Ο λίθος VIII της δυτικής ζωφόρου
Γενειοφόρος ιππέας προσπαθεί να δαμάσει το άλογό του. Θεωρείται έργο του ίδιου του γλύπτη, Φειδία. 442-438 π.Χ.
ΙΠΠΕΙΣ
Οι αριστοκράτες της Αρχαίας Αθήνας.
Στην αρχαία Ελλάδα η χρήση του αλόγου, σε πολεμικά άρματα, είναι γνωστή από τον 16ο αιώνα π.Χ., ενώ κατά τη δεύτερη χιλιετία η ταφή αλόγων μαζί με τον κύριο τους καταδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία τους.
Οι Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο κατακτούν την Τροία
προσφέροντας στους εχθρούς «δώρο» με τη μορφή αλόγου, τον περίφημο «Δούρειο Ίππο».
Η κατοχή αλόγου και η δαπανηρή συντήρησή του ήταν ακριβή υπόθεση. Αναφέρεται πως το 421 π.Χ. ένα άλογο στοίχιζε το υπέρογκο ποσό των 1200 ασημένιων αττικών δραχμών. Ως εκ τούτου μόνο η αριστοκρατική τάξη είχε αυτή τη δυνατότητα και έτσι το άλογο αποτελούσε σύμβολο κύρους, πλούτου και κοινωνικής θέσης.
Τον 6ο αιώνα π.Χ. πολλές αριστοκρατικές οικογένειες επιδείκνυαν την υπεροχή τους, επιλέγοντας ονόματα με πρώτο ή δεύτερο συνθετικό τη λέξη «ίππος» (π.χ. «Ιππίας» και «Ίππαρχος», γιοι του
τύραννου Πεισίστρατου, «Ξάνθιππος», πατέρας του Περικλή).
Ο νομοθέτης Σόλων (αρχές 6ου αι. π.Χ.), κάνοντας διάκριση των τεσσάρων κοινωνικών ομάδων της αθηναϊκής πολιτείας, ενέταξε αυτούς τους αριστοκράτες στη δεύτερη ανώτερη κοινωνική τάξη, εκείνη των Ιππέων. Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Περικλή (461-429 π.Χ.), ο ρόλος των ιππέων αναβαθμίστηκε· συγκροτήθηκε σώμα χιλίων ανδρών (ιππικό) το οποίο λάμβανε μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και σε σημαντικές θρησκευτικές γιορτές, όπως τα μεγάλα Παναθήναια.
Αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφώντας κάνουν αναφορά στη συμβολή των ιππέων στις νίκες των Αθηναίων εναντίον των Σπαρτιατών, ενώ ο Αριστοφάνης ονομάζει μία από τις κωμωδίες του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ιππείς» (424 π.Χ.).
Η στάση αυτή αλλάζει ριζικά με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., όταν με τη συμμετοχή της τάξης των ιππέων καταλύεται η αθηναϊκή δημοκρατία και εγκαθιδρύεται το ολιγαρχικό καθεστώς των Τριάκοντα τυράννων.
Τα αγάλματα ιππέων στην αίθουσα των αρχαϊκών έργων του Μουσείου είναι πιθανότατα αφιερώματα της τάξης των Ιππέων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η σημαντικότερη
συγκέντρωση τέτοιων αγαλμάτων παρατηρείται κατά τον 6ο αιώνα στην Ακρόπολη της Αθήνας. Κατασκευασμένα με εξαιρετική φροντίδα, καταδείκνυαν τον πλούτο και την ισχύ των αναθετών τους.
Ο παλαιότερος και πιο φημισμένος είναι ο «ιππέας Rampin» (550 π.Χ.), του οποίου η κεφαλή βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου . Φοράει στεφάνι νίκης από φύλλα δρυός ή αγριοσέλινου, που σχετίζεται με νίκη στα Νεμέα ή στα Ίσθμια.
Μοναδικός είναι ο «Πέρσης» ή «Σκύθης» ιππέας (520 π.Χ.), ο οποίος φοράει ανατολίτικη ενδυμασία με διακόσμηση ρόμβων και ανθεμίων . Η ομοιότητα του ενδύματός του με αυτό ενός πινακίου στην Οξφόρδη που φέρει την επιγραφή «Μιλτιάδης καλός», έχει
οδηγήσει στην πιθανή ταύτισή του με τον στρατηγό Μιλτιάδη κατά την υπεράσπιση από αυτόν των στρατιωτικών και εμπορικών συμφερόντων των Αθηναίων στον Εύξεινο Πόντο.
