Ο
Αλεσσάντρο ντι Μαριάνο Φιλιπέπι (Alessandro di Mariano di Vanni
Filipepi) (1444/1445 – 17 Μαΐου 1510), γνωστός περισσότερο ως Σάντρο
Μποττιτσέλλι[1], (Sandro Botticelli) ήταν διακεκριμένος Ιταλός ζωγράφος
της αναγέννησης. Αποτέλεσε έναν από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους
καλλιτέχνες της εποχής του, του οποίου η φήμη άρχισε να εξανεμίζεται
κατά τις αρχές του 16ου αιώνα, όταν οι φιλοσοφικές ιδέες
που διαπερνούσαν τους πίνακές του άρχισαν να εκτοπίζονται. Το
ενδιαφέρον για το έργο του αναθερμάνθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα,
αποκτώντας τη θέση και την αναγνώριση που κατέχει μέχρι σήμερα.
Σχεδόν το σύνολο των πληροφοριών για τη ζωή του Μποτιτσέλι προέρχεται
από τη βιογραφία του Τζόρτζιο Βαζάρι, καθώς και από επίσημα έγγραφα της
εποχής. Γεννήθηκε το 1445 (ως έτος γεννήσεως αναφέρεται επίσης το 1444)
στη Φλωρεντία και ήταν το τελευταίο παιδί του βυρσοδέψη Μαριάνο ντι Βάνι
και της Σμεράλντα. Σε νεαρή ηλικία άρχισε να εξασκείται ως χρυσοτέχνης,
αξιοσέβαστο επάγγελμα της εποχής, το οποίο ακολούθησαν στα πρώτα τους
βήματα και άλλοι ζωγράφοι της Αναγέννησης. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ
ετών αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χρυσοτεχνία και να ασχοληθεί με τη
ζωγραφική. Μαθήτευσε στο πλευρό του Φρα Φιλίππο Λίππι (περ. 1406-1469),
ενός από τους διασημότερους ζωγράφους της Φλωρεντίας, ο οποίος
συνεργαζόταν με ισχυρές οικογένειες της πόλης, όπως των Μεδίκων,
λαμβάνοντας σημαντικές παραγγελίες. Ο Μποττιτσέλλι βρέθηκε στο
εργαστήριό του, στο Πράτο, πιθανότατα από το 1461 ή 1462 μέχρι το 1467
και ο πρώτος πίνακας που φιλοτέχνησε, μία Προσκύνηση των Μάγων,
χρονολογείται στην περίοδο 1465-67.
Μετά την ολοκλήρωση των
σπουδών του κοντά στον Λίπι, επέστρεψε στη γενέτειρά του και απέκτησε το
δικό του εργαστήριο. Την ίδια περίοδο, δέχθηκε την επιρροή του Αντρέα
ντελ Βερρόκκιο, δασκάλου του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Μία από τις πρώτες
παραγγελίες που ανέλαβε, χρονολογείται με ακρίβεια στο 1470 και
περιλάμβανε μία σειρά πινάκων που θα απεικόνιζαν τις επτά βασικές αρετές
(δύναμη, πίστη, ελπίδα, δικαιοσύνη, αγάπη, σύνεση και εγκράτεια), για
λογαριασμό ενός ειδικού δικαστηρίου, με αρμοδιότητα σε υποθέσεις
εμπορικού δικαίου. Ο Μποτιτσέλι φιλοτέχνησε τελικά μόνο τη Δύναμη, έργο
για το οποίο έλαβε την αμοιβή του στις 18 Αυγούστου 1470. Δύο χρόνια
αργότερα, έγινε μέλος της συντεχνίας του Αγίου Λουκά, ενώ στα πρακτικά
της συντεχνίας αναφέρεται επίσης ο γιος του δασκάλου του και ζωγράφος
Φιλίππο Λίππι ως βοηθός του. Το 1474 ταξίδεψε στην Πίζα, όπου κατόπιν
παραγγελίας ανέλαβε να φιλοτεχνήσει νωπογραφίες για το Καμποσάντο,
ωστόσο εργάστηκε τελικά για τη διακόσμηση του καθεδρικού ναού της πόλης
φιλοτεχνώντας την Ανάληψη της Παναγίας, έργο που όμως δεν ολοκλήρωσε,
για άγνωστους λόγους. Στη δεκαετία του 1470, ο Μποττιτσέλλι ολοκλήρωσε
αρκετές προσωπογραφίες μέσα από τις οποίες εδραιώθηκε η φήμη του, όπως
φαίνεται από το γεγονός πως φιλοτέχνησε πορτρέτα επιφανών προσωπικοτήτων
της υψηλής κοινωνίας της Φλωρεντίας. Στις σημαντικότερες από αυτές,
ανήκει η Προσωπογραφία του Τζουλιάνο των Μεδίκων (περ. 1476-78) καθώς
και η Προσωπογραφία νέου που κρατά μετάλλιο του Κόζιμο των Μεδίκων (περ.
