Ο
Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) ήταν
ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος
με τρία κρατικά βραβεία.
Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελική Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.
Σε ηλικία πέντε ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του μόνιμα στην Αθήνα. Με προτροπή και επιμονή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του και ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.
Η πρώτη του επαφή με την ποίηση ήταν την Άνοιξη του 1941, όταν πρωτοέγραψε ποίηση. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλου, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδοσε τις «Παραλογαίς» και ακολούθησαν και άλλες πολλές, με αποκορύφωμα το «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952), το οποίο εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Τα πρώτα του ποιήματα κατακρίθηκαν από την γενιά του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 άρχισαν οι κριτικοί να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματά του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέκος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.α.
Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».
Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε σε αυτόν και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ως ένας ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίηση του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία.
Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Ίμβρου 2 στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη από τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Επίσης το υπουργείο πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.
Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη. Δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε οικογένεια, διατηρούσε όμως δεσμό από το 1960 με την ζωγράφο Γιάννα Περσάκη.
http://el.wikipedia.org/ wiki/Μίλτος_Σαχτούρης
Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελική Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.
Σε ηλικία πέντε ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του μόνιμα στην Αθήνα. Με προτροπή και επιμονή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του και ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.
Η πρώτη του επαφή με την ποίηση ήταν την Άνοιξη του 1941, όταν πρωτοέγραψε ποίηση. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλου, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδοσε τις «Παραλογαίς» και ακολούθησαν και άλλες πολλές, με αποκορύφωμα το «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952), το οποίο εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Τα πρώτα του ποιήματα κατακρίθηκαν από την γενιά του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 άρχισαν οι κριτικοί να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματά του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέκος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.α.
Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».
Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε σε αυτόν και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ως ένας ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίηση του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία.
Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Ίμβρου 2 στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη από τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Επίσης το υπουργείο πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.
Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη. Δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε οικογένεια, διατηρούσε όμως δεσμό από το 1960 με την ζωγράφο Γιάννα Περσάκη.
http://el.wikipedia.org/