Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Μια άγνωστη επιστολή του Μοροζίνι - 27 Σεπτεμβρίου 1669

ttp://www.candianews.gr/2013/09/27/%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%BF%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%87%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CE%B1%CE%BA%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%82/

Μια άγνωστη επιστολή του Μοροζίνι για την παράδοση του Χάνδακα στους Τούρκους, στις 27 Σεπτεμβρίου 1669

Εικόνα του Φραντζέσκο Μοροζίνι ως Δόγη της Βενετίας, δημιουργία του Κορονέλλι (1689)

"Απέμειναν πίσω μόλις δύο Έλληνες, τρεις Εβραίοι και οκτώ άλλοι φτωχοί ξένοι" που αλλαξοπίστησαν

 Κλαίτε με, φίλοι και δικοί, κλαίτε με την καημένη, κλαίτε με, ολ’ οι Χριστιανοί, την παραπονεμένη! (Από τον «Κλαθμό» της Πολιτείας του Μεγάλου Κάστρου, του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή )
Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakisalekos@gmail.com
Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 1669, ακριβώς τρεις εβδομάδες μετά την υπογραφή της παράδοσης του Χάνδακα στους Τούρκους, μετά από πολιορκία 22 χρόνων, οι τελευταίοι χριστιανοί υπερασπιστές άφηναν την πολιτεία κι αναχωρούσαν με τα πλοία. Πήραν μαζί τους ό,τι θεωρούσαν πολύτιμο. Ανάμεσά τους, την εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας, που φυλασσόταν στον ιερό ναό του Αγίου Τίτου και ακόμη σήμερα παραμένει στη Βενετία, πήραν άλλα κειμήλια και τα αρχεία των βενετσιάνικων αρχών 4,5 αιώνων. Είναι αυτά που σήμερα αποτελούν την πλέον πολύτιμη πηγή για την ιστορία της Κρήτης την εποχή της Βενετοκρατίας και βρίσκονται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, η οποία έχει παραχωρήσει αντίγραφο μέρους τους στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ηρακλείου. Όμως δεν διασώθηκαν όλα τα αρχεία, καθώς στο δρόμο της επιστροφής για τη Βενετία ένα από τα πλοία που μετέφερε τα πολύτιμα αποδεικτικά της ιστορίας βούλιαξε και μαζί του χάθηκαν τα ντοκουμέντα που μετέφερε.
Τα κλειδιά του φρουρίου της πόλης, που υπερασπίστηκαν χιλιάδες άνθρωποι επί τόσα χρόνια, στάλθηκαν λίγο πριν την αναχώρηση στον αρχιστράτηγο των Οθωμανών, τον Μέγα Βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλή. Έτσι είχε συμφωνηθεί από τις 6 Σεπτεμβρίου, στην υπογραφή της συνθήκης παράδοσης. Οι ορδές των Τούρκων, αμέσως μετά, έμπαιναν θριαμβευτικά, αλλά ανεπίσημα, για να γίνουν κύριοι της πόλης. Πρώτα έπρεπε να κάψουν εκατοντάδες πτώματα, η σήψη των οποίων έδινε ακόμη πιο θλιβερή εικόνα στην κατεστραμμένη από τον μακροχρόνιο πόλεμο πόλη. Ο ίδιος ο Κιοπρουλή έμπαινε στην πόλη θριαμβευτής μερικές ημέρες αργότερα, στις 4 Οκτωβρίου 1669.
Η Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 1669, μια ημέρα σαν σήμερα πριν 344 χρόνια, έχει καταγραφεί ως η πλέον μαύρη σελίδα στην ιστορία της πόλης. Στον Χάνδακα έμειναν μόνο 13 από τους παλιούς κατοίκους του, επειδή δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να μετακινηθούν. Δυο Έλληνες, τρεις Εβραίοι κι άλλοι 8 φτωχοί ξένοι, απομεινάρια της παλιάς κατάστασης. Για να παραμείνουν, έπρεπε να αλλαξοπιστήσουν. Και το έκαναν.
Μια επιστολή του Μοροζίνι
Την παράδοση του Χάνδακα στους Τούρκους περιγράφει σε μια άγνωστη επιστολή του, την οποία φέρνομε στο φως, ο αρχιστράτηγος των Ενετών Φραντζέσκο Μοροζίνι. Την επιστολή είχε συντάξει στις 6 Οκτωβρίου 1669 στην Ντία, όπου στάθμευσε μετά την αναχώρησή του από την κατακτημένη πόλη. Αποδέκτες της ήταν η Γαληνότατη Δημοκρατία αλλά και βασιλικές αυλές της Ευρώπης. Ο ίδιος ο Μοροζίνι ενημέρωνε τους προϊσταμένους του αλλά και τη χριστιανική Ευρώπη για το μοιραίο τέλος του πολύχρονου αγώνα.
Όπως έγραφε ο αρχιστράτηγος, «στις 27 Σεπτεμβρίου οι δυνάμεις μας βγήκαν από τον Χάνδακα και άφησαν την πόλη στους Τούρκους, σύμφωνα με τα άρθρα της συμφωνίας».
Ο Μοροζίνι με αυθεντικό τρόπο, ως αυτόπτης των γεγονότων, μας δίνει έγκυρες πληροφορίες για τι έγινε εκείνη την ημέρα, αλλά και στις 4 Οκτωβρίου που ο Κιοπρουλή μπήκε στον Χάνδακα. «Την ίδια μέρα- έγραφε- τα κλειδιά της πόλης στάλθηκαν στο Βεζίρη, ο οποίος τα παρέλαβε με πολλές εκδηλώσεις ενθουσιασμού και αντάμειψε με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό τον άνθρωπο που του τα έφερε. Εκείνος έστειλε αμέσως στην πόλη μεγάλο αριθμό ανθρώπων του να την απολυμάνουν και να βγάλουν τα νεκρά σώματα έξω από τις τέσσερις κυριότερες εκκλησίες, δηλαδή, του Αγίου Φραγκίσκου, του Αγίου Τίτου, του Αγίου Σαλβαδόρ και του Αγίου Πέτρου, τους οποίους προορίζει να μετατρέψει σε τζαμιά, εργασία στην οποία οι Τούρκοι δαπάνησαν ήδη πολλές ώρες.
Στις 4 Οκτωβρίου ο Μέγας Βεζίρης έκανε την επίσημη είσοδό του από την Πύλη του Αγίου Ανδρέα μαζί με όλο το στρατό του, ο οποίος ανέρχεται περίπου σε 15.000 στρατιώτες, με 10 ή 11.000 επίλεκτους, και άλλους απαραίτητους ακολούθους. Βρήκε την πόλη άδεια, χωρίς εμπορεύματα και προμήθειες. Απέμειναν πίσω μόλις δύο Έλληνες, τρεις Εβραίοι και οκτώ άλλοι φτωχοί ξένοι, τους οποίους ο Βεζίρης θα μπορούσε επίσης να απομακρύνει, αλλά αυτοί θεώρησαν προτιμότερο να αλλάξουν την πίστη τους παρά την πόλη τους, και έγιναν Τούρκοι».
Κλαθμός του Μεγάλου Κάστρου
Για την παράδοση του Χάνδακα στους Τούρκους συγκλονιστικό είναι το απόσπασμα από τον «Κρητικό Πόλεμο» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, με τον τίτλο «Κλαθμός του Μεγάλου Κάστρου». Το αναδημοσιεύουμε από την έκδοση που επιμελήθηκαν οι Στυλιανός Αλεξίου και Μάρθα Αποσκίτη.

“Οι άγγελοι ας με θλιβού• απόστολοι, προφήται, που τώρα τσ’ εκκλησίες μου ν’ αδειάζουνε, θωρείτε• αρχιερείς και μάρτυρες, όσιοι και δικαίοι, και πρίκα ογιά λόγου σας τα σωθικά μου καίει. Σύβασες γίνουνται σ’ εμέ κι αγάπες θε να κάμου, μα τάχα ν’ απομείνουσι στη χώρα τα παιδιά μου; Ωφού, πως δεν μπορεί δεντρό πρικοφαρμακωμένο παρά να δίδει τον καρπό πικρό και βρωμεσμένο, πως θα με παραδώσουνε, γιατί λαό δεν έχω και τα τειχιά μου ερίξανε κ’ ίντα καλό απαντέχω; Ωφού, κι απού ‘ τον αφορμή σε τούτη μου τη μάχη κ’ εχάθη τόσος άνθρωπος, στα ίδια μου να λάχει! Και που ‘ναι τόσοι Χριστιανοί; Στο χώμα μέσα λυούνε! Κ’ οι άρχοντες της Βενετιάς που’ ν’, οι Ρωμαίοι που’ ναι; Τώρα που θα με δώσουνε θαμπώνεται το φως μου, οπού ‘τον χρόνοι και καιροί παίνεμα το δικό μου. Ωφου, δε δύνομαι να βρω τρόπο, για να μπορέσω στον πόνο τον αμέτρητον οπόχω να φελέσω. Γιάντα, Φραντσέζε, με χαρά ήλθες κι αρνήθηκές με με δίχως φόβο, κι έφυγες, κ’ ετουρκοσκλάβωσές με; Τάχατες εις το Χάνδακα ήλθες να ξεφαντώσεις; Τάχατες δε το κάτεχες πως θέλεις να μαλώσεις; Δεν ήσυρνες πολλότατους άνδρες και παλληκάρια οπού ‘χανε τη δύναμη κ’ εδείχναν σα λιοντάρια; Κ’ εκείνοι ήτον αφορμή κ’ εθέλανε ξεγνοιάσει οι φρόνιμοι της Βενετιάς, λέγοντας δεν αλλάσσει των βασιλιάδων η βουλή, μα σ’ ό,τι κι α βαλθούνε θέλουνε να το κάμουνε, πλήσα να παινεθούνε. Μ’ αν τούτος οπού μου ‘στειλε, ήθελε να μισέψει, ας είχε πάγει μοναχός κι όχι να ‘χει αδικέψει, κι επήρε τους σολντάδους μου οπού ‘χα μετά μένα• τούτες τες μέρες θρήνομαι τα μόχου καμωμένα. Καμπόσοι εδείξανε ανδρειά και καβαλιεροσύνη, καλά κι αν αποθάνασι, έχουν τιμήν εκείνοι. Κι αφέντης οπού διάβηκε, όλοι τον επαινέσα, γιατ’ ήκαμε πολλή τμή εις το φουσάτο μέσα. Κ’ οι άλλοι όλοι εφύγανε οπού ‘ρθαν να μαλώσου κ’ ελέγασιπ ως είν’ καιρός του Τούρκο να με δώσου• ετούτο όλοι εθέλανε και τούτο εμιλούσα και τον καιρό οπού κάμανε πάντα το καρτερούσα, οπού ‘ρθε σε βοήθεια μου και το λαό μου επήρε• Ευρώπη, δάρσου σήμερο και τα μαλλιά σου σύρε! Εσίμωσε το τέλος μου, ώφου, για να σε δώσου, να λάβουνε ξεκούραση, κ’ εμένα να σκλαβώσου. Σήμερον απού το Θεό είναι αποφασισμένο, και τ’ όνομά του προσκυνώ κι ας είναι δοξασμένο”. Οταν αρχίσανε να μισεύγουσι και κλαθμός Απείτις απογράψανε τες σύβασες και σάζου, μέρες οκτώ των έδωκε, για να μπορού ν’ αδειάζου• και εν τω άμα τουφεκιές, λουμπάρδες κατατούνε και βροντισμό και συρισμό όλοι τως δε γροικούνε. Οξω και μέσα γίνηκε τότες μια ομονοία κ’ οι Τούρκοι, Φράγκοι και Ρωμιοί δεν είχανε μανία. Οι Τούρκοι των ελέγανε, όποιος θε ν’ απομείνει• αμέ δεν εγραφτήκανε κι ουδένα δεν αφήνει ο γενεράλες, κ’ ήλεγε όλοι γοργό να βγούσι, τα πράματα να κουβαλού, να πα μπαρκαριστούσι, στη Ντία να τους παίρνουσι, κ’ εκεί να καρτερούσι τ’ αρσίλια να ‘ρδινιάσουσι κι όλοι εκεί να μπούσι. Τα σπίτια τωνε τ’ μορφα αρχίσανε ν’ αδειάζου, και τες γυναίκες έβλεπες ετότες να χουγιάζου, πως έχου να περάσουνε, το τι θε να γενούσι, κ’ εθέλαν όλοι οι Ρωμιοί στη χώρα να σταθούσι• μα οι πρώτοι δεν τσ’ αφήνανε, μα πηαίνα και τους βγάνα κ’ είχανε βάρκες σ’ ορδινιά και μέσα τους εβάνα Κ’ εκοίταζες οληνυκτίς τες βάρκες να φορτώνου, γυνάικες, άνδρες, πράματα στη Ντία να τα σώνου. Εις το νησί να βγαίνουσι κ’ οι βάρκες να γυρίζου εις το μαντράκι ν’ ρχουνται, να τους ξαναγεμίζου• τα πράματα να χάνουνται κ’ ενούς τ’ άλλού να παίρνει, στες ρούγες να τ’ αφήνουσι, λύπηση πλιά να φέρνει• κι αντίς για δάκρυα, αίματα ετύχαινε να τρέχου, και που θε να τους πάσινε, όλοι να μην κατέχου. (ΧΑΝΔΑΚΑΣ) “Τόσους οπού θανάτωσαν, όλπιζαν να γλυτώσου κ’ εις τη φτωχή τη χώρα μου ελευτεριά να δώσου κ’ εκεί απ’ ανίμεναν χαρά, βάσανα τους ευρήκα, και να μετρήσει τις μπορεί την αμέτρή μου πρίκα! Ωφού, χαρά που θα γενεί, Τούρκοι, πολλά χαρήτε, γιατί αγάπη γίνεται και πλιο δε θα χαθήτε. Ωφού, πως θα με πάρουνε δεν αναυχαριστούμαι, γιατί γροικώ σ’ όλη τη γην απάνω και παινούμαι• γα μένα αγάπη θα γενεί να βρίσκεται και να ‘ναι, αγάδες αναλύπητοι, κ’ εσύ βιζίρη πλάνε• μα έρχισαν κ’ οι Χριστιανοί να φεύγου να μ’ αφήσου, κ’ οι Τούρκοι μόνο μετά με έχου να κατοικήσου. Οχι, ποτέ μηδέ γενεί, όχι μη μ’ αρνηθήτε, κι ως τώρα με πολλές τιμές όλοι σας με κρατείτε. Ωφού, νεκρή δε βρίσκομαι, ούτε κι αποθαμένη, και μόνια μη μ’ αφήσετε την πολυαγαπημένη, την Κρήτη σας τη θαυμαστή, το θαύμασμα του κόσμου, οπού ‘στε μετά λόγου μου κ’ ήτονε στολισμός μου. Μα ποιο θεριό αλύπητο κι αμέρωτο λιοντάρι, στη σκλάβωσι που καρτερώ, λύπηση να μην πάρει σε τούτη την αμέτρητη πληγή την εδική μου κι εις το κακό τ’ αγιάτρευτο οπού ‘ρθε στο κορμί μου; Κλαίτε με, φίλοι και δικοί, κλαίτε με την καημένη, κλαίτε με, ολ’ οι Χριστιανοί, την παραπονεμένη! Γης και φωτιά και το νερό, συγκλάψετέ με ομάδι και, ουρανέ, την όψη σου σκέπασε με μαγνάδι• και τ’ αστραποβροντίσματα το νέφαλο ας παίξει να σκοτιστεί ο ήλιος, σ’ εμένα να μη φέξει! Κλαίτε με, βρύσες, ποταμοί, λίμνες και ορυάκια κι όλα, όρη και κάμποι και βουνά, ρόδα και πάσα βιόλα! Με δάκρυα κλαίτε σήμερο, λουλούδια μυρισμένα και κάμποι ανθοστόλιστοι και δέντρη μου ανθισμένα! Κλαίτε με, τ’ άστρα τ’ ουρανού, τα νέφη, το φεγγάρι, ολ’ οι πλανήτες, κ’ η Πιλιά πρίκα για μένα ας πάρει! Ηλιε, το φως σου σήμερο σε σκότος ας αγυρίσει, ογιά σημάδι, να σε δου σ’ Ανατολή κ’ εις Δύση, για να γνωρίσουν πως εγώ ευρίσκομαι στο τέλος, να κλάψουν όσοι με’ δασι, με της καρδιάς το μέλος. Μηδέ γενούσι πωρικά• βότανα, ξεραθήτε στα τόσα πλήσα βάσανα οπού σ’ εμέ θωρείτε, το πως μ’ εδώκα των Τουρκώ, το πώς μ’ επαραδώσα στα χέρια των Αγαρηνώ και το σταυρόν ελειώσα! Ας κλαίγει και το πέλαγος, τα ψάρια ας χωστούσι, κι ό,τι κι αν έχει μέσα του για λόγου μου ας θλιβούσι. Τα κτήνη κι όλα τα’ ρπετά ας κλάψουν ογιά μένα, όσα στην Κρήτη κατοικούν τα πολυπρικαμένα. Ας κλάψουνε και τα πουλιά, πέρδικες και τρυγόνια, τ’ αηδόνια κι όσα κιλαδούν κι όλα τα χελιδόνια. Φωτιές κι αέρας και νερό κ’ η γης η πλουμισμένη, ο ουρανός, τα κτίσματα, κι ανθρώποι πλουτισμένοι, στην πρίκα μου τη σημερνή, ογιά να τηνέ δούσι, την πλήσα και την άδικη, για να με λυπηθούσι. Που ‘στε τεχνίτες θαυμαστοί, που ΄σαι, μαρκέζε Βίλα, πού θα χαθούν οι τέχνες σας που ‘κάνετε με ξύλα;”.

Κίτρινη κολοκύθα


http://www.agrotikabook.gr/%CE%BA%CE%AF%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CF%8D%CE%B8%CE%B1

Κίτρινη κολοκύθα

Παρ, 2013-09-27 21:30
Της αξίζει περισσότερη σημασία από όση της δίνουμε. Συνήθως την προσπερνάμε αδιάφορα στους πάγκους των λαϊκών αγορών, χωρίς να της ρίχνουμε ούτε μια ματιά. Όμως, αν γνωρίζαμε καλύτερα την κίτρινη κολοκύθα, θα ανακαλύπταμε ότι κάτω από τη σκληρή φλούδα της κρύβει μια ευχάριστη διατροφική έκπληξη με γλυκο-αλμυρή γεύση και υψηλή διατροφική αξία.
Μια πολύχρωμη… Λατίνα
Η κίτρινη (ή και πορτοκαλί, κόκκινη, πράσινη, γαλάζια, λευκή, μαύρη, ανάλογα με την προέλευσή της) κολοκύθα είναι ένα αναρριχώμενο, κολοκυνθοειδές φυτό με όμορφα κίτρινα λουλούδια, που καλλιεργείται ως λαχανικό και δίνει τελικά έναν μεγάλο καρπό. Μπορεί να γεννήθηκε στη Νότια Λατινική Αμερική (όπου την ανακάλυψε ο Κολόμβος αποκαλώντας την «μεγάλο πεπόνι»), όμως καλλιεργείται σε όλες τις εύκρατες χώρες. Ο καρπός της μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 100 κιλά (σε Κίνα και Ινδία) δημιουργώντας επιπλέον κίνητρο για τη διοργάνωση αγώνων προς ανάδειξη της μεγαλύτερης κολοκύθας.
Τι περιέχει;
Όσο φτωχή είναι σε θερμίδες, τόσο πλούσια αποδεικνύεται σε θρεπτικά συστατικά. Αποτελεί εξαιρετική πηγή καλίου, προβιταμίνης Α (βήτα καροτένιο) και αντιοξειδωτικών ουσιών, όπως η λουτεΐνη και η ζεαξανθίνη, που συμβάλλουν στην προστασία των ματιών. Τα υπόλοιπα θρεπτικά στοιχεία που περιέχει (το ίδιο και οι σπόροι της), δηλαδή οι βιταμίνες Ε, C, Κ, Β6, θειαμίνη, νιασίνη, ριβοφλαβίνη, φολικό οξύ, ο σίδηρος, ο χαλκός, ο ψευδάργυρος, το μαγγάνιο, το μαγνήσιο, ο φώσφορος, το σελήνιο, τα ω-3 και ω-6 λιπαρά οξέα και το λινολεϊκό οξύ, την κάνουν ιδιαίτερα χρήσιμη τροφή αλλά και αντικαρκινική, αντιφλεγμονώδη, διουρητική, ελαφρά καθαρτική (λόγω του υδατάνθρακα μαννιτόλη) και αντικαταθλιπτική.
Οι πολύτιμες φυτικές ίνες είναι ένα άλλο δυνατό της σημείο, ενώ όσοι έχουν πεπτικά προβλήματα ίσως την εκτιμήσουν ιδιαίτερα, γιατί μειώνει την οξύτητα των γαστρικών υγρών. Έτσι δεν ερεθίζει το στομάχι και τα έντερα αλλά, αντίθετα, τα επουλώνει. Ακόμα είναι ιδανική για αποτοξίνωση, αφού καθαρίζει τον οργανισμό από την περίσσεια χοληστερόλης, τα βαρέα μέταλλα (όπως ο μόλυβδος), αλλά και τυχόν ραδιενεργές ουσίες.
Πώς μαγειρεύεται;
Είναι πολύ οικονομική και νόστιμη και καταναλώνεται μέσα σε πίτες (αλμυρές και γλυκές), σούπες, πουρέδες, φαγητά κατσαρόλας, μαρμελάδες ή αποξηραμένη. Κομματιάζεται στον τρίφτη και πολτοποιείται στο μπλέντερ, αλλά θέλει προσοχή στο κόψιμο με το μαχαίρι, όταν επιχειρήσεις να αφαιρέσεις τη σκληρή φλούδα της.
Πόσο διατηρείται;
Το παχύ δέρμα της κολοκύθας τη διατηρεί ανέπαφη αρκετές εβδομάδες ακόμα και μήνες (σε ξηρή αποθήκη). Μόλις κοπεί, μπορεί να συντηρηθεί λίγες ημέρες τυλιγμένη σε πλαστική μεμβράνη.
Οι σπόροι της με πάπρικα και αