Ο
Κορνήλιος Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922- Παρίσι, 26
Δεκεμβρίου 1997) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής.
Συγγραφέας του έργου Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, διευθυντής
σπουδών στην Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού
από το 1979, και φιλόσοφος της αυτονομίας, υπήρξε ένας από τους
μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε το 1922 στην Κωνσταντινούπολη και την ίδια χρονιά, ένα μήνα πριν τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένεια του μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σημαντικές ήταν επιρροές από το οικογενειακό του περιβάλλον: ο πατέρας του: λατρεία για τη μόρφωση, άθεος, αντιβασιλικός, μητέρα:ιδιαίτερη μόρφωση, λατρεία για τη μουσική. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης άρχισε να διαβάζει φιλοσοφία απ'την ηλικία των 11-12 ετών, ενώ πρωτοήρθε σε επαφή με την μαρξιστική σκέψη σε ηλικία 13 ετών, οπότε και γεννήθηκε και το ενδιαφέρον του τόσο για την σκέψη όσο και για την πολιτική.
Η πρώτη ενεργός ανάμειξη και δραστηριοποίηση του στην πολιτική, ήρθε όταν επί δικτατορίας Μεταξά (1937) προσχώρησε στην ΟΚΝΕ. Ενεγράφη στο κομμουνιστικό κόμμα και το 1941 και λίγο μετά την αρχή της κατοχής συγκρότησε μαζί με άλλους νέους μία ομάδα που εναντιωνόταν στο προσανατολισμό του ΚΚΕ. Το 1943 προσχώρησε στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα, πράγμα που είχε ως συνέπεια τη δίωξή του όχι μόνο από τους Γερμανούς αλλά και από το ΚΚΕ. Το 1944 γράφει τα πρώτα του κείμενα για τις κοινωνικές επιστήμες και τον Μαξ Βέμπερ (Max Weber), τα οποία δημοσιεύει στο περιοδικό Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής.
Σπούδασε αρχικά νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά τα Δεκεμβριανά, αποδοκίμασε την στάση του ΚΚΕ και, στη συνέχεια, μετέβη με το πορτογαλικό πλοίο Ματαρόα από τον Πειραιά στο Παρίσι όπου έμελλε να εγκατασταθεί μόνιμα. Συνεπιβάτες σε αυτό το πλοίο και οι άλλοι δύο Έλληνες, μετέπειτα στοχαστές του Παρισιού, ο Κώστας Αξελός και ο Κώστας Παπαϊωάννου, που μαζί με διακόσιους ακόμα (ανάμεσα στους οποίους και οι: Μέμος Μακρής, Μιμίκα Κρανάκη) είχαν εξασφαλίσει, με την βοήθεια του Οκτάβιου Μερλιέ (Octave Merlier), υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου από την γαλλική κυβέρνηση.
Στο Παρίσι έγινε μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος, από τις οποίες όμως άρχισε σταδιακά να απομακρύνεται, ώσπου μετά το 1948 να εγκαταλείψει οριστικά το τροτσκιστικό κίνημα. Παράλληλα από την ίδια χρονιά άρχισε να εργάζεται στην υπηρεσία Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), μια θέση την οποία διατήρησε ως και το 1970.
Το 1946 ξεκίνησε και η γνωριμία του με τον διανοούμενο Κλωντ Λεφώρ, με τον οποίο συγκρότησαν μία εσωτερική τάση στο PCI, από το οποίο αποχώρησαν το 1948 και ίδρυσαν την ομάδα Socialisme ou Barbarie («Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»), η οποία από το επόμενο έτος μέχρι το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Από τα κείμενα εκείνης της περιόδου προέκυψαν τα βιβλία: Η Γραφειοκρατική Κοινωνία (1973), Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος (1974), Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση, Η Γαλλική Κοινωνία (1979).
Μέσα από το συγκεκριμένο περιοδικό βρήκαν βήμα τα επόμενα χρόνια γνωστοί διανοούμενοι της Γαλλίας, όπως ο Lyotard και ο Debord. Το περιοδικό κινείτο πέραν των τροτσκιστικών κύκλων και ήταν ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Χαρακτηριστική της γραμμής του περιοδικού ήταν η ανάλυση του Καστοριάδη για το πολιτικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο το χαρακτήρισε καθεστώς "Γραφειοκρατικού Καπιταλισμού". Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η ρωσική επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπου μια νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία, σχηματίστηκε γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα». Όσον αφορά τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» της Δύσης θεωρούσε ότι το κριτήριο ταξικής διαφοροποίησης είχε πάψει να είναι πλέον η κατοχή και ο έλεγχος των μέσων παραγωγής, αλλά η κατοχή και η ικανότητα άσκησης εξουσίας. Σταδιακά και προς τα τελευταία χρόνια της έκδοσης του περιοδικού ο Καστοριάδης απομακρύνθηκε από την μαρξιστική φιλοσοφία και θεωρία της Ιστορίας όσο και από την μαρξιστική οικονομική ανάλυση, πράγμα εμφανές στο κείμενο του «Μαρξισμός και επαναστατική κοινωνία» το οποίο αργότερα συμπεριελήφθη στο Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ οι θέσεις και οι απόψεις του Καστοριάδη γνώρισαν μεγάλη απήχηση στους επαναστατικούς κύκλους πολλών χωρών της εποχής, ο ίδιος δεν είχε την ανάλογη αναγνώριση, καθώς ήταν αναγκασμένος να υπογράφει τα κείμενα του χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud κ.α). Αυτό συνέβαινε διότι δεν είχε γαλλική υπηκοότητα ή διαβατήριο ακόμη, με συνέπεια να βρίσκεται συνεχώς υπό τον φόβο της απέλασης στην Ελλάδα. Στις σελίδες του περιοδικού πρωτοεμφανίστηκαν και μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα της πρώτης περιόδου της σκέψης του, τα οποία αργότερα έμελλε να δημοσιευθούν μέσα από τις εκδόσεις βιβλίων του, όπως τα: «Η Γραφειοκρατική Κοινωνία», «Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος» και του ίσως σημαντικότερου έργου του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας».
Το 1967 η ομάδα του Socialisme ou Barbarie διαλύεται, ωστόσο όμως δύο χρόνια αργότερα, τα κείμενα και η σκέψη της ομάδας και κυρίως του Καστοριάδη αποτελούν βασική πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του '68. Το 1970 ο Καστοριάδης αποκτά την γαλλική υπηκοότητα και έτσι παύει πλέον ο συνεχής φόβος της απέλασης. Αυτή την περίοδο ο Καστοριάδης στρέφεται στην ψυχανάλυση, μάλιστα εργάζεται και ως ψυχαναλυτής ο ίδιος από το 1974, και γίνεται μέλος της επονομαζόμενης Τέταρτης Ομάδας, ενός κινήματος διαφωνούντων της σχολής του Λακάν (Jacques Lacan).
Αυτή η στροφή προς την ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον το σύνολο της σκέψης του, πράγμα το οποίο τον οδηγεί σε μια καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτυπώνεται στο κλασικό πλέον έργο του 'Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας'. Κεντρική θέση στην σκέψη του αποκτά η έννοια του Φαντασιακού, το οποίο θεωρεί ως το θεμέλιο στοιχείο της ανθρώπινης δημιουργίας. Ο Καστοριάδης αντιλαμβάνεται την κοινωνική διαφοροποίηση ως μια διαδικασία συνεχούς δημιουργίας ex nihilo σημασιών, νοημάτων, εικόνων οι οποίες θεσπίζονται και δομούν την εικόνα του κόσμου και της κοινωνίας κάθε εποχής. Ο Καστοριάδης αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε ντετερμινισμού όσον αφορά την κοινωνική αλλαγή, οποιασδήποτε προδιαγεγραμμένης πορείας της κοινωνίας, καθώς αυτή είναι συνεχής δημιουργία που γεννιέται και νοηματοδοτείται μέσω του «Κοινωνικού Φαντασιακού». Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αν και όλες οι κοινωνίες δημιουργούν οι ίδιες τις φαντασιακές σημασίες τους (δηλαδή τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις κ.λπ.) δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού. Πολλές κοινωνίες συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσμισης των φαντασιακών σημασιών τους, αποδίδοντας την θέσμιση και την θεμελίωση τους σε εξω-κοινωνικούς παράγοντες (π.χ. το Θεό, την παράδοση, το νόμο, την ιστορία). Με βάση αυτή την συνείδηση της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από κάθε κοινωνία, ο Καστοριάδης διέκρινε μεταξύ των αυτόνομων κοινωνιών, αυτών δηλαδή που είχαν συνείδηση της αυτοθέσμισης αυτής, και των ετερόνομων κοινωνιών, στις οποίες η θέσμιση αποδιδόταν σε κάποια εξωκοινωνική αυθεντία.
Το 1979 ο Καστοριάδης εξελέγη διευθυντής της Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales, όπου διοργάνωσε σεμινάριο με τίτλο "Θέσμιση της κοινωνίας και ιστορική δημιουργία".
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κορνήλιος Καστοριάδης επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων, μεταξύ άλλων στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τον Βόλο το Ρέθυμνο κ.α. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στις 24 Φεβρουαρίου 1993 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απεβίωσε σε ηλικία 75 ετών, στις 26 Δεκεμβρίου του 1997.
Βασική θέση στο έργο του Καστοριάδη κατέχει η έννοια της "Αυτονομίας", σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που ο ίδιος αποκαλέστηκε και "Φιλόσοφος της Αυτονομίας". Ετυμολογικά βέβαια, η λέξη σημαίνει την πολιτική πράξη κατά την οποία μια κοινωνία δημιουργεί τους δικούς της νόμους και θεσμούς. Εκτός όμως από τους ίδιους τους νόμους, οι κοινωνίες έχουν και την ανάγκη της "νομιμοποίησης" αυτών, την απάντηση δηλαδή στο γιατί αυτοί οι νόμοι να είναι οι δίκαιοι. Προγενέστερες κοινωνίες νομιμοποιούσαν τους νόμους τους μέσα από την μεταφυσική, λέγοντας κυρίως ότι τους είχαν δοθεί από κάποιο θεό ή θεϊκό πρόγονο. Ο Καστοριάδης παρατήρησε ότι οι προσπάθειες αυτές για νομιμοποίηση είναι, ως επί το πλείστον τους, ταυτολογικές. Οι νόμοι της Παλαιάς Διαθήκης για παράδειγμα, νομιμοποιούνται από το Θεό, η ύπαρξη του οποίου βεβαιώνεται από το γεγονός ότι έδωσε αυτούς τους νόμους. Ο καπιταλισμός από την άλλη έχει σαν νομιμοποίηση του την "ορθολογικότητα" [1], το ότι δηλαδή αποτελεί ένα σύστημα στηριγμένο στη λογική. Παρομοίως όμως, ορίζει πρώτα το τι είναι λογικό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η μεγιστοποίηση ενός "προϊόντος" παραγωγής και η ελαχιστοποίηση ενός "κόστους", των οποίων τις έννοιες ορίζει και πάλι ο ίδιος. Ένας τέτοιος ορισμός της λογικής όμως δεν μπορεί να στηριχτεί ο ίδιος στη λογική, μιας και έχουν υπάρξει πολλές κοινωνίες, που σίγουρα δεν θα αποκαλούνταν "παράλογες", που τον αγνοούσαν πλήρως και έτσι απαιτείται να τον δεχτούμε ως παραδοχή. Μία δεύτερη νομιμοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος έχει επιχειρηθεί και με τη χρήση της Δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης των ειδών μέσω φυσικής επιλογής. Εδώ ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως "φυσικός", έχοντας δήθεν προέλθει από την ίδια διαδικασία που δημιούργησε και τον άνθρωπο. Ο Καστοριάδης, εκφράζοντας πρώτα την άποψη ότι η εφαρμογή της θεωρίας αυτής σε κοινωνικά μορφώματα είναι άτοπη, μας θυμίζει ότι η διαδικασία της εξέλιξης αφήνει πίσω της τον καταλληλότερου προς επιβίωση, με οποιοδήποτε μέσο, και όχι κάποιο ιδανικό αισθητικής ή δικαιοσύνης. Η νομιμοποίηση λοιπόν του καπιταλισμού είναι για άλλη μια φορά ταυτολογική, κάτι που δεν τον καθιστά αυτόματα λογικό ή φυσικό ως σύστημα.
Εδω παρατηρεί ότι πολλές κοινωνίες, τη στιγμή της δημιουργίας τους, παρουσιάζουν φαινόμενα αυτονομίας, όπως οι δημαρχιακές συναντήσεις πολιτών (town hall meetings) κατά την Αμερικανική Ανεξαρτησία και οι οργανώσεις πολιτών κατά την Κομμούνα του Παρισίου. Στην εξέλιξη τους όμως, τα συστήματα αυτά, δίνουν την νομοθετική εξουσία σε εκλεγόμενους άρχοντες με αποτέλεσμα την πλήρη αποξένωση του πολίτη από αυτήν. Κατά τον Καστοριάδη, μόνον η λεγόμενη εκτελεστική εξουσία που πρέπει να πράττει μόνο κατά κυριολεξία του όρου, εκτελώντας τα βουλεύματα του δήμου, μπορεί να μεταβιβάζεται σε ειδικούς ενώ οι υπόλοιπες, συμπεριλαμβανομένης και της δικαστικής, πρέπει να μένουν στα χέρια των πολιτών μέσω της άμεσης δημοκρατίας.
Σε αντίθεση αυτής της τάσης, οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα ως πραγματικά αυτόνομη κοινωνία, γνώριζαν ότι οι νόμοι είναι ανθρώπινοι και κατ' ουσίαν αυτονομιμοποιούμενοι. Μπόρεσαν έτσι να τους αλλάζουν διαρκώς, συχνά με δημοκρατικά μέσα. Το ότι παρά τη συνειδητοποίηση αυτή, οι Έλληνες συνέχισαν να σέβονται και να υπακούουν τους νόμους τους, απέδειξε κατά τον Καστοριάδη ότι οι αυτόνομες κοινωνίες είναι δυνατές μέσα στην ιστορία σε αντίθεση με το επιχείρημα που παρουσιάζει τη θρησκεία ως αναγκαία προϋπόθεση για την διατήρηση της έννομης τάξης[2]
Ο Καστοριάδης πίστευε ότι η θέσμιση των κοινωνιών, είτε ως αυτόνομες είτε όχι, προϋποθέτει μια συγκεκριμένη σύλληψη του κόσμου και της σχέσης του ανθρώπου με αυτόν. Ο καπιταλισμός για παράδειγμα, αναδυόμενος μέσα από τη βιομηχανική επανάσταση, συλλαμβάνει έναν επιστημονικά ορισμένο κόσμο με μία κοινωνία βασισμένη σε αυτό που ο ίδιος ορίζει ως "ορθό λόγο" (λογική). Παραδόξως όμως, όπως επισημαίνει αναλυτικά στο πρωτοποριακό του έργο "Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας" [1975], ο Κομμουνισμός βασίζεται επίσης στην ίδια φαντασιακή σύλληψη, καθώς οραματίζεται με τη σειρά του μια κατ' ουσία βιομηχανική κοινωνία, όπου η ευημερία του ανθρώπου είναι υλικά μετρήσιμη και βελτιστοποιήσιμη μέσω της τεχνολογίας. Αποδέχεται έτσι τις ίδιες καπιταλιστικές κατηγορίες και ορισμούς, όπως το τι είναι "προϊόν", "κόστος" κλπ. Έτσι λοιπόν, η ιστορική εξέλιξη της Μαρξιστικής θεωρίας, όπως το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, δεν αποτελεί δολιοφθορά ή "έκπτωση" της αρχικής της ιδεολογίας αλλά η μοιραία της πραγμάτωση μέσα στο χρόνο. Η Ιστορία, δηλαδή, "δείχνει στα γεγονότα αυτό που ή θεωρητική ανάλυση δείχνει απ' την πλευρά της στις ιδέες: ότι το Μαρξιστικό σύστημα αποτελεί μέρος της καπιταλιστικής κουλτούρας" [3]
Στο σημείο αυτό, επανέρχεται στο θέμα της αρχαίας Ελλάδας όπου το θεμελιώδες φαντασιακό, όπως φαίνεται από τον Όμηρο και τον Ησίοδο στις αντίστοιχες κοσμογονίες τους, έχει τον κόσμο να γεννιέται από το Χάος. Σήμερα, και ενώ ο όρος αυτός έχει αναχθεί σε επιστημονική θεωρία (Θεωρίας του Χάους), ο Καστοριάδης προτιμά τον ορισμό του ως "τίποτα"[4]. Αυτή η σύλληψη ήταν, κατά τον Καστοριάδη, η γενεσιουργός δύναμη της αρχαίας δημοκρατίας αφού αφήνει τον άνθρωπο δημιουργό του δικού του νοήματος, σε έλλειψη κάποιου ανώτερου προϋπάρχοντος νόμου.
Ασχολούμενος με το φαινόμενο της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας ο Καστοριάδης βρίσκει πάλι το φαινόμενο της αυτοθέσμισης και αυτονομίας ενώ αντικρούει την άποψη που θέλει το πολίτευμα αυτό να πηγάζει από τα φαινόμενα της δουλείας, της γεωγραφίας του Ελλαδικού χώρου ή την οπλική φάλαγγα. Όπως παρατηρεί, σε μια διάλεξη του στο Λεωνίδιο το 1984[5], η Γερμανία, ενώ θα έπρεπε με βάση το επιχείρημα της γεωγραφίας να αποτελεί, ήδη από το Μεσαίωνα, ένα ενιαίο κράτος, γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε παρά μόνο πρόσφατα και ότι αυτός ο κατακερματισμός με τη σειρά του δεν οδήγησε σε καμία μορφή δημοκρατίας. Ούτε και η παρουσία της δουλείας σε άλλες κοινότητες η οποία μάλιστα δεν ήταν βασικό στοιχείο της πρώτης δημοκρατικής κοινωνίας την εποχή του Κλεισθένη, οδήγησε αυτόματα στη δημοκρατία. Αντίθετα, η δημοκρατία της αρχαίας Ελλάδος στηρίχτηκε όχι στην τάξη των δούλων αλλά σε αυτή των μικροεμπόρων, κάτι γνωστό στον ίδιο το Μαρξ όπως επισημαίνει στην ίδια διάλεξη.
Το φαινόμενο της μικρής αυτονομούμενης πόλης κράτους αναδύεται ξανά στις ανεξάρτητες πόλεις της βορείου Ιταλίας κατά την Αναγέννηση, βασιζόμενη ξανά στην τάξη των μικροεμπόρων.
Η αρχαία Ελλάδα κατά τον Καστοριάδη δεν πρέπει να αποτελέσει πρότυπο αλλά έμπνευση για μία σύγχρονη αυτόνομη δημοκρατία
Γεννήθηκε το 1922 στην Κωνσταντινούπολη και την ίδια χρονιά, ένα μήνα πριν τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένεια του μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σημαντικές ήταν επιρροές από το οικογενειακό του περιβάλλον: ο πατέρας του: λατρεία για τη μόρφωση, άθεος, αντιβασιλικός, μητέρα:ιδιαίτερη μόρφωση, λατρεία για τη μουσική. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης άρχισε να διαβάζει φιλοσοφία απ'την ηλικία των 11-12 ετών, ενώ πρωτοήρθε σε επαφή με την μαρξιστική σκέψη σε ηλικία 13 ετών, οπότε και γεννήθηκε και το ενδιαφέρον του τόσο για την σκέψη όσο και για την πολιτική.
Η πρώτη ενεργός ανάμειξη και δραστηριοποίηση του στην πολιτική, ήρθε όταν επί δικτατορίας Μεταξά (1937) προσχώρησε στην ΟΚΝΕ. Ενεγράφη στο κομμουνιστικό κόμμα και το 1941 και λίγο μετά την αρχή της κατοχής συγκρότησε μαζί με άλλους νέους μία ομάδα που εναντιωνόταν στο προσανατολισμό του ΚΚΕ. Το 1943 προσχώρησε στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα, πράγμα που είχε ως συνέπεια τη δίωξή του όχι μόνο από τους Γερμανούς αλλά και από το ΚΚΕ. Το 1944 γράφει τα πρώτα του κείμενα για τις κοινωνικές επιστήμες και τον Μαξ Βέμπερ (Max Weber), τα οποία δημοσιεύει στο περιοδικό Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής.
Σπούδασε αρχικά νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά τα Δεκεμβριανά, αποδοκίμασε την στάση του ΚΚΕ και, στη συνέχεια, μετέβη με το πορτογαλικό πλοίο Ματαρόα από τον Πειραιά στο Παρίσι όπου έμελλε να εγκατασταθεί μόνιμα. Συνεπιβάτες σε αυτό το πλοίο και οι άλλοι δύο Έλληνες, μετέπειτα στοχαστές του Παρισιού, ο Κώστας Αξελός και ο Κώστας Παπαϊωάννου, που μαζί με διακόσιους ακόμα (ανάμεσα στους οποίους και οι: Μέμος Μακρής, Μιμίκα Κρανάκη) είχαν εξασφαλίσει, με την βοήθεια του Οκτάβιου Μερλιέ (Octave Merlier), υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου από την γαλλική κυβέρνηση.
Στο Παρίσι έγινε μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος, από τις οποίες όμως άρχισε σταδιακά να απομακρύνεται, ώσπου μετά το 1948 να εγκαταλείψει οριστικά το τροτσκιστικό κίνημα. Παράλληλα από την ίδια χρονιά άρχισε να εργάζεται στην υπηρεσία Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), μια θέση την οποία διατήρησε ως και το 1970.
Το 1946 ξεκίνησε και η γνωριμία του με τον διανοούμενο Κλωντ Λεφώρ, με τον οποίο συγκρότησαν μία εσωτερική τάση στο PCI, από το οποίο αποχώρησαν το 1948 και ίδρυσαν την ομάδα Socialisme ou Barbarie («Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»), η οποία από το επόμενο έτος μέχρι το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Από τα κείμενα εκείνης της περιόδου προέκυψαν τα βιβλία: Η Γραφειοκρατική Κοινωνία (1973), Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος (1974), Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση, Η Γαλλική Κοινωνία (1979).
Μέσα από το συγκεκριμένο περιοδικό βρήκαν βήμα τα επόμενα χρόνια γνωστοί διανοούμενοι της Γαλλίας, όπως ο Lyotard και ο Debord. Το περιοδικό κινείτο πέραν των τροτσκιστικών κύκλων και ήταν ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Χαρακτηριστική της γραμμής του περιοδικού ήταν η ανάλυση του Καστοριάδη για το πολιτικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο το χαρακτήρισε καθεστώς "Γραφειοκρατικού Καπιταλισμού". Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η ρωσική επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπου μια νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία, σχηματίστηκε γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα». Όσον αφορά τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» της Δύσης θεωρούσε ότι το κριτήριο ταξικής διαφοροποίησης είχε πάψει να είναι πλέον η κατοχή και ο έλεγχος των μέσων παραγωγής, αλλά η κατοχή και η ικανότητα άσκησης εξουσίας. Σταδιακά και προς τα τελευταία χρόνια της έκδοσης του περιοδικού ο Καστοριάδης απομακρύνθηκε από την μαρξιστική φιλοσοφία και θεωρία της Ιστορίας όσο και από την μαρξιστική οικονομική ανάλυση, πράγμα εμφανές στο κείμενο του «Μαρξισμός και επαναστατική κοινωνία» το οποίο αργότερα συμπεριελήφθη στο Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ οι θέσεις και οι απόψεις του Καστοριάδη γνώρισαν μεγάλη απήχηση στους επαναστατικούς κύκλους πολλών χωρών της εποχής, ο ίδιος δεν είχε την ανάλογη αναγνώριση, καθώς ήταν αναγκασμένος να υπογράφει τα κείμενα του χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud κ.α). Αυτό συνέβαινε διότι δεν είχε γαλλική υπηκοότητα ή διαβατήριο ακόμη, με συνέπεια να βρίσκεται συνεχώς υπό τον φόβο της απέλασης στην Ελλάδα. Στις σελίδες του περιοδικού πρωτοεμφανίστηκαν και μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα της πρώτης περιόδου της σκέψης του, τα οποία αργότερα έμελλε να δημοσιευθούν μέσα από τις εκδόσεις βιβλίων του, όπως τα: «Η Γραφειοκρατική Κοινωνία», «Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος» και του ίσως σημαντικότερου έργου του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας».
Το 1967 η ομάδα του Socialisme ou Barbarie διαλύεται, ωστόσο όμως δύο χρόνια αργότερα, τα κείμενα και η σκέψη της ομάδας και κυρίως του Καστοριάδη αποτελούν βασική πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του '68. Το 1970 ο Καστοριάδης αποκτά την γαλλική υπηκοότητα και έτσι παύει πλέον ο συνεχής φόβος της απέλασης. Αυτή την περίοδο ο Καστοριάδης στρέφεται στην ψυχανάλυση, μάλιστα εργάζεται και ως ψυχαναλυτής ο ίδιος από το 1974, και γίνεται μέλος της επονομαζόμενης Τέταρτης Ομάδας, ενός κινήματος διαφωνούντων της σχολής του Λακάν (Jacques Lacan).
Αυτή η στροφή προς την ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον το σύνολο της σκέψης του, πράγμα το οποίο τον οδηγεί σε μια καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτυπώνεται στο κλασικό πλέον έργο του 'Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας'. Κεντρική θέση στην σκέψη του αποκτά η έννοια του Φαντασιακού, το οποίο θεωρεί ως το θεμέλιο στοιχείο της ανθρώπινης δημιουργίας. Ο Καστοριάδης αντιλαμβάνεται την κοινωνική διαφοροποίηση ως μια διαδικασία συνεχούς δημιουργίας ex nihilo σημασιών, νοημάτων, εικόνων οι οποίες θεσπίζονται και δομούν την εικόνα του κόσμου και της κοινωνίας κάθε εποχής. Ο Καστοριάδης αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε ντετερμινισμού όσον αφορά την κοινωνική αλλαγή, οποιασδήποτε προδιαγεγραμμένης πορείας της κοινωνίας, καθώς αυτή είναι συνεχής δημιουργία που γεννιέται και νοηματοδοτείται μέσω του «Κοινωνικού Φαντασιακού». Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αν και όλες οι κοινωνίες δημιουργούν οι ίδιες τις φαντασιακές σημασίες τους (δηλαδή τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις κ.λπ.) δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού. Πολλές κοινωνίες συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσμισης των φαντασιακών σημασιών τους, αποδίδοντας την θέσμιση και την θεμελίωση τους σε εξω-κοινωνικούς παράγοντες (π.χ. το Θεό, την παράδοση, το νόμο, την ιστορία). Με βάση αυτή την συνείδηση της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από κάθε κοινωνία, ο Καστοριάδης διέκρινε μεταξύ των αυτόνομων κοινωνιών, αυτών δηλαδή που είχαν συνείδηση της αυτοθέσμισης αυτής, και των ετερόνομων κοινωνιών, στις οποίες η θέσμιση αποδιδόταν σε κάποια εξωκοινωνική αυθεντία.
Το 1979 ο Καστοριάδης εξελέγη διευθυντής της Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales, όπου διοργάνωσε σεμινάριο με τίτλο "Θέσμιση της κοινωνίας και ιστορική δημιουργία".
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κορνήλιος Καστοριάδης επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων, μεταξύ άλλων στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τον Βόλο το Ρέθυμνο κ.α. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στις 24 Φεβρουαρίου 1993 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απεβίωσε σε ηλικία 75 ετών, στις 26 Δεκεμβρίου του 1997.
Βασική θέση στο έργο του Καστοριάδη κατέχει η έννοια της "Αυτονομίας", σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που ο ίδιος αποκαλέστηκε και "Φιλόσοφος της Αυτονομίας". Ετυμολογικά βέβαια, η λέξη σημαίνει την πολιτική πράξη κατά την οποία μια κοινωνία δημιουργεί τους δικούς της νόμους και θεσμούς. Εκτός όμως από τους ίδιους τους νόμους, οι κοινωνίες έχουν και την ανάγκη της "νομιμοποίησης" αυτών, την απάντηση δηλαδή στο γιατί αυτοί οι νόμοι να είναι οι δίκαιοι. Προγενέστερες κοινωνίες νομιμοποιούσαν τους νόμους τους μέσα από την μεταφυσική, λέγοντας κυρίως ότι τους είχαν δοθεί από κάποιο θεό ή θεϊκό πρόγονο. Ο Καστοριάδης παρατήρησε ότι οι προσπάθειες αυτές για νομιμοποίηση είναι, ως επί το πλείστον τους, ταυτολογικές. Οι νόμοι της Παλαιάς Διαθήκης για παράδειγμα, νομιμοποιούνται από το Θεό, η ύπαρξη του οποίου βεβαιώνεται από το γεγονός ότι έδωσε αυτούς τους νόμους. Ο καπιταλισμός από την άλλη έχει σαν νομιμοποίηση του την "ορθολογικότητα" [1], το ότι δηλαδή αποτελεί ένα σύστημα στηριγμένο στη λογική. Παρομοίως όμως, ορίζει πρώτα το τι είναι λογικό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η μεγιστοποίηση ενός "προϊόντος" παραγωγής και η ελαχιστοποίηση ενός "κόστους", των οποίων τις έννοιες ορίζει και πάλι ο ίδιος. Ένας τέτοιος ορισμός της λογικής όμως δεν μπορεί να στηριχτεί ο ίδιος στη λογική, μιας και έχουν υπάρξει πολλές κοινωνίες, που σίγουρα δεν θα αποκαλούνταν "παράλογες", που τον αγνοούσαν πλήρως και έτσι απαιτείται να τον δεχτούμε ως παραδοχή. Μία δεύτερη νομιμοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος έχει επιχειρηθεί και με τη χρήση της Δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης των ειδών μέσω φυσικής επιλογής. Εδώ ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως "φυσικός", έχοντας δήθεν προέλθει από την ίδια διαδικασία που δημιούργησε και τον άνθρωπο. Ο Καστοριάδης, εκφράζοντας πρώτα την άποψη ότι η εφαρμογή της θεωρίας αυτής σε κοινωνικά μορφώματα είναι άτοπη, μας θυμίζει ότι η διαδικασία της εξέλιξης αφήνει πίσω της τον καταλληλότερου προς επιβίωση, με οποιοδήποτε μέσο, και όχι κάποιο ιδανικό αισθητικής ή δικαιοσύνης. Η νομιμοποίηση λοιπόν του καπιταλισμού είναι για άλλη μια φορά ταυτολογική, κάτι που δεν τον καθιστά αυτόματα λογικό ή φυσικό ως σύστημα.
Εδω παρατηρεί ότι πολλές κοινωνίες, τη στιγμή της δημιουργίας τους, παρουσιάζουν φαινόμενα αυτονομίας, όπως οι δημαρχιακές συναντήσεις πολιτών (town hall meetings) κατά την Αμερικανική Ανεξαρτησία και οι οργανώσεις πολιτών κατά την Κομμούνα του Παρισίου. Στην εξέλιξη τους όμως, τα συστήματα αυτά, δίνουν την νομοθετική εξουσία σε εκλεγόμενους άρχοντες με αποτέλεσμα την πλήρη αποξένωση του πολίτη από αυτήν. Κατά τον Καστοριάδη, μόνον η λεγόμενη εκτελεστική εξουσία που πρέπει να πράττει μόνο κατά κυριολεξία του όρου, εκτελώντας τα βουλεύματα του δήμου, μπορεί να μεταβιβάζεται σε ειδικούς ενώ οι υπόλοιπες, συμπεριλαμβανομένης και της δικαστικής, πρέπει να μένουν στα χέρια των πολιτών μέσω της άμεσης δημοκρατίας.
Σε αντίθεση αυτής της τάσης, οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα ως πραγματικά αυτόνομη κοινωνία, γνώριζαν ότι οι νόμοι είναι ανθρώπινοι και κατ' ουσίαν αυτονομιμοποιούμενοι. Μπόρεσαν έτσι να τους αλλάζουν διαρκώς, συχνά με δημοκρατικά μέσα. Το ότι παρά τη συνειδητοποίηση αυτή, οι Έλληνες συνέχισαν να σέβονται και να υπακούουν τους νόμους τους, απέδειξε κατά τον Καστοριάδη ότι οι αυτόνομες κοινωνίες είναι δυνατές μέσα στην ιστορία σε αντίθεση με το επιχείρημα που παρουσιάζει τη θρησκεία ως αναγκαία προϋπόθεση για την διατήρηση της έννομης τάξης[2]
Ο Καστοριάδης πίστευε ότι η θέσμιση των κοινωνιών, είτε ως αυτόνομες είτε όχι, προϋποθέτει μια συγκεκριμένη σύλληψη του κόσμου και της σχέσης του ανθρώπου με αυτόν. Ο καπιταλισμός για παράδειγμα, αναδυόμενος μέσα από τη βιομηχανική επανάσταση, συλλαμβάνει έναν επιστημονικά ορισμένο κόσμο με μία κοινωνία βασισμένη σε αυτό που ο ίδιος ορίζει ως "ορθό λόγο" (λογική). Παραδόξως όμως, όπως επισημαίνει αναλυτικά στο πρωτοποριακό του έργο "Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας" [1975], ο Κομμουνισμός βασίζεται επίσης στην ίδια φαντασιακή σύλληψη, καθώς οραματίζεται με τη σειρά του μια κατ' ουσία βιομηχανική κοινωνία, όπου η ευημερία του ανθρώπου είναι υλικά μετρήσιμη και βελτιστοποιήσιμη μέσω της τεχνολογίας. Αποδέχεται έτσι τις ίδιες καπιταλιστικές κατηγορίες και ορισμούς, όπως το τι είναι "προϊόν", "κόστος" κλπ. Έτσι λοιπόν, η ιστορική εξέλιξη της Μαρξιστικής θεωρίας, όπως το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, δεν αποτελεί δολιοφθορά ή "έκπτωση" της αρχικής της ιδεολογίας αλλά η μοιραία της πραγμάτωση μέσα στο χρόνο. Η Ιστορία, δηλαδή, "δείχνει στα γεγονότα αυτό που ή θεωρητική ανάλυση δείχνει απ' την πλευρά της στις ιδέες: ότι το Μαρξιστικό σύστημα αποτελεί μέρος της καπιταλιστικής κουλτούρας" [3]
Στο σημείο αυτό, επανέρχεται στο θέμα της αρχαίας Ελλάδας όπου το θεμελιώδες φαντασιακό, όπως φαίνεται από τον Όμηρο και τον Ησίοδο στις αντίστοιχες κοσμογονίες τους, έχει τον κόσμο να γεννιέται από το Χάος. Σήμερα, και ενώ ο όρος αυτός έχει αναχθεί σε επιστημονική θεωρία (Θεωρίας του Χάους), ο Καστοριάδης προτιμά τον ορισμό του ως "τίποτα"[4]. Αυτή η σύλληψη ήταν, κατά τον Καστοριάδη, η γενεσιουργός δύναμη της αρχαίας δημοκρατίας αφού αφήνει τον άνθρωπο δημιουργό του δικού του νοήματος, σε έλλειψη κάποιου ανώτερου προϋπάρχοντος νόμου.
Ασχολούμενος με το φαινόμενο της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας ο Καστοριάδης βρίσκει πάλι το φαινόμενο της αυτοθέσμισης και αυτονομίας ενώ αντικρούει την άποψη που θέλει το πολίτευμα αυτό να πηγάζει από τα φαινόμενα της δουλείας, της γεωγραφίας του Ελλαδικού χώρου ή την οπλική φάλαγγα. Όπως παρατηρεί, σε μια διάλεξη του στο Λεωνίδιο το 1984[5], η Γερμανία, ενώ θα έπρεπε με βάση το επιχείρημα της γεωγραφίας να αποτελεί, ήδη από το Μεσαίωνα, ένα ενιαίο κράτος, γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε παρά μόνο πρόσφατα και ότι αυτός ο κατακερματισμός με τη σειρά του δεν οδήγησε σε καμία μορφή δημοκρατίας. Ούτε και η παρουσία της δουλείας σε άλλες κοινότητες η οποία μάλιστα δεν ήταν βασικό στοιχείο της πρώτης δημοκρατικής κοινωνίας την εποχή του Κλεισθένη, οδήγησε αυτόματα στη δημοκρατία. Αντίθετα, η δημοκρατία της αρχαίας Ελλάδος στηρίχτηκε όχι στην τάξη των δούλων αλλά σε αυτή των μικροεμπόρων, κάτι γνωστό στον ίδιο το Μαρξ όπως επισημαίνει στην ίδια διάλεξη.
Το φαινόμενο της μικρής αυτονομούμενης πόλης κράτους αναδύεται ξανά στις ανεξάρτητες πόλεις της βορείου Ιταλίας κατά την Αναγέννηση, βασιζόμενη ξανά στην τάξη των μικροεμπόρων.
Η αρχαία Ελλάδα κατά τον Καστοριάδη δεν πρέπει να αποτελέσει πρότυπο αλλά έμπνευση για μία σύγχρονη αυτόνομη δημοκρατία