Το 1991 στις Ηνωμένες
Πολιτείες, απαγορεύθηκε η εισαγωγή της και η χρήση της Στέβιας, ως
γλυκαντικής ουσίας, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη για την
επικινδυνότητά της, ούτε στους καταναλωτές της Λατινικής Αμερικής, ούτε
και στους καταναλωτές των χωρών και κυρίως της Ιαπωνίας, όπου αυτό το
προϊόν κυκλοφορεί εδώ και πολλά χρόνια.
Μάλιστα ο εθνικός
φορέας φαρμάκων και τροφίμων των ΗΠΑ (Food and Drug Administration) δεν
είχε δεχθεί καμία καταγγελία για το προϊόν που απαγόρευσε, ενώ είχε
δεχτεί 7.000 για την Ασπαρτάμη, η οποία ωστόσο εξακολουθεί να κυκλοφορεί
στο εμπόριο χωρίς το παραμικρό πρόβλημα.
ΟΤΑΝ ΟΜΩΣ ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΤΡΑΣΤ.
Το
2007 οι εταιρίες COCA-COLA και η PEPSI μπήκαν στο παιχνίδι υπέρ της
Στέβιας, ενώ επανήλθε και η εταιρία τσαγιού LIPTON TEA. Tο 2009 όλες θα
κυκλοφορήσουν στην αγορά sugar free προϊόντα τους με γλυκαντικό την
Στέβια.
Το 2008 είχαμε την έγκριση της Στέβιας από τον FAO ( Οργάνωση
Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ ), αλλά και από την Αυστραλία και Ν.
Ζηλανδία.
Στις ΗΠΑ μόλις στις 20.12.2008 δόθηκε τελικά η έγκριση
χρήσης της Στέβιας σαν τρόφιμο κάτω από τις πιέσεις μεγάλων εταιριών
(PEPSI-COLA, COCA- COLA και LIPTON TEA), αλλά και των καταναλωτικών
οργανώσεων στην Αμερική.
Η ιστορία της γλυκιάς, αλλά αθώας
Στέβιας είναι πολύπαθη και μοιάζει σαν μυθιστόρημα με συγκλονιστικές
περιπέτειες και με συνεχείς ανατροπές, μια ιστορία γεμάτη γλύκα και
ραδιουργίες σε βάρος της, όπου στο τέλος κάποιο «βασιλόπουλο» αγαπά την
μικρή φτωχούλα, αθώα και γλυκιά «σταχτοπούτα» Στέβια, που τελικά
θριαμβεύει…. και θα ζήσουμε και εμείς καλύτερα… χάριν της Στέβιας!!
Ο
τόπος καταγωγής της Stevia rebaudiana είναι η βορειανατολική Παραγουάη
στα σύνορα με τη Βραζιλία, όπου ζούσε άγνωστη και παραμελημένη η μικρή
και άσημη Στέβια και βρίσκεται ακόμη αυτοφυής σε άγρια κατάσταση σε
όχθες ποταμών.
Οι εντόπιοι ιθαγενείς
Γκουαράνοι της Παραγουάης ( Guarani) κατανάλωναν αυτό το φυτό σαν τσάϊ,
σαν γλυκαντικό και σαν θεραπευτικό βότανο για πολλούς αιώνες.
Το 1576
για πρώτη φορά είχαν γίνει γνωστές στην Ευρώπη οι θαυματουργές
ιδιότητες και χρήσεις αυτού του «μαγικού» φυτού ( ονομάστηκε αργότερα
Στέβια) από το βιβλίο του Ισπανού ιατρού-βοτανολόγου Francisco Hernandez
«Φυσική Ιστορία των φυτών της Νέας Ισπανίας», όπου αναφέρει τη χρήση
του ως γλυκαντικό και ως ιατρικό φάρμακο με θεραπευτικές ιδιότητες.
Το
1887 Sandiago Bertoni έκανε ξανά γνωστή τη Στέβια στο δυτικό κόσμο,
όταν την «ανακάλυψε ξανά», την περιέγραψε, την εκθείασε για τις
θαυμαστές ιδιότητες της και για την ολοφάνερη υπεροχή της έναντι της
ζάχαρης και έκανε τη βοτανική ταξινόμηση της μαζί με τον παραγουανό
συνάδελφο του Rebaudi, που της έδωσαν την σημερινή διεθνή επιστημονική
βοτανική της ονομασία Stevia rebaudiana bertoni.
