών (που απεβίωσε σαν σήμερα το 1968, από τα σταφύλια της οργής, μτφ. Κ. Πολίτη, για μια παρόμοια οικονομική κρίση.
-Άκου δω, είπε ο άλλος. Δεν έχει νόημα. Ο εργολάβος αυτός χρειάζεται οχτακόσιους ανθρώπους. Τυπώνει λοιπόν πέντε χιλιάδες τέτοια χαρτιά που ίσως να τα διαβάζουν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι. Και δυο-τρεις χιλιάδες από εκείνους που τα διαβάσαν ξεκινάν και πάνε. Όλοι τους άνθρωποι τρελοί από τη στενοχώρια.
-Μα δεν έχει νόημα! Φώναξε ο πατέρας.
-Περίμενε να δεις τον άνθρωπο που έβγαλε τούτο δω το χαρτί, και θα καταλάβεις. Θα δεις ή τον ίδιο ή κανένα υπάλληλό του. Θα έχετε στήσει το τσαντίρι σας κοντά σε κάποια γούβα, εσείς κι ακόμα πενήντα οικογένειες, Εκείνος θα κοιτάξει μέσα στο τσαντίρι σας, να δει αν σας απόμεινε τίποτα να μασήσετε. Κι αν δει πως δεν έχετε τίποτα, θα πει: «Θέτε να πιάσετε δουλειά»; Κι εσύ θα πεις: «Και βέβαια θέλουμε αφέντη μου. Θα στο χρωστάμε χάρη να βρίσκαμε κάποια δουλειά». Κι αυτός θα πει: «Μπορώ να σας πάρω στη δουλειά μου» Και θα του πεις: «Πότε με το καλό;» Τότε θα σου πει πού να πας και ποια ώρα, κι έπειτα θα πάει σ’ άλλους παρακάτω. Χρειάζεται, μπορεί , καμιά διακοσαριά εργάτες. Λέει τα ίδια σε πεντακόσιους.
Αυτοί το λένε σ’ άλλους τόσους. Και σα θα πας επιτόπου, βρίσκονται μαζεμένοι καμιά χιλιάδα. Εκείνος τότε λέει: «Πλερώνω είκοσι σέντσια την ώρα». Μπορεί να σηκωθούν να φύγουν οι μισοί. Μα ωστόσο απομένουν ακόμα πεντακόσιοι, τόσο ψόφιοι της πείνας που δέχονται να δουλέψουν για ένα ξεροκόμματο. Ο λεγάμενος έχει συμβόλαιο με τον ιδιοκτήτη και αναλαβαίνει εργολαβικά να μαζέψει τα ροδάκινα ή να κλαδέψει τις μπαμπακιές. Κατάλαβες τώρα; Όσο πιο πολλοί παρουσιαστούν κι όσο πιο πεινασμένοι, τόσο κατεβάζει το μεροκάματο. Διαλέει όσο μπορεί τους φαμελίτες με παιδιά, γιατί……. μα τι διάολο, είπα πως δε θέλω να σας στενοχωρήσω.