1475). O Μποτιτσέλι συνδέθηκε στενά με την οικογένεια των Μεδίκων και
μέσα από τον ευρύτερο κύκλο των γνωριμιών της, ήρθε σε επαφή με τις
ιδέες του νεοπλατωνισμού.
Το 1480, η οικογένεια Βεσπούτσι του
ανέθεσε μία νωπογραφία για την εκκλησία των Αγίων Πάντων στη Φλωρεντία,
με θέμα το όραμα του Αγίου Αυγουστίνου στο οποίο εμφανίστηκε ο Άγιος
Ιερώνυμος. Το έργο αυτό, επρόκειτο να συνοδεύσει τη νωπογραφία του Αγίου
Ιερώνυμου, έργο του Ντομένικο Γκιρλαντάγιο. Τον επόμενο χρόνο
επισκέφτηκε τη Ρώμη, προσκεκλημένος του πάπα Σίξτου Δ΄, προκειμένου να
διακοσμήσει μαζί με άλλους διακεκριμένους ζωγράφους της εποχής όπως ο
Γκιρλαντάγιο, ο Κόζιμο Ροσέλι και ο Περουτζίνο, τους τοίχους της Καπέλα
Σιξτίνα. Ο Μποττιτσέλλι φιλοτέχνησε, για το σκοπό αυτό, τρεις
νωπογραφίες στις οποίες απεικονίζονται οι Πειρασμοί του Μωυσή, η Τιμωρία
των εξεγερμένων Εβραίων οι Πειρασμοί του Χριστού. Επέστρεψε στη
Φλωρεντία την άνοιξη του 1482 και τα επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε αρκετά
αλληγορικά έργα, με θέματα δανεισμένα από τη μυθολογία, χωρίς ωστόσο να
εγκαταλείψει τις θρησκευτικές συνθέσεις. Σε αυτή την περίοδο ανήκει και
ένα από τα σημαντικότερα έργα του, η Αλληγορία της Άνοιξης (La
Primavera), πίνακας που συμβολίζει τον ερχομό της ομώνυμης εποχής και
αποτελεί ένα από τα πλέον δυσερμήνευτα έργα του Μποτιτσέλι. Κεντρική
μορφή του έργου είναι η θεά του έρωτα Αφροδίτη, η οποία απεικονίζεται
στον κήπο της, πλαισιωμένη από τις τρεις Χάριτες που εκτελούν ένα
κυκλικό χορό, τον αγγελιοφόρο Ερμή, τον φτερωτό Έρωτα, τη θεά των
λουλουδιών Φλώρα και τον Ζέφυρο, ο οποίος κυνηγά μία νύμφη. Θεωρείται
πιθανό πως ο Μποτιτσέλι εμπνεύστηκε την Άνοιξη από το έργο του ποιητή
της αυλής των Μεδίκων, Άντζελο Πολιτσιάνο, ενώ άλλες γραπτές πηγές που
έχουν προταθεί για την κατανόηση των λεπτομερειών του πίνακα είναι το
έργο του Οβίδιου Fasti, καθώς και το De rerum naturae του Λουκρήτιου.Το
1482 συμμετείχε στη διακόσμηση της Sala dei Gigli στο Παλάτσο Βέκιο, αν
και δεν διασώζεται κανένα ίχνος από το έργο του. Τον επόμενο χρόνο
φιλοτέχνησε τέσσερις σκηνές, βασισμένες στο Δεκαήμερο του Βοκάκιου,
παραγγελία του εμπόρου της Φλωρεντίας Αντόνιο Πούτσι. Οι πίνακες
προορίζονταν ως δώρο για το γάμο του γιου του, Τζιανότσο, και
απεικόνιζαν την ιπποτική ιστορία αγάπης με πρωταγωνιστή τον ήρωα
Ναστάζιο ντέλι Ονέστι. Στα μέσα της δεκαετίας του 1480 ολοκληρώθηκε
επίσης ένας από τους πλέον δημοφιλείς πίνακές του, η Γέννηση της
Αφροδίτης, έργο του οποίου δεν γνωρίζουμε τον παραγγελιοδότη, ωστόσο
εικάζεται πως αποτέλεσε παραγγελία της οικογένειας των Μεδίκων καθώς
βρισκόταν στην κατοχή της οικογένειας στις αρχές του 16ου αιώνα. Ο
Μποτιτσέλι φιλοτέχνησε το έργο χρησιμοποιώντας ως πηγή τον Όμηρο και
απεικόνισε τη στιγμή κατά την οποία η Αφροδίτη φθάνει στο νησί των
Κυθήρων, μετά τη γέννησή της. Στο αριστερό άκρο του πίνακα, απέδωσε το
Ζέφυρο μαζί με την Αύρα, οι οποίοι προσπαθούν να φυσήξουν έτσι ώστε η
Αφροδίτη να φτάσει στη στεριά όπου θα την υποδεχτεί μία από τις Ώρες. Ο
Μποτιτσέλι απεικόνισε την Αφροδίτη σύμφωνα με τις κλασικές αναλογίες των
αρχαίων αγαλμάτων, ενώ για τη στάση της ακολούθησε το πρότυπο της
Αιδήμονος Αφροδίτης (Venus Pudica).