Η λέξη Stevia για το
γένος δόθηκε προς τιμήν του Παραγουανού καθηγητή Stevius και τα άλλα
δύο ονόματα για τον ονομασία του είδους προέρχονται από τα ονόματα τους.
Έκτοτε η Στέβια πέρασε πολλές ακόμη περιπέτειες, που θυμίζουν
χαρακτηριστικά τις περιπέτειες της Σταχτοπούτας.
Το 1908
καλλιεργήθηκε και συγκομίσθηκε η πρώτη παραγωγή της Στέβιας σαν
καλλιεργούμενο φυτό και έκτοτε διαδόθηκε και σε άλλες χώρες της
Λατινικής (νότιας) Αμερικής, σαν αγροτική καλλιέργεια.
Το 1913 στο
Αμβούργο της Γερμανίας, Γερμανοί επιστήμονες που ανέλυσαν δείγματα
φύλλων της Στέβιας, επισημαίνουν, ότι η Στέβια θα προκαλέσει μεγάλο
πονοκέφαλο στους παραγωγούς Ζάχαρης, καθώς θα προτιμηθεί από τους
καταναλωτές εξαιτίας των ευεργετικών ιδιοτήτων της.
Το 1918 στις ΗΠΑ,
Αμερικανοί επιστήμονες πρότειναν στην Αμερικανική Κυβέρνηση την έγκριση
χρήσης της Στέβια στις ΗΠΑ, λόγω των σημαντικών ιδιοτήτων της και της
δημοτικότητάς της ως γλυκαντικής ουσίας και πρότειναν την καλλιέργεια
της, διότι έχει μεγάλη εμπορική προοπτική.
Αλλά δυστυχώς η
αναμενόμενη έγκριση της εισήγησης αναβλήθηκε, εξ αιτίας της παρέμβασης
των εταιριών παραγωγής Ζάχαρης, οι οποίες πρόβλεψαν την απειλή από την
έγκριση χρήσης της Στέβιας και πίεσαν αποτελεσματικά την κυβέρνηση να
μην επιτρέψει τη χρήση της Στέβιας στις ΗΠΑ.
Το 1931 στη Γαλλία,
Γάλλοι χημικοί απομόνωσαν και μελέτησαν τη χημική σύσταση δύο Γλυκοζιτών
της Στέβιας, που είναι υπεύθυνα για τη γλυκιά γεύση της.
Το 1941
στην Αγγλία στη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου Πόλεμου, λόγω της μεγάλης
έλλειψης της Ζάχαρης, Άγγλοι επιστήμονες πρότειναν στην Κυβέρνηση την
καλλιέργεια της για την χρήση της σαν υποκατάστατο της Ζάχαρης και
μάλιστα υπήρξε και δοκιμαστική καλλιέργεια και παραγωγή Στέβιας.
Όμως
μετά τον πόλεμο, για «άγνωστους» λόγους, το θέμα της ξεχάστηκε. Τις
ίδιες σκέψεις έκαναν στη διάρκεια του Β’Π.Π και στη Γερμανία και στις
ΗΠΑ.
Το 1952 μάλιστα στις ΗΠΑ, ειδικοί επιστήμονες αποφάνθηκαν και
πάλι υπέρ της και εισηγήθηκαν τη χρήση της, σαν το πιο ισχυρό φυσικό
γλυκαντικό, χωρίς παρενέργειες, αλλά ταυτόχρονα επεσήμαναν την ανάγκη
της καλλιέργειας της στις ΗΠΑ, τονίζοντας και πάλι την υπεροχή της
έναντι της Ζάχαρης και των υποκατάστατων της Ζάχαρης και την αναπόφευκτη
εμπορική προοπτική της.
Το 1950 οι Ιάπωνες, μετέφεραν φυτά της
Στέβια στην Ιαπωνία, έκαναν έρευνες και πειραματικές καλλιέργειες της,
ανέπτυξαν πολλές ποικιλίες της Stevia rebaudiana με μεγαλύτερη
περιεκτικότητα στις γλυκαντικές ουσίες stevioside και rebaudioside και
τελικά ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια της σε εμπορική κλίμακα με
συμβάσεις καλλιέργειας της με αγρότες στην Κίνα.
