Εντίθ Πιαφ (1915 – 1963)
H Eντίθ Zιοβανά Γκασιόν, που αργότερα θα της έδιναν το στοργικό επίθετο Πιάφ - σπουργιτάκι στα γαλλικά- γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 19 Δεκεμβρίου του 1915. H μητέρα της, τραγουδίστρια του δρόμου, παράτησε το παιδί στη γιαγιά του, που διατηρούσε οίκο ανοχής σε επαρχιακή κωμόπολη.
Σε ηλικία οκτώ ετών, η μικρή Eντίθ τυφλώθηκε από άγνωστη αιτία, ωστόσο ξαναβρήκε το φως της πολλούς μήνες μετά. Στα εφηβικά της χρόνια, την πήρε κοντά του ο πατέρας της, που εργαζόταν ως ακροβάτης σε τσίρκο, και την έβαζε να τραγουδάει για να συμπληρώνει το «νούμερό» του.
Όταν ξέσπασε ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Πιαφ ήταν ήδη διάσημη. Μία φωνή που παρηγορούσε τους Γάλλους στα δύσκολα εκείνα χρόνια της εθνικής ταπείνωσης. Μετά το τέλος του πολέμου η φήμη της ανέβηκε στα ύψη. Ωστόσο, στη ζωή της δεν κυριάρχησε το ρόδινο χρώμα. Το ιατρικό ιστορικό της περιλαμβάνει τραυματισμούς σε τροχαία, κούρες αποτοξίνωσης, επτά εγχειρήσεις και μια απόπειρα αυτοκτονίας. Το μοναδικό της παιδί, η Μαρσέλ, πέθανε σε ηλικία δύο ετών, το 1935.
Άρρωστη και καταβεβλημένη, η Εντίθ Πιάφ έφυγε από τη ζωή πριν συμπληρώσει τα 48 της χρόνια, στις 11 Οκτωβρίου του 1963. Έως και σήμερα θεωρείται η μεγαλύτερη φωνή της Γαλλίας και μία από τις πιο συγκλονιστικές του κόσμου.
Κλασσικές ερμηνείες
O Λεό Φερέ έγραψε για την Εντίθ Πιάφ το «Les amants de Paris», o Aνρί Kοντέ το «Padam–padam», ο νεαρός Zορζ Mουστακί τής έδωσε τον υπέροχο «Mylord», ο Σαρλ Nτιμόν το εμβληματικό «Non, je ne regrette rien».
H Mαργκερίτ Mονό, ταλαντούχα πιανίστα και συνθέτις, της έγραψε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια της - ανάμεσά τους το «Hymne a l’amour», εμπνευσμένο από τον θάνατο του Mαρσέλ Σερντάν, του πρωτοπυγμάχου που ήταν ο μεγάλος έρωτας της τραγουδίστριας και που σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. H ίδια η Πιαφ άφησε το επισκεπτήριό της στη σύνθεση, με το χιλιοτραγουδισμένο «La vie en rose».
Γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 1915, κάτω από μια λάμπα γκαζιού. Ο πατέρας της, Λουί Αλφόνς Γκασσιόν, ήταν ακροβάτης του δρόμου και η μητέρα της, Ανιτά Μεγιάρ (Anita Maillard), ήταν λυρική τραγουδίστρια, γνωστή με το ψευδώνυμο Line Marsa. Λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή της την εγκατέλειψε και η μικρή Εντίθ περνάει τα πρώτα της χρόνια πρώτα κοντά στη μητρική της γιαγιά. Το 1917 ο πατέρας της, που εργαζόταν ως ακροβάτης στο τσίρκο Ciotti, την πήγε στη δική του μητέρα, η οποία ζούσε στο Μπερνέ (Bernay) της (Νορμανδίας) και ήταν ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής. Το 1919 η Εντίθ αρρωσταίνει από κάποια πάθηση στον εγκέφαλο και τυφλώνεται. Μετά από δύο χρόνια όμως θεραπεύεται χωρίς τη βοήθεια γιατρού και η όρασή της επανέρχεται. Ήταν εφτά χρονών, όταν ο πατέρας της άρχισε να την παίρνει μαζί του στις περιοδείες που έκανε με το τσίρκο και γυρνά μαζί του όλη τη Γαλλία. Στα δέκα της η Εντίθ άρχισε να τραγουδάει στους δρόμους. Αν και ο πατέρας της ήθελε να την κάνει ακροβάτη, γρήγορα κατάλαβε πως η κόρη του είχε "όλο το ταλέντο στο λαιμό και καθόλου στο κορμί" – όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος.