Σύμφωνα με τον Βαζάρι, ο
Μποττιτσέλλι ανταποκρίθηκε στην έξαρση του θρησκευτικού συναισθήματος
που σημειώθηκε στη Φλωρεντία στα τέλη του 1480 με υπαίτιο τον μοναχό
Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα. Στην προτροπή του τελευταίου, προς τους πολίτες
της Φλωρεντίας, να ρίξουν στην «πυρά της ματαιοδοξίας» (falò delle
vanità) όλα τα πολύτιμα αντικείμενά τους, ανταποκρίθηκαν αρκετοί
ζωγράφοι της εποχής, καταστρέφοντας μέρος των έργων τους, ωστόσο δεν
είναι βέβαιο αν ο Μποττιτσέλλι ανήκε σε αυτούς. Η επίδραση του
Σαβοναρόλα αποτυπώθηκε στο έργο του και ειδικότερα μέσα από την εμφανή
μείωση των πινάκων με κοσμικά θέματα. Ο τελευταίος μη θρησκευτικός
πίνακας που φιλοτέχνησε ήταν Η Συκοφαντία του Απελλή (περ. 1495), έργο
που βασίστηκε σε ένα χαμένο έργο του ζωγράφου της αρχαιότητας Απελλή,
γνωστό μόνο μέσα από τους Νεκρικούς Διαλόγους του Λουκιανού. Ένα από τα
σημαντικότερα έργα του Μποτιτσέλι σε αυτή την περίοδο, ενδεικτικό της
επιρροής του Σαβοναρόλα αλλά και της θρησκευτικής έξαρσης της εποχής,
υπήρξε επίσης η Μυστική Γέννηση (1500), έργο που αποτελεί μία εκδοχή του
θέματος της προσκύνησης των ποιμένων και φιλοτεχνήθηκε μετά τον
απαγχονισμό του Σαβοναρόλα. Είναι ο μοναδικός πίνακας που φέρει την
υπογραφή του Μποττιτσέλλι καθώς και την ημερομηνία ολοκλήρωσής του, χάρη
στην αρχαία ελληνική επιγραφή που φιλοτέχνησε ο ίδιος, η οποία έγραφε:
Εγώ, ο Αλέξανδρος, ζωγράφισα το έργο αυτό, στο τέλος του έτους
1500, σε καιρούς ταραγμένους για την Ιταλία, στο μισό του χρόνου, κατά
την εκπλήρωση της προφητείας του 11ου κεφαλαίου [της Αποκάλυψης] του
Ιωάννη, στην εποχή της δεύτερης πληγής της Αποκάλυψης, όταν ο διάβολος
αφήνεται ελεύθερος για τρεισήμισι χρόνια. Μετά θα αλυσοδεθεί σύμφωνα με
το 12ο κεφάλαιο και θα τον δούμε να συντρίβεται, όπως σε αυτό τον
πίνακα.
Στα τελευταία έργα του, ο Μποττιτσέλλι υιοθέτησε ένα
απλούστερο ύφος, απέριττο και απαλλαγμένο από έντονα διακοσμητικά
στοιχεία που θα αποσπούσαν την προσοχή του θεατή από το κεντρικό θέμα,
πιθανά διότι δεν στόχευε στην τέρψη όσο στη διδακτική λειτουργία του
πίνακα. Στο τέλος της ζωής του, διάφορες ασθένειες καθώς και μία
αναπηρία εξαιτίας της παραμόρφωσης της πλάτης του, του στέρησαν την
επαφή με τη ζωγραφική. Πέθανε στις 17 Μαΐου του 1510 και τάφηκε στο
κοιμητήριο της εκκλησίας των Αγίων Πάντων.