Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ,ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΚΑΙ ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ...


Την ονομασία της η σημερινή ημέρα έχει πάρει από το καθιερωμένο έθιμο του ψησίματος κρέατος στα κάρβουνα.Αποτέλεσμα είναι ο καπνός που λέγεται και “τσίκνα” να κατακλύζει σήμερα κάθε γειτονιά. Από την τσίκνα λοιπόν αυτή έχει πάρει και το όνομά της η Τσικνοπέμπτη.

Στα παλιότερα χρόνια παρέες μεταμφιεσμένων όλων των ηλικιών,τριγυρνούσαν σε σπίτια και γειτονιές τραγουδώντας τραγούδια με βωμολοχίες και “πονηρά” υπονοούμενα.Οι ρίζες αυτής της γιορτής βρίσκονται σε πανάρχαια έθιμα της Διονυσιακής λατρείας, όπου οι άνθρωποι πριν από χιλιάδες χρόνια ακολουθούσαν πομπές με άρματα και μεταμφιεσμένοι σε σάτυρους, και υπό την επήρεια συνήθως του κρασιού,επιδίδονταν σε “χοντροκομμένα” και πονηρά αστεία και πειράγματα μεταξύ τους,άλλα και μεταξύ των θεατών( σχετικό βίντεο).Τα λεγόμενα και “εξ αμάξης”.

Αυτές ήταν οι πρώτες καρναβαλικές γιορτές,άλλα και μια πρώιμη μορφή του θεάτρου. Ήταν οι
γιορτές για την έλευση της Άνοιξης.

Για την προέλευση της λέξης καρναβάλι,ο συγγραφέας Μάριος Βερέττας αναφέρει:

Καρναβάλι λοιπόν… Ή «Κάρνα» – «βάλι». Προφανώς είναι μια σύνθετη λέξη. Ποιά είναι όμως η προέλευση των δύο αυτών συνθετικών;
Ας ανοίξουμε τον Όμηρο. Σε πάμπολλους στίχους τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας (Θ 306, Π 392, ε 376, θ 92, ι 140, υ 75 κ.α.) συναντάμε τη λέξη «καρ» και τα παράγωγά της. Η λέξη αυτή σημαίνει «κεφάλι» και σύγχρονη επιβίωσή της είναι βεβαίως η «κάρα». Εάν τώρα προσθέσουμε και το ευφωνικό «ν» στην ομηρική λέξη «καρ», φτάνουμε κιόλας στη λέξη «κάρνος».

Από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο «Κάρνειος» παράγεται στον πληθυντικό η ονομασία της εορτής «τα Κάρνεια», η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους τελείτο σε όλες τις δωρικές πόλεις προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνος. Οι εορταστές μεταμφιέζονταν όλοι και συμμετείχαν σε μυστήρια παρόμοια με εκείνα της Ελευσίνας ενώ κατά το πέρας της γιορτής γινόντουσαν πάνδημα συμπόσια και «πανηγυρισμοί»!

Πάμε τώρα στο δεύτερο συνθετικό της λέξης «Καρναβάλι».
Κατ’ αρχήν το επίρρημα «βάλλε» ή «άβαλε» στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «είθε» και «μακάρι». Έπειτα, μερικές από τις δεκαπέντε και πλέον σημασίες του ρήματος «βάλλω» έχουν την έννοια του «στρέφω», «σείομαι πέρα δώθε», «ελαύνω», «φορώ», «προκαλώ», «ρίπτομαι» αλλά και… «φωτίζω».
Από εδώ κι έπειτα περνάμε στο ρήμα «βαλλίζω» που σημαίνει «χοροπηδώ», στα ουσιαστικά «βαλλισμός» δηλαδή «πηδηχτός χορός».

Με βάση τα προηγούμενα θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι:
Μια έκφραση του τύπου «καρνάβαλε», θα μπορούσε να σημαίνει «είθε Θεέ Κάρνε» να εκπληρώσει τις γονικοποιητικές μας προσδοκίες για την αύξηση των γεννημάτων μας.
Μια έκφραση του τύπου «καρναβάλλω» θα μπορούσε να σημαίνει «στρέφομαι ή σείομαι πέρα δώθε», κατά την διάρκεια της σχετικής εορτής, πρός τιμή του Θεού Κάρνου ή του Καρνείου Απόλλωνα.
Μια έκφραση του τύπου «καρναβαλίζω» θα μπορούσε να σημαίνει ότι «χοροπηδώ» στο πανηγύρι του Κάρνου, τα κριόμορφα φορώντας κέρατα του Θεού ή το προσωπείο του.
Το παραπάνω κείμενο είναι επιλογή αποσπασμάτων από τo βιβλίο του Μάριου Βερέττα: Καρναβάλι, η αρχαιότερη Ελληνική γιορτή.

