Περί βλασφημίας – Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος
«Επειδή τώρα σας ωμίλησα περί βλασφημίας, θέλω να ζητήσω από όλους σας
μίαν χάριν αντί της διαλέξεως και της ομιλίας ταύτης, και αυτή είναι να
σωφρονήσετε, προς χάριν μου, τους ανθρώπους που βλασφημούν εις την
πόλιν.
Και αν ακούσης κάποιον εις τον δρόμον ή εις το μέσον τής
αγοράς να βλασφημή τον Θεόν, πλησίασε, επίπληξέ τον, και αν πρέπει να
τον δείρης, μη διστάσης· ράπισέ τον εις
το πρόσωπον, σύντριψέ του το στόμα, και αγίασε το χέρι σου δια της
πληγής που θα του δώσης, και αν σε καταγγείλουν μερικοί και σε σύρουν
εις το δικαστήριον, να τους ακολουθήσης· και αν από το δικαστικόν βήμα
σου ζητήση ο δικαστής ευθύνας να ειπής με θάρρος, ότι εβλασφήμησε τον
βασιλέα των αγγέλων. Διότι εάν πρέπει να τιμωρούνται αυτοι που
βλασφημούν τον επίγειον βασιλέα, πολύ περισσότερον πρέπει να τιμωρούνται
εκείνοι που βλασφημούν Εκείνον.
Το έγκλημα τούτο είναι κοινόν
και το αδίκημα δημόσιον και δι’ αυτό είναι δικαίωμα καθενός που θέλει
να τους τιμωρή· ας μάθουν και οι Ιουδαίοι και οι ειδωλολάτραι ότι οι
Χριστιανοί είναι σωτήρες τής πόλεως και κηδεμόνες και προστάται και
διδάσκαλοι αυτής, ας μάθουν αυτό και οι ακόλαστοι και διεφθαρμένοι, και
ότι πρέπει να φοβούνται τους δούλους τού Θεού, ώστε αν κάποτε θελήσουν
να εκστομίσουν τέτοια λόγια, να βλέπη ο ένας τον άλλον παντού και να
τρέμουν τας σκιάς, και να αγωνιούν μήπως ο Χριστιανός τούς ακούση και
ορμήση εναντίον τους και τους τιμωρήση.
Δεν ήκουσες τί έκαμεν ο
Ιωάννης; Είδεν άνθρωπον τύραννον να ανατρέπη τους περί γάμου νόμους,
και με θάρρος εις το μέσον τής αγοράς είπε· «δεν σου επιτρέπεται να έχης
ως σύζυγον την γυναίκα τού αδελφού σου Φιλίππου».
Εγώ όμως δεν σε
ωδήγησα ενώπιον βασιλέως, ούτε ενώπιον δικαστού, ούτε διά παρανόμους
γάμους, ούτε δι’ εξύβρισιν των συνανθρώπων σου, αλλά διά υβριστικήν
συμπεριφοράν εις τον Δεσπότην· έχω την αξίωσιν να σωφρονίσης τον
συνάνθρωπόν σου.
Άραγε εάν σου έλεγα να τιμωρής και να
διορθώνης τους βασιλείς και τους δικαστάς όταν παρανομούν, δεν θα έλεγες
ότι πάσχω από τρέλλαν; Και όμως ο Ιωάννης αυτό έκαμε· Και έτσι εδείχθη
ότι δεν είναι έξω από τα καθήκοντά μας. Τώρα δε τουλάχιστον τον
ομόδουλον και ομότιμόν σου αν παραστή ανάγκη να πεθάνης, σωφρονίζων τον
αδελφόν σου, να μη διστάσης να το κάμης, διότι έτσι θα γίνης μάρτυς του
καθήκοντος· διότι και ο Ιωάννης έγινε μάρτυς. Αν και δεν εθυσιάσθη ούτε
διετάχθη να προσκυνήση είδωλον, αλλά χάριν των ιερών νόμων που
υβρίζοντο απετμήθη την κεφαλήν· και συ λοιπόν να αγωνισθής μέχρι
θανάτου υπέρ της αληθείας και ο Κύριος θα πολεμήση δι’ εσέ.