Ο δεύτερος σε μέγεθος ιππέας (520-510 π.Χ.) φέρει σημάδια απολάξευσης για να προσαρμοστεί ή να εντοιχιστεί, κατά την αρχαιότητα, στο τείχος της Ακρόπολης.
Εντυπωσιακός είναι και ο ιππέας (τέλη 6ου αι. π.Χ.) που, ενώ είναι γυμνός, φοράει σανδάλια και ιππεύει άλογο με γαλάζια χαίτη.
Ο «Ιππαλεκτρύονας» , μια περίεργη σύνθεση αλόγου και πετεινού, είναι ένα μυθικό ζώο, γνωστό στην αγγειογραφία, αλλά μοναδικό στην πλαστική. Ο ιππέας του ίσως να παριστάνει τον Ποσειδώνα, προστάτη της τάξης των Ιππέων.
Το μέγεθος των αλόγων στα αγάλματα είναι ιδιαίτερα μικρό και ίσως να δημιουργείται η εντύπωση ότι τα άλογα της εποχής ήταν μικρόσωμα. Το μέγεθός τους, όμως, μάλλον κυμαινόταν ανάμεσα στα μικροκαμωμένα πόνυ και τα σύγχρονα αραβικά άλογα, χωρίς όμως να μπορεί κανείς να μιλήσει με ασφάλεια για το θέμα αυτό.
Αγάλματα ιππέων δεν σώθηκαν από την αθηναϊκή Ακρόπολη του 5ου αιώνα.
Ιππείς, όμως, απεικονίζονται σε όλη τους την αίγλη στη ζωφόρο του Παρθενώνα , όπου, άλλοτε έφιπποι και άλλοτε πεζοί, συμμετέχουν στη μεγαλοπρεπή πομπή των Παναθηναίων εκπέμποντας χάρη και περηφάνια.
Κείμενα: Κοτσαρίνη Κωνσταντίνα, Παναγιωτίδου Θεοδώρα, Πλαϊτάκη Ίρις, Χρυσικόπουλος Βασίλης.
Φροντιστές-Αρχαιολόγοι, Μουσείου Ακρόπολης.
Γενειοφόρος ιππέας προσπαθεί να δαμάσει το άλογό του. Θεωρείται έργο του ίδιου του γλύπτη, Φειδία. 442-438 π.Χ.
ΙΠΠΕΙΣ
Οι αριστοκράτες της Αρχαίας Αθήνας.
Στην αρχαία Ελλάδα η χρήση του αλόγου, σε πολεμικά άρματα, είναι γνωστή από τον 16ο αιώνα π.Χ., ενώ κατά τη δεύτερη χιλιετία η ταφή αλόγων μαζί με τον κύριο τους καταδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία τους.
Οι Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο κατακτούν την Τροία
προσφέροντας στους εχθρούς «δώρο» με τη μορφή αλόγου, τον περίφημο «Δούρειο Ίππο».
Η κατοχή αλόγου και η δαπανηρή συντήρησή του ήταν ακριβή υπόθεση. Αναφέρεται πως το 421 π.Χ. ένα άλογο στοίχιζε το υπέρογκο ποσό των 1200 ασημένιων αττικών δραχμών. Ως εκ τούτου μόνο η αριστοκρατική τάξη είχε αυτή τη δυνατότητα και έτσι το άλογο αποτελούσε σύμβολο κύρους, πλούτου και κοινωνικής θέσης.
Τον 6ο αιώνα π.Χ. πολλές αριστοκρατικές οικογένειες επιδείκνυαν την υπεροχή τους, επιλέγοντας ονόματα με πρώτο ή δεύτερο συνθετικό τη λέξη «ίππος» (π.χ. «Ιππίας» και «Ίππαρχος», γιοι του
τύραννου Πεισίστρατου, «Ξάνθιππος», πατέρας του Περικλή).
Ο νομοθέτης Σόλων (αρχές 6ου αι. π.Χ.), κάνοντας διάκριση των τεσσάρων κοινωνικών ομάδων της αθηναϊκής πολιτείας, ενέταξε αυτούς τους αριστοκράτες στη δεύτερη ανώτερη κοινωνική τάξη, εκείνη των Ιππέων. Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Περικλή (461-429 π.Χ.), ο ρόλος των ιππέων αναβαθμίστηκε· συγκροτήθηκε σώμα χιλίων ανδρών (ιππικό) το οποίο λάμβανε μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και σε σημαντικές θρησκευτικές γιορτές, όπως τα μεγάλα Παναθήναια.
Αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφώντας κάνουν αναφορά στη συμβολή των ιππέων στις νίκες των Αθηναίων εναντίον των Σπαρτιατών, ενώ ο Αριστοφάνης ονομάζει μία από τις κωμωδίες του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ιππείς» (424 π.Χ.).
Η στάση αυτή αλλάζει ριζικά με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., όταν με τη συμμετοχή της τάξης των ιππέων καταλύεται η αθηναϊκή δημοκρατία και εγκαθιδρύεται το ολιγαρχικό καθεστώς των Τριάκοντα τυράννων.
Τα αγάλματα ιππέων στην αίθουσα των αρχαϊκών έργων του Μουσείου είναι πιθανότατα αφιερώματα της τάξης των Ιππέων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η σημαντικότερη
συγκέντρωση τέτοιων αγαλμάτων παρατηρείται κατά τον 6ο αιώνα στην Ακρόπολη της Αθήνας. Κατασκευασμένα με εξαιρετική φροντίδα, καταδείκνυαν τον πλούτο και την ισχύ των αναθετών τους.
Ο παλαιότερος και πιο φημισμένος είναι ο «ιππέας Rampin» (550 π.Χ.), του οποίου η κεφαλή βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου . Φοράει στεφάνι νίκης από φύλλα δρυός ή αγριοσέλινου, που σχετίζεται με νίκη στα Νεμέα ή στα Ίσθμια.
Μοναδικός είναι ο «Πέρσης» ή «Σκύθης» ιππέας (520 π.Χ.), ο οποίος φοράει ανατολίτικη ενδυμασία με διακόσμηση ρόμβων και ανθεμίων . Η ομοιότητα του ενδύματός του με αυτό ενός πινακίου στην Οξφόρδη που φέρει την επιγραφή «Μιλτιάδης καλός», έχει
οδηγήσει στην πιθανή ταύτισή του με τον στρατηγό Μιλτιάδη κατά την υπεράσπιση από αυτόν των στρατιωτικών και εμπορικών συμφερόντων των Αθηναίων στον Εύξεινο Πόντο.
Ο δεύτερος σε μέγεθος ιππέας (520-510 π.Χ.) φέρει σημάδια απολάξευσης για να προσαρμοστεί ή να εντοιχιστεί, κατά την αρχαιότητα, στο τείχος της Ακρόπολης.
Εντυπωσιακός είναι και ο ιππέας (τέλη 6ου αι. π.Χ.) που, ενώ είναι γυμνός, φοράει σανδάλια και ιππεύει άλογο με γαλάζια χαίτη.
Ο «Ιππαλεκτρύονας» , μια περίεργη σύνθεση αλόγου και πετεινού, είναι ένα μυθικό ζώο, γνωστό στην αγγειογραφία, αλλά μοναδικό στην πλαστική. Ο ιππέας του ίσως να παριστάνει τον Ποσειδώνα, προστάτη της τάξης των Ιππέων.
Το μέγεθος των αλόγων στα αγάλματα είναι ιδιαίτερα μικρό και ίσως να δημιουργείται η εντύπωση ότι τα άλογα της εποχής ήταν μικρόσωμα. Το μέγεθός τους, όμως, μάλλον κυμαινόταν ανάμεσα στα μικροκαμωμένα πόνυ και τα σύγχρονα αραβικά άλογα, χωρίς όμως να μπορεί κανείς να μιλήσει με ασφάλεια για το θέμα αυτό.
Αγάλματα ιππέων δεν σώθηκαν από την αθηναϊκή Ακρόπολη του 5ου αιώνα.
Ιππείς, όμως, απεικονίζονται σε όλη τους την αίγλη στη ζωφόρο του Παρθενώνα , όπου, άλλοτε έφιπποι και άλλοτε πεζοί, συμμετέχουν στη μεγαλοπρεπή πομπή των Παναθηναίων εκπέμποντας χάρη και περηφάνια.
Κείμενα: Κοτσαρίνη Κωνσταντίνα, Παναγιωτίδου Θεοδώρα, Πλαϊτάκη Ίρις, Χρυσικόπουλος Βασίλης.
Φροντιστές-Αρχαιολόγοι, Μουσείου Ακρόπολης.