Ο
Μαξ Ερνστ (Max Ernst, 2 Απριλίου 1891 - 1 Απριλίου 1976) ήταν Γερμανός
ζωγράφος και γλύπτης και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους
καλλιτέχνες του κινήματος του υπερρεαλισμού αλλά και εν γένει της
μοντέρνας τέχνης. Η τέχνη του χαρακτηρίστηκε από πρωτοποριακά και
ρηξικέλευθα στοιχεία, με εμφανείς επιρροές από το σουρρεαλιστικό κίνημα.
Επιπλέον, ο Μαξ Ερνστ διακρίθηκε για το συνδυασμό διαφορετικών τεχνικών που χρησιμοποίησε, καθώς και από μία διαρκή αναζήτηση νέων μεθόδων σύνθεσης.
Γεννήθηκε στην πόλη Brühl της Γερμανίας, λίγο έξω από την Κολωνία, γιος του δάσκαλου Φίλιπ Ερνστ και της Λουΐζ Κοπ. Το 1909, σε ηλικία 18 ετών, ξεκινά η φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και ειδικότερα στη σχολή Φιλοσοφίας, ωστόσο σε σύντομο χρονικό διάστημα εγκαταλείπει ολοκληρωτικά τις σπουδές του προκειμένου να αφιερωθεί στην τέχνη. Το 1911 γνωρίζεται και συνδέεται φιλικά με τον Όγκουστ Μάκε, ενώ γίνεται και μέλος της μιας εξπρεσιονιστικής ομάδας καλλιτεχνών (Rheinische Expressionisten) στη Βόννη. Τον επόμενο χρόνο εκθέτει έργα του στην γκαλερί Feldman στην Κολωνία. Παράλληλα, έρχεται σε επαφή με το έργο του Σεζάν, του Πικάσσο και του Βαν Γκογκ και το 1913 ταξιδεύει στο Παρίσι όπου γνωρίζει αρχικά τον ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ και αργότερα τον Ζαν Αρπ με τον οποίο θα αναπτύξει ιδιαίτερη φιλία.
Με το ξέσπασμα του Α' παγκοσμίου πολέμου. ο Ερνστ κατατάσσεται στο γερμανικό στρατό. Παρά την στρατιωτική του θητεία, εξακολουθεί να ζωγραφίζει και το 1916 συμμετέχει σε έκθεση στο Βερολίνο. Μετά το τέλος του πολέμου, επιστρέφει στην Κολωνία το 1918, όπου πραγματοποιεί τα πρώτα του έργα κολάζ ενώ συμμετέχει ενεργά και στη σύσταση της ντανταϊστικής ομάδας στην Κολωνία. Το 1921 εκθέτει για πρώτη φορά έργα του στο Παρίσι και την ίδια περίπου περίοδο αναμειγνύεται στις δραστηριότητες των Γάλλων υπερρεαλιστών. Καταγράφονται και αρκετές συνεργασίες του με άλλους υπερρεαλιστές καλλιτέχνες, όπως τον Πωλ Ελυάρ, τον Χουάν Μιρό αλλά και τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, με τον οποίο συνεργάζεται για την ταινία Χρυσή Εποχή όπου υποδύεται και έναν μικρό ρόλο.
Το 1926 εκδίδει το έργο Φυσική Ιστορία χρησιμοποιώντας την τεχνική του φροτάζ και τρία χρόνια αργότερα εκδίδει το πρώτο μυθιστόρημα-κολάζ με τίτλο Η Γυναίκα Με Τα 100 Κεφάλια. Το 1931 εκθέτει για πρώτη φορά στην Αμερική, στη Julian Levy Gallery της Νέας Υόρκης και με την έναρξη του Β' παγκοσμίου πολέμου αναζητά και πάλι καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου κατορθώνει να εγκατασταθεί χάρη στη βοήθεια του αμερικανού δημοσιογράφου Varian Fry, το 1941. Στην Αμερική, συνδέεται με τον Μαρσέλ Ντυσάν και θεωρείται πως αποτελεί κατά κάποιο τρόπο επιρροή των καλλιτεχνών του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.
Ο Ερνστ είχε παντρευτεί 4 φορές. Από την πρώτη του σύζυγο, την δημοσιογράφο και ιστορικό τέχνης Λουίζ Στράους (Luise Straus), απέκτησε έναν γιο, τον Χανς-Ούλριχ Ερνστ, που αργότερα έγινε γνωστός ως Τζίμι Ερνστ και ασχολήθηκε και αυτός με τη ζωγραφική. Στη συνέχεια (1927) παντρεύτηκε την Marie-Berthe Aurenche ενώ λίγο αργότερα συνδέθηκε με την Μεξικανή ζωγράφο Λεονόρα Κάρινγκτον (Leonora Carrington), μέχρι την εισβολή των Ναζί στη Γαλλία και η σύλληψη του Ερνστ από την Γκεστάπο. Ο Ερνστ κατάφερε να διαφύγει στην Αμερική με την βοήθεια της συλλέκτη έργων Πέγγυ Γκούγκενχαϊμ (Peggy Guggenheim), εγκαταλείποντας την Κάρινγκτον στη Γαλλία. Στην Αμερική (1941) παντρεύτηκε την Γκούγκενχαϊμ, αλλά ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ. Το 1946 παντρεύτηκε για τέταρτη φορά. Νέα του σύζυγος υπήρξε η Αμερικανίδα ζωγράφος και γλύπτρια Δωροθέα Τάννινγκ (Dorothea Tanning).