Και μη μου ειπής τον ψυχρόν τούτον λόγον, τί με ενδιαφέρει; δεν έχω
καμμίαν σχέσιν με αυτόν. Μόνον με τον διάβολον δεν έχομεν καμμίαν
σχέσιν, με τους ανθρώπους δε όλους έχομεν πολλά κοινά. Διότι έχουν την
ιδίαν φύσιν με εμάς, κατοικούν την ιδίαν γην, και τρέφονται με τας ιδίας
τροφάς, έχουν τον ίδιον Δεσπότην, έλαβον τους ιδίους νόμους και
προορίζονται να απολαύσουν τα ίδια αγαθά με εμάς. Ας μη λέγωμεν λοιπόν
ότι δεν έχομεν τίποτε κοινόν προς αυτούς· διότι αυτή, είναι σατανική
φωνή και δείχνει απανθρωπίαν διαβολικήν· ας μη λέγωμεν λοιπόν αυτά και
ας δείξωμεν ενδιαφέρον που αρμόζει εις αδελφούς.
Σας διαβεβαιώ
δε τούτο με πάσαν ακρίβειαν, και σας εγγυώμαι ότι εάν όλοι εσείς εδώ
ηθέλατε να διαμοιράσετε την πόλιν εις τομείς και ενδιαφερθήτε δια την
σωτηρίαν των κατοίκων της, γρήγορα ολόκληρη η πόλις θα διορθωθή. Καίτοι
εδώ υπάρχει το ελάχιστον μέρος τής πόλεως κατά το πλήθος, το
σημαντικώτερον όμως ως προς την ευσέβειαν.
Ας διαμοιράσωμεν λοιπόν
την σωτηρίαν των αδελφών μας· είναι ικανός ένας άνθρωπος γεμάτος από
ζήλον να διορθώση ολόκληρον πόλιν. Όταν δε δεν είναι ένας, ούτε δύο και
τρεις, αλλά τόσον μεγάλο πλήθος που ημπορεί να ασχοληθή με την φροντίδα
των παραμελημένων πνευματικώς, τότε αντιλαμβάνομαι ότι όχι από άλλην
αιτίαν, ούτε από αδυναμίαν αυτών, αλλά από την ιδικήν μας αδιαφορίαν οι
περισσότεροι των Χριστιανών καταβάλλονται και καταστρέφονται
πνευματικώς.
Διότι δεν είναι άτοπον, όταν ίδωμεν εις την αγοράν
συμπλοκήν ανθρώπων να τρέχωμεν να συμφιλιώνωμεν τους διαπληκτιζομένους·
και διατί αναφέρω συμπλοκήν ανθρώπων; Εάν ίδωμεν κάποιον όνον να έχη
πέσει, όλοι τρέχομεν να τον βοηθήσωμεν να σηκωθή· διά δε τους αδελφούς
μας που χάνονται θα αδιαφορούμεν;
Με όνον ομοιάζει ο
βλάσφημος, που έπεσε, διότι δεν ημπορούσε να βαστάση το φορτίον τού
θυμού του· πλησίασε και σήκωσέ τον και δια των λόγων και δια των έργων,
και με επιείκειαν και με σφοδρότητα, ας είναι ποικίλον το φάρμακον της
θεραπείας· και αν έτσι τακτοποιώμεν τα ζητήματά μας, και φροντίζωμεν διά
την σωτηρίαν τών πλησίον, γρήγορα και εις αυτούς ακόμη που θα
διορθώσουν τον εαυτόν τους διά των ενεργειών μας θα είμεθα ποθητοί και
αξιαγάπητοι· και το σπουδαιότερον όλων θα απολαύσωμεν τα αγαθά που μας
έχουν ετοιμασθή, των οποίων είθε όλοι να επιτύχωμεν διά της χάριτος και
φιλανθρωπίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά του οποίου εις τον
Πατέρα συγχρόνως και το άγιον Πνεύμα ανήκει δόξα, κράτος, τιμή, και τώρα
και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.»