http://mikros-romios.gr/%ce%bf-%ce%bc%ce%b1%cf%83%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%ac%cf%82-%ce%bc%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%b2%ce%b7%cf%82-%ce%b3%cf%81%ce%af%ce%b2%ce%b1%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b7-%cf%84%cf%81%ce%b5%ce%bb%ce%bf/
Ο μασκαράς μανάβης Γρίβας και η «Τρελοκατερίνα»
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Τα αποκριάτικα καμώματα του Δ. Γρίβα που αναστάτωναν τους Αθηναίους
Οι Aπόκριες έδιναν πάντα την ευκαιρία
στα λαϊκά στρώματα να διασκεδάζουν και να σατιρίζουν την επικαιρότητα,
τα μεγάλα πολιτικά και οικονομικά θέματα, κυρίως δε την πολιτική και
τους πολιτικούς. Από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ακόμη, ορισμένοι λαϊκοί
τύποι πρωταγωνιστούσαν στα αποκριάτικα πανηγύρια, ήταν λαοφιλείς και
σχεδόν πάντα βρίσκονταν απέναντι στην κάθε μορφής εξουσία. Διακριμένη
θέση ανάμεσά τους κατέχει ένας λαϊκός καλλιτέχνης, ο οποίος συνδέθηκε
κυρίως με τα αποκριάτικα πανηγύρια, αγάπησε την Ελλάδα, τα έβαλε με την
εξουσία και, όπως συνέβη στις περισσότερες περιπτώσεις, έφυγε από τη ζωή
φτωχός και πικραμένος. Πρόκειται για τον Δημήτρη Γρίβα, που καταγόταν
από τη Χαλκίδα και ασκούσε το ταπεινό επάγγελμα του λαχανοπώλη. Αλλά ο
κόσμος δεν τον γνώριζε για τα φρέσκα λαχανικά που έφερνε από την Εύβοια.
Όσο κι αν φαντάζει περίεργο, τον γνώριζε για τις «καλλιτεχνικές» του
δραστηριότητες!
Η επιγραφή!
Πάνω από την είσοδο του οπωροπωλείου
του, το οποίο βρισκόταν ψηλά στην οδό Ευριπίδου, προς την πλατεία
Κλαυθμώνος, είχε αναρτήσει επιγραφή με τον τίτλο «Γρίβειον Μέλαθρον».
Εκείνο το μανάβικο περισσότερο το επισκέπτονταν οι φιλίστορες και οι
αρχαιολογούντες, παρά οι νοικοκυρές της γειτονιάς. Το είχε μετατρέψει σε
«εθνολογικόν μουσείον». Πίσω από τις πλεξούδες με τα σκόρδα και τα
κρεμμύδια υπήρχαν συλλογές ολόκληρες από παλαιά σκουριασμένα τουφέκια,
σπαθιά, παλιά σπασμένα καριοφίλια, χατζάρια, ξεβαμμένες χρωμολιθογραφίες
και γύψινα αγαλματάκια. Και, όπως διέσωσε ο Τίμος Μωραϊτίνης, σπάνια
έβλεπε αγοραστή μήλων ή πορτοκαλιών, αφού τα προϊόντα ήταν και αυτά
υψηλής… αρχαιολογικής αξίας!
Σάτιρες και κρατητήριο
Ο Γρίβας υπήρξε ακόμη πρωτοπόρος των
αποκαλούμενων «πλαστικών εικόνων», κάτι αντίστοιχο με τις μεταμφιέσεις
που βλέπουμε συνήθως στους πεζόδρομους των μεγαλουπόλεων, όπου
μεταμφιεσμένοι παραμένουν ακίνητοι ως «αγάλματα». Με την ευκαιρία
εθνικών εορτών εμφανιζόταν ως Σωκράτης, άλλοτε παρίστανε τον Κοραή, τον
Διάκο όταν συλλαμβανόταν από τους Τούρκους κ.ά. Ωστόσο, παροιμιώδης
υπήρξε η παρουσία του και οι καυστικές παραστάσεις του στις αθηναϊκές
Απόκριες. Παραστάσεις που αρκετές φορές τον οδήγησαν πίσω απ’ τα σίδερα
της φυλακής. Σατίριζε τους αστυφύλακες, τους δημοτικούς συμβούλους, τους
δημάρχους, τους βουλευτές, τους υπουργούς, τους πρωθυπουργούς, τους
ιερείς κ.λπ. Πότε εμφανιζόταν με φουστανέλα δίπλα σε έναν γνωστό Αθηναίο
που αντέγραφε τις ευρωπαϊκές συνήθειες και πότε καβάλα σ’ έναν γάιδαρο
που τον εμφάνιζε ως τον φορολογούμενο ελληνικό λαό.
Το 1896, όταν επικρατούσε ευφορία λόγω
των επικείμενων Ολυμπιακών Αγώνων, ο Γρίβας και η παρέα του παρουσίαζαν
τον Τρικούπη να κοιμάται και να ονειρεύεται οκτακόσια στρογγυλά
εκατομμύρια! Ο Γρίβας, ξαπλωμένος και φορώντας νυχτικό, παρίστανε τον
Τρικούπη, ο οποίος ξυπνούσε και έβλεπε πως τα εκατομμύρια ήταν φορτωμένα
στη ράχη ενός χαμάλη που παρίστανε τον ελληνικό λαό!
Μια άλλη φορά, το 1910, έγινε αφορμή να
ξεσπάσει το μεγαλύτερο μαξιλάρωμα στη νεότερη ιστορία των Αθηνών. Η
Επιτροπή που έκρινε τις μασκαράτες και εκατοντάδες άνθρωποι –που είχαν
πληρώσει εισιτήριο– κάθονταν σε ξύλινη εξέδρα που υπήρχε επί της οδού
Κοραή. Σε καθέναν από τους επισήμους και σε όσους είχαν πληρώσει
εισιτήριο αντιστοιχούσε και ένα μαξιλαράκι. Ο Γρίβας εμφανίσθηκε με δύο
τσουβάλια άχυρα που έγραφαν «Δώρα προς την Επιτροπήν των Εορτών»! Για
κάποιο περίεργο λόγο θεωρήθηκε το σύνθημα για αρχίσει ένα άγριο
μαξιλάρωμα, καταρχήν μεταξύ των θεατών και στη συνέχεια εναντίον των
επισήμων. Εκείνοι που την πλήρωσαν ήταν τα νεαρά βλαστάρια της βασιλικής
οικογένειας που παρακολουθούσαν το πανηγύρι και το έβαλαν στα πόδια
προστατευόμενοι από τους χωροφύλακες. Σε λίγη ώρα τα περίφημα χαμίνια
είχαν καταλάβει τις εξέδρες!
Στην Αποκριά του 1914, σατιρίζοντας την
παράδοση της Βορείου Ηπείρου στους Αλβανούς, τοποθέτησε πάνω σε ένα κάρο
ένα μακρύ φέρετρο. Στη μια πλευρά του φέρετρου είχε γράψει «Κορυτζά»
και στην άλλη «Αργυρόκαστρο». Γυρνούσε, λοιπόν, με το κάρο του στην
Αθήνα ξεσηκώνοντας τους πολίτες. Δεν πρόλαβε, όμως, να φτάσει στο
Σύνταγμα. Τον είχαν συλλάβει οι χωροφύλακες και εισέπραξε της χρονιάς
του στα κρατητήρια, όπου κλείστηκε για δύο εβδομάδες. Αλλά ποτέ δεν
έχανε το κέφι και το χιούμορ του.
Η «Τρελλοκατερίνα»
Το έτερον ήμισυ του Γρίβα ήταν η
«Τρελοκατερίνα», «αρκετά χονδρή, παχύσαρκη, από την καλοπέρασι, με
πρόσωπο κατακόκκινο και με μύτη μελιτζανιά». Εμφανισιακά ο
καταλληλότερος τύπος για τους αποκριάτικους εορτασμούς. Τριγυρνούσε
στους αθηναϊκούς δρόμους, προβάλλοντας την «αριστοκρατική» της καταγωγή
και τους δεσμούς της με διάφορους βασιλικούς και πριγκιπικούς οίκους της
Ευρώπης. Στα αποκριάτικα πανηγύρια παρίστανε την Αγγλίδα ευγενή και
συνόδευε τον Γρίβα στις… δημιουργίες του.
Όταν η «Τρελλοκατερίνα» πέθανε, την
τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα οι εφημερίδες την αποχαιρέτησαν με
αξιοπρέπεια και ο Σουρής τής αφιέρωσε ένα πρωτοσέλιδο και πλούσιο
έμμετρο. Από τότε ο Γρίβας άλλαξε στάση και συνήθειες. Επέστρεψε στη
Χαλκίδα, συνεχίζοντας να ασχολείται με τη μαναβική αλλά και το εμπόριο
στρειδιών, κυδωνιών κ.ά. Φρόντιζε, ωστόσο, συχνά πυκνά να δηλώνει
δυναμικό «παρών» στις αθηναϊκές αποκριάτικες παρελάσεις, φροντίζοντας
ταυτόχρονα να διαφημίζει τα θαλασσινά του, τα οποία διέθετε τις Καθαρές
Δευτέρες στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και στο Θησείο. Άγνωστοι
παραμένουν ο χρόνος και ο τρόπος που έφυγε από τη ζωή. Αλλά μία από τις
τελευταίες του σκέψεις έμεινε στα κιτρινισμένα φύλλα των εφημερίδων.
Απορούσε ο αποκριάτικος διασκεδαστής «πώς είναι δυνατόν ένας τόσον
ευφυής λαός όπως ο ελληνικός να πληρώνει διαρκώς φόρους».