Ο Ερνστ επιστρέφει στην Ευρώπη το 1950 και το 1954 του απονέμεται το πρώτο βραβείο ζωγραφικής στη Μπιενάλε της Βενετίας. Μια σημαντική αναδρομική έκθεση με έργα του παρουσιάζεται στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης. Πεθαίνει τον επόμενο χρόνο στο Παρίσι.
Φωτ : Οιδίπους, ελαιογραφία (1922).
http://el.wikipedia.org/ wiki/Μαξ_Ερνστ
Γεννήθηκε στην πόλη Brühl της Γερμανίας, λίγο έξω από την Κολωνία, γιος του δάσκαλου Φίλιπ Ερνστ και της Λουΐζ Κοπ. Το 1909, σε ηλικία 18 ετών, ξεκινά η φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και ειδικότερα στη σχολή Φιλοσοφίας, ωστόσο σε σύντομο χρονικό διάστημα εγκαταλείπει ολοκληρωτικά τις σπουδές του προκειμένου να αφιερωθεί στην τέχνη. Το 1911 γνωρίζεται και συνδέεται φιλικά με τον Όγκουστ Μάκε, ενώ γίνεται και μέλος της μιας εξπρεσιονιστικής ομάδας καλλιτεχνών (Rheinische Expressionisten) στη Βόννη. Τον επόμενο χρόνο εκθέτει έργα του στην γκαλερί Feldman στην Κολωνία. Παράλληλα, έρχεται σε επαφή με το έργο του Σεζάν, του Πικάσσο και του Βαν Γκογκ και το 1913 ταξιδεύει στο Παρίσι όπου γνωρίζει αρχικά τον ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ και αργότερα τον Ζαν Αρπ με τον οποίο θα αναπτύξει ιδιαίτερη φιλία.
Με το ξέσπασμα του Α' παγκοσμίου πολέμου. ο Ερνστ κατατάσσεται στο γερμανικό στρατό. Παρά την στρατιωτική του θητεία, εξακολουθεί να ζωγραφίζει και το 1916 συμμετέχει σε έκθεση στο Βερολίνο. Μετά το τέλος του πολέμου, επιστρέφει στην Κολωνία το 1918, όπου πραγματοποιεί τα πρώτα του έργα κολάζ ενώ συμμετέχει ενεργά και στη σύσταση της ντανταϊστικής ομάδας στην Κολωνία. Το 1921 εκθέτει για πρώτη φορά έργα του στο Παρίσι και την ίδια περίπου περίοδο αναμειγνύεται στις δραστηριότητες των Γάλλων υπερρεαλιστών. Καταγράφονται και αρκετές συνεργασίες του με άλλους υπερρεαλιστές καλλιτέχνες, όπως τον Πωλ Ελυάρ, τον Χουάν Μιρό αλλά και τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, με τον οποίο συνεργάζεται για την ταινία Χρυσή Εποχή όπου υποδύεται και έναν μικρό ρόλο.
Το 1926 εκδίδει το έργο Φυσική Ιστορία χρησιμοποιώντας την τεχνική του φροτάζ και τρία χρόνια αργότερα εκδίδει το πρώτο μυθιστόρημα-κολάζ με τίτλο Η Γυναίκα Με Τα 100 Κεφάλια. Το 1931 εκθέτει για πρώτη φορά στην Αμερική, στη Julian Levy Gallery της Νέας Υόρκης και με την έναρξη του Β' παγκοσμίου πολέμου αναζητά και πάλι καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου κατορθώνει να εγκατασταθεί χάρη στη βοήθεια του αμερικανού δημοσιογράφου Varian Fry, το 1941. Στην Αμερική, συνδέεται με τον Μαρσέλ Ντυσάν και θεωρείται πως αποτελεί κατά κάποιο τρόπο επιρροή των καλλιτεχνών του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.
Ο Ερνστ είχε παντρευτεί 4 φορές. Από την πρώτη του σύζυγο, την δημοσιογράφο και ιστορικό τέχνης Λουίζ Στράους (Luise Straus), απέκτησε έναν γιο, τον Χανς-Ούλριχ Ερνστ, που αργότερα έγινε γνωστός ως Τζίμι Ερνστ και ασχολήθηκε και αυτός με τη ζωγραφική. Στη συνέχεια (1927) παντρεύτηκε την Marie-Berthe Aurenche ενώ λίγο αργότερα συνδέθηκε με την Μεξικανή ζωγράφο Λεονόρα Κάρινγκτον (Leonora Carrington), μέχρι την εισβολή των Ναζί στη Γαλλία και η σύλληψη του Ερνστ από την Γκεστάπο. Ο Ερνστ κατάφερε να διαφύγει στην Αμερική με την βοήθεια της συλλέκτη έργων Πέγγυ Γκούγκενχαϊμ (Peggy Guggenheim), εγκαταλείποντας την Κάρινγκτον στη Γαλλία. Στην Αμερική (1941) παντρεύτηκε την Γκούγκενχαϊμ, αλλά ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ. Το 1946 παντρεύτηκε για τέταρτη φορά. Νέα του σύζυγος υπήρξε η Αμερικανίδα ζωγράφος και γλύπτρια Δωροθέα Τάννινγκ (Dorothea Tanning).
Ο Ερνστ επιστρέφει στην Ευρώπη το 1950 και το 1954 του απονέμεται το πρώτο βραβείο ζωγραφικής στη Μπιενάλε της Βενετίας. Μια σημαντική αναδρομική έκθεση με έργα του παρουσιάζεται στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης. Πεθαίνει τον επόμενο χρόνο στο Παρίσι.
Φωτ : Οιδίπους, ελαιογραφία (1922).
http://el.wikipedia.org/