Σήμερα εκτός από μερικές περιοχές της χώρας που έχουν κρατήσει κάτι από το Διονυσιακό αυτό αρχέγονο έθιμο,με “κουδουνοφόρους” “Φαλλοφόρους”,”Γενίτσαρους και Μπούλες”,και πραγματική παραδοσιακή Διονυσιακή μουσική,τα δρώμενα αυτά έχουν αντικατασταθεί περισσότερο με τυποποιημένες γιορτές,και κακέκτυπα αντίγραφα, που διοργανώνουν οι Δήμοι σε ξενόφερτη συνήθως έκδοση.(Βραζιλιάνικα τραγούδια κλπ)

(«Μικρό με κουβάλησαν οι γονείς μου στο Σοχό. Πάγωσα από δέος όταν ξεπρόβαλαν οι ΚΟΥΔΟΥΝΟΦΟΡΟΙ. Ένιωσα περίεργα, γιατί αυτό που ζούσα δονούσε κάποια κύτταρα μέσα μου. ‘Ένα πανάρχαιο D.N.A. που μου ψιθύριζε απόκοσμα λόγια.»Εντυπώσεις επισκέπτη από το Καρναβάλι του Σοχού)

Από τον Βισάλτη

©ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ/visaltis.net

Κική Δημουλά, «Σκόνη ή Λυπάμαι τις νοικοκυρές» (απόσπασμα)



Κική Δημουλά, «Σκόνη ή Λυπάμαι τις νοικοκυρές» (απόσπασμα)
Λυπάμαι τις νοικοκυρές/έτσι που αγωνίζονται
κάθε πρωί να διώχνουν απ’ το σπίτι τους τη σκόνη
σκόνη , ύστατη σάρκα του άσαρκου.
Σκούπες σκουπάκια/τιναχτήρια ξεσκονόπανα κουρελόπανα κλόουν
θόρυβοι και τρόποι ακροβάτες/μαστίγιο πέφτουν οι κινήσεις
πάνω στην κατοικίδια σκόνη.
Κάθε πρωί μπαλκόνια και παράθυρα
ακρωτηριάζουνε μια δράση και μιαν έξαψη
χέρια εξέχουν και σφαδάζουν/σαν κάτι να τα σφάζει από μέσα
σπασμένα σώματα μισά/που τα πριόνισε το σκύψιμο.


 
Τινάγματα τινάγματα/να φύγει η σκόνη απ’ τις ρηχές
να φύγει κι από τις βαθιέ φωλιές του ύπνου
σεντόνια και σκεπάσματα./Κι εκείνες οι φορές
όπου πετάγεται το σώμα τρομαγμένο
νύχτα και ουρλιάζει «θεέ μου μικραίνω»
θα τιναχτούν κι αυτές σαν σκόνη
σκόνη η ελάττωση κι ο τρόμος
και πώς δεν τα αντέχω τα τινάγματα/του μέσα βίου έξω.
Χτυπήματα χαλιών/κι ο γρήγορος βηματισμός
ο τρελαμένος πέρα δώθε μες στο σίτι
μες στη ρηχή εμπιστοσύνη των χαλιών
να μην ακούν οι από κάτω τι βαδίζει
να μην ακούνε τι δεν συμβαδίζει
θα τινασχτεί κι αυτό σαν σκόνη
και πώς δεν αντέχω τα τινάγματα/του μέσα βίου έξω.
Λυπάμαι τις νοικοκυρές/τον άγονό τους κόπο.
Δεν φεύγει η σκόνη δε στερεύει.
Κάθε που πάει ο καιρός και ρό να συναντήσει
καινούρια συμφωνίας σκόνης κλείνεται.
Ανοικοκύρευτη εγώ, την αφήνω να κάθεται…
Κάθεται στον καθρέφτη μου/δικός της, της τον χάρισα..
Την αφήνω να κάθεται/την αφήνω να έρχεται
την αφήνω να κάθεται απάνω μου
σαν αλεσμένη διήγηση μεγάλης ιστορίας…
και κάθεται βαριά μπατάλα σκόνη
την αφήνω να κάθεται, χρονίζει/να με σκεπάζει την αφήνω
με σκεπάζει/να με ξεχνάς την αφήνω
να με ξεχνάς αφήνω/να με ξεχνάς σε αφήνω
γιατί δεν αντέχω τα τινάγματα/του μέσα βίου έξω.

Η Μάρπησσα και ο Ίδας

... εἰ θεοὶ εἰσιν, ἵνα τὶ θρηνεῖτε αὐτοὺς; εἰ δὲ θρηνεῖτε αὐτοὺς, μηκέτι τούτους ἡγεῖσθε θεοὺς ...