Στα 15, έχοντας ανακαλύψει τη θαυμάσια φωνή της, εγκατέλειψε τον πατέρα της για να ζήσει στο Παρίσι, τραγουδώντας στους δρόμους. Στα 17, συναντά τον Λουί Νυυπόν (Louis Dupont), ζουν μαζί και σε ένα χρόνο, στις 11/2/1933, κάνουν ένα κοριτσάκι, τη Μαρσέλ, που όμως μετά από δύο χρόνια πεθαίνει από μηνιγγίτιδα. Εκείνη συνεχίζει να τραγουδά στους δρόμους της Πιγκάλ, όπου και γνωρίζει τον Λουί Λεπλέ (Louis Leplée), διευθυντή του πιο κομψού παρισινού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία. Μαγεμένος από τη φωνή της υπογράφει συμβόλαιο μαζί της και τη βαφτίζει «Môme Piaf» (μικρό σπουργίτι). Το 1935 της βγάζει και τον πρώτο της δίσκο. Λίγο αργότερα όμως ο μέντοράς της Λεπλέ δολοφονείται και η ίδια κατηγορείται πως γνωρίζει τον δολοφόνο αλλά δεν τον καταδίδει. Αν και αθωώθηκε με τη βοήθεια ενός νέου συντρόφου, του τραγουδοποιού Ρεμόν Ασό (Raymond Asso), που είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, φεύγει για να ζήσει στην επαρχία αλλά επιστρέφει στο Παρίσι το 1937.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου και τη γερμανική κατοχή, δίνει συναυλίες για αιχμάλωτους πολέμου. Εισάγει πλαστές άδειες εργασίας στα κέντρα κράτησης αιχμαλώτων και βοηθάει πολλούς Γάλλους φαντάρους να δραπετεύσουν. Γύρω στα 23 της είναι πια μια μεγάλη προσωπικότητα και γυρνάει την πρώτη της ταινία που θριαμβεύει. Από τότε συνεχίζει μια πετυχημένη καριέρα και κάνει μια έντονη ζωή, δίπλα σε αρκετούς συντρόφους. Στα 30 της ερωτεύεται τον Υβ Μοντάν και αναλαμβάνει να στήσει την καριέρα του. Στα τέλη του 1945, γράφει μόνη της την τεράστια επιτυχία της La vie en rose, που στην αρχή περνά αδιάφορη. Καθ’ όλη την καριέρα της γράφει περίπου 80 τραγούδια.
Γνωρίζει μεγάλες δόξες και στη Νέα Υόρκη, όπου ερωτεύεται τον βασιλιά του μποξ, Μερσέλ Σερντάν και ζουν ένα από τα πιο φημισμένα ρομάντζα της εποχής. Ο ξαφνικός θάνατος του Σερντάν σε αεροπορικό δυστύχημα, το 1949, βυθίζει την Πιάφ σε κατάθλιψη, που ποτέ δεν ξεπερνά πραγματικά. Το 1951 έχει δύο σοβαρά τροχαία, ενώ μετά το δεύτερο οι γιατροί της δίνουν για καιρό μορφίνη, στην οποία εθίζεται. Η Πιάφ την ανακατεύει μαζί με αλκοόλ, χειροτερεύοντας έτσι την ήδη κακή κατάσταση της υγείας της.
Το 1952, παντρεμένη με τον τραγουδιστή Ζακ Πιλ, στην πεντηκοστή τουρνέ της στην Αμερική, σε κάποια ρεσιτάλ της συνοδεύεται στο πιάνο από τον νεαρό τότε Ζιλμπέρ Μπεκό. Εκείνη την εποχή ακολουθεί πολλές θεραπείες αποτοξίνωσης, μα οι ουσίες την έχουν καταβάλει. Παρ’ αυτά κάνει εξαιρετικές ηχογραφήσεις.
Τα επόμενα 2 χρόνια μένει κλεισμένη σπίτι της σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, μα το 1955, μόλις μαθαίνει πως θα τραγουδήσει στο θέατρο Ολυμπιά, με αφάνταστη ενέργεια δίνει μια αψεγάδιαστη παράσταση. Χωρίζουν με τον Πιλ το 1956. Με μεγάλο ζήλο κάνει άλλη μια περιοδεία στην Αμερική και είναι πια μια διεθνής σταρ. Το 1958 ζει μια ακόμα έντονη σχέση δίπλα στον νεότερο τραγουδιστή και συνθέτη Ζορζ Μουστακί, ο οποίος το 1959 συνθέτει γι αυτήν το τραγούδι Milord που κυκλοφόρησε το 1960 και λίγο αργότερα γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Άλλο ένα σοβαρό τροχαίο αποδυναμώνει περισσότερο την Πιάφ. Μετά από λίγους μήνες καταρρέει κατά τη διάρκεια κονσέρτου της σε κατάμεστη αίθουσα της Νέας Υόρκης.
Σ' ένα κονσέρτο στη Στοκχόλμη, στα τέλη της δεκαετίας του '50, καταρρέει επάνω στην πίστα και η διάγνωση των γιατρών είναι ανίατος καρκίνος. Η Πιάφ δεν πτοείται και συνεχίζει να εμφανίζεται κάνοντας περιοδείες όπως και πριν, συνοδευόμενη όμως από μια νοσοκόμα που της χορηγεί μορφίνη για τους πόνους.
Το 1960, τραγουδά με επιτυχία το «Non, Je Ne Regrette Rien» (Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα) του Σαρλ Ντυμόν και συνεχίζει να θριαμβεύει τραγουδώντας, παρότι συχνά τρεκλίζει και παραπατά στη σκηνή. Το καλοκαίρι του 1961, γνωρίζει τον κατά πολύ νεότερό της, τελευταίο της έρωτα, τον Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, που τον βαπτίζει "Τεό Σαγαπό" και τον παντρεύεται τον Οκτώβριο του 1962 (στα 46 της εκείνη και 26 εκείνος). Εκείνο το καλοκαίρι παίρνει επίσης το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας Charles Cros για το σύνολο της καριέρας της.
Η Εντίθ Πιάφ σβήνει την ίδια μέρα με τον φίλο της, Ζαν Κοκτώ, στις 11 Οκτωβρίου του 1963, μόλις στα 48 της χρόνια στο Plascassier, κοντά στο Grasse απο κίρρωση. Ο σύζυγός της μεταφέρει την ίδια μέρα του θανάτου της τη σορό της στη «δική της πόλη», το Παρίσι. Ο τάφος της βρίσκεται στο παρισινό κοιμητήριο Περ Λασέζ.
Η Πιάφ έφυγε φτωχή αφήνοντας στον τελευταίο σύζυγό της πολλά χρέη και μια τεράστια ιστορία. Μαζί με την καριέρα της ως τραγουδίστρια (ηχογράφησε πάνω από 200 τραγούδια) βοηθούσε και στην προώθηση νεαρών ταλέντων στη μουσική σκηνή της εποχής εκείνης. Είχε μεταξύ άλλων μεγάλη συμμετοχή στην προώθηση καλλιτεχνών, όπως Σαρλ Αζναβούρ, Ζιλμπέρ Μπεκό, Έντι Κονσταντέν, Υβ Μοντάν, Ζορζ Μουστακί, Ζακ Πιλ κλπ.
