Ο
Τζάκομο Καζανόβα (Giacomo Girolamo Casanova, 2 Απριλίου 1725 - 4
Ιουνίου 1798) ήταν Ιταλός τυχοδιώκτης και συγγραφέας, τα απομνημονεύματα
του οποίου περιέχουν μεταξύ άλλων μια μακριά σειρά αποπλανήσεων που
έκανε το όνομά του συνώνυμο του ακαταπόνητου στην αναζήτηση και -κυρίως-
του ευτυχούς εραστή.
Γόνος ζεύγους ηθοποιών της Βενετίας, σπούδασε Νομικά και, κατά τα γραφόμενά του, πήρε δίπλωμα από
το Πανεπιστήμιο της Πάντοβας δεκαεξαετής. Παρά τις σπουδές του -αν
αληθεύουν τα περί διπλώματος- ζούσε μέσα στην φτώχια παίζοντας βιολί
στους δρόμους και στις ταβέρνες, μέχρι την στιγμή που έσωσε από βαρύ
τραυματισμό τον γερουσιαστή κόμη Μπραγκαντίν. Η πράξη του αυτή του
προσπόρισε χρήματα για ένα ταξίδι στην Γερμανία και στην Γαλλία, όπου,
στο Παρίσι, μυήθηκε στον Τεκτονισμό.
Το 1753 επέστρεψε στην
Βενετία κι αμέσως κίνησε την προσοχή των αρχών της Δημοκρατίας με τις
αποκρυφιστικές του διδασκαλίες που, κατά τους ανακριτές, σκοπό είχαν την
απομύζηση διαφόρων θυμάτων και ιδίως του Μπραγκαντίν. Επί πλέον έγινε
ύποπτος ελευθεροφροσύνης.
Ο Μπραγκαντίν -ανακριτής
(inquisitore) κι ο ίδιος κάποτε- τον συμβούλεψε να εγκαταλείψει την
Βενετία αλλά ήταν αργά. Ο Καζανόβα συνελήφθη και κλείστηκε στα Piombi,
στις μολυβδοσκέπαστες φυλακές του δουκικού ανακτόρου Παλάτσο Ντουκάλε
(Palazzo Ducale). Αποφασίστηκε -χωρίς δίκη- η πενταετής φυλάκισή του
αλλά ύστερα από μερικούς μήνες δραπέτευσε (1757).
Πήγε στο
Παρίσι, πρόσθεσε στ’ όνομά του τον τίτλο «ιππότης de Seingalt»
(Σαινγκάλ) και άρχισε να εκμεταλλεύεται τους αφελείς. Παρίστανε των
ειδικό επί διαφόρων ελιξηρίων, έκλεβε στα χαρτιά («θυμάμαι με ντροπή την
σελίδα αυτή της ζωής μου» -δώδεκα κεφάλαια του βιβλίου του αυτή η
«σελίδα») ταξίδεψε στις Βρυξέλλες, όπου πέτυχε ένα δάνειο για λογαριασμό
της Γαλλίας από τις Ηνωμένες Επαρχίες (Ολλανδία), επισκέφθηκε τον
Ρουσσώ στο Μονμορανσύ και είχε φιλοσοφικές συζητήσεις -κατά τα λεγόμενά
του πάντα- με τον Βολταίρο στο Φερνέ. Ταξίδεψε επίσης στην Αγγλία και
στην Ρωσία, προσπαθώντας να πουλήσει μιαν ιδέα διοργάνωσης κρατικών
λαχείων. Εννοείται ότι σε κάθε ταξίδι είχε ερωτικές περιπέτειες με
κυρίες του κόσμου και του ημικόσμου και ότι σε κάθε σταθμό αποπλανούσε
όποιαν του τύχαινε.
Όπου κι αν πήγαινε κατόρθωνε να εισχωρήσει
σε αριστοκρατικούς κύκλους ελευθεροτεκτόνων, ροδοσταυριτών ή οπαδών του
αποκρυφισμού και να επωφελείται από την ευπιστία των αφελών και από τα
χαρτοπαικτικά του τεχνάσματα, μονομαχώντας συχνά –νικηφόρα βέβαια
πάντοτε. Αργά ή γρήγορα όμως οδηγούνταν στην φυλακή ή στα σύνορα.
Το 1775, μετά επανειλημμένες αιτήσεις, του επετράπη να επιστρέψει στην
Βενετία. Η κυβέρνηση τον χρησιμοποίησε ως κατάσκοπο αλλά οι αναφορές του
περιείχαν περισσότερη φιλολογία παρά πληροφορίες. Απολύθηκε, έγραψε μια
σάτιρα εναντίον ενός ευγενούς και αναγκάστηκε να φύγει στην Βιέννη και
στο Παρίσι.
Στο Παρίσι γνώρισε τον κόμη φον Βαλντστάιν που τον
προσέλαβε ως βιβλιοθηκάριο στον πύργο του τού Ντουξ στην Βοημία. Ο
Καζανόβα έζησε εκεί το τελευταία δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του. Αυτός
που είχε συναντήσει τόσες προσωπικότητες της εποχής, τον Μεγάλο
Φρειδερίκο, την Μεγάλη Αικατερίνη και τόσους άλλους, βρισκόταν τώρα σε
μια θέση λίγο ανώτερη από αυτήν του υπηρέτη. Τότε έγραψε στα γαλλικά τα
απομνημονεύματά του, την Ιστορία της ζωής μου, εν μέρει επαληθευόμενη
και εν μέρει διαψευδόμενη από την Ιστορία. Έζησε αρκετά για να θρηνήσει
την πτώση του Παλαιού Καθεστώτος, να μάθει ότι η Γαληνοτάτη Δημοκρατία
δεν υπήρχε πια και να δει την κατάρρευση του κόσμου που τέκνο του ήταν.
Εργογραφία
Ο Καζανόβα έγραψε αρκετά έργα, μεταξύ των οποίων και μια έμμετρη
μετάφραση της Ιλιάδας. Αλλά η Histoire de ma vie (Ιστορία της ζωής μου,
1794) είναι το έργο που διασώζει την φήμη του μέχρι της μέρες μας ως
υπαρκτού Δον Ζουάν και μεγάλου αποπλανητή. Ανεξάρτητα από το πόση
αλήθεια περιέχει (και όντως για τα πάσης φύσεως κατορθώματα του
συγγραφέα επιβάλλονται επιφυλάξεις) είναι ένα γοητευτικό όσο και
σκανδαλιστικό ανάγνωσμα που διηγείται περιπέτειες πολλές από τις οποίες
οι άρρενες αναγνώστες θα ήθελαν να είχαν ζήσει.
Το έργο μετέφρασε στα ελληνικά ο Κ.Παλαιολόγος ("Εκδόσεις 70-Πλανήτης" χχ).