ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ «ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ»
Τούτο το καλοκαίρι, σαν και πέρσι μάς ήρθε θυμωμένο.
Είναι βαρύ το σακκί του ήλιου στην πληγιασμένη ράχη.
Κι οι καρποί μεσ' απ' τα φύλλα δείχνουν σφιγμένες τις γροθιές τους.
Δεν ξέρεις καν τι μήνας είναι.
Κανένας δεν όργωσε φέτος, κανένας δεν έσπειρε.
Δεν ξέρεις καν τι καιρό κάνει.
Το καλοκαίρι έχει χάσει το δρόμο του ανάμεσα στους σκοτωμένους κι οι Εποχές κάθονται αμίλητες μες στο βομβαρδισμένο δάσος.
Ενα αυτοκίνητο ανοιχτό στον πρωινό δρόμο.
Κουβαλάει στην πολιτεία κασόνια με σφαίρες...".
Βασανισμένη πολιτεία δίχως φώτα.
Πληγωμένη πολιτεία με τον πράσινο γλόμπο των καταφυγίων.
Μονάχη μες στη νύχτα. Αγρυπνισμένη. (...)
Βασανισμένη πολιτεία, κανένας δεν κοιμάται.
Κανείς δεν είναι που να μην ακούει το παρατεταμένο αυτό κουδούνισμα
μέσα απ' όλα τα ηλεκτρικά καλώδια της νύχτας
μέσα σ' όλες τις φλέβες του κόσμου. (...)
Ετούτος ο άνεμος δεν θέλει να σωπάσει σφυράει, σφυράει, σφυράει
σφυράει στ' αυτί των σκοτωμένων "Ζήτω"
κι οι σκοτωμένοι ανοίγουνε τα μάτια τους... (...)
Δε θέλαμε να πεθάνουμε. Κανένας δεν ήθελε να πεθάνει....
(Γραμμένο στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη το 1949-51.)
Τούτο το καλοκαίρι, σαν και πέρσι μάς ήρθε θυμωμένο.
Είναι βαρύ το σακκί του ήλιου στην πληγιασμένη ράχη.
Κι οι καρποί μεσ' απ' τα φύλλα δείχνουν σφιγμένες τις γροθιές τους.
Δεν ξέρεις καν τι μήνας είναι.
Κανένας δεν όργωσε φέτος, κανένας δεν έσπειρε.
Δεν ξέρεις καν τι καιρό κάνει.
Το καλοκαίρι έχει χάσει το δρόμο του ανάμεσα στους σκοτωμένους κι οι Εποχές κάθονται αμίλητες μες στο βομβαρδισμένο δάσος.
Ενα αυτοκίνητο ανοιχτό στον πρωινό δρόμο.
Κουβαλάει στην πολιτεία κασόνια με σφαίρες...".
Βασανισμένη πολιτεία δίχως φώτα.
Πληγωμένη πολιτεία με τον πράσινο γλόμπο των καταφυγίων.
Μονάχη μες στη νύχτα. Αγρυπνισμένη. (...)
Βασανισμένη πολιτεία, κανένας δεν κοιμάται.
Κανείς δεν είναι που να μην ακούει το παρατεταμένο αυτό κουδούνισμα
μέσα απ' όλα τα ηλεκτρικά καλώδια της νύχτας
μέσα σ' όλες τις φλέβες του κόσμου. (...)
Ετούτος ο άνεμος δεν θέλει να σωπάσει σφυράει, σφυράει, σφυράει
σφυράει στ' αυτί των σκοτωμένων "Ζήτω"
κι οι σκοτωμένοι ανοίγουνε τα μάτια τους... (...)
Δε θέλαμε να πεθάνουμε. Κανένας δεν ήθελε να πεθάνει....
(Γραμμένο στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη το 1949-51.)