Πολλοί καλλιτέχνες επανεκτελούν τραγούδια της και επισκέπτονται το γλυπτό που στήθηκε προς τιμήν της στο Παρίσι, πάνω στην πλατεία που φέρει το όνομά της, λίγα μέτρα από το νοσοκομείο Τενό (Tenon), όπου γεννήθηκε. Στο Παρίσι υπάρχει επίσης ένα μουσείο με το όνομά της (Musée Edith Piaf), στο οποίο μπορεί κανείς να δει διάφορα προσωπικά αντικείμενα της καλλιτέχνιδας, όπως ένα από τα φορέματά της και την συλλογή από πορσελάνες της.
Το 2006 ο Ολιβιέ Νταάν (Olivier Dahan) γυρίζει τη ζωή της Γαλλίδας τραγουδίστριας σε ταινία με τίτλο "La Môme" (το νεαρό κορίτσι). Στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο». Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας, που εμφανίστηκε και στο Φεστιβάλ κινηματογράφου στο Βερολίνο, παίζει η Γαλλίδα ηθοποιός Μαριόν Κοτιγιάρ, ρόλο για τον οποίο κέρδισε το 2008 το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου.
Η ζωή της Εντίθ Πιάφ αποτέλεσε όμως περιεχόμενο και στις ταινίες του σκηνοθέτη Κλωντ Λελούς, με τίτλο "Η Εντίθ και ο Μαρσέλ" το 1983 (πρωταγωνιστεί η Evelyne Bouix) και "Guy Casaril" (με την Brigitte Ariel).
47 χρόνια μετά το θάνατό της ο Αλέν Ντελόν, ο οποίος την γνώριζε προσωπικά, συνέγραψε και ανέβασε μια μουσική παράσταση με τίτλο "Edith Piaf, Une Vie en Rose et Noir" (Εντίθ Πιαφ, μια ζωή σε ροζ και μαύρο), η οποία στη παγκόσμια περιοδεία της ήρθε και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη το 2010 και 2011 αντίστοιχα
H Eντίθ Zιοβανά Γκασιόν, που αργότερα θα της έδιναν το στοργικό επίθετο Πιάφ - σπουργιτάκι στα γαλλικά- γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 19 Δεκεμβρίου του 1915. H μητέρα της, τραγουδίστρια του δρόμου, παράτησε το παιδί στη γιαγιά του, που διατηρούσε οίκο ανοχής σε επαρχιακή κωμόπολη.
Σε ηλικία οκτώ ετών, η μικρή Eντίθ τυφλώθηκε από άγνωστη αιτία, ωστόσο ξαναβρήκε το φως της πολλούς μήνες μετά. Στα εφηβικά της χρόνια, την πήρε κοντά του ο πατέρας της, που εργαζόταν ως ακροβάτης σε τσίρκο, και την έβαζε να τραγουδάει για να συμπληρώνει το «νούμερό» του.
Όταν ξέσπασε ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Πιαφ ήταν ήδη διάσημη. Μία φωνή που παρηγορούσε τους Γάλλους στα δύσκολα εκείνα χρόνια της εθνικής ταπείνωσης. Μετά το τέλος του πολέμου η φήμη της ανέβηκε στα ύψη. Ωστόσο, στη ζωή της δεν κυριάρχησε το ρόδινο χρώμα. Το ιατρικό ιστορικό της περιλαμβάνει τραυματισμούς σε τροχαία, κούρες αποτοξίνωσης, επτά εγχειρήσεις και μια απόπειρα αυτοκτονίας. Το μοναδικό της παιδί, η Μαρσέλ, πέθανε σε ηλικία δύο ετών, το 1935.
Άρρωστη και καταβεβλημένη, η Εντίθ Πιάφ έφυγε από τη ζωή πριν συμπληρώσει τα 48 της χρόνια, στις 11 Οκτωβρίου του 1963. Έως και σήμερα θεωρείται η μεγαλύτερη φωνή της Γαλλίας και μία από τις πιο συγκλονιστικές του κόσμου.
Κλασσικές ερμηνείες
O Λεό Φερέ έγραψε για την Εντίθ Πιάφ το «Les amants de Paris», o Aνρί Kοντέ το «Padam–padam», ο νεαρός Zορζ Mουστακί τής έδωσε τον υπέροχο «Mylord», ο Σαρλ Nτιμόν το εμβληματικό «Non, je ne regrette rien».
H Mαργκερίτ Mονό, ταλαντούχα πιανίστα και συνθέτις, της έγραψε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια της - ανάμεσά τους το «Hymne a l’amour», εμπνευσμένο από τον θάνατο του Mαρσέλ Σερντάν, του πρωτοπυγμάχου που ήταν ο μεγάλος έρωτας της τραγουδίστριας και που σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. H ίδια η Πιαφ άφησε το επισκεπτήριό της στη σύνθεση, με το χιλιοτραγουδισμένο «La vie en rose».
Γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 1915, κάτω από μια λάμπα γκαζιού. Ο πατέρας της, Λουί Αλφόνς Γκασσιόν, ήταν ακροβάτης του δρόμου και η μητέρα της, Ανιτά Μεγιάρ (Anita Maillard), ήταν λυρική τραγουδίστρια, γνωστή με το ψευδώνυμο Line Marsa. Λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή της την εγκατέλειψε και η μικρή Εντίθ περνάει τα πρώτα της χρόνια πρώτα κοντά στη μητρική της γιαγιά. Το 1917 ο πατέρας της, που εργαζόταν ως ακροβάτης στο τσίρκο Ciotti, την πήγε στη δική του μητέρα, η οποία ζούσε στο Μπερνέ (Bernay) της (Νορμανδίας) και ήταν ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής. Το 1919 η Εντίθ αρρωσταίνει από κάποια πάθηση στον εγκέφαλο και τυφλώνεται. Μετά από δύο χρόνια όμως θεραπεύεται χωρίς τη βοήθεια γιατρού και η όρασή της επανέρχεται. Ήταν εφτά χρονών, όταν ο πατέρας της άρχισε να την παίρνει μαζί του στις περιοδείες που έκανε με το τσίρκο και γυρνά μαζί του όλη τη Γαλλία. Στα δέκα της η Εντίθ άρχισε να τραγουδάει στους δρόμους. Αν και ο πατέρας της ήθελε να την κάνει ακροβάτη, γρήγορα κατάλαβε πως η κόρη του είχε "όλο το ταλέντο στο λαιμό και καθόλου στο κορμί" – όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος.
Στα 15, έχοντας ανακαλύψει τη θαυμάσια φωνή της, εγκατέλειψε τον πατέρα της για να ζήσει στο Παρίσι, τραγουδώντας στους δρόμους. Στα 17, συναντά τον Λουί Νυυπόν (Louis Dupont), ζουν μαζί και σε ένα χρόνο, στις 11/2/1933, κάνουν ένα κοριτσάκι, τη Μαρσέλ, που όμως μετά από δύο χρόνια πεθαίνει από μηνιγγίτιδα. Εκείνη συνεχίζει να τραγουδά στους δρόμους της Πιγκάλ, όπου και γνωρίζει τον Λουί Λεπλέ (Louis Leplée), διευθυντή του πιο κομψού παρισινού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία. Μαγεμένος από τη φωνή της υπογράφει συμβόλαιο μαζί της και τη βαφτίζει «Môme Piaf» (μικρό σπουργίτι). Το 1935 της βγάζει και τον πρώτο της δίσκο. Λίγο αργότερα όμως ο μέντοράς της Λεπλέ δολοφονείται και η ίδια κατηγορείται πως γνωρίζει τον δολοφόνο αλλά δεν τον καταδίδει. Αν και αθωώθηκε με τη βοήθεια ενός νέου συντρόφου, του τραγουδοποιού Ρεμόν Ασό (Raymond Asso), που είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, φεύγει για να ζήσει στην επαρχία αλλά επιστρέφει στο Παρίσι το 1937.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου και τη γερμανική κατοχή, δίνει συναυλίες για αιχμάλωτους πολέμου. Εισάγει πλαστές άδειες εργασίας στα κέντρα κράτησης αιχμαλώτων και βοηθάει πολλούς Γάλλους φαντάρους να δραπετεύσουν. Γύρω στα 23 της είναι πια μια μεγάλη προσωπικότητα και γυρνάει την πρώτη της ταινία που θριαμβεύει. Από τότε συνεχίζει μια πετυχημένη καριέρα και κάνει μια έντονη ζωή, δίπλα σε αρκετούς συντρόφους. Στα 30 της ερωτεύεται τον Υβ Μοντάν και αναλαμβάνει να στήσει την καριέρα του. Στα τέλη του 1945, γράφει μόνη της την τεράστια επιτυχία της La vie en rose, που στην αρχή περνά αδιάφορη. Καθ’ όλη την καριέρα της γράφει περίπου 80 τραγούδια.
Γνωρίζει μεγάλες δόξες και στη Νέα Υόρκη, όπου ερωτεύεται τον βασιλιά του μποξ, Μερσέλ Σερντάν και ζουν ένα από τα πιο φημισμένα ρομάντζα της εποχής. Ο ξαφνικός θάνατος του Σερντάν σε αεροπορικό δυστύχημα, το 1949, βυθίζει την Πιάφ σε κατάθλιψη, που ποτέ δεν ξεπερνά πραγματικά. Το 1951 έχει δύο σοβαρά τροχαία, ενώ μετά το δεύτερο οι γιατροί της δίνουν για καιρό μορφίνη, στην οποία εθίζεται. Η Πιάφ την ανακατεύει μαζί με αλκοόλ, χειροτερεύοντας έτσι την ήδη κακή κατάσταση της υγείας της.
Το 1952, παντρεμένη με τον τραγουδιστή Ζακ Πιλ, στην πεντηκοστή τουρνέ της στην Αμερική, σε κάποια ρεσιτάλ της συνοδεύεται στο πιάνο από τον νεαρό τότε Ζιλμπέρ Μπεκό. Εκείνη την εποχή ακολουθεί πολλές θεραπείες αποτοξίνωσης, μα οι ουσίες την έχουν καταβάλει. Παρ’ αυτά κάνει εξαιρετικές ηχογραφήσεις.
Τα επόμενα 2 χρόνια μένει κλεισμένη σπίτι της σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, μα το 1955, μόλις μαθαίνει πως θα τραγουδήσει στο θέατρο Ολυμπιά, με αφάνταστη ενέργεια δίνει μια αψεγάδιαστη παράσταση. Χωρίζουν με τον Πιλ το 1956. Με μεγάλο ζήλο κάνει άλλη μια περιοδεία στην Αμερική και είναι πια μια διεθνής σταρ. Το 1958 ζει μια ακόμα έντονη σχέση δίπλα στον νεότερο τραγουδιστή και συνθέτη Ζορζ Μουστακί, ο οποίος το 1959 συνθέτει γι αυτήν το τραγούδι Milord που κυκλοφόρησε το 1960 και λίγο αργότερα γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Άλλο ένα σοβαρό τροχαίο αποδυναμώνει περισσότερο την Πιάφ. Μετά από λίγους μήνες καταρρέει κατά τη διάρκεια κονσέρτου της σε κατάμεστη αίθουσα της Νέας Υόρκης.
Σ' ένα κονσέρτο στη Στοκχόλμη, στα τέλη της δεκαετίας του '50, καταρρέει επάνω στην πίστα και η διάγνωση των γιατρών είναι ανίατος καρκίνος. Η Πιάφ δεν πτοείται και συνεχίζει να εμφανίζεται κάνοντας περιοδείες όπως και πριν, συνοδευόμενη όμως από μια νοσοκόμα που της χορηγεί μορφίνη για τους πόνους.
Το 1960, τραγουδά με επιτυχία το «Non, Je Ne Regrette Rien» (Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα) του Σαρλ Ντυμόν και συνεχίζει να θριαμβεύει τραγουδώντας, παρότι συχνά τρεκλίζει και παραπατά στη σκηνή. Το καλοκαίρι του 1961, γνωρίζει τον κατά πολύ νεότερό της, τελευταίο της έρωτα, τον Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, που τον βαπτίζει "Τεό Σαγαπό" και τον παντρεύεται τον Οκτώβριο του 1962 (στα 46 της εκείνη και 26 εκείνος). Εκείνο το καλοκαίρι παίρνει επίσης το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας Charles Cros για το σύνολο της καριέρας της.
Η Εντίθ Πιάφ σβήνει την ίδια μέρα με τον φίλο της, Ζαν Κοκτώ, στις 11 Οκτωβρίου του 1963, μόλις στα 48 της χρόνια στο Plascassier, κοντά στο Grasse απο κίρρωση. Ο σύζυγός της μεταφέρει την ίδια μέρα του θανάτου της τη σορό της στη «δική της πόλη», το Παρίσι. Ο τάφος της βρίσκεται στο παρισινό κοιμητήριο Περ Λασέζ.
Η Πιάφ έφυγε φτωχή αφήνοντας στον τελευταίο σύζυγό της πολλά χρέη και μια τεράστια ιστορία. Μαζί με την καριέρα της ως τραγουδίστρια (ηχογράφησε πάνω από 200 τραγούδια) βοηθούσε και στην προώθηση νεαρών ταλέντων στη μουσική σκηνή της εποχής εκείνης. Είχε μεταξύ άλλων μεγάλη συμμετοχή στην προώθηση καλλιτεχνών, όπως Σαρλ Αζναβούρ, Ζιλμπέρ Μπεκό, Έντι Κονσταντέν, Υβ Μοντάν, Ζορζ Μουστακί, Ζακ Πιλ κλπ.
Πολλοί καλλιτέχνες επανεκτελούν τραγούδια της και επισκέπτονται το γλυπτό που στήθηκε προς τιμήν της στο Παρίσι, πάνω στην πλατεία που φέρει το όνομά της, λίγα μέτρα από το νοσοκομείο Τενό (Tenon), όπου γεννήθηκε. Στο Παρίσι υπάρχει επίσης ένα μουσείο με το όνομά της (Musée Edith Piaf), στο οποίο μπορεί κανείς να δει διάφορα προσωπικά αντικείμενα της καλλιτέχνιδας, όπως ένα από τα φορέματά της και την συλλογή από πορσελάνες της.
Το 2006 ο Ολιβιέ Νταάν (Olivier Dahan) γυρίζει τη ζωή της Γαλλίδας τραγουδίστριας σε ταινία με τίτλο "La Môme" (το νεαρό κορίτσι). Στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο». Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας, που εμφανίστηκε και στο Φεστιβάλ κινηματογράφου στο Βερολίνο, παίζει η Γαλλίδα ηθοποιός Μαριόν Κοτιγιάρ, ρόλο για τον οποίο κέρδισε το 2008 το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου.
Η ζωή της Εντίθ Πιάφ αποτέλεσε όμως περιεχόμενο και στις ταινίες του σκηνοθέτη Κλωντ Λελούς, με τίτλο "Η Εντίθ και ο Μαρσέλ" το 1983 (πρωταγωνιστεί η Evelyne Bouix) και "Guy Casaril" (με την Brigitte Ariel).
47 χρόνια μετά το θάνατό της ο Αλέν Ντελόν, ο οποίος την γνώριζε προσωπικά, συνέγραψε και ανέβασε μια μουσική παράσταση με τίτλο "Edith Piaf, Une Vie en Rose et Noir" (Εντίθ Πιαφ, μια ζωή σε ροζ και μαύρο), η οποία στη παγκόσμια περιοδεία της ήρθε και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη το 2010 και 2011 αντίστοιχα