Το 1970 στην
Ιαπωνία, εγκρίθηκε η χρήση της Στέβιας σαν τρόφιμο και σαν υποκατάστατο
της Ζάχαρης, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύτηκε η χρήση των χημικών γλυκαντικών
ουσιών (όπως η Ασπαρτάμη), με άμεση συνέπεια την αλματώδη αύξηση της
κατανάλωσης της Στέβιας στην Ιαπωνία, όπου σήμερα η Στέβια κατέχει το
50% της αγοράς γλυκαντικών ουσιών της Ιαπωνίας.
Το 1970 στην Κίνα, Κινέζοι επιστήμονες βρήκαν μέθοδο φυσικής εκχύλισης της Στέβιας, χωρίς τη χρήση χημικών ουσιών.
Το
1980 η αμερικανική εταιρία Lipton Tea company (η γνωστή εταιρία
διαφόρων ειδών τσαγιού) πίεσε και πέτυχε την έγκριση της κυβέρνησης των
ΗΠΑ για χρήση της Στέβιας σαν τσάι, αλλά και σαν γλυκαντικό κυρίως για
τους διαβητικούς, αφού είναι χωρίς θερμίδες, επικαλούμενη σχετικές
μελέτες για την ασφαλή για την υγεία χρήση της Στέβιας.
Ξαφνικά όμως η
Κυβέρνηση ανακάλεσε την απόφαση της (μετά από «ανώνυμες» διαμαρτυρίες,
που υποψιάζονταν όλοι, ότι προερχόταν από την εταιρία παραγωγής της
Ασπαρτάμης) και μάλιστα διέταξε την καταστροφή όλων των φυτών και των
προϊόντων της Στέβια στις ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντας την σχεδόν σαν ναρκωτικό
μη ασφαλές για την Υγεία.
Το 1991 στις Ηνωμένες Πολιτείες,
απαγορεύθηκε η εισαγωγή της και η χρήση της Στέβιας, ως γλυκαντικής
ουσίας, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη για την
επικινδυνότητά της, ούτε στους καταναλωτές της Λατινικής Αμερικής, ούτε
και στους καταναλωτές των χωρών και κυρίως της Ιαπωνίας, όπου αυτό το
προϊόν κυκλοφορεί εδώ και πολλά χρόνια. Μάλιστα ο εθνικός φορέας
φαρμάκων και τροφίμων των ΗΠΑ (Food and Drug Administration) δεν είχε
δεχθεί καμία καταγγελία για το προϊόν που απαγόρευσε, ενώ είχε δεχτεί
7.000 για την Ασπαρτάμη, η οποία ωστόσο εξακολουθεί να κυκλοφορεί στο
εμπόριο χωρίς το παραμικρό πρόβλημα.
Το 1995 όμως η Ομοσπονδιακή
Κυβέρνηση των ΗΠΑ, ενέδωσε στις πιέσεις καταναλωτών και παραγωγών
Στέβιας και επέτρεψε την κυκλοφορία της υπό τον όρο να χαρακτηρίζεται
ρητά «συμπλήρωμα διατροφής», αλλά να απαγορεύεται να χαρακτηρίζεται ως
τρόφιμο και ως υποκατάστατο της Ζάχαρης.
Το 2000 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
τηρώντας γενικά την ίδια στάση με τις ΗΠΑ, αγνόησε τις εργασίες των
ερευνητών του βελγικού Καθολικού Πανεπιστημίου του Λουβαίν, οι οποίες
αποδείκνυαν με κατηγορηματικό τρόπο ότι η κατανάλωση αυτού του φυτού δεν
ενέχει κανένα κίνδυνο για την υγεία.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να
παγώσουν οι πρώτες πειραματικές καλλιέργειες του φυτού στη Νότια Ευρώπη (
Ισπανία), στην οποία φαίνεται ότι μπορεί επίσης να ευδοκιμήσει.
