ttp://www.candianews.gr/2013/09/27/%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%BF%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%87%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CE%B1%CE%BA%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%82/
Μια άγνωστη επιστολή του Μοροζίνι για την παράδοση του Χάνδακα στους Τούρκους, στις 27 Σεπτεμβρίου 1669
"Απέμειναν πίσω μόλις δύο Έλληνες, τρεις Εβραίοι και οκτώ άλλοι φτωχοί ξένοι" που αλλαξοπίστησαν
Κλαίτε με, φίλοι και δικοί, κλαίτε με την καημένη, κλαίτε με, ολ’ οι Χριστιανοί, την παραπονεμένη! (Από τον «Κλαθμό» της Πολιτείας του Μεγάλου Κάστρου, του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή )Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakisalekos@gmail.com
Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 1669, ακριβώς τρεις εβδομάδες μετά την υπογραφή της παράδοσης του Χάνδακα στους Τούρκους, μετά από πολιορκία 22 χρόνων, οι τελευταίοι χριστιανοί υπερασπιστές άφηναν την πολιτεία κι αναχωρούσαν με τα πλοία. Πήραν μαζί τους ό,τι θεωρούσαν πολύτιμο. Ανάμεσά τους, την εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας, που φυλασσόταν στον ιερό ναό του Αγίου Τίτου και ακόμη σήμερα παραμένει στη Βενετία, πήραν άλλα κειμήλια και τα αρχεία των βενετσιάνικων αρχών 4,5 αιώνων. Είναι αυτά που σήμερα αποτελούν την πλέον πολύτιμη πηγή για την ιστορία της Κρήτης την εποχή της Βενετοκρατίας και βρίσκονται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, η οποία έχει παραχωρήσει αντίγραφο μέρους τους στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ηρακλείου. Όμως δεν διασώθηκαν όλα τα αρχεία, καθώς στο δρόμο της επιστροφής για τη Βενετία ένα από τα πλοία που μετέφερε τα πολύτιμα αποδεικτικά της ιστορίας βούλιαξε και μαζί του χάθηκαν τα ντοκουμέντα που μετέφερε.
Τα κλειδιά του φρουρίου της πόλης, που υπερασπίστηκαν χιλιάδες άνθρωποι επί τόσα χρόνια, στάλθηκαν λίγο πριν την αναχώρηση στον αρχιστράτηγο των Οθωμανών, τον Μέγα Βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλή. Έτσι είχε συμφωνηθεί από τις 6 Σεπτεμβρίου, στην υπογραφή της συνθήκης παράδοσης. Οι ορδές των Τούρκων, αμέσως μετά, έμπαιναν θριαμβευτικά, αλλά ανεπίσημα, για να γίνουν κύριοι της πόλης. Πρώτα έπρεπε να κάψουν εκατοντάδες πτώματα, η σήψη των οποίων έδινε ακόμη πιο θλιβερή εικόνα στην κατεστραμμένη από τον μακροχρόνιο πόλεμο πόλη. Ο ίδιος ο Κιοπρουλή έμπαινε στην πόλη θριαμβευτής μερικές ημέρες αργότερα, στις 4 Οκτωβρίου 1669.
Η Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 1669, μια ημέρα σαν σήμερα πριν 344 χρόνια, έχει καταγραφεί ως η πλέον μαύρη σελίδα στην ιστορία της πόλης. Στον Χάνδακα έμειναν μόνο 13 από τους παλιούς κατοίκους του, επειδή δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να μετακινηθούν. Δυο Έλληνες, τρεις Εβραίοι κι άλλοι 8 φτωχοί ξένοι, απομεινάρια της παλιάς κατάστασης. Για να παραμείνουν, έπρεπε να αλλαξοπιστήσουν. Και το έκαναν. Μια επιστολή του Μοροζίνι
Την παράδοση του Χάνδακα στους Τούρκους περιγράφει σε μια άγνωστη επιστολή του, την οποία φέρνομε στο φως, ο αρχιστράτηγος των Ενετών Φραντζέσκο Μοροζίνι. Την επιστολή είχε συντάξει στις 6 Οκτωβρίου 1669 στην Ντία, όπου στάθμευσε μετά την αναχώρησή του από την κατακτημένη πόλη. Αποδέκτες της ήταν η Γαληνότατη Δημοκρατία αλλά και βασιλικές αυλές της Ευρώπης. Ο ίδιος ο Μοροζίνι ενημέρωνε τους προϊσταμένους του αλλά και τη χριστιανική Ευρώπη για το μοιραίο τέλος του πολύχρονου αγώνα.
Όπως έγραφε ο αρχιστράτηγος, «στις 27 Σεπτεμβρίου οι δυνάμεις μας βγήκαν από τον Χάνδακα και άφησαν την πόλη στους Τούρκους, σύμφωνα με τα άρθρα της συμφωνίας».
Ο Μοροζίνι με αυθεντικό τρόπο, ως αυτόπτης των γεγονότων, μας δίνει έγκυρες πληροφορίες για τι έγινε εκείνη την ημέρα, αλλά και στις 4 Οκτωβρίου που ο Κιοπρουλή μπήκε στον Χάνδακα. «Την ίδια μέρα- έγραφε- τα κλειδιά της πόλης στάλθηκαν στο Βεζίρη, ο οποίος τα παρέλαβε με πολλές εκδηλώσεις ενθουσιασμού και αντάμειψε με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό τον άνθρωπο που του τα έφερε. Εκείνος έστειλε αμέσως στην πόλη μεγάλο αριθμό ανθρώπων του να την απολυμάνουν και να βγάλουν τα νεκρά σώματα έξω από τις τέσσερις κυριότερες εκκλησίες, δηλαδή, του Αγίου Φραγκίσκου, του Αγίου Τίτου, του Αγίου Σαλβαδόρ και του Αγίου Πέτρου, τους οποίους προορίζει να μετατρέψει σε τζαμιά, εργασία στην οποία οι Τούρκοι δαπάνησαν ήδη πολλές ώρες.
Στις 4 Οκτωβρίου ο Μέγας Βεζίρης έκανε την επίσημη είσοδό του από την Πύλη του Αγίου Ανδρέα μαζί με όλο το στρατό του, ο οποίος ανέρχεται περίπου σε 15.000 στρατιώτες, με 10 ή 11.000 επίλεκτους, και άλλους απαραίτητους ακολούθους. Βρήκε την πόλη άδεια, χωρίς εμπορεύματα και προμήθειες. Απέμειναν πίσω μόλις δύο Έλληνες, τρεις Εβραίοι και οκτώ άλλοι φτωχοί ξένοι, τους οποίους ο Βεζίρης θα μπορούσε επίσης να απομακρύνει, αλλά αυτοί θεώρησαν προτιμότερο να αλλάξουν την πίστη τους παρά την πόλη τους, και έγιναν Τούρκοι». Κλαθμός του Μεγάλου Κάστρου
Για την παράδοση του Χάνδακα στους Τούρκους συγκλονιστικό είναι το απόσπασμα από τον «Κρητικό Πόλεμο» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, με τον τίτλο «Κλαθμός του Μεγάλου Κάστρου». Το αναδημοσιεύουμε από την έκδοση που επιμελήθηκαν οι Στυλιανός Αλεξίου και Μάρθα Αποσκίτη.
“Οι άγγελοι ας με θλιβού• απόστολοι, προφήται, που τώρα τσ’ εκκλησίες μου ν’ αδειάζουνε, θωρείτε• αρχιερείς και μάρτυρες, όσιοι και δικαίοι, και πρίκα ογιά λόγου σας τα σωθικά μου καίει. Σύβασες γίνουνται σ’ εμέ κι αγάπες θε να κάμου, μα τάχα ν’ απομείνουσι στη χώρα τα παιδιά μου; Ωφού, πως δεν μπορεί δεντρό πρικοφαρμακωμένο παρά να δίδει τον καρπό πικρό και βρωμεσμένο, πως θα με παραδώσουνε, γιατί λαό δεν έχω και τα τειχιά μου ερίξανε κ’ ίντα καλό απαντέχω; Ωφού, κι απού ‘ τον αφορμή σε τούτη μου τη μάχη κ’ εχάθη τόσος άνθρωπος, στα ίδια μου να λάχει! Και που ‘ναι τόσοι Χριστιανοί; Στο χώμα μέσα λυούνε! Κ’ οι άρχοντες της Βενετιάς που’ ν’, οι Ρωμαίοι που’ ναι; Τώρα που θα με δώσουνε θαμπώνεται το φως μου, οπού ‘τον χρόνοι και καιροί παίνεμα το δικό μου. Ωφου, δε δύνομαι να βρω τρόπο, για να μπορέσω στον πόνο τον αμέτρητον οπόχω να φελέσω. Γιάντα, Φραντσέζε, με χαρά ήλθες κι αρνήθηκές με με δίχως φόβο, κι έφυγες, κ’ ετουρκοσκλάβωσές με; Τάχατες εις το Χάνδακα ήλθες να ξεφαντώσεις; Τάχατες δε το κάτεχες πως θέλεις να μαλώσεις; Δεν ήσυρνες πολλότατους άνδρες και παλληκάρια οπού ‘χανε τη δύναμη κ’ εδείχναν σα λιοντάρια; Κ’ εκείνοι ήτον αφορμή κ’ εθέλανε ξεγνοιάσει οι φρόνιμοι της Βενετιάς, λέγοντας δεν αλλάσσει των βασιλιάδων η βουλή, μα σ’ ό,τι κι α βαλθούνε θέλουνε να το κάμουνε, πλήσα να παινεθούνε. Μ’ αν τούτος οπού μου ‘στειλε, ήθελε να μισέψει, ας είχε πάγει μοναχός κι όχι να ‘χει αδικέψει, κι επήρε τους σολντάδους μου οπού ‘χα μετά μένα• τούτες τες μέρες θρήνομαι τα μόχου καμωμένα. Καμπόσοι εδείξανε ανδρειά και καβαλιεροσύνη, καλά κι αν αποθάνασι, έχουν τιμήν εκείνοι. Κι αφέντης οπού διάβηκε, όλοι τον επαινέσα, γιατ’ ήκαμε πολλή τμή εις το φουσάτο μέσα. Κ’ οι άλλοι όλοι εφύγανε οπού ‘ρθαν να μαλώσου κ’ ελέγασιπ ως είν’ καιρός του Τούρκο να με δώσου• ετούτο όλοι εθέλανε και τούτο εμιλούσα και τον καιρό οπού κάμανε πάντα το καρτερούσα, οπού ‘ρθε σε βοήθεια μου και το λαό μου επήρε• Ευρώπη, δάρσου σήμερο και τα μαλλιά σου σύρε! Εσίμωσε το τέλος μου, ώφου, για να σε δώσου, να λάβουνε ξεκούραση, κ’ εμένα να σκλαβώσου. Σήμερον απού το Θεό είναι αποφασισμένο, και τ’ όνομά του προσκυνώ κι ας είναι δοξασμένο”. Οταν αρχίσανε να μισεύγουσι και κλαθμός Απείτις απογράψανε τες σύβασες και σάζου, μέρες οκτώ των έδωκε, για να μπορού ν’ αδειάζου• και εν τω άμα τουφεκιές, λουμπάρδες κατατούνε και βροντισμό και συρισμό όλοι τως δε γροικούνε. Οξω και μέσα γίνηκε τότες μια ομονοία κ’ οι Τούρκοι, Φράγκοι και Ρωμιοί δεν είχανε μανία. Οι Τούρκοι των ελέγανε, όποιος θε ν’ απομείνει• αμέ δεν εγραφτήκανε κι ουδένα δεν αφήνει ο γενεράλες, κ’ ήλεγε όλοι γοργό να βγούσι, τα πράματα να κουβαλού, να πα μπαρκαριστούσι, στη Ντία να τους παίρνουσι, κ’ εκεί να καρτερούσι τ’ αρσίλια να ‘ρδινιάσουσι κι όλοι εκεί να μπούσι. Τα σπίτια τωνε τ’ μορφα αρχίσανε ν’ αδειάζου, και τες γυναίκες έβλεπες ετότες να χουγιάζου, πως έχου να περάσουνε, το τι θε να γενούσι, κ’ εθέλαν όλοι οι Ρωμιοί στη χώρα να σταθούσι• μα οι πρώτοι δεν τσ’ αφήνανε, μα πηαίνα και τους βγάνα κ’ είχανε βάρκες σ’ ορδινιά και μέσα τους εβάνα Κ’ εκοίταζες οληνυκτίς τες βάρκες να φορτώνου, γυνάικες, άνδρες, πράματα στη Ντία να τα σώνου. Εις το νησί να βγαίνουσι κ’ οι βάρκες να γυρίζου εις το μαντράκι ν’ ρχουνται, να τους ξαναγεμίζου• τα πράματα να χάνουνται κ’ ενούς τ’ άλλού να παίρνει, στες ρούγες να τ’ αφήνουσι, λύπηση πλιά να φέρνει• κι αντίς για δάκρυα, αίματα ετύχαινε να τρέχου, και που θε να τους πάσινε, όλοι να μην κατέχου. (ΧΑΝΔΑΚΑΣ) “Τόσους οπού θανάτωσαν, όλπιζαν να γλυτώσου κ’ εις τη φτωχή τη χώρα μου ελευτεριά να δώσου κ’ εκεί απ’ ανίμεναν χαρά, βάσανα τους ευρήκα, και να μετρήσει τις μπορεί την αμέτρή μου πρίκα! Ωφού, χαρά που θα γενεί, Τούρκοι, πολλά χαρήτε, γιατί αγάπη γίνεται και πλιο δε θα χαθήτε. Ωφού, πως θα με πάρουνε δεν αναυχαριστούμαι, γιατί γροικώ σ’ όλη τη γην απάνω και παινούμαι• γα μένα αγάπη θα γενεί να βρίσκεται και να ‘ναι, αγάδες αναλύπητοι, κ’ εσύ βιζίρη πλάνε• μα έρχισαν κ’ οι Χριστιανοί να φεύγου να μ’ αφήσου, κ’ οι Τούρκοι μόνο μετά με έχου να κατοικήσου. Οχι, ποτέ μηδέ γενεί, όχι μη μ’ αρνηθήτε, κι ως τώρα με πολλές τιμές όλοι σας με κρατείτε. Ωφού, νεκρή δε βρίσκομαι, ούτε κι αποθαμένη, και μόνια μη μ’ αφήσετε την πολυαγαπημένη, την Κρήτη σας τη θαυμαστή, το θαύμασμα του κόσμου, οπού ‘στε μετά λόγου μου κ’ ήτονε στολισμός μου. Μα ποιο θεριό αλύπητο κι αμέρωτο λιοντάρι, στη σκλάβωσι που καρτερώ, λύπηση να μην πάρει σε τούτη την αμέτρητη πληγή την εδική μου κι εις το κακό τ’ αγιάτρευτο οπού ‘ρθε στο κορμί μου; Κλαίτε με, φίλοι και δικοί, κλαίτε με την καημένη, κλαίτε με, ολ’ οι Χριστιανοί, την παραπονεμένη! Γης και φωτιά και το νερό, συγκλάψετέ με ομάδι και, ουρανέ, την όψη σου σκέπασε με μαγνάδι• και τ’ αστραποβροντίσματα το νέφαλο ας παίξει να σκοτιστεί ο ήλιος, σ’ εμένα να μη φέξει! Κλαίτε με, βρύσες, ποταμοί, λίμνες και ορυάκια κι όλα, όρη και κάμποι και βουνά, ρόδα και πάσα βιόλα! Με δάκρυα κλαίτε σήμερο, λουλούδια μυρισμένα και κάμποι ανθοστόλιστοι και δέντρη μου ανθισμένα! Κλαίτε με, τ’ άστρα τ’ ουρανού, τα νέφη, το φεγγάρι, ολ’ οι πλανήτες, κ’ η Πιλιά πρίκα για μένα ας πάρει! Ηλιε, το φως σου σήμερο σε σκότος ας αγυρίσει, ογιά σημάδι, να σε δου σ’ Ανατολή κ’ εις Δύση, για να γνωρίσουν πως εγώ ευρίσκομαι στο τέλος, να κλάψουν όσοι με’ δασι, με της καρδιάς το μέλος. Μηδέ γενούσι πωρικά• βότανα, ξεραθήτε στα τόσα πλήσα βάσανα οπού σ’ εμέ θωρείτε, το πως μ’ εδώκα των Τουρκώ, το πώς μ’ επαραδώσα στα χέρια των Αγαρηνώ και το σταυρόν ελειώσα! Ας κλαίγει και το πέλαγος, τα ψάρια ας χωστούσι, κι ό,τι κι αν έχει μέσα του για λόγου μου ας θλιβούσι. Τα κτήνη κι όλα τα’ ρπετά ας κλάψουν ογιά μένα, όσα στην Κρήτη κατοικούν τα πολυπρικαμένα. Ας κλάψουνε και τα πουλιά, πέρδικες και τρυγόνια, τ’ αηδόνια κι όσα κιλαδούν κι όλα τα χελιδόνια. Φωτιές κι αέρας και νερό κ’ η γης η πλουμισμένη, ο ουρανός, τα κτίσματα, κι ανθρώποι πλουτισμένοι, στην πρίκα μου τη σημερνή, ογιά να τηνέ δούσι, την πλήσα και την άδικη, για να με λυπηθούσι. Που ‘στε τεχνίτες θαυμαστοί, που ΄σαι, μαρκέζε Βίλα, πού θα χαθούν οι τέχνες σας που ‘κάνετε με ξύλα;”.