Η Μάρπησσα και ο Ίδας






Ένας από τους πιο μεγάλους ήρωες της αρχαίας Μεσσηνίας ήταν ο Ίδας. Ήταν πελώριος στο ανάστημα και πολύ δυνατός και πολλοί τον παρομοίαζαν με τον Ηρακλή. Πατέρας του ήταν ο Αφαρέας και μητέρα του η Αρήνη. Είχε επίσης έναν αδελφό τον Λυγκέα, ο οποίος μπορεί να μην είχε το ανάστημα και τη δύναμη του Ίδα, είχε όμως το χάρισμα να βλέπει στο σκοτάδι της νύχτας, ενώ η ματιά του ήταν τόσο διαπεραστική που μπορούσε ακόμα να δει και αντικείμενα που βρίσκονταν πίσω από ένα τοίχο.



Κάποτε, ο Ίδας έτυχε να περάσει από τη μακρινή Αιτωλία. Εκεί, γινόταν μια γιορτή αφιερωμένη στη θεά Άρτεμη και στο πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο γύρω από το ναό, ο Ίδας διέκρινε μια πανέμορφη κοπέλα να χορεύει μαγευτικά. Την έλεγαν Μάρπησσα και ήταν κόρη ενός ποτάμιου θεού της περιοχής, του Εύηνου. Ο Ίδας μαγεύτηκε τόσο πολύ από την ομορφιά της Μάρπησσας και τον θεσπέσιο χορό της, και αποφάσισε να την κλέψει, να την οδηγήσει στη Μεσσηνία και να την παντρευτεί.



Πλησίασε λοιπόν τη Μάρπησσα, άπλωσε τα δυνατά χέρια του, την άρπαξε και στη συνέχεια έφυγε με το άρμα του για τη Μεσσηνία. Ο Εύηνος, αφού έμαθε γρήγορα για την αρπαγή της κόρης του, ανέβηκε και αυτός στο άρμα του για να προλάβει τον Ίδα. Όμως ο Ίδας είχε ήδη κερδίσει δρόμο, τα άλογά του τα οποία ήταν δώρο κάποιου θεού ήταν γρηγορότερα ενώ μπορούσαν ακόμη και να πετούν. Έτσι, ο Ίδας κατάφερε να ξεφύγει από τον Εύηνο και έφτασε στη Μεσσηνία.



Ωστόσο και ο θεός Απόλλωνας ενδιαφερόταν να παντρευτεί την όμορφη Μάρπησσα μιας και είχε κι αυτός γοητευετεί από αυτήν, κάποια άλλη φορά που την είχε δει στο παρελθόν. Θύμωσε λοιπόν που την άρπαξε ο Ίδας και ανέβηκε στο άρμα του με τα φτερωτά άλογά του και έφτασε στη Μεσσηνία. Σταμάτησε ο Απόλλωνας το άρμα του δίπλα στου Ίδα και του ζήτησε να του παραχωρήσει τη Μάρπησσα για να την παντρευτεί. Ο Ίδας όμως αρνήθηκε και σύντομα οι δύο άντρες άρπαξαν το δόρυ και την ασπίδα τους και ξέσπασε μια τρομερή μονομαχία μεταξύ τους. Ο Απόλλωνας ήταν θεός αλλά και ο Ίδας επίσης πολύ δυνατός και μπορούσε να αποκρούει όλα τα χτυπήματα του Απόλλωνα.



Η μάχη ήταν αμφίρροπη, κανείς δεν υποχωρούσε ενώ οι αντίπαλοι προκαλούσαν και χλεύαζαν ο ένας τον άλλο κατά τη διάρκεια της. Ο Δίας από τον Όλυμπο, άκουσε τη φοβερή κλαγγή των όπλων και πέταξε σύντομα προς τη Μεσσηνία για να επέμβει. Αρχικά προέτρεψε να πάρει τη Μάρπησσα ο πιο δυνατός, αλλά αφού η μονομαχία τους δεν είχε βγάλει νικητή, αποφάσισε να κάνει την επιλογή του άντρα της η ίδια η Μάρπησσα. Ο Απόλλωνας αισθάνθηκε σίγουρος ότι η Μάρπησσα θα επέλεγε αυτόν για σύζυγο, μιας και ήταν θεός ισχυρός και όμορφος, σε αντίθεση με το Μεσσήνιο γίγαντα ο οποίος ήταν χοντροκομμένος και θνητός.