Αυτή η απαγόρευση μπορεί
να οφείλεται, εκτός από τις πιέσεις του λόμπι της βιομηχανίας ζάχαρης
και στην δυνατότητα για καλλιέργεια αυτού του φυτού από τον κάθε
καταναλωτή στο μπαλκόνι του!
Το
2005 όμως στην ΕΕ, οι πειραματικές καλλιέργειες άρχισαν και πάλι στην
Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ιταλία και μάλιστα με επιδότηση της
έρευνας από την Ε.Ε.
Το 2007 οι εταιρίες COCA-COLA και η PEPSI μπήκαν στο παιχνίδι υπέρ της Στέβιας, ενώ επανήλθε και η εταιρία τσαγιού LIPTON TEA.
Tο 2009 όλες θα κυκλοφορήσουν στην αγορά sugar free προϊόντα τους με γλυκαντικό την Στέβια.
Το
2008 είχαμε την έγκριση της Στέβιας από τον FAO ( Οργάνωση Τροφίμων και
Γεωργίας του ΟΗΕ ), αλλά και από την Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία.
Στις
ΗΠΑ μόλις στις 20.12.2008 δόθηκε τελικά η έγκριση χρήσης της Στέβιας
σαν τρόφιμο κάτω από τις πιέσεις μεγάλων εταιριών (PEPSI-COLA, COCA-
COLA και LIPTON TEA), αλλά και των καταναλωτικών οργανώσεων στην
Αμερική.
Τώρα απομένει μόνον η έγκριση της από την ΕΕ και από τον Καναδά, που αναμένεται αναγκαστικά να γίνει μέσα στο 2009.
Χρειάστηκαν
περίπου 1.500 χρόνια από την έναρξη χρήσης της Στέβιας, του
θαυματουργού φυτού, από τους ιθαγενείς Γκουαράνι της Παραγουάης, περίπου
500 χρόνια από την «ανακάλυψη» της από τους Ισπανούς και περίπου 120
χρόνια από την «εκ νέου ανακάλυψη» της από τον Bertoni, για να έλθει η
ώρα του θριάμβου για τη Στέβια.
Η ΣΤΕΒΙΑ ( Stevia rebaudiana bertoni)
είναι σήμερα, το πιο πολυσυζητημένο φυτό σε παγκόσμια κλίμακα, που
απασχολεί τον διεθνή έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και το διαδίκτυο, που
προκαλεί ραγδαίες ανακατατάξεις στην αγορά γλυκαντικών και ζάχαρης και
δίκαια χαρακτηρίζεται σαν το «μαγικό φυτό της νέας χιλιετίας».
Οι
λόγοι για τους οποίους γίνεται ευρεία συζήτηση και απασχολεί τους
διεθνείς Ιατρικούς, Εμπορικούς, Επιχειρηματικούς , αλλά και τους
Γεωπονικούς κύκλους, είναι οι θαυμαστές φυσικές ιδιότητες της.
Είναι
ένα ισχυρό γλυκαντικό της φύσης, 300 φορές πιο γλυκό από τη ζάχαρη, αλλά
χωρίς καθόλου θερμίδες και είναι ασφαλές για την ανθρώπινη υγεία, χωρίς
ενδείξεις ανεπιθύμητης δράσης στον ανθρώπινο οργανισμό.
Η Στέβια
χαρακτηρίστηκε από τον Bertoni «σαν θαυματουργό και μαγικό φυτό»
εξαιτίας των πολλών ευεργετικών ιδιοτήτων της για την Υγεία:
Έχει
θαυμάσιες αντιδιαβητικές, αντιυπογλυκαιμικές, αντιυπερτασικές,
αντισηπτικές, επουλωτικές, αντιοξειδωτικές, αντιβακτηριδιακές και
αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.
- Ενισχύει την άμυνα του οργανισμού και προστατεύει από τους ιούς και από ιογενείς καρκίνους, αλλά και από βλάβες του DNA.
- Επίσης έχει
αντιγηραντική δράση στο δέρμα, ωφελεί στην υγιεινή του στόματος,
προστατεύει από την candita (άφθα), την ουλίτιδα και έχει προληπτική
δράση κατά της πλάκας και της τερηδόνας των δοντιών.
- Γενικά συμβάλλει
στην υγιεινή διατροφή και στην αντιμετώπιση διαφόρων διατροφικών
προβλημάτων, όπως η παχυσαρκία, ο σακχαροδιαβήτης και η υπογλυκαιμία,
αλλά και προληπτικά για την πρόληψη των ανεπιθύμητων παρενεργειών της
υπερκατανάλωσης της ζάχαρης.
Η αξία του φυτού
αυτού, είναι τεράστια, καθώς μπορεί να γίνει και βιομηχανική
εκμετάλλευσή του, αλλά επίσης έχει νόημα κάθε σπίτι να διατηρεί μια με
δύο γλάστρες με φυτά Στέβιας για τις καθημερινές ανάγκες του σπιτιού.
Η Στέβια μπορεί να χρησιμοποιηθεί φρέσκια αλλά και αποξηραμένη, στα
φαγητά, σε σαλάτες, σε γλυκά, σε ποτά χωρίς να προσθέτει θερμίδες στη
διατροφή μας. Για όλους αυτούς τους λόγους η Στέβια προβάλλει σήμερα σαν
ισχυρός ανταγωνιστής των άλλων φυσικών και τεχνητών γλυκαντικών ουσιών
(όπως της Ασπαρτάμης), τις οποίες αναμένεται βάσιμα ότι θα τις
εκτοπίσει, αλλά προβάλλει ακόμη και σαν ανταγωνιστής της ίδιας της
Ζάχαρης, από την οποία αναμένεται ότι θα αποσπάσει ένα μεγάλο μερίδιο
αγοράς, σαν φυσικό γλυκαντικό χωρίς θερμίδες.
Συνακόλουθα για τους
ίδιους λόγους η Στέβια απασχολεί όλο τον Αγροτικό κόσμο και τους
επιστημονικούς Γεωπονικούς κύκλους και αναδεικνύεται σε μια νέα δυναμική
και προσοδοφόρα καλλιέργεια, που ευδοκιμεί στην Ελλάδα και προβάλλει
σαν μια εναλλακτική καλλιέργεια κυρίως του Καπνού, των Ζαχαρότευτλων,
του Βαμβακιού και άλλων καλλιεργειών με μεγάλες διεθνείς προοπτικές
ζήτησης και κατανάλωσης.
Πολλές χώρες, όπως και η Ελλάδα,
προετοιμάζονται πυρετωδώς, αφενός για την επέκταση της καλλιέργειας της
Στέβιας και αφετέρου για τη δημιουργία εμπορικής και βιομηχανικής
υποδομής για τη μεταποίηση της Στέβιας, για να καλύψουν την αναπόφευκτα
αναμενόμενη αλματώδη αύξηση της διεθνούς ζήτησης των προϊόντων της.
Η
Στέβια με όλο το κύκλωμα παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας της,
αναμένεται να δώσει μια νέα ευκαιρία για αγροτική και βιομηχανική
ανάπτυξη, για δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης και νέων
επιχειρηματικών ευκαιριών και εισοδημάτων.
Το βιβλίο αυτό είναι
το πρώτο, που εκδίδεται στην Ελλάδα για τη καλλιέργεια της Στέβιας και
έρχεται να καλύψει το κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας και το έντονο
ενδιαφέρον του Γεωπονικού, του Αγροτικού και του Καταναλωτικού
αναγνωστικού Κοινού για τη Στέβια.
Εξ αιτίας της μεγάλης έκτασης του
βιβλίου κρίθηκε σκόπιμο, ακολουθώντας τα διεθνή πρότυπα, να διαχωρισθεί
το βιβλίο σε δύο ανεξάρτητα βιβλία:
Ι. Το πρώτο βιβλίο αναφέρεται
στην ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΒΙΑΣ και απευθύνεται κυρίως σε
Γεωπόνους και σε επαγγελματίες Αγρότες.
ΙΙ. Το δεύτερο βιβλίο
αναφέρεται στην ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΒΙΑΣ και στη χρήση της
στη Διατροφή και στην Ιατρική και απευθύνεται κυρίως σε Ιατρούς και
Διαιτολόγους, στο ευρύ Καταναλωτικό αναγνωστικό Κοινό, αλλά και σε
όποιον θέλει να ασχοληθεί με την ερασιτεχνική καλλιέργεια της ΣΤΕΒΙΑΣ
και με τη χρήση της στη Διατροφή.
H Στέβια, ένας μικρός
θάμνος που είναι αυτοφυής στη Βορειοανατολική Παραγουάη, εξελίσσεται σε
έναν ισχυρό πρωταγωνιστή στο χώρο των γλυκαντικών ουσιών και ανταγωνιστή
της Ασπαρτάμης και της ίδιας της ζάχαρης.
Επίσης η Στέβια ίσως
αποδειχθεί μια πολύ καλή εναλλακτική καλλιέργεια και για την Ελλάδα,
όπως και σε πολλές άλλες χώρες, αλλά και ένα υγιεινό γλυκαντικό τόσο για
τη βιομηχανία τροφίμων όσο και την Ιατρική.
Τα ακατέργαστα ξηρά
φύλλα της Στέβια είναι 30-40 φορές πιο γλυκά από τη ζάχαρη, ενώ η καθαρή
γλυκαντική ουσία που περιέχεται σε αυτά είναι 300 φορές πιο γλυκιά από
τη ζάχαρη.
Αλλά το μυστικό της και το μεγάλο πλεονέκτημα της
είναι, ότι δεν έχει ούτε μία θερμίδα και δεν παρουσιάζει ενδείξεις για
ανεπιθύμητες δράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό.
Είναι ήδη
δημοφιλές γλυκαντικό σε αρκετές χώρες κυρίως της Ασίας ( Ιαπωνία, Κίνα,
Κορέα, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Ινδία, Φιλιππίνες), αλλά και στην Βραζιλία,
στην Παραγουάη και στο Ισραήλ.
Η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα είναι η
Κίνα, η οποία μάλιστα έχει ξεπεράσει την Παραγουάη σε παραγωγή Στέβιας,
καθώς καλλιεργεί σήμερα Στέβια σε 200.000 στρέμματα, ενώ οι καλλιέργειες
στην Παραγουάη περιορίζονται στα 15.000 στρέμματα, παρά την εκρηκτική
ανάπτυξη της αγοράς.
Ήδη όμως η Παραγουάη έχει ανακοινώσει ένα
φιλόδοξο πρόγραμμα επέκτασης της καλλιέργειας της Στέβια σε περίπου
500.000 στέμματα, με σκοπό να προλάβει την ικανοποίηση της αναμενόμενης
εκρηκτικής αύξησης της διεθνούς ζήτησης προϊόντων της Στέβια.
Άλλες χώρες παραγωγής Στέβια είναι η Ταϊβάν, η Ιαπωνία, η Ταϊλάνδη, η Κορέα, η Μαλαισία και η Βραζιλία.
Μάλιστα
εταιρία επεξεργασίας και παραγωγής προϊόντων της Στέβιας στη Μαλαισία
έχει επενδύσει μεγάλα ποσά για επεκτάσεις των εργοστασίων της με σκοπό
την αλματώδη αύξηση της παραγωγής της, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί
στις υποχρεώσεις της απέναντι στις εταιρίες Coca-cola και PEPSICO, με
τις οποίες έχει κλείσει σχετικές συμφωνίες για παραδόσεις μεγάλων
ποσοτήτων Στεβιοσίδης και Ρεμπαουντιοσίδης-Α κάθε έτος για την παραγωγή
αναψυκτικών με γλυκαντική ουσία τη Στέβια.
Όπως είναι γνωστό με τις
ρυθμίσεις της νέας ΚΑΠ της ΕΕ, οι Έλληνες καπνοπαραγωγοί, αλλά και οι
τευτλοπαραγωγοί θα βρεθούν σε δραματική κατάσταση όσο περνά ο καιρός και
περιορίζεται η καπνοκαλλιέργεια και η τευτλοκαλλιέργεια, ειδικά μετά το
2013.
Αυτή τη στιγμή γίνονται πειραματικά ερευνητικές καλλιέργειες
σε διάφορες γεωργικές – καπνοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας, με άδεια
και χρηματοδότηση της Ε.Ε.
Το ίδιο γίνεται και στην Ισπανία, από το 1998 και στην Ιταλία και στην Πορτογαλία από το 2005.
