Εκδόσεις Κίχλη Kichli Publishing.
ΑΡΓΥΡΗΣ
ΧΙΟΝΗΣ «Ἔχων σώας τὰς φρένας» (ἀπὸ τὴν ὁμότιτλη συλλογὴ διηγημάτων ἡ
ὁποία θὰ κυκλοφορήσει τὸ φθινόπωρο ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις Κίχλη)
Ἡ λ. «τράπεζα» (<τρα-πεδ-jα) εἶναι σύνθ. τ., τοῦ ὁποίου τὸ α΄ συνθετικὸ «τρα-» προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀριθμητικὸ «τέσσαρες», ἐνῶ τὸ β´ συνθετικὸ ἀνάγεται στὴν ἀπαθὴ βαθμίδα τῆς ρίζας «πεδ-» τῆς λ. «πούς».
Ἐτυμολογικὸ λεξικό, ΠΑΠΥΡΟΣ
ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ γιὰ τὰ τετράποδα πρέπει νὰ τὴν κληρονόμησα ἀπ’ τὸν πατέρα μου πού, καθότι νησιώτης, δηλαδὴ Νιώτης, ἔτρεφε σχεδὸν ἱερὴ λατρεία γιὰ τὶς γάτες. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλάσματα ξεκίνησε καὶ ἡ δική μου ἀγάπη, γιὰ νὰ ἐπεκταθεῖ, σιγὰ σιγά, καὶ σὲ ὅλα τ’ ἄλλα τετράποδα. Σήμερα, μαγκούφης πάντα καὶ συνταξιοῦχος πλέον, συζῶ, κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη, μὲ μία γάτα, τρία σκυλιά, δώδεκα καρέκλες, ἕνα κρεβάτι καὶ ἕνα τραπέζι.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ὄντα χαίρουν, γιὰ διαφορετικοὺς λόγους τὸ καθένα, τῆς ἀπεριόριστης ἐκτίμησής μου καὶ τοῦ εἰλικρινοῦς θαυμασμοῦ μου: ἡ γάτα, γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ πνεύματός της, τὴ διακριτική, ἀθόρυβη παρουσία της, τὴ διατροφική της ἐγκράτεια καὶ τὴν ἁρμονικὴ κίνησή της μέσα στὸν χῶρο· τὰ σκυλιά, γιὰ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση ποὺ τρέφουν γιὰ μένα καὶ τὴ μοναδικὴ ἱκανότητά τους νὰ ἐκφράζουν αὐτὰ τὰ συναισθήματα, καθὼς καὶ τὴ χαρὰ ἢ τὴ θλίψη τους, μὲ τὰ ἰδιαίτερα ὁμιλητικὰ μάτια τους· οἱ καρέκλες γιὰ τὴν ἀνεκτικότητά τους, τὴν ἀντοχή τους στὸ βάρος μου καὶ τὸ ὑποκριτικὸ ταλέντο τους στὸ νὰ προσποιοῦνται ὅτι προσαρμόζονται στὴ φόρμα τοῦ κορμιοῦ μου, ἐνῶ εἶναι, στὴν οὐσία, αὐτὲς ποὺ διαμορφώνουν αὐτὴ τὴ φόρμα· τὸ κρεβάτι, γιὰ τὸ νανουριστικὸ καὶ ὀνειροποιὸ χάρισμά του· καί, τέλος, τὸ τραπέζι, τὸ πιστότερο καὶ λιγότερο ἀπαιτητικὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου, γιὰ τὴν ὑπομονή του, τὴν προθυμία του νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς πιὸ παράταιρες ἐπιθυμίες ἢ ἀνάγκες μου καὶ τὴν ἀνθεκτικότητά του στὶς κακουχίες ποὺ ὑφίσταται ἀπὸ τοὺς χρῆστες του ἢ τὸν χρόνο.