Η Μάρπησσα ξανακοίταξε τους δύο άντρες. Σκέφτηκε ότι μπορεί ο Απόλλωνας να ήταν θεός και ομορφότερος, αλλά κάποια στιγμή που αυτή θα γεράσει, θα την διώξει και θα παντρευτεί μια άλλη γυναίκα. Αντιθέτως, ο Ίδας μπορεί να ήταν θνητός και άσχημος, αλλά θα έμενε κοντά της μέχρι και τα γεράματα να την προστατεύει και να τη νοιάζεται. Έτσι η Μάρπησσα επέλεξε ως σύζυγο τον Ίδα.



Ο Απόλλωνας έκπληκτος και συνάμα δυσαρεστημένος για την ταπείνωση που δέχτηκε, ανέβηκε στο άρμα του με τα φτερωτά άλογα, και έφυγε αστραπιαία γεμάτος οργή. Έτσι λοιπόν, ο Ίδας κέρδισε την όμορφη Μάρπησσα, την παντρεύτηκε και έζησε ευτυχισμένος μαζί της στη Μεσσηνία

Ο Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ -"Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"


Η Έξοδος του ΜεσολογγίουΟ Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ -"Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"

.......Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.

Eφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,
Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.
Aπόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·
Mεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . . . . . . . . .
Aχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι’ εκείνη.

εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.

Aπ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»

Kι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. Kαι η πρώτη είπε: «Kαι το αεράκι μάς πολεμάει.» ―Mία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,

Kι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι,
Kαι ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι
Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της,

Kι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα.
Kι’ ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους,
Eίπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.

Kαι μία είπε: «Mου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,

Kαι μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»

Kαι μία δεύτερη είπε:

«Eγώ ’δα δάφνες.―Kι εγώ φως· . . . . . .
―Kι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.»

Kαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Iδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» Kαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει.
Iδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Eμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα.....


ΠΙΝΑΚΑΣ - Θ. ΒΡΥΖΑΚΗΣ

Η Σφίγγα των Ναξίων - The Naxian Sphinx


Η Σφίγγα των Ναξίων - The Naxian Sphinx
Η σφίγγα ήταν ανάθημα των Ναξίων και δέσποζε στο ιερό του Απόλλωνα, πάνω σε ιωνικό κίονα ύψους 12,10 μ.. Η μυθική μορφή, σύμβολο χθόνιας θεότητας και ουράνιας εξουσίας, παριστάνεται με σώμα και πόδια λιονταριού, με στήθος και φτερά πτηνού και κεφάλι κόρης. Τα μαλλιά της είναι μακριά, δένονται με ταινία στο μέτωπο και πέφτουν σε επιμελημένους βοστρύχους, ενώ το πρόσωπό της με τη δαιμονική έκφραση ζωντανεύει με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και το δειλό χαμόγελο, το τυπικό για την εποχή «αρχαϊκό μειδίαμα». Οι λεπτομέρειες της ανατομίας και τα διακοσμητικά στοιχεία στο στήθος και στα φτερά δηλώνονταν με εγχαράξεις και με χρώμα.

Το έργο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ναξιακής γλυπτικής στην περίοδο της ακμής της, τον 6ο αι. π.Χ. Στη βάση της σφίγγας χαράχθηκε το 328-327 π.Χ. ψήφισμα των Δελφών, με το οποίο δινόταν στους Ναξίους το δικαίωμα της προμαντείας, δηλαδή το δικαίωμα να προηγούνται κατά τη λήψη χρησμών από το μαντείο των Δελφών.

Επιγραφή:
ΔΕΛΦΟΙ ΑΠΕΔΩΚΑΝ ΝΑΞΙΟΙΣ ΤΑΝ ΠΡΟΜΑΝΤΗΙΑΝ ΚΑΤΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΑΡΧΟΝΤΟΣ
ΘΕΟΛΥΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΟΝΤΟΣ ΕΠΙΓΕΝΕΟΣ

Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 560 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερό του Απόλλωνα
Διαστάσεις: ύψος: 2,92 μ.
Υλικό: Ναξιώτικο μάρμαρο
Αριθμός Ευρετηρίου: 380, 1050
Copyright: Υπουργείο Πολιτισμού


This marble sphinx, an offering from the people of Naxos, dominated Apollo's sanctuary from its position atop a 12.10 meter high Ionic column. This mythical creature, a symbol of earthly divinity and heavenly power, has the body and legs of a lion, the chest and wings of a bird, and the head of a woman. Her long hair is held back by a band and forms neat curls, while the characteristic Archa?c smile enlivens her sublime countenance. She is made of white marble, with engraved and painted details on her chest and wings. This sphinx is a representative example of Naxian sculpture at its zenith in the 6th century BC. The inscription on the base records a decree of 328-327 BC bestowing the Naxians with the right to promanteia, which gave them priority to the Delphic oracle.