Η χρηματοδότηση της
έρευνας για τη Στέβια στην Ελλάδα είναι ύψους 272.000 ευρώ,
χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μέσω
του ΟΠΕΚΕΠΕ από το Ταμείο Έρευνας Καπνού της ΕΕ και γίνεται από τη
Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Η Ελλάδα βρίσκεται
μεταξύ των τριών μόνο χωρών (οι άλλες δύο είναι η Ιταλία και η
Πορτογαλία), στις οποίες αναμένεται να χορηγηθεί επίσημη άδεια μετά το
2009 για την καλλιέργεια της Στέβιας, που εκτιμάται ότι μπορεί να
αντικαταστήσει την καπνοκαλλιέργεια.
Ζητούμενο είναι η δυνατότητα να
αποτελέσει την εναλλακτική καλλιέργεια που θα αντικαταστήσει τον Καπνό
και θα στηρίξει το εισόδημα των παραγωγών που θα τον εγκαταλείψουν.
Φαίνεται
πάντως, ότι διαθέτει όλα τα πλεονεκτήματα για να αντικαταστήσει την
καπνοκαλλιέργεια και μέρος της τευτλοκαλλιέργειας στην Ελλάδα.
Φυσικά,
θίγεται η βιομηχανία παραγωγής τσιγάρων σε όλο της το φάσμα, αλλά και η
βιομηχανία ζάχαρης. Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα θα είναι δύσκολη και ο
αγροτικός κόσμος χρειάζεται τη στήριξη και καθοδήγηση του Υπουργείου
Γεωργίας και όλου του Γεωπονικού κλάδου.
Αν χρειάζεται ένα επιπλέον κίνητρο, δεν είναι άλλο από τις ευεργετικές ιδιότητες της Στέβιας:
Είναι
ένα προϊόν της φύσης, πηγή χρήσιμων ουσιών (όπως οι γλυκαντικές ουσίες
Στεβιοσίδης και Ρεμπαουντιοσίδης, αλλά και οι φυτοστερόλες, ισοστεβιόλη,
γιββερελλίνη κ.ά.) χωρίς καθόλου θερμίδες, χωρίς ενδείξεις παρενεργειών
ανεπιθύμητης δράσης στον ανθρώπινο οργανισμό, όπως άλλες γλυκαντικές
ουσίες, υποκατάστατα της Ζάχαρης.
Ταυτόχρονα έχει αντιοξειδωτικές, αντιγηραντικές, αντιυπερτασικές, αντιβακτηριδιακές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.
Πλεονέκτημα
επίσης της Στέβια είναι το γεγονός, ότι η Στέβια δεν διασπάται σε
υψηλές θερμοκρασίες μέχρι 200 βαθμών Κελσίου, ιδιότητα που επιτρέπει τη
χρήση της στη μαγειρική, σε αντίθεση με τη συνθετική Ασπαρτάμη.
Με
αυτά τα προσόντα, η Στέβια μοιάζει να είναι το μαγικό φυτό, η ιδανική
εναλλακτική καλλιέργεια και λύση για την Ελλάδα και για την Κύπρο!
Οι
μεγαλύτεροι χρήστες της Στέβιας είναι η βιομηχανία τροφίμων-ποτών-
ζαχαροπλαστικής, καθώς υποκαθιστά τη ζάχαρη και την πράσινη χρωστική και
είναι χρήσιμη στους διαβητικούς, στους υπογλυκαιμικούς και στους
παχύσαρκους, αλλά σε όλο το καταναλωτικό κοινό για μια προληπτική
υγιεινή διατροφή.
Μέχρι σήμερα η Ιαπωνία είναι η χώρα με τη
μεγαλύτερη κατανάλωση Στέβιας παγκοσμίως, όπου η ευρεία χρήση της άρχισε
από το 1950, αλλά από το 1970, που έχει απαγορεύσει τη χρήση των
χημικών γλυκαντικών ουσιών η κατανάλωση της αυξήθηκε αλματωδώς και
σήμερα η Στέβια κατέχει το 50% της αγοράς γλυκαντικών ουσιών της
Ιαπωνίας.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΡΙΑΝΝΑ βιοχημικός Μsc