Ο
Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943)
ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός
της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες
ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της
νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς
του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με το Νίκο Καμπά και το Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής.
Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν
από το Μεσολόγγι. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με
αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα και ασχολούμενων με τη θρησκεία: Ο
προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι
την περίφημη "Παλαμαία Σχολή" και ο παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει
στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Ο θείος του Ανδρέας
Παλαμάς υπήρξε πρωτοψάλτης και υμνογράφος, τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς
αναφέρει στα "Διηγήματά" του (Β' έκδοση, 1929, σελ. 200). Ο Μιχαήλ
Ευσταθίου Παλαμάς (αδελφός του Ανδρέα) και ο Πανάρετος Παλαμάς ήταν
ασκητές. Ο Δημήτριος Ι. Παλαμάς, επίσης θείος του Κωστή, ήταν ψάλτης και
υμνογράφος στο Μεσολόγγι.[1]
Όταν ο ποιητής ήταν 6 χρονών
έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος
1864-Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά
της οικογένειας: το μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και
εκείνον και το μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που
κατοικούσε στο Μεσολόγγι. Εκεί έζησε από το 1867 ως το 1875, σε
ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να
επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που
αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.
Το σπίτι του Παλαμά στην Πάτρα
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το
1875, όπου γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις
σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Το πρώτο του
ποίημα το είχε γράψει σε ηλικία 9 ετών, μιμούμενος τα πρότυπα της εποχής
του, "ποίημα για γέλια", όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος. Η αρχή
του ποιήματος εκείνου ήταν: "Σ΄ αγαπώ εφώνησα, / κι εσύ μ΄ αστράπτον
βλέμμα /Μη - μ΄ απεκρίθης - μη θνητέ, / τολμήσης να μιάνης / δια της
παρουσίας σου / τας ώρας τας ωραίας / που έζησα στον κόσμον /...".
Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα και
το 1876 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή
Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις Σχολή|Α' Αθηναϊκής Σχολής]]. Η
συλλογή απορρίφθηκε με το χαρακτηρισμό "λογιωτάτου γραμματικού
ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα". Η πρώτηεπιδράσεις της [[Α' Αθηναϊκή
του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα "Μεσολόγγι". Από το 1898
εκείνος και οι δύο φίλοι και συμφοιτητές του Νίκος Καμπάς (με τον οποίο
μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο) και Γεώργιος Δροσίνης άρχισαν να
συνεργάζονται με τις πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες "Ραμπαγάς" και "Μη
χάνεσαι". Οι τρεις φίλοι είχαν συνειδητοποιήσει την παρακμή του
αθηναϊκού ρομαντισμού και με το έργο τους παρουσίαζαν μια νέα ποιητική
πρόταση, η οποία βέβαια ενόχλησε τους παλαιότερους ποιητές: τους
αποκαλούσαν περιφρονητικά "παιδαρέλια" ή ποιητές της "Νέας Σχολής".
Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της
Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το
κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά
του Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων
και ο Λέανδρος Παλαμάς. το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν,
αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο
ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως
ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το
1896. Το 1898, μετά το θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών,
δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση "Ο Τάφος". Το 1897 διορίστηκε
γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου αποχώρησε το 1928. Από την
ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του
συλλογές και συνθέσεις, όπως οι "Ίαμβοι και Ανάπαιστοι" (1897),
"Ασάλευτη Ζωή" (1904), "ο Δωδεκάλογος του Γύφτου" (1907), "Η Φλογέρα του
Βασιλιά" (1910). Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων
και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των
Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.
Κατά τον
Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Κωστής Παλαμάς μαζί με άλλους Έλληνες
λογίους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους
διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφ' ενός μεν
καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφ' ετέρου δε, διέγειρε την
παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό
Μαραθώνα.
Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από
σοβαρή ασθένεια 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν
είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη
κατάσταση). Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους
Γερμανούς κατακτητές χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσε στην τελευταία του
κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.
Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται ως σήμερα, στην οδό Κορίνθου 241.
Τρία χρόνια πριν τη γέννηση του Παλαμά στο ίδιο σπίτι γεννήθηκε η
μεγάλη Ιταλίδα πεζογράφος Ματθίλδη Σεράο.[2]
Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας αρκετές φορές από το 1926 έως το 1940.[3]
Σήμερα "τιμής ένεκεν" φέρεται αφιερωμένη στο όνομά του μεγάλη αίθουσα εκθέσεων του πολυχώρου Τεχνόπολις στην Αθήνα.
Ο Παλαμάς ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και
πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές,
καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτολογικές
μελέτες και βιβλιοκριτικές. Την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του
μετά το θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Λέανδρος Παλαμάς επίσης ποιητής
και κριτικός της λογοτεχνίας.
Το ποιητικό έργο
Το ποιητικό
του έργο είναι μεγάλο σε έκταση και σε σημασία και είχε τεράστια απήχηση
στην εποχή του. Διαμετρικά αντίθετες πολιτικές και πνευματικές
προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Νίκος Ζαχαριάδης
αισθάνθηκαν την ανάγκη να τοποθετηθούν απέναντι στο Δωδεκάλογο του
Γύφτου. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ότι ο Παλαμάς είχε μεγαλύτερη
επιρροή από 10 Πρωθυπουργούς. Το ενδιαφέρον για το έργο του μειώθηκε στη
μεταπολεμική Ελλάδα, όταν αφενός επικράτησαν διαφορετικά αισθητικά
ρεύματα και αφετέρου υποχώρησε το ενδιαφέρον για την ποίηση γενικότερα.
Οι δύο πρώτες του συλλογές, Τραγούδια της πατρίδος μου και Τα μάτια της
ψυχής μου είχαν ακόμα απηχήσεις του ρομαντισμού της Α' Αθηναϊκής Σχολής
και κάποια κατάλοιπα καθαρεύουσας. Η πρώτη σημαντική στάση στο έργο του
ήταν η συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), κυρίως για την ανανεωμένη
μετρική της, με την εναλλαγή ιαμβικού και αναπαιστικού ρυθμού (ο ίδιος
επισήμανε ότι παρακινήθηκε από την μετρική του Κάλβου), αλλά και για την
εκφραστική λιτότητα και σαφήνεια. Το επόμενο έργο του, ο Τάφος (1898),
αποτελείται από ποιήματα - μοιρολόγια για τον θάνατο του γιου του Άλκη. Η
πρώτη περίοδος της δημιουργίας του κλείνει με την συλλογή Ασάλευτη Ζωή
(1904), η οποία περιέχει υλικό από όλα τα προηγούμενα χρόνια της δράσης
του. Κεντρική θέση στη συλλογή έχουν τα ποιήματα Η Φοινικιά
(αναγνωρίζεται ως το καλύτερο ίσως έργο του), Ασκραίος και Αλυσίδες
(συναποτελούν την ενότητα "Μεγάλα οράματα") και η ενότητα σονέτων
Πατρίδες.
Η κορυφαία έκφραση της "λυρικής σκέψης" του Παλαμά
είναι Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907). Στο πνευματικό του ταξίδι ο
Γύφτος θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει τον κόσμον όλο. Θα απαρνηθεί τη
δουλειά, την αγάπη, τη θρησκεία, τους αρχαίους, τους βυζαντινούς και
όλες τις πατρίδες, αλλά και θα τα αναστήσει όλα μέσα από την Τέχνη, μαζί
και τη μεγάλη χίμαιρα της εποχής, τη Μεγάλη Ιδέα. Θα υμνήσει τον
ελεύθερο λαό του, αλλά θα τραγουδήσει και έναν νιτσεϊκό αδάκρυτο ήρωα.
Θα καταλήξει προσκυνώντας τη Φύση και την Επιστήμη.
'Η Φλογέρα
του βασιλιά (1910) διαδραματίζεται στο Βυζάντιο και αφηγείται το ταξίδι
του Βασίλειου Β' ("Βουλγαροκτόνου") στην Αθήνα. Κεντρικό σημείο του
έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει
ναός της Παναγίας. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την
ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και
σύγχρονης. Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του
ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για το Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά
κυρίως του μακεδονικού αγώνα.
Μετά τις μεγάλες συνθέσεις
επανήλθε σε μικρότερες λυρικές φόρμες, με τις συλλογές Οι καημοί της
Λιμνοθάλασσας και Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912), μαζί με τις οποίες
εξέδωσε και τα σατιρικά ποιήματά του (Σατιρικά γυμνάσματα). Στις
επόμενες συλλογές του γενικά δεν παρουσιάστηκε κάτι νέο στην ποιητική
του εξέλιξη, παρά μόνο στις τελευταίες, Ο κύκλος των τετράστιχων (1929)
και Οι νύχτες του Φήμιου(1935): αποτελούνται αποκλειστικά από σύντομα,
τετράστιχα ποιήματα.