Inscription:
ΔΕΛΦΟΙ ΑΠΕΔΩΚΑΝ ΝΑΞΙΟΙΣ ΤΑΝ ΠΡΟΜΑΝΤΗΙΑΝ ΚΑΤΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΑΡΧΟΝΤΟΣ
ΘΕΟΛΥΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΟΝΤΟΣ ΕΠΙΓΕΝΕΟΣ

Exhibit Features:
Date: Archaic period, 560 BC
Place of discovery: Delphi, Apollon sanctuary
Dimensions: height: 2,92 m
Material: Marble from Naxos
Inventory number: 380, 1050
Copyright: Hellenic Ministry of Culture

Ἡ φωτογραφία ἀνήκει:
This photo belongs to:
http://applebystravels.blogspot.gr/2010/09/tuesday-september-21st.html

Το παρελθόν χτυπάει την πόρτα

http://evriam.blogspot.gr/2011/04/blog-post_7485.html

Το παρελθόν χτυπάει την πόρτα



Μέσα Μαρτίου 1985, στο φάρο


Χοντρές σταγόνες ιδρώτα ταλάνιζαν την πλάτη του, μουσκεύοντας το τραχύ πουκάμισο. Η όψη του άντρα έμοιαζε με την αγριεμένη θάλασσα που κάθε άλλο παρά άνοιξη προμήνυε. Μήπως κι αυτός είχε τίποτα καλό να περιμένει; Πίσω του η φωνή πιο δυνατή από τον άνεμο τον πρόσταζε και τον νανούριζε συνάμα: «Κάνε το! Τι διστάζεις; Είσαι ή δεν είσαι άντρας;».

Όμως εκείνος δεν γνώριζε πια τι ήταν. Ένα πληγωμένο αγρίμι λυσσομανούσε να ελευθερωθεί από μέσα του με νύχια και με δόντια.

Δεν τον βοηθούσε η φωνή! Αντίθετα τον έσπρωχνε σε κάτι σκοτεινό κι απύθμενο, άπατο σαν τη θάλασσα, σαν την ψυχή του. Δεν υπήρχε επιστροφή. Τα χέρια τον αγκάλιαζαν όμοια με παγίδες.

Έκλεισε τα μάτια κι άκουσε το όπλο που εκπυρσοκρότησε μια, δυο, τρεις φορές. Το σώμα του τρανταζόταν από βίαιους σπασμούς, λες και οι σφαίρες χτύπαγαν τον ίδιο. Άνοιξε τα μάτια φοβισμένος, ανίκανος να εστιάσει κάπου, ώσπου μια ανώτερη δύναμη λες και τράβηξε το βλέμμα του μέχρι το άψυχο κορμί πάνω στο βραχότοπο. Κι όμως, έμοιαζε σαν να είχε μόλις ξαπλώσει δίπλα στα ανοιξιάτικα λουλούδια που στόλιζαν το μονοπάτι… Ο Πέτρος δεν υπήρχε πια. Ο φίλος του ο Πέτρος! Όχι! Πώς να έχει για φίλο κάποιον που τον είχε προδώσει έτσι;

Το οινόπνευμα που έρεε στο σώμα του του έφερνε νάρκη. Ας έβρισκε ένα λαγούμι να τρυπώσει, να μην τον ακούει, να μην τον βλέπει κανείς! Τα λόγια στα αυτιά του είχαν πάψει. Έστρεψε αργά το κεφάλι προς το φάρο. Ψυχή! Πέταξε το όπλο μακριά σαν να ήταν ένα σιχαμερό ερπετό.

Ο φάρος… ο φάρος του! Δεν υπήρχε άλλη ζωή ούτε γι’ αυτόν ούτε για το φάρο. Δεν υπήρχε ζωή ούτε χωρίς εκείνη. Τον είχαν προδώσει όλοι τους! Έπεσε στα γόνατα κι έσκυψε μέχρι που ακούμπησε το χώμα σαν να ήθελε να κάνει ένα τελευταίο προσκύνημα σε τούτη τη γη.

Σφάλισε τα μάτια και μια μόνο εικόνα πέρασε πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. Μια τρυφερή παιδική παλάμη που έψαχνε να χωθεί στη δική του. Του ήρθε λιγοθυμιά.

Έγειρε στο πλάι κι άδειασε από μέσα του ξύδι και χολή. Κι ήταν σαν να έβγαινε μαζί και η τελευταία του πνοή.


Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου «ο φύλακας στο φάρο», εκδόσεις Μίνωας.

βάλε κι εσύ ένα χέρι...