Ὑπομονετικό, ἴσως ἀκόμη περισσότερο κι ἀπ’ τὸ τραπέζι, ἤτανε, κάποτε, στὰ νιάτα του ἢ στὰ δικά μου, καὶ τὸ κρεβάτι. Καὶ τί δὲν εἶχε τότε ὑπομείνει ἀπὸ τὶς θυελλώδεις ἐρωτικὲς συνευρέσεις μου πάνω στὸ καταπονημένο στρῶμα του, ἀπ’ τοὺς ἀτέρμονους ὕπνους μου, ὕστερα ἀπό, μέχρις ἀναισθησίας ὁλοήμερες ἢ ὁλονύχτιες κραιπάλες... Κάποια στιγμή, ὡστόσο, ἄρχισε νὰ ἐπαναστατεῖ. Τώρα ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ ἀγριεύει κι ἀρχίζει νὰ καλπάζει γύρω γύρω στὸ δωμάτιο, νὰ μὲ τινάζει ἀπὸ πάνω του· κάποτε, μάλιστα, μὲ ποδοπατᾶ κιόλας. Ὅσο γιὰ τὸ ὀνειροποιὸ χάρισμά του, ἔχει πλέον μεταμορφωθεῖ σὲ ἐφιαλτοποιό. Ἀκόμη κι ὅταν δὲν μὲ ἀδειάζει ἀπὸ τὴ ράχη του, μάτι δὲν κλείνω ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἀνυπομονῶ νὰ ξημερώσει γιὰ νὰ βγῶ ἀπὸ τὴν ἀφιλόξενη ἀγκαλιά του, νὰ γλιτώσω ἀπὸ αὐτὴ τὴ φρικτὴ αἴσθηση ὅτι οἱ κουβέρτες δὲν εἶναι κουβέρτες ἀλλὰ χώματα ποὺ κάποιοι φτυάρισαν ἐπάνω μου.
Ὡστόσο, ἐγώ, ἀναγνωρίζοντας τὶς ὑπηρεσίες ποὺ κάποτε ἀφειδῶς μοῦ πρόσφερε, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ τὴ σημερινὴ συμπεριφορά του εἶμαι ὁπωσδήποτε συνυπεύθυνος, δὲν ἔπαψα καὶ οὔτε ποτὲ θὰ πάψω νὰ τὸ καλύπτω γιὰ νὰ μὴ φαίνεται τὸ γῆρας του, μὲ τὰ πιὸ ὡραῖα, τὰ πιὸ φανταχτερὰ κλινοσκεπάσματα.
Τὴν ἴδια στοργὴ καὶ ἀφοσίωση ἀπολαμβάνουν καὶ τὰ ἄλλα τετράποδά μου. Μὲ τὴ γάτα καὶ τὰ σκυλιά μου τρῶμε σχεδὸν ἀπὸ τὸ ἴδιο πιάτο καὶ πάντα φροντίζω νά ’χουν καθαρὸ νερό, δροσιὰ τὸ καλοκαίρι, θαλπωρὴ τὸ χειμώνα καὶ πλουσιοπάροχα χάδια πάνω στὸ ὑγιὲς καὶ ἁπαλὸ τρίχωμά τους. Ὅσο γιὰ τὶς καρέκλες μου, αὐτὲς χρήζουν εἰδικῆς μεταχειρίσεως, καθότι, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια καὶ λιγοστεύουν τῆς μοναξιᾶς μου οἱ ἐπισκέπτες, νιώθουν, οἱ καημένες, σὰν ἀπόμαχες ἀρσιβαρίστριες. Γιὰ νὰ διασκεδάσω, λοιπόν, αὐτὴ τὴ θλιβερὴ διάθεσή τους, τὶς χρησιμοποιῶ ὅλες ἐναλλάξ, κάνοντας, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, τὸν γύρο τοῦ τραπεζιοῦ, ὥστε καμιά τους νὰ μὴ μείνει παραπονεμένη.
Εἶναι σαφὲς πὼς σ’ ὅλα τὰ τετράποδά μου φέρομαι σὰν στοργικὸς πατέρας ποὺ παραμελεῖ, ἐντούτοις, τὸ πιὸ καλὸ παιδί του, τὸ πιὸ πιστὸ καὶ τὸ λιγότερο διεκδικητικό, γιατὶ θεωρεῖ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του δεδομένη, αὐτονόητη. Ἐννοῶ, φυσικά, τὸ τραπέζι μου, τὸ πιὸ σταθερό, τὸ πιὸ ἰσορροπημένο, τὸ πιὸ συνετὸ καί, παρὰ τὸν ἀγαθὸ καὶ κάπως ἀφελὴ χαρακτήρα του, τὸ πιὸ σοφὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου.
[...]
Ἡ λ. «τράπεζα» (<τρα-πεδ-jα) εἶναι σύνθ. τ., τοῦ ὁποίου τὸ α΄ συνθετικὸ «τρα-» προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀριθμητικὸ «τέσσαρες», ἐνῶ τὸ β´ συνθετικὸ ἀνάγεται στὴν ἀπαθὴ βαθμίδα τῆς ρίζας «πεδ-» τῆς λ. «πούς».
Ἐτυμολογικὸ λεξικό, ΠΑΠΥΡΟΣ
ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ γιὰ τὰ τετράποδα πρέπει νὰ τὴν κληρονόμησα ἀπ’ τὸν πατέρα μου πού, καθότι νησιώτης, δηλαδὴ Νιώτης, ἔτρεφε σχεδὸν ἱερὴ λατρεία γιὰ τὶς γάτες. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλάσματα ξεκίνησε καὶ ἡ δική μου ἀγάπη, γιὰ νὰ ἐπεκταθεῖ, σιγὰ σιγά, καὶ σὲ ὅλα τ’ ἄλλα τετράποδα. Σήμερα, μαγκούφης πάντα καὶ συνταξιοῦχος πλέον, συζῶ, κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη, μὲ μία γάτα, τρία σκυλιά, δώδεκα καρέκλες, ἕνα κρεβάτι καὶ ἕνα τραπέζι.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ὄντα χαίρουν, γιὰ διαφορετικοὺς λόγους τὸ καθένα, τῆς ἀπεριόριστης ἐκτίμησής μου καὶ τοῦ εἰλικρινοῦς θαυμασμοῦ μου: ἡ γάτα, γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ πνεύματός της, τὴ διακριτική, ἀθόρυβη παρουσία της, τὴ διατροφική της ἐγκράτεια καὶ τὴν ἁρμονικὴ κίνησή της μέσα στὸν χῶρο· τὰ σκυλιά, γιὰ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση ποὺ τρέφουν γιὰ μένα καὶ τὴ μοναδικὴ ἱκανότητά τους νὰ ἐκφράζουν αὐτὰ τὰ συναισθήματα, καθὼς καὶ τὴ χαρὰ ἢ τὴ θλίψη τους, μὲ τὰ ἰδιαίτερα ὁμιλητικὰ μάτια τους· οἱ καρέκλες γιὰ τὴν ἀνεκτικότητά τους, τὴν ἀντοχή τους στὸ βάρος μου καὶ τὸ ὑποκριτικὸ ταλέντο τους στὸ νὰ προσποιοῦνται ὅτι προσαρμόζονται στὴ φόρμα τοῦ κορμιοῦ μου, ἐνῶ εἶναι, στὴν οὐσία, αὐτὲς ποὺ διαμορφώνουν αὐτὴ τὴ φόρμα· τὸ κρεβάτι, γιὰ τὸ νανουριστικὸ καὶ ὀνειροποιὸ χάρισμά του· καί, τέλος, τὸ τραπέζι, τὸ πιστότερο καὶ λιγότερο ἀπαιτητικὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου, γιὰ τὴν ὑπομονή του, τὴν προθυμία του νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς πιὸ παράταιρες ἐπιθυμίες ἢ ἀνάγκες μου καὶ τὴν ἀνθεκτικότητά του στὶς κακουχίες ποὺ ὑφίσταται ἀπὸ τοὺς χρῆστες του ἢ τὸν χρόνο.
