Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Λουί ντε Φινές

Louis de funes 1978 ws 1-zoom.jpgΟ Λουί ντε Φινές (Louis de Funès), (31 Ιουλίου 1914 - 27 Ιανουαρίου 1983) ήταν γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους κωμικούς ηθοποιούς στην ιστορία του γαλλικού κινηματογράφου.

Γεννημένος από οικογένεια με ισπανική καταγωγή στο Κουρμπεβουά (Courbevoie), ο Λουί ντε Φινές ξεκίνησε ως πιανίστας και ηθοποιός του καμπαρέ. Από το 1945 μέχρι το 1957 μετείχε ως ηθοποιός σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες ως καρατερίστας ηθοποιός. Είναι γνωστός για τους νευρικούς, υπερκινητικούς χαρακτήρες που ερμήνευσε, όπως το "Αντώνιος και Αντουανέττα", "Το δηλητήριο", "Οι Ουσσάροι", "Διασχίζοντας το Παρίσι", "Ο Βασιλιάς του Μπλα-μπλα-μπλα", Ο Χωροφύλακας του Σαν-Τροπέ, στην ομώνυμη σειρά ταινιών κ.ά. Έγινε περισσότερο γνωστός στην Ευρώπη, ενώ παρά την επιτυχία του στον κινηματογράφο δεν σταμάτησε να παίζει στο θέατρο, ειδικά μετά την επιστροφή του το 1972, που υπήρξε θριαμβευτική, μέχρι το τέλος της ζωής του.

Στην Ελλάδα συχνά αναφέρεται και σαν "Βέγγος της Γαλλίας" λόγω των πολλών κοινών τους σημείων. Πέθανε μετά από καρδιακή προσβολή στη πόλη Ναντ της Γαλλίας.

1982 : Le gendarme et les gendarmettes (Ο Χωροφύλακας και οι Χωροφυλακίνες)
1981 : La soupe aux choux (Ο Λαχανόσουπας)
1979 : L'avare (Ο Φιλάργυρος)
1978 : Le gendarme et les extra-terrestres (Ο Χωροφύλακας και οι εξωγήινοι)
1978 : La zizanie (Το ζιζάνιο)
1976 : L'aile ou la cuisse (Τι θα πάρετε, στήθος ή μπούτι;)
1973 : Les aventures de Rabbi Jacob (Οι περιπέτειες του ραμπί Ζακόμπ)
1971 : Sur un arbre perché
1971 : Jo
1971 : La folie des grandeurs (Η τρέλλα του μεγαλείου)
1970 : Le gendarme en balade (Ο Χωροφύλακας εν δράσει)
1970 : L'homme orchestre (Ο άνθρωπος-ορχήστρα)
1969 : Hibernatus (Ο κατεψυγμένος)
1968 : Le gendarme se marie (Ο Χωροφύλακας παντρεύεται μια Συνταγματαρχίνα)
1968 : Le tatoué
1967 : Le petit baigneur
1967 : Oscar
1967 : Les grandes vacances (Οι Μεγάλες Διακοπές)
1966 : Fantômas contre Scotland Yard (Φαντομάς εναντίον Σκότλαντ Γιαρντ)
1966 : Le grand restaurant (Το μεγάλο Ρεστοράν)
1966 : La Grande Vadrouille (Ασύλληπτη απόδραση)
1965 : Les bons vivants
1965 : Le gendarme à New York (Ο Χωροφύλακας στη Νέα Υόρκη)
1965 : Fantômas se déchaîne (Η Επιστροφή του Φαντοµά)
1965 : Le corniaud
1964 : Une souris chez les hommes (Ενα ποντίκι ανάμεσά μας)
1964 : Le gendarme de Saint-Tropez (Ο Χωροφύλακας του Σαν-Τροπέ)
1964 : Fantômas (Φαντομάς)
1963 : Faites sauter la banque!
1963 : Carambolages
1963 : Pouic-Pouic
1963 : Des pissenlits par la racine
1962 : Le diable et les dix commandements
1962 : Nous irons à Deauville
1962 : Les veinards
1962 : Le gentleman d'Epsom
1962 : Un clair de lune à Maubeuge
1961 : Candide ou l'optimisme au XXe siècle
1961 : La belle Américaine (Ωραία Αμερικάνα)
1961 : Le crime ne paie pas
1961 : La Vendetta
1960 : Les tortillards
1960 : Le capitaine Fracasse
1960 : Dans l'eau qui fait des bulles
1959 : Mon pote le gitan
1959 : Certains l'aiment froide
1959 : Totò, Eva e il pennello proibito
1959 : I Tartassati
1958 : La vie à deux
1958 : Ni vu, ni connu
1958 : Taxi, Roulotte et Corrida
1957 : Comme un cheveu sur la soupe
1956 : Courte tête
1959 : La loi des rues
1956 : Bébés à gogo
1956 : Papa, maman, ma femme et moi
1956 : La Famille Anodin
1956 : La traversée de Paris
1955 : Mädchen ohne Grenzen
1955 : Frou-Frou
1955 : Si Paris nous était conté
1955 : Bonjour sourire
1955 : La bande à papa
1955 : Les hussards
1955 : L'impossible Monsieur Pipelet
1955 : Les impures
1955 : Ingrid - Die Geschichte eines Fotomodells
1955 : Napoléon
1954 : Tourments
1954 : Scènes de ménage
1954 : La reine Margot
1954 : Les pépées font la loi
1954 : Papa, maman, la bonne et moi
1954 : Le mouton à cinq pattes
1954 : Mam'zelle Nitouche
1954 : Les intrigantes
1954 : Huis clos
1954 : Les hommes ne pensent qu'à ça
1954 : Escalier de service
1954 : Les corsaires du Bois de Boulogne
1954 : Le chevalier de la nuit
1954 : Le blé en herbe
1954 : Ah! Les belles bacchantes
1954 : Poisson d'avril
1953 : Mon Frangin du Sénégal
1953 : Faites-moi confiance
1953 : Le secret d'Hélène Marimon
1953 : Capitaine Pantoufle
1953 : Légère et court vêtue
1953 : Au diable la vertu
1953 : Dortoir des grandes
1953 : L'étrange désir de Monsieur Bard
1953 : Le rire
1953 : La vie d'un honnête homme
1953 : Les compagnes de la nuit
1952 : La putain respectueuse
1952 : L'amour n'est pas un péché
1952 : Moineaux de Paris
1952 : Le huitième art et la manière
1952 : Monsieur Leguignon Lampiste
1952 : Monsieur Taxi
1952 : Je l'ai été trois fois
1952 : Elle et moi
1952 : Innocents in Paris
1952 : La fugue de Monsieur Perle
1952 : Agence matrimoniale
1952 : Les dents longues
1952 : Ils étaient cinq
1952 : Les sept péchés capitaux
1951 : Ma femme est formidable
1951 : Folie douce
1951 : L'amant de paille
1951 : Le dindon
1951 : Pas de vacances pour Monsieur le Maire
1951 : La poison
1951 : Le roi du bla bla bla
1951 : Champions Juniors
1951 : La rose rouge
1951 : Sans laisser d'adresse
1951 : Boîte à vendre
1951 : Boniface Somnambule
1951 : Bibi Fricotin
1951 : Un amour de parapluie
1951 : Les joueurs
1951 : Knock
1950 : Adémaï au poteau-frontière
1950 : La rue sans loi
1949 : Le jugement de Dieu
1949 : Je n'aime que toi
1949 : Un certain monsieur
1949 : Pas de week-end pour notre amour
1949 : Rendez-vous avec la chance
1949 : Au revoir M. Grock
1949 : Millionnaires d'un jour
1949 : Mission à Tanger
1949 : Mon ami Sainfoin
1949 : Vient de paraître
1948 : Du Guesclin
1947 : Croisière pour l'inconnu
1947 : Antoine et Antoinette
1946 : Dernier refuge
1946 : Six heures à perdre
1945 : La tentation de Barbizon
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%BF%CF%85%CE%AF_%CE%BD%CF%84%CE%B5_%CE%A6%CE%B9%CE%BD%CE%AD%CF%82

Διεθνής Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος 27 Ιανουαρίου


«Η Διεθνής Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος είναι η ημέρα, κατά την οποία πρέπει να επιβεβαιώνουμε τη δέσμευσή μας απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα. [...] Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την ανάμνηση και να εξασφαλίσουμε ότι οι νέες γενιές γνωρίζουν αυτή την ιστορία. Πρέπει να εφαρμόσουμε τα διδάγματα του Ολοκαυτώματος στον κόσμο. Και πρέπει να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε ώστε όλοι οι άνθρωποι απολαμβάνουν τις προστασίες και τα δικαιώματα που αντιπροσωπεύουν τα Η.Ε.» Μπαν Κι Μουν, γενικός γραμματέας Ηνωμένων Εθνών, 2007
27 Ιανουαρίου, Η Διεθνής Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος.

Σαλάτα κοτόπουλο με λεμόνι και θυμάρι

Αποτέλεσμα εικόνας για Σαλάτα κοτόπουλο με λεμόνι και θυμάρι
Σαλάτα κοτόπουλο με λεμόνι και θυμάρι


  Τη συγκεκριμένη σαλάτα πρέπει να τη δοκιμάσετε, αφού θα σας εκπλήξει ευχάριστα η γεύση του κοτόπουλου με το θυμάρι και το λεμόνι, απόλαυση!


4 φιλέτα κοτόπουλο, κομμένα σε λωρίδες
ξύσμα και χυμό ενός λεμονιού
1 κ.γ. αποξηραμένο ή φρέσκο θυμάρι
3 κ.σ. ελαιόλαδο
150 γρ. ανάμεικτη σαλάτα (χρησιμοποιήσαμε μαρούλι και ρόκα, δοκιμάστε και σπανάκι)
1 μικρό κόκκινο κρεμμύδι, ψιλοκομμένο
1 σκελίδα σκόρδο, ψιλοκομμένη
μερικές μαύρες ελιές, κομμένες

Βάλτε τα κομμάτια κοτόπουλο σ' ένα μπολ, προσθέστε το ξύσμα λεμονιού, το θυμάρι, αρκετό πιπέρι και αλάτι, και ανακατέψτε καλά.

Ζεστάνετε λίγο ελαιόλαδο σ' ένα τηγάνι και ξεκινήστε το τηγάνισμα του κοτόπουλου σε μέτρια φωτιά, για 8-10 λεπτά.

Στο εντωμεταξύ, προσθέστε τη σαλάτα σας και το ψιλοκομμένο κρεμμύδι σ' ένα μπολ για σαλάτα.

Προσθέστε το σκόρδο και τις ελιές στο τηγάνι με το κοτόπουλο, και τηγανίστε για ακόμη ένα λεπτό.

Βγάλτε το κοτόπουλο, τοποθετήστε το στη σαλάτα σας και στη συνέχεια προσθέστε στο τηγάνι, εκτός φωτιάς πλέον, το υπόλοιπο ελαιόλαδο και το χυμό λεμονιού.

Ξύστε λίγο τον πάτο του τηγανιού, και περιχύστε αυτή την σάλτσα πάνω από τη σαλάτα σας.

Καλή σας όρεξη με τη καλύτερη σαλάτα κοτόπουλο!

foodzine.gr

LA VITE E BELLA

Life is beautiful ver1.jpg

ΤΑΙΝΙΑ : LA VITE E BELLA
ΕΙΔΟΣ : ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ
ΕΤΟΣ : 1997
ΧΩΡΑ : ΙΤΑΛΙΑ
ΓΛΩΣΣΑ : ΙΤΑΛΙΑ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ : ROBERTO BENIGNI
ΣΕΝΑΡΙΟ : VINCENZO CERAMI, ROBERTO BENIGNI
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ : ROBERTO BENIGNI, NICOLETTA BRASCHI, GIORGIO CANTARINI

ΠΛΟΚΗ

Ιταλία, 1939. Ο Γκουίντο, είναι ένας Εβραίος βιβλιοπώλης. Ερωτεύεται την Nτόρα, μια όμορφη δασκάλα. Mερικά χρόνια αργότερα, ο Γκουίντο και η Nτόρα παντρεύονται και κάνουν έναν γιο. Όμως οι προκαταλήψεις, και όλα όσα κάποτε αγνοούσε, έχουν γίνει μια παράλογη πραγματικότητα την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει. Ο Γκουίντο είναι αποφασισμένος να προστατέψει το γιο του από τη βάρβαρη πραγματικότητα της ζωής τους και αυτή του η απόφαση δυστυχώς δεν διαψεύδεται, όταν στέλνεται μαζί με τον γιο του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. H Nτόρα επιβιβάζεται κι εκείνη στο ίδιο τρένο, αλλά στην συνέχεια χωρίζονται και ο Γκουίντο εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη φαντασία και το κουράγιο του για να σώσει αυτούς που αγαπά από την φρίκη της ναζιστικής βαρβαρότητας.

Νοητικό μοντέλο τού αλτρουισμού

http://gerasimos-politis.blogspot.gr/2012/01/blog-post_4251.html

Νίκος Λυγερός: Νοητικό μοντέλο τού αλτρουισμού

Νίκος Λυγερός: Νοητικό μοντέλο τού αλτρουισμού
Γεγονός: Η ενσυναίσθηση είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της ακραίας νοημοσύνης.
Θέση: Η νοημοσύνη είναι σφαιρική, ενιαία και πρωτεϊκή.

Συμπέρασμα: Η νοημοσύνη παρατηρούμενη σε τοπικό επίπεδο φαίνεται πολλαπλή.

Φαινόμενο Χαμαιλέων: Η πρωτεϊκή όψη της νοημοσύνης, προπάντων όταν εκείνη είναι εφοδιασμένη με μία πολύπλοκη δομή σκέψης, της επιτρέπει να δημιουργεί νοητικά μοντέλα που προσποιούνται την πραγματικότητα άλλων. Με τον τρόπο αυτόν, το ον προσεγγίζει τόσο τη φύση τού άλλου, που αυτός είναι πεπεισμένος πως βρίσκεται απέναντι από ένα όμοιο πρόσωπο. Ενώ η συνθήκη θα ήταν ταυτόσημη με ένα άλλο πρόσωπο που θα ήταν διαφορετικό από το πρώτο.

Φαινόμενο Πυγμαλίων: Φαινόμενο κατά το οποίο η πρόβλεψη ενός γεγονότος για ένα πρόσωπο που εμπλέκεται στη συνθήκη, έχει ως επίπτωση την πραγματοποίηση της πρόβλεψης. 

Άλλη διατύπωση (A. Rosenthal et Jacobson): Η πρόβλεψη που γίνεται από ένα άτομο Α πάνω σε ένα άτομο Β καταλήγει με την πραγματοποίηση αυτού που υπάρχει μόνο μέσα στη διάνοια του Α, ή – με μία έξυπνη διαδικασία και απρόβλεπτη ενίοτε – με μία μετατροπή της πραγματικής συμπεριφοράς του Β υπό την πίεση των προσδοκιών του Α.

Θεώρημα: Σε μία προμηθεϊκή νοημοσύνη ο συνδυασμός τού φαινομένου Χαμαιλέων και του φαινομένου Πυγμαλίων αναπτύσσει τον αλτρουισμό.

Απόδειξη: Η προμηθεϊκή νοημοσύνη είναι η νοητική πραγματοποίηση ενός τολμηρού ουμανισμού που εργάζεται για το καλό της ανθρωπότητας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η σκέψη είναι ένα μέσο που μεταμορφώνει τον κόσμο εν αντιθέσει τής εντροπίας. Έτσι η συνειδητοποίηση της ανωτερότητας της ομάδας επί του συνόλου, η γνωστική ικανότητα διά του φαινομένου Χαμαιλέων να αντιλαμβάνεται την εγγενή φύση του άλλου και της αποτελεσματικής βούλησης διά του φαινομένου Πυγμαλίων που διακρίνει στον άλλον ένα συστατικό τής ανθρωπότητας, αναπτύσσει διά μίας αμετάκλητης διαδικασίας την αναγκαιότητα να βοηθά τον άλλον, όπερ σημαίνει την αρχή του αλτρουισμού, όπερ έδει δείξαι. 

Πόρισμα (Céline): Σε επιλεγμένα υποκείμενα, περισσότερος αλτρουισμός από εγωισμό.

Πόρισμα (Schopenhauer): Οικουμενική συμπόνια είναι η μόνη εγγύηση ηθικής.

Πηγή: www.lygeros.org - Νίκος Λυγερός

Στρατής Τσίρκας


Στρατής Τσίρκας.jpgΟ Στρατής Τσίρκας (10-7-1911 έως 27 -1-1980) είναι από τους αξιολογότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Χατζηαντρέας.

Γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου το 1911 και αποφοίτησε το 1928 από το εμπορικό τμήμα της Αμπετείου Σχολής. Για τα επόμενα δέκα χρόνια εργάστηκε ως λογιστής στην Άνω Αίγυπτο, όπου έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα για τη ζωή των φελλάχων. Το 1930, γνωρίζει στην Αλεξάνδρεια τον Καβάφη, για τον οποίο έγραψε πολλά χρόνια αργότερα δύο βιβλία, Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) και Ο Πολιτικός Καβάφης (1971). Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, το διήγημα και το μυθιστόρημα, καθώς και με μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών.

Το 1937 παντρεύεται την Αντιγόνη Κερασώτη (πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 2012) και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στο Παρίσι, όπου συμμετέχει στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας Ενάντια στον Φασισμό. Εκεί συγγράφει μαζί με τον ποιητή Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes) τον Όρκο των ποιητών προς τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον οποίο διάβασε στο συνέδριο ο συγγραφέας Λουί Αραγκόν (Louis Aragon).

To 1938 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αλεξάνδρεια και από τον επόμενο χρόνο εργάζεται διεθυντής στο εργοστάσιο βυρσοδεψίας του Μικέ Χαλκούση, μια θέση που διατηρεί μέχρι την αναχώρησή του για την Αθήνα το 1963.

Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο αριστερό κίνημα της Αιγύπτου και συνδέθηκε αρχικά, πιθανόν το 1928, με την κομμουνιστική ομάδα του Σακελλάρη Γιαννακάκη στο Κάιρο. Μαζί με τον αλεξανδρινό ζωγράφο Γιάννη Μαγκανάρη (1918 - Αθήνα 2007) και άλλους έλληνες αιγυπτιώτες δημιουργούν τη δραστήριο Πνευματική Εστία Ελλήνων Αλεξανδρείας. Το 1935, μαζί με τον Κύπριο ποιητή Θεοδόση Πιερίδη, εντάσσεται στην πολυεθνική οργάνωση Ligue Pacifiste, που ίδρυσε ο Ελβετός Paul Jacot-Descombes και αναλαμβάνει με τον Πιερίδη, τον συντονισμό του ελληνικού τμήματος της οργάνωσης. Την περίοδο αυτή αρθρογραφεί στο επίσημο όργανο της League, το περιοδικό Πολιτισμός-Civilisation, που εκδίδεται σε τρεις γλώσσες (Γαλλικά, Αραβικά και Ελληνικά).

Από το 1942, μαζί τον Θεοδόση Πιερίδη, τον Οδυσσέα Καραγιάννη, τον Στρατή Ζερμπίνη και άλλους, συμμετέχει στην έκδοση της αντιφασιστικής πολιτικής επιθεώρησης Έλλην, που εκδίδει ο δημοσιογράφος Άγγελος Κασιγόνης. Το 1943-44 είναι ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του φιλο-ΕΑΜικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ) και από το 1945 μέχρι το 1961 είναι στέλεχος της παροικιακής κομμουνιστικής οργάνωσης "Αντιφασιστική Πρωτοπορία", της οποίας διετέλεσε και γραμματέας από το 1946 μέχρι το 1951. Στο διάστημα αυτό γράφει συχνά το κύριο άρθρο στις εφημερίδες Φωνή (1952-53) και Πάροικος (1953-61), που διευθύνει ο δημοσιογράφος Σοφιανός Χρυσοστομίδης και είναι τα επίσημα όργανα της Αντιφασιστικής Πρωτοπορίας.

Έχοντας εκδόσει τρεις συλλογές διηγημάτων από το 1944 μέχρι το 1954, το 1957 γράφει σε δέκα μέρες τη νουβέλλα Νουρεντίν Μπόμπα, που εμπνέεται από την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Ο "Μπόμπα" εκδίδεται στην Αθήνα από τον Κέδρο, κάνοντας έτσι τον Τσίρκα γνωστό στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας.

Το σημαντικότερο έργο του όμως αποτελούν οι "Ακυβέρνητες Πολιτείες" (1960-1965), που απαρτίζεται από τρία μυθιστορήματα: τη "Λέσχη", την "Αριάγνη" και τη "Νυχτερίδα", τα οποία εισάγουν έναν τολμηρό και πειραματικό μοντερνισμό στο ελληνικό μυθιστόρημα.

Η έκδοση της "Λέσχης" το 1960 προκάλεσε την αντίδραση της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., η οποία του ζήτησε να αποκηρύξει το έργο του. Ο Τσίρκας αρνήθηκε λέγοντας "Κατέγραψα τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο να την πάρω απ' το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο". Λόγω της άρνησής του διαγράφηκε από το κόμμα, αλλά μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, προσχώρησε στο ΚΚΕ-Εσωτερικού. Η Αριάγνη (1962), το δεύτερο μέρος, που περιείχε ισχυρότερα δείγματα νοσηρών καταστάσεων της Αριστεράς, ανέλαβε ο Μάρκος Αυγέρης με «ασύγγνωστη εμπάθεια, να καταδικάσει για τη θέση της , ως ολίσθιμα από τα ιδεολογικά θέσφατα».[1] Κέντρο της τριλογίας είναι τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου στη Μέση Ανατολή και στις συγκρούσεις, που εξελίχθηκαν σε τρεις ακυβέρνητες πολιτείες, την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Ο Τσίρκας θεωρούσε ολόκληρη την τριλογία ως μια προσπάθεια δικαίωσης του κινήματος του Απρίλη του 1944, κατά το οποίο ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή ξεσηκώθηκε ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης και ολικής υποταγής του από τα Μεταξικά στοιχεία και την αγγλική διοίκηση.

Μετά το πραξικόπημα που εδραίωσε τη Δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, ο Τσίρκας συμμετέχει στη "σιωπή" των λογοτεχνών και δε δημοσιεύει παρά μόνο μεταφράσεις. Όταν σταμάτησε η προληπτική λογοκρισία, συμμετείχε στην έκδοση των 18 κειμένων.

Το μυθιστόρημα "Χαμένη Άνοιξη" (1976) προοριζόταν να είναι το πρώτο μέρος μιας νέας τριλογίας με τίτλο "Δίσεχτα χρόνια". Έμελλε όμως να είναι το τελευταίο του έργο.

Η μετάφραση των "Ακυβέρνητων Πολιτειών" στα γαλλικά από την Catherine Lerouvre και τη Χρύσα Προκοπάκη το 1971 απέσπασε το βραβείο του καλύτερου ξένου μθυιστορήματος στη Γαλλία το 1972.

Ο Τσίρκας πέθανε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1980 σε ηλικία 68 ετών.
Εργογραφία

Φελλάχοι (1937), ποιητική συλλογή
Το Λυρικό Ταξίδι (1938), ποιητική συλλογή
Αλλόκοτοι άνθρωποι (1944), συλλογή διηγημάτων
Προτελευταίος Αποχαιρετισμός και το Ισπανικό Ορατόριο (1946), ποιητική συλλογή
Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός (1947), συλλογή διηγημάτων
Ο ύπνος του θεριστή (1954), συλλογή διηγημάτων
Νουρεντίν Μπόμπα (1957), νουβέλα
Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) Κρατικό βραβείο καλύτερης βιογραφίας
Ακυβέρνητες Πολιτείες (1960-1965), τριλογία που περιλαμβάνει τα μυθιστορήματα
Η Λέσχη (1960)
Αριάγνη (1962)
Η Νυχτερίδα (1965)
Στον Κάβο (1966), διήγημα
Αλλαξοκαιριά (1970), διήγημα (στον τόμο Δεκαοχτώ Κείμενα).
Ο Πολιτικός Καβάφης, (1971) κριτικά άρθρα
Τα ημερολόγια της Τριλογίας 'Ακυβέρνητες Πολιτείες' (1973)
Χαμένη Άνοιξη (1976), πολιτικό μυθιστόρημα
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AE%CF%82_%CE%A4%CF%83%CE%AF%CF%81%CE%BA%CE%B1%CF%82

Ζωμός λαχανικών (κύβοι)

Ζωμός λαχανικών (κύβοι)
Bαθμολογία:
       
17 ψήφοι
Προστέθηκε από , 18.01.07

Περιγραφή

Φτιάξτε αυτό το ζωμό, κάντε τον παγάκια και φυλάξτε τον στην κατάψυξη. Θα έχετε σούπες, νόστιμες σάλτσες, ζυμαρικά κλπ, εύκολα και γρήγορα.
Ζωμός λαχανικών (κύβοι)
photo: angy85

    Τι χρειαζόμαστε:

    • 2 πράσα
    • 1 μεγάλο κρεμμύδι
    • 2-3 καρότα
    • 1-2 σκελίδες σκόρδο
    • 1 πράσινη πιπεριά
    • 1 πιπεριά φλωρίνης
    • 3-4 κλωνάρια σέλινο
    • 3-4 κλωνάρια μαϊντανό
    • 2-3 κλωνάρια θυμάρι ή θρούμπι
    • 2 φύλλα δάφνη
    • 1-2 μανιτάρια
    • φρέσκα φασολάκια ή κολοκυθάκια
    • 1-2 κ.σ. κάπαρη
    • 2 κ.σ. κόκκοι πιπεριού χοντροσπασμένοι

    (φυσικά ανάλογα με τα γούστα σας αλλάζετε τα λαχανικά αυτά σε ό,τι ποσότητα ή είδος θέλετε)
    Στα γρήγορα

     

     

     

     

     

    Πως το κάνουμε:

    σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

    Ανησυχία, αταξία και ανασφάλεια της Στέργιας Κάββαλου *


    http://www.ideostato.gr/2013/01/blog-post_4786.html

    Διήγημα : Ανησυχία, αταξία και ανασφάλεια



    της Στέργιας Κάββαλου *



    Ζωντανή σκόνη σε νεκρικά κύτταρα. Μέρες ακαθάριστο το σπίτι. Άδειο το μπουκάλι με τη χλωρίνη. Πρέπει να βρω άλλο τρόπο να σκοτώσω τις μικρές μου ζωές. 

    Τα αλουμίνια έχουν δικλείδα ασφαλείας, μέχρι κι αυτά. Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη. Με την τρίτη μπορεί και να τα καταφέρει. Στέκομαι «ωραία κλειδωμένη» πίσω από παράθυρα που έχω να ανοίξω μέρες. Μια, δυο, τρεις, δεκατρείς και είμαι ακόμα στην προσπάθεια.



    Δεν μου χρειάζονται γαλάζιοι ουρανοί που πετούν μέσα τους αεροπλάνα. Έχω έναν φοβικό σκούρο μπλε να με πλακώνει βράδυ-πρωί. Τα ουράνια τόξα του γίνονται κατηφορικές τσουλήθρες. Tα όργανά μου αγκυλώνονται στα χρώματα της ίριδας. Κάτι θρεμμένα αστέρια μασουλάνε όλο απληστία τις γενέθλιες ευχές μου. Δεν νιώθω πείνα.

    Στο ψυγείο μέσα, τα σαγόνια του καρχαρία. Περνάω απ’ έξω, ακούω το σαρκικό παραμιλητό του και δεν έχω καμία ανάγκη πρωτεϊνικής ανταπόδοσης. Κλείνω το μάτι στο τσάι ροδάκινο τρόπο να βρει να κυλήσει μέσα μου. Ξηρασία. 

    Η εποχή πάσχει από έλλειψη θαύματος. Όχι όμως και θύματος. Ξεπαγώνω πάντα από την κατάψυξη μερικά για τις ανάγκες των λεόντων. Άμα σωθούν τα κατεψυγμένα, θα αρχίζω να ακονίζω τις ντροπαλές μου άκρες φρέσκο πράμα να βάλω στο τραπέζι. Δεν ξέρω αν θα χορτάσουν με μένα τα ζωντανά. 

    *

    Στη δική μου οικογένεια  παλεύουμε με την ασιτία, σας εύχομαι να βρείτε άλλες πιο υγιείς. Σας παρακαλώ να μου πείτε και πού κατοικίζουν να πάω να τους κλέψω λίγες χαρούμενες καθημερινότητες κι ας μην έχω καθόλου χώρο για να τις βάλω-οι αποθήκες σώθηκαν. Στα μάτια μου χτυπάνε κόκκινοι συναγερμοί. Δεν ακούω τίποτα. Είμαι η σειρήνα της νέας εποχής, με τα αυτοάνοσα μάγια. Στην πλάτη μου αναπαύονται τόσοι και τόσοι υπνωτισμένοι λαοί. Στα τοιχώματα της κοιλιακής μου χώρας, χτυπάνε τα μαχητικά τους κεφάλια οι πολεμόχαροι. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να με γκρεμίσουν τα παρελθόντα.

    Στο δρόμο οι κόσμοι σκοντάφτουν ημιγενναίοι σε συνειδήσεις. Κάποιοι ακόμα περιμένουν τον ερυθρό σταυρό για τσιρότα. Το μόνο ερυθρό είναι εκείνο της κοχλασμένης ντομάτας που κάνει τα ήμερα να μοιάζουν συνταγές μαγειρικής. Δεν έχω πια γεύση.

    Η γιαγιά μου μασουλάει τα λόγια της, πως έζησε λέει δυο πολέμους. Της έχω νέα. «Ζούμε τον τρίτο και φαρμακερό». Υψώνει το κεφάλι της να ακούσει τα βομβαρδιστικά. Ησυχία. Παραμερίζει το κουρτινάκι της κουζίνας, πουθενά τανκς. Μόνο αυτοσχέδια σπιτικά ζητιανιάς, άρρωστες μυρωδιές δακρυγόνου, ποδοπατημένα ελευθεριακά πανό και πολλά κιλά Ζητάδων. Κάνω το σταυρό μου να βουλιάξουν στην άσφαλτο μαζί με τις μηχανές τους και μετά τον ξανακάνω μια δεύτερη που γίνομαι εκδικητική. Αλίμονο, μια φορά είπα κι εγώ να ταιριάξω με το κλίμα.

    Ψάχνω σε νοητά λήμματα τη λέξη «οπισθοχώρηση» και απορώ γιατί σε κανένα δεν συνωνυμεί με τη γενναιότητα. Θυμάμαι τα τρεχαλητά μας γύρω από το Πολυτεχνείο. Να ζουν ακόμα τα μαύρα σταράκια των καταλήψεων; 

    Μαχαιρώματα μετά τις συναυλίες, αλλοδαπά ξυλίκια, τυχαίες προσαγωγές, ρουφιάνοι συνελεύσεων, λευκά κελιά. Μέχρι τις φυλακές της Λάρισας είχαμε φτάσει για την πορεία. Όσο θυμάμαι, τόσο ανοίγουν τα μάτια μου. Ψάχνω στο συρτάρι του κομοδίνου για τη νεανική μου φύση. Πουθενά. Μέσα του μόνο λογαριασμοί. Ανεκπλήρωτοι, ανεξόφλητοι και καθόλου κλεισμένοι. Η αδικία τη σήμερον γράφεται με κρατικές πίξελ ειδοποιήσεις.

    *

    Οι μέρες είναι χυδαίες, νοσηρές και άγριες. Με απωθεί αυτή η ζωή όπως ο απογευματινός αέρας ενός παράθυρου αναγκάζει τα δαχτυλίδια καπνού να μπουν κι άλλο μέσα στο σπίτι. Βαραίνω μα δεν γειώνομαι -καταραμένοι νόμοι.

     Ξεφορτώνω τις γλάστρες από το χώμα τους με κουτάλι σούπας και είναι η πιο μεγάλη κίνηση όλης της μέρας μου. Λασπώνομαι μέχρι τους αστραγάλους. Αντίστροφη μέτρηση για την καταβύθιση στον πυρήνα της γης. Χαιρετώ μια πομπή από μυρμήγκια, γυαλίζω τα δόντια μου στα πολύτιμα υπόγεια πετράδια και βαριεστημένα ανοίγω τα μάτια μου στο χαμένο χρόνο.

    Γίνομαι άνθρωπος άνευ προοπτικής. Όχι για το αύριο. Για το τώρα. Η ματαιότητα καμπανίζει στα αυτιά μου μαζί με τον ήχο που βγαίνει από τις κακές ειδήσεις. Κλείνω την τηλεόραση και πηγαίνω πίσω στις αναμνήσεις. Ακούω ένα γουργουρητό, είναι οι μύγες που στροβιλίζονται στα ταβάνια. Δεν τις φτάνω και τις ξεχνάω. Μα εκείνες φτιάχνουν εβένινο φωτοστέφανο και με ακολουθούν. Ορατές από τους πάντες, πλην εμού. Μου αρέσει αυτή η αφαίρεση. Να ακολουθείται το όνομά μου από την παύλα. Τη βάζω στην παλάμη μου, την καταπίνω χάπι και την κάνω εμετό. Δεν της αξίζω.

    *

    Ένα μωρό χωρίς γάλα κλαίει στην πόρτα μου. Βάζω λίγο σε μια καινούρια σύριγγα και την αφήνω στο χαλάκι. Ήθελα να είχα παραπανίσια ζωή να του δώσω να τη δοκιμάσει. Ήθελα; Πεσμένα φύλλα στο δρόμο. Φθινόπωρο στην εποχή. Κάτι μέσα μου φουσκώνει. Ανησυχία, αταξία και ανασφάλεια. Η επανάσταση ξεκινά από τη φύση και τις λέξεις. 

    Μέσα στην κούνια, ένα τυπωμένο χαρτί. Κυκλώνω σε συννεφάκι το όνομα μου και ταξιδεύω πάνω από άγνωστες στέγες. Κάτι μέσα μου χοροπηδάει σχεδόν ευδαιμονικά. Κοίτα με καλά. Πατάω ελαφρά στον κόσμο μόνο με το βαφτιστικό μου και έχω τριγύρω μου όλες τις πιθανότητες. Η ανάσα μου πιο ζωηρή, πιο γρήγορη. Να μην αργήσω να ακουμπήσω την αλλαγή μου στο ημερολόγιο καταθλίψεως. Κάθε μεταβολή διάθεσης πρέπει να καταγράφεται.

    Κάθε κίνηση. Κάποτε που πήγα να πετάξω πέτρα σε κάμερα, έπεσε στα πόδια μου. Από νηπιαγωγείου ποτέ δεν στοχεύσαμε μακριά. Ψείρες γέμιζε το κεφάλι σου και δεν το έλεγες στο διπλανό. Η όξινη λοσιόν μυστικό κλεισμένο στο δικό σου στόμα, στο δικό σου μαξιλάρι. Η μαμά μαζί με το σάντουιτς έδινε και την απαγόρευση. «Ό,τι συμβαίνει στο σπίτι, μένει στο σπίτι». Κι ας μάτωναν τα συμμαθητικά κεφάλια από τα ξυσίματα.

    Κι ας ματώνουν τα οργισμένα κεφάλια από την καταστολή. Ο καθένας περιθάλπτει τις μαχητικές του πληγές στην άνεση της οικίας του. Κι εγώ αστράφτω. Επειδή στον πάγκο της κουζίνας φωσφορίζουν τα φλουό μου μαχαίρια. Τα παίζω στα δάχτυλα. Γρατζουνιέμαι από το παιχνίδι και τα παρατάω. Όμως όχι σήμερα, όχι.

    Ανησυχία, αταξία και ανασφάλεια. Σκουντάω τις νέες λέξεις που γεννήθηκαν μέσα μου. Είναι ολοζώντανες. Πάω το χρόνο πίσω να δω τι με έφερε εδώ, στην έγκλειστή μου απόγνωση. Ένας φοβισμένος σωρός από ώρες ορθώνεται μπροστά μου. Όχι σωρός, ο σωρός είναι ανέμελος και αυτοσχεδιαστικός. Πύργος με τα τουβλάκια του μετρημένα, αριθμημένα, πολιτογραφημένα. Η απουσία έκπληξης συνωνυμεί με τον αργό θάνατο. Η απουσία τόλμης με την αργή ζωή. 

    Θα δικαιώσω το ζόρικό μου αίμα. Θα πλύνω τα βρώμικα ρούχα. Να ξεπλυθεί το πένθος, να παντρευτούν τα χρώματα, να μαλακώσουν οι ίνες. Ανοίγω τον τηλεφωνητή, δέχομαι και πάλι μηνύματα. Δέχομαι άρα υπάρχω. Υπάρχω άρα ανησυχώ. Ανησυχώ άρα κινούμαι. Κινούμαι άρα αναζητώ. Αναζητώ άρα βρίσκω. Βρίσκω άρα χάνω; 

    Τα φλουό μαχαίρια σχηματίζουν νέον γράμματα. Κανένας δεν είναι ταγμένος να λατρεύει τη ζωή. Κάποτε όμως ίσως γίνει πιστός σύμμαχός της.

    Ακονίζω αντανακλαστικά, περιέργεια και αλληλεγγύη. Τώρα που η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά, αύριο θα έχω πολλά να κάνω. Μη με ρωτήσεις πού χωράει η αγάπη. Σήμερα κυλάει στις γαλατένιες γουλιές που ρουφάει το άγνωστο μωρό της αγκαλιάς μου.



    * Η Στέργια Κάββαλου γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάρτη του 1982. Από τις εκδόσεις Τετράγωνο κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της «Αλτσχάιμερ trance» με την οποία ήταν Υποψήφια στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα 2011 του λογοτεχνικού περιοδικού “διαβάζω”, και το αφήγημα «Αρνητικό 13» (με τη Μαίρη Γεωργίου). Από το Ιπτάμενο Κάστρο, κυκλοφορούν τα παραμύθια της «Η κόκκινη πινέζα» και «Το μπλε τριαντάφυλλο» μέρη της σειράς τα “χρώματα… αλλιώς”. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση.

    Φιλοποίμην Φίνος


    Ο Φιλοποίμην Φίνος (Λοκρίδα, 1908 – 26 Ιανουαρίου, 1977) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες παραγωγούς κινηματογράφου κατά τις δεκαετίες του '40, '50, '60 και '70. 
    Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται 175 ταινίες, πολλές από τις οποίες έμειναν κλασσικές. Ήταν ο ιδρυτής της ελληνικής κινηματογραφικής εταιρείας Φίνος Φιλμς, της οποίας η πρώτη ταινία γυρίστηκε το 1939. Ήταν αυτός που έφτιαξε την πρώτη συσκευή για ηχογράφηση στην Ελλάδα και γύρισε την πρώτη έγχρωμη ταινία με στερεοφωνικό ήχο, τα «Κορίτσια για φίλημα» (1964). 
    Ο Φίνος πέθανε τον Ιανουάριο του 1977 λόγω ασθένειας που τον βασάνιζε για 7 χρόνια. Ήταν παντρεμένος με τη Τζέλλα Φίνου (1939 - 1977) και δεν είχε απογόνους.

    "Επιστροφή στο χωριό" του Βασίλη Πουλημενάκου

    http://www.ideostato.gr/2013/01/blog-post_26.html

    Διήγημα : Επιστροφή στο χωριό

    του Βασίλη Πουλημενάκου *



    Επιστροφή..." Επιστροφή στο χωριό”…Αυτό έγραφε το μήνυμα στο κινητό. Με άγνωστο τον αποστολέα.


    Σε ποιό χωριό; Ποιός να το έστειλε; Χρόνια τώρα έχω χάσει κάθε επαφή με την έννοια του χωριού, με τις εικόνες και  με τις μυρωδιές του.

    Όχι, δεν  μπορεί να είναι από το χωριό του εξοχικού. Εκείνος είναι ένας παραθαλάσσιος τουριστότοπος που η έννοια χωριό έχει χαθεί. Τώρα μοιάζει με σούπερ μάρκετ ανθρώπων και συνηθειών.





    Για μένα χωριό σημαίνει ίδιοι κάτοικοι χειμώνα καλοκαίρι άντε λίγοι παραπάνω το καλοκαίρι για να δίνουν χρώμα… Χωριό σημαίνει βουνό, σημαίνει μακριά από πολυκοσμία, σημαίνει αρώματα από θυμάρι, ρίγανη και ήχο από τα μελίσσια στους κάμπους, σημαίνει ζώα, αγριολούλουδα, σημαίνει καλημέρα στο γείτονα.. Χωριό σημαίνει εκείνο το παλιό σχεδόν εγκαταλειμμένο πυργοσπιτάκι μου στη Μάνη, που έχω να το ζήσω από νεαρός.

    Εκεί είναι χωριό… Εκεί η επιστροφή… Η επιστροφή. Θυμάμαι…

    Ήταν κάποια από τις μέρες που το σκεφτόμουν ακόμα να μπαρκάρω.. Γύρισα αργά στο σπίτι. Παρέμεινα ως το βράδυ στον Πειραιά με το βλέμμα καρφωμένο στον ορίζοντα της θάλασσας και στα αχνόφωτα από τα πλοία που μπαινόβγαιναν. Όταν γύρισα  στο σπίτι, βρήκα τη θεία μου αλαφιασμένη. «Η μητέρα σου».  Δεν μίλησα. Κατάλαβα. Έσκυψα το κεφάλι, αλλά δάκρυ δεν βγήκε για το χτύπημα. Έφτιαξα πρόχειρα μια βαλίτσα. Στο βάθος του μυαλού μου στριφογυρνούσε η σκέψη να γύριζα πάλι εκεί. Μόνιμα. Να παρατούσα όνειρα, σχέδια, προοπτικές και να ξεκινούσα από την αρχή. Να στήριζα και τον πατέρα στο σπίτι. Και να αφεντεύαμε μαζί το μικρό χτήμα. Ίσως τώρα πια να με είχε ανάγκη. Να μου έδινε επιτέλους κάποια σημασία.

    Πήρα μαζί μου τις διευθύνσεις από το καράβι. Σαν τώρα θυμάμαι πως τα τηλέφωνα της εταιρείας τα έβαλα προσεκτικά στο πορτοφόλι μαζί με όλα μου τα χρήματα. Πήραμε το τρένο της επιστροφής στις 12 τα μεσάνυχτα.

    Έμεινε να κοιτάζω τον αντικατοπτρισμό του προσώπου μου στο παράθυρο του τρένου σαν υπνωτισμένος. Γύρισα πάλι ασυναίσθητα το μυαλό στο κόσμο παιδικών χρόνων που έζησα εκεί στο χωριό. Τον κόσμο που καθοδηγούσε κάθε ενέργεια και κάθε σκέψη, μια ζωή προγραμματισμένη. Όχι, δεν ήθελα να γυρίσω. Κι ας μεγάλωσα τώρα πια. Κι ας γνώρισα τι θα πει ζωή εκεί έξω.

    Πόνεσα για το χαμό της μητέρας. Δεν ξέχασα όμως την εγκατάλειψή της από τον καιρό που έφυγα. Και πιο πριν ακόμα. Όταν με παρότρυνε να φύγω, να πάω στην Αθήνα να σπουδάσω και να βρω δουλειά, αμούστακο παιδί, αντί να με αγκαλιάσει και να με κρατήσει εκεί. Μέχρι τα πρώτα Χριστούγεννα μιλούσαμε, ήρθαν όμως μετά τα δεύτερα κι ένα τηλέφωνο δεν είχε πάρει. Και στη γιορτή μου ακόμα, με ξέχασε. Ούτε εγώ την πήρα μετά. Δεν ρώτησα και τη θεία. Ούτε εκείνη μου είπε. Δεν έμαθα ποτέ.

    Από τον πατέρα δεν περίμενα τίποτα. Βουτηγμένος στο κρασί ήταν πάντα. Δούλευε το χωράφι του από παιδί, δεν ήξερε άλλο να κάνει, αμόρφωτος ήταν από γράμματα και άγαρμπος στους τρόπους. Κλεισμένος στο καβούκι του. Στο πάθος και την ανάγκη. Δεν τον ενδιέφερε ούτε η γυναίκα του ούτε καν οι γυναίκες σαν φύλο. Να βγει έξω και να κάνει αλλού το κέφι του. Στο πιοτό κολλημένος μια ζωή. Είτε έμενα εκεί είτε όχι, για εκείνον ήταν το ίδιο. Θα με παραδεχόταν μόνο αν του έφερνα καναδυό μπουκάλια απέξω.

    Θυμήθηκα όμως την εκκλησιά στο χωριό. Την Ανάσταση του Σωτήρος δίπλα στις μεγάλες φραγκοσυκιές. Που γιόρταζε κάθε Λαμπρή διπλά. Και τότε τα κοριτσούδια στολίζανε και τον επιτάφιο και τις εικόνες με περισσή χαρά. Τώρα η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα για τη μητέρα.

    Φτάσαμε πρωί. Μαζεμένοι συγγενείς και κόσμος πολύς στο σπίτι, πάνω κάτω οι ίδιοι που πάντα θα παρατηρούσαν εξονυχιστικά κάθε νέο άνθρωπο που σκεφτόταν ή αποφάσιζε κάτι μόνος του, αν έβγαινε μονάχο ένα κορίτσι ένα απόγευμα κι ας ήταν για να αγγίξει το νερό στο ποτάμι και να μυρίσει τη φύση. Να ‘ταν ζήλια για τα νιάτα και την ομορφιά; Τι να ‘ταν άλλο; Τι πείραζε, τι ενοχλούσε αυτή τη μικρή κοινωνία; Τώρα οι ίδιοι κοίταζαν θλιμμένα, αλλά και πάλι βρήκαν επιτιμητικά και ψιθύριζαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα.

    Εκεί και οι καλές κυρίες του χωριού, ανάμεσα τους φυσικά και η γυναίκα του προέδρου που ένας Θεός ξέρει μόνο τις πομπές της. Οι κύριοι με τις μουστάκες και το ύφος του άρχοντα. Ήμουν άλλος άνθρωπος, το ήξερα. Κατασταλαγμένος όμως και σοβαρός για την ηλικία μου. Όσο και ασυμβίβαστος.

    Έκλαψα, αλλά μετά. Όταν έμαθα ότι έφυγε από την αρρώστια που είχε εδώ και χρόνια. Έκλαψα όταν κατάλαβα ότι η μανιάτισσα μάνα ήθελε να με πάρει μακριά και από την στενόμυαλη κοινωνία του μικρού χωριού, αλλά κυρίως από τον μέθυσο πατέρα, γιατί υπολόγισε ότι δεν θα ήταν για πολύ καιρό η ζωή της ακόμα. Έκλαψα γιατί δεν ήξερα τίποτα. Υπήρχε ρητή εντολή να μη μου πουν τίποτα. Να ξεχάσω και το σπίτι αν ήταν δυνατόν.

    Έπεσα πάνω σε μια πλάκα μ’ ένα σταυρό στη μέση από εκείνες που βάζουν στα μνήματα μαρμάρινη και την αγκάλιασα. Προσπάθησα να ζεστάνω το σώμα της. Μια αγκαλιά τόσο κρύα αλλά από τις πιο ζεστές που είχα νιώσει από τη μητέρα. Τα πάντα σκοτείνιασαν ξαφνικά. Είναι δυνατό να αγαπήσεις κάποιον τόσο μετά τον θάνατό του; Να καταλάβεις πόσα σου προσέφερε αλλά εσύ δε τα έβλεπες;

    Δεν κάτσαμε λεπτό μετά την κηδεία. Ο πατέρας μισολιπόθυμος από το αλκοόλ, δεν πρόσεξε πως ήρθα. Πήραμε ξανά το τρένο του γυρισμού. Έπρεπε να φύγω. Να φύγω γενικά. Να βρω ένα μέρος να ησυχάσει η ψυχή μου, να ξαναγεννηθώ, να ταξιδέψω, να κάνω τον κύκλο μου.

    Τότε, στο άνθος της ηλικίας μου, χωριό σήμαινε αγάπη, σήμαινε ελευθερία, ανεξαρτησία, δημιουργία, όλα αυτά που εύκολα ή δύσκολα έβρισκα αλλού. Εγώ χαμένος ανάμεσα στον κόσμο και την βουή, ανάμεσα σε θάλασσες και στεριές θα ζούσα τα όνειρά μου, θα με ξημέρωναν οι ήχοι των καραβιών και των κυμάτων. Για μένα χωριό, ταξίδι και προορισμός ήταν μια αγκαλιά και τελικά μια ζωή κοντά στη θάλασσα.

    Το κινητό μου ξαναχτύπησε στον ήχο του sms: “Επιστροφή στο χωριό” έλεγε πάλι. Με υπογραφή αυτή τη φορά.. “Ευκαιρία επένδυσης Αγροτουρισμού στο χωριό σας. Πληροφορίες, τηλ….» Έκλεισα το sms και σχημάτισα τον αριθμό…






    * Ο Βασίλης Πουλημενάκος γεννήθηκε το 1967 στη Λευκωσία της Κύπρου. Κατάγεται από το Γύθειο Λακωνίας, ζει και εργάζεται στη Χαλκίδα. Είναι Πολ. Μηχανικός και ξεφεύγει γράφοντας ιστορίες και στίχους, με κάποιους στίχους του να έχουν μελοποιηθεί . Συμμετείχε με το διήγημα «Νυχτερινή» στο πρώτο ελληνικό συλλογικό e-book με τίτλο “Δήγμα Γραφής”  όπως και με το διήγημα "Δώδεκα Λουλούδια" στο  e-book "12/12/12", που κυκλοφορούν ελεύθερα από τις εκδόσεις OpenBook. Το διήγημά του «Το πέρασμα στη Νίσυρο» διακρίθηκε το 2009 στον 1ο διαγωνισμό διηγήματος του πολιτιστικού περιοδικού «Ως3» και διάφορα ακόμα τριγυρίζουν στον διαδικτυακό κόσμο. Το 2010 κατέλαβε την 4η θέση στον διαγωνισμό στίχου του δικτύου νέων δημιουργών 'Μουσική Άμιλλα', για "Το εισιτήριο".  Είναι παντρεμένος με δύο παιδιά.  Διατηρεί το ιστολόγιο Get a life.

    Δημοφιλείς αναρτήσεις