 



βάλε κι εσύ ένα χέρι
να στήσουμε ένα αστέρι
στη φτωχιά μας γειτονιά
στον πικρό μας ουρανό.
ΡΙΤΣΟΣ

6 κλασικές κωμωδίες


 


6 κλασικές κωμωδίες 

για να δεις με τους κολλητούς σου ένα Σάββατο βράδυ
 http://www.oneman.gr/keimena/diaskedash/watchlist/6-klasikes-kwmwdies-gia-na-deis-me-toys-kollhtous-soy-ena-savvato-vrady.2159395.html

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Η αγία Ανέμη


http://www.antifono.gr

Αντί- γραφή V : Η αγία Ανέμη


Βαγγέλης Σταυρόπουλος
΄΄Αγία Ανέμη δεν φέρεται εν τω μηνολογίω΄ και όμως της αγίας ταύτης υπήρχεν εν Σαμοθράκη σεβάσμιον εκκλησίδιον εσχάτως ερημωθέν, διότι επιστεύετο ότι αυτή επροστάτευε την νήσον από των ορμητικώς εμπιπτόντων ανέμων΄΄. Φ. Κουκουλές
ΣΑΛΑΡΙΝΟΣ: ο νους σου δέρνεται στον ωκεανόν, εκεί που
τα πλοία σου με αγέρωχα πανιά- σαν άρχοντες
και πλούσιοι αστοί, πάνω στον πόντο, ή σαν να΄ναι
θαλασσινά θεάματα- θωρούν από ψηλά
τα μικροκάικα που τους κάνουν τεμενάδες
καθώς περνάνε πλάι τους με τα υφαντά φτερά τους.
(…)
Το φύσημα να κρυώσω το ζουμί μου, θα μου φύσαε
κρυάδες, τι θα σκεφτόμουν τι κακό μπορεί να κάνει
άνεμος δυνατός στο πέλαγος΄ δε θα΄βλεπα
να τρέχει στ΄αμμογυάλι η ώρα, παρά ο νους μου
θα΄τρεχε και ρηχά και ξέρες και θα εθώρουν
την πλούσιαν Αντριάνα μου στην άμμο πλευρισμένη
να΄χει χαμηλωμένο τον αψηλό της πύργο
πιο κάτω κι απ΄τα παγίδια της για να φιλήσει
τον τάφο της. Αν πήγαινα στην εκκλησία
κι έβλεπα τ΄άγιο οικοδόμημα το πέτρινο,
αμέσως θα σκεφτόμουν βράχους επικίνδυνους,
που μόνο αγγίζοντας του ωραίου σκαριού μου το πλευρό
θα σκόρπαε τα μπαχάρια του στον πόντο, θα΄ντυνε
τα μουγκριστά νερά , με τα μεταξωτά μου.
Περπατώντας σε ένα σοκάκι της Βενετίας, προσπαθεί ο Σαλαρίνος κι ο Σολάνιος να ερμηνεύσουν την ανησυχία που΄ναι μαζεμένη στην όψη του καλού τους φίλου Αντωνίου (Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ο Έμπορος της Βενετίας, μετ. Βασίλη Ρώτα, Βούλας Δαμιανάκου, Εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1997, σελ. 19- 20). Θα΄ναι σίγουρα λένε οι δυο τους, οι τόσες του έννοιες για τα πλοία του, που πλέουν σε πελάγη άγρια κάτω απ΄ατίθασους ανέμους. Κι είναι αρκετό αυτό, για να γίνει κι η ψυχή του φίλου τους κι αυτή σαν ένα μαύρο πέλαγος, όπου η ανησυχία κι ο φόβος χαράζουν και τραβούν τη δική τους ρότα.
Την δύναμη της παραστατικότητας του ίδιου εικονολογικού παραδείγματος, καιρό πολύ πριν τον Σαίξπηρ επικαλείται ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επιχειρώντας να αποδώσει τους ψυχικούς κλύδωνες των βιωτικών μελημάτων: είναι η ψυχή σα τη βαρκούλα που πλέει μες το πέλαγος της ζωής, έτοιμη να συντριφτεί στις ξέρες και τα κύματα των πειρασμών, έτοιμη να καρφωθεί στις εσχατιές της ποντικής αβύσσου.
Η εικόνα αυτή που ο ιερός πατήρ μας δίνει, έχει βεβαίως με την σειρά της το οντολογικό της προηγούμενο στην σκέψη των αρχαίων: η ατομικότητα- η προσωπικότητα- καταχτιέται σαν μέσα από ένα ατέλειωτο καβαφικό ταξίδι, τέτοιο που να αρμόζει το υλικό και τον σκοπό του τραγουδιού του παντοπόρου άπορου ανθρώπου:

Τον άντρα τον πολύτροπο πες μου, θεά, που χρόνια
παράδερνε, σαν πάτησε της Τροίας τ’ άγιο κάστρο,
κι ανθρώπων γνώρισε πολλών τους τόπους και τη γνώμη
κι έπαθε πλήθος συμφορές στα πέλαγα, ζητώντας
πώς στην πατρίδα του άβλαβος να πάει με τους συντρόφους. 
Μα κι έτσι αυτούς δε γλίτωσε, μ’ όσον καημό και αν είχε.
Γιατί μονάχοι χάθηκαν από δικό τους κρίμα,
οι άσεβοι, που φάγανε τ’ Ουρανοδρόμου Ήλιου
τα βόδια και τους στέρησε του γυρισμού τη μέρα. [ Οδ. Α’ 1-11, Σιδέρης]


Στον Όμηρο και στον Χρυσόστομο, το κατόρθωμα είναι έμμετρα, ένθεα και γενναία ο άνθρωπος να τραβά κουπί και να κουμαντάρει με σοφία το πανί του σε κάθε περίσταση του ανέμου, ώστε αυτίκα και κατά πόδας το βιωτικόν πορθμείον εν τω της συντελείας όρμω ελλιμενίζειν, καταπώς γράφει Λέων ο Διάκονος. Μονάχα των Φαιάκων τα καράβια λέει ο Όμηρος δεν έχουν πηδάλιο, μιας κι είναι αυτοί της θάλασσας οι πιο μεγάλοι μύστες: Γιατί δεν έχουν τα γοργά καράβια των Φαιάκων, σαν τ΄άλλα τα πλεούμενα τιμόνια ή κυβερνήτες. [ Οδ. Θ’ 557-558, Σιδέρης]
Αν είναι ωστόσο να παρατηρήσουμε κάτι κοινό στα γραπτά του Σαίξπηρ και του Χρυσοστόμου- όσο άκομψο ή άβολο κι αν είναι- θα΄πρεπε να κρατήσουμε πως η ψυχή όπως κι η πίστη, παρομοιάζονται με την επικερδέστερη, αλλά και πιο ριψοκίνδυνη μορφή εμπορίου: το θαλάσσιο (Ιωαν. Χρυσοστόμου, Προς Θεόδωρον μοναχόν, PG 47, 309 και Ομιλίαι εις τον πτωχόν Λάζαρον και τον πλούσιον I, 3, PG 48, 966).
Τα οφέλη και τις ευκαιρίες που το θαλάσσιο εμπόριο προσέφερε, μπόρεσε η εκκλησία νωρίς να διακρίνει, άποψη την οποία κανείς εύκολα σχηματίζει μελετώντας τα αυτοκρατορικά έγγραφα που αφορούν σε υποθέσεις του σεκρέτου της θαλάσσης, ειδικά κατά την περίοδο του ια’ και ιβ’ αιώνος. Το προβάδισμα της εκκλησίας και πιο ειδικά των μοναστηριών στον χώρο του θαλάσσιου εμπορίου, οφείλεται κυρίως στην εμμονικά παραδοσιαρχική άποψη της βυζαντινής αριστοκρατίας, αλλά θεμελιωδώς της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, πως μοναδική ευγενής πηγή πλουτισμού είναι η έγγειος ιδιοκτησία.
Δύο σχετικά πρώιμα, αλλά χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του διπολικού σχήματος είναι τα εξής: ο βίος του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος Πατριάρχου Αλεξανδρείας μας πληροφορεί, πέρα από τις τόσες πραγματικά θαυμαστές φιλανθρωπίες, για δεκαπέντε φορτηγά εμπορικά πλοία τα οποία αποτελούσαν μέρος της πατριαρχικής περιουσίας κι αναγκάστηκαν κατά την διάρκεια ταξιδιού τους, να ξεφορτώσουν στα νερά της Αδριατικής φορτίο που αντιστοιχούσε σε 3.200 λίτρες καθαρού χρυσού για να αποφύγουν τον αύτανδρο καταποντισμό.
Από την άλλη πλευρά έχουμε την περίπτωση του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου. Αντιγράφω το εκκεντρικό περιστατικό, όπως το κατέγραψε στην Επιτομή Ιστοριών του ο Ιωάννης Ζωναράς ( μετ. Ιορδάνη Γρηγοριάδη, Εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1998, τόμος β’, σελ. 127- 129): Kάποτε προσορμίστηκε στο λιμάνι των ανακτόρων ένα φορτηγό πλοίο τόσο παραφορτωμένο με εμπορεύματα, ώστε βυθιζόταν μέχρι την τελευταία ίσαλη γραμμή. Έτυχε λοιπόν να σκύψει από πάνω ο αυτοκράτορας