Η εποχή της εμφάνισης του Κωστή Παλαμά,
αλλά και των άλλων ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής συνέπεσε με την
έξαρση του προβληματισμού για το γλωσσικό ζήτημα: το 1888 εκδόθηκε το
Ταξίδι μου του Ψυχάρη, ενώ είχε προηγηθεί η διαμάχη Κωνσταντίνου Κόντου-
Δημ. Βερναρδάκη, το 1882. Ενώ σταδιακά στην ποίηση η δημοτική
καθιερώθηκε (με τη συμβολή και των ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής),
στην πεζογραφία (και φυσικά στον επίσημο λόγο) επικρατούσε η
καθαρεύουσα. Ο Παλαμάς, υποστηρικτής της δημοτικής, υποδέχθηκε με
ευνοϊκή κριτική το Ταξίδι μου: μια μόλις μέρα αφ' ότου το διάβασε,
έγραψε το άρθρο "Το επαναστατικόν βιβλίον του κ. Ψυχάρη", εκφράζοντας
ενθουσιώδεις κρίσεις, χωρίς βέβαια να παραλείψει να επισημάνει και τις
ακρότητες του συγγραφέα. Η υποστήριξή του προς όλες τις προσπάθειες
καθιέρωσης της δημοτικής ήταν συνεχής και έμπρακτη: συνεργαζόταν με το
περιοδικό-όργανο του δημοτικισμού Ο Νουμάς από το πρώτο κιόλας τεύχος
και στη δημοτική έγραψε όχι μόνο τα ποιήματα, αλλά και τα (λίγα)
διηγήματά του.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ενώ στο
λογοτεχνικό (και αργότερα και στο κριτικό) έργο χρησιμοποιούσε τη
δημοτική, ως Γραμματέας του Πανεπιστημίου ήταν υποχρεωμένος να συντάσσει
τα επίσημα έγγραφα σε αυστηρή καθαρεύουσα: όπως ανέφερε ο ίδιος σε
επιστολή του, στην φιλολογική του εργασία ήταν "μαλλιαρός" και στην
υπηρεσία του "αττικιστής απ' την κορφή ως τα νύχια". Η επίσημη θέση του,
όπως ήταν φυσικό, δύσκολα μπορούσε να συνδυαστεί με την υποστήριξη στο
δημοτικισμό: βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο επιθέσεων, ειδικά κατά
τα "Ευαγγελικά" (1901) και τα "Ορεστειακά" (1903). Παρά ταύτα ο ίδιος δε
δίστασε να δηλώσει δημοσίως ότι ο δημοτικισμός ήταν η αρετή του (1908).
Ποιητικό έργο
Τραγούδια της πατρίδος μου (1886)
Ύμνος εις την Αθηνάν (1889)
Τα μάτια της ψυχής μου (1892)
Ίαμβοι και ανάπαιστοι (1897)
Τάφος (1898)
Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης (1900)
Η ασάλευτη ζωή (1904)
Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907)
Η φλογέρα του Βασιλιά (1910)
Οι καημοί της λιμνοθάλασσας (1912)
Σατιρικά Γυμνάσματα (1912)
Η πολιτεία και η μοναξιά (1912)
Βωμοί (1915)
Τα παράκαιρα (1919)
Τα δεκατετράστιχα (1919)
Οι πεντασύλλαβοι- Τα παθητικά κρυφομιλήματα- Οι λύκοι- Δυό λουλούδια από τα ξένα (1925)
Δειλοί και σκληροί στίχοι (1928)
Ο κύκλος των τετράστιχων (1929)
Περάσματα και χαιρετισμοί (1931)
Οι νύχτες του Φήμιου (1935)
Βραδινή φωτιά (1944, μεταθανάτια έκδοση επιμελημένη από τον γιό του Λέανδρο)
Η Κασσιανή
To φάντασμα
Πεζογραφικό έργο
Διηγήματα
Θάνατος παληκαριού, διήγημα, (1901)
Διηγήματα, 1920
Θέατρο
Τρισεύγενη, δράμα (1903).
Κριτική-Δοκίμιο
Ήταν ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες κριτικούς. Σε αυτόν
οφείλεται η επανεκτίμηση του έργου των Ανδρέα Κάλβου, Διονύσιου Σολωμού,
της Επτανησιακής Σχολής εν γένει, του Κώστα Κρυστάλλη και άλλων.
"Το έργο του Κρυστάλλη" (1894),
"Σολωμός Η ζωή και το έργο του" (1901)
"Γράμματα" (2 τόμοι, 1904 - 1907)
"Ηρωικά πρόσωπα και κείμενα" (1911)
"Τα πρώτα κριτικά" (1913)
"Αριστοτέλης Βαλαωρίτης" (1914)
"Βιζυηνός και Κρυστάλλης" (1916)
"Ιούλιος Τυπάλδος" (1916)
"Πως τραγουδούμε τον θάνατο της κόρης" (1918)
"Πεζοί δρόμοι" (3 τόμοι 1929 - 1933)
"Ο Γκαίτε στην Ελλάδα" (1932)
"Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου" (1933)
"Η ποιητική μου" (1933)
"Πεζοί δρόμοι. Κάποιων νεκρών η ζωή" (1934)
"Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου" 2ος τομος (1940).
Μεταφράσεις
"Β΄Ολυμπιονικός" του Πινδάρου εφημ.΄΄Εστία΄΄, 1896
"ΙΔ΄Ολυμπιονικός" Πινδάρου, εφημ. ΄΄Ακρόπολις΄΄, 1896
"Πρόας ο Νικίου" υπό Αντρέ Λωρί, έκδοση Διάπλασης των Παίδων, 1898.
"Η Ελένη της Σπάρτης" του Αιμ. Βεράβεν 1906.