Ὑπομονετικό, ἴσως ἀκόμη περισσότερο κι ἀπ’ τὸ τραπέζι, ἤτανε, κάποτε, στὰ νιάτα του ἢ στὰ δικά μου, καὶ τὸ κρεβάτι. Καὶ τί δὲν εἶχε τότε ὑπομείνει ἀπὸ τὶς θυελλώδεις ἐρωτικὲς συνευρέσεις μου πάνω στὸ καταπονημένο στρῶμα του, ἀπ’ τοὺς ἀτέρμονους ὕπνους μου, ὕστερα ἀπό, μέχρις ἀναισθησίας ὁλοήμερες ἢ ὁλονύχτιες κραιπάλες... Κάποια στιγμή, ὡστόσο, ἄρχισε νὰ ἐπαναστατεῖ. Τώρα ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ ἀγριεύει κι ἀρχίζει νὰ καλπάζει γύρω γύρω στὸ δωμάτιο, νὰ μὲ τινάζει ἀπὸ πάνω του· κάποτε, μάλιστα, μὲ ποδοπατᾶ κιόλας. Ὅσο γιὰ τὸ ὀνειροποιὸ χάρισμά του, ἔχει πλέον μεταμορφωθεῖ σὲ ἐφιαλτοποιό. Ἀκόμη κι ὅταν δὲν μὲ ἀδειάζει ἀπὸ τὴ ράχη του, μάτι δὲν κλείνω ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἀνυπομονῶ νὰ ξημερώσει γιὰ νὰ βγῶ ἀπὸ τὴν ἀφιλόξενη ἀγκαλιά του, νὰ γλιτώσω ἀπὸ αὐτὴ τὴ φρικτὴ αἴσθηση ὅτι οἱ κουβέρτες δὲν εἶναι κουβέρτες ἀλλὰ χώματα ποὺ κάποιοι φτυάρισαν ἐπάνω μου.
Ὡστόσο, ἐγώ, ἀναγνωρίζοντας τὶς ὑπηρεσίες ποὺ κάποτε ἀφειδῶς μοῦ πρόσφερε, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ τὴ σημερινὴ συμπεριφορά του εἶμαι ὁπωσδήποτε συνυπεύθυνος, δὲν ἔπαψα καὶ οὔτε ποτὲ θὰ πάψω νὰ τὸ καλύπτω γιὰ νὰ μὴ φαίνεται τὸ γῆρας του, μὲ τὰ πιὸ ὡραῖα, τὰ πιὸ φανταχτερὰ κλινοσκεπάσματα.
Τὴν ἴδια στοργὴ καὶ ἀφοσίωση ἀπολαμβάνουν καὶ τὰ ἄλλα τετράποδά μου. Μὲ τὴ γάτα καὶ τὰ σκυλιά μου τρῶμε σχεδὸν ἀπὸ τὸ ἴδιο πιάτο καὶ πάντα φροντίζω νά ’χουν καθαρὸ νερό, δροσιὰ τὸ καλοκαίρι, θαλπωρὴ τὸ χειμώνα καὶ πλουσιοπάροχα χάδια πάνω στὸ ὑγιὲς καὶ ἁπαλὸ τρίχωμά τους. Ὅσο γιὰ τὶς καρέκλες μου, αὐτὲς χρήζουν εἰδικῆς μεταχειρίσεως, καθότι, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια καὶ λιγοστεύουν τῆς μοναξιᾶς μου οἱ ἐπισκέπτες, νιώθουν, οἱ καημένες, σὰν ἀπόμαχες ἀρσιβαρίστριες. Γιὰ νὰ διασκεδάσω, λοιπόν, αὐτὴ τὴ θλιβερὴ διάθεσή τους, τὶς χρησιμοποιῶ ὅλες ἐναλλάξ, κάνοντας, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, τὸν γύρο τοῦ τραπεζιοῦ, ὥστε καμιά τους νὰ μὴ μείνει παραπονεμένη.
Εἶναι σαφὲς πὼς σ’ ὅλα τὰ τετράποδά μου φέρομαι σὰν στοργικὸς πατέρας ποὺ παραμελεῖ, ἐντούτοις, τὸ πιὸ καλὸ παιδί του, τὸ πιὸ πιστὸ καὶ τὸ λιγότερο διεκδικητικό, γιατὶ θεωρεῖ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του δεδομένη, αὐτονόητη. Ἐννοῶ, φυσικά, τὸ τραπέζι μου, τὸ πιὸ σταθερό, τὸ πιὸ ἰσορροπημένο, τὸ πιὸ συνετὸ καί, παρὰ τὸν ἀγαθὸ καὶ κάπως ἀφελὴ χαρακτήρα του, τὸ πιὸ σοφὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου.
[...]