και θαυμάζοντας το πλοίο ρώτησε, μέσω κάποιου αυλικού, να μάθει τίνος ήταν. Όταν πληροφορήθηκε ότι είναι της αυγούστας και πως μόλις είχε φτάσει από εμπορική αποστολή, την οποία οι άνθρωποι της βασίλισσας διεκπεραίωσαν στην περιοχή της Συρίας, διέταξε αμέσως να ξεφορτώσουν όση πραμάτεια ανήκε στο πλήρωμα του πλοίου, ενώ αντιθέτως να μην πειράξουν τίποτα από τα αντικείμενα της αυγούστας. Αφού έγινε αυτό, απομάκρυνε τους άνδρες από την περιοχή και αφού έριξε υγρό πυρ στο καράβι, το έκαψε με όλο του το φορτίο, λοιδορώντας την αυτοκράτειρα: ΄΄Αν και ο Θεός με ανέδειξε βασιλιά, εσύ με πιέζεις να γίνω ναυτικός. Μάθε πως το εμπόριο δόθηκε στους ιδιώτες για να εξασφαλίσουν από εκεί τα προς το ζην. Γιατί αν εμείς κοντά στα βασιλικά πλούτη οικειοποιηθούμε και τα κέρδη από το εμπόριο, από πού θα προμηθευτούν τα απαραίτητα οι κοινοί άνθρωποι;΄΄.
Δικαιοσύνη, που αν μη τι άλλο χάρισε στον Θεόφιλο, παρά την εικονομαχική του πολιτική, μία μεταθανάτια θέση δικαστή ανάμεσα στον Μίνω και στον Αιακό, σύμφωνα με τον Τιμαρίωνα.
Αρχικά λοιπόν τα μοναστήρια φαίνεται πως αποκτούν πλοία, ώστε να διευκολυνθεί η μετακίνηση αγροτικών προϊόντων, από τα κτήματά τους στα κοινόβια προς χρήση ειδικά και μόνο των αδελφοτήτων. Στη συνέχεια όμως οι πηγές μας πληροφορούν, πως ο αριθμός των πλοίων αυξάνεται και πολλές μονές αποκτούν ιδιωτικές σκάλες στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, γεγονότα που μας κάνουν να εκτιμήσουμε πως αυτός ο ΄΄μοναστηριακός στόλος΄΄, ενεργά και δραστήρια συμμετείχε στην εμπορική ζωή της αυτοκρατορίας. Εξκουσσείες από την καταβολή φόρων και διάφορες άλλες ελαφρύνσεις, πρώτος παραχωρεί σε μοναστηριακά πλώιμα, Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός, ώστε να καταλήξουμε στις ιδιαιτέρως γενναιόδωρες παραχωρήσεις του αυτοκράτορα Ισαακίου Α’ του Αγγέλου, προς τα εμπορικά πλοία της Μονής της Πάτμου μαζί με όλες τις προνομίες που ξαναπαραχωρούν μέσα σε μία νύχτα οι Άγγελοι στους εμπορικούς στόλους  των Βενετών, των Γενουατών και των Πιζάνων, ως ηθικό αντιστάθμισμα στην ανελέητη εξόντωση του λατινικού πληθυσμού της Βασιλεύουσας μόλις λίγα χρόνια πριν, από τους πραιτοριανούς του Ανδρονίκου Α’ του Κομνηνού και από ένα μέρος του φανατισμένου αγελαίου και σύρφακος όχλου.
Λίγα χρόνια μετά παροπλισμένα αράζουν τα μοναστηρικά πλεούμενα, κι όταν πια ξανανταμώνουμε στ΄ανοιχτά του πέλαγου τη βαρκούλα, είναι ο κυρ- Θεόδωρος Λάσκαρης αυτός που τραβά κουπί με άνεμο εναντιοδρόμο.
Πικραμένος είναι, καθώς κι ο σκοπός της περιπλάνησής του: ΄΄καταιγίς με χειμάζει των συμφορών και των λυπηρών τρικυμίαι καταποντίζουσιν΄΄. Κι εύχεται στην Παναγία Θεοτόκο, έρημος και παντάξενος, που είναι το καραβάκι αυτή, μαζί και το λιμάνι, η ολκάς των θελόντων σωθήναι κι ο λιμήν των του βίου πλωτήρων.
Κι αρμενίζει ακούραστο το σκαρί και χιλιοδαρμένο καλέ μου Λέοντα, ώστε αυτίκα και κατά πόδας το βιωτικόν πορθμείον εν τω της συντελείας όρμω ελλιμενίζειν.
 πηγή: Aντίφωνο

Εικονοθεραπεία 63

Για μεγέθυνση πατάτε ροδάκι και ανοίγει νέα καρτέλα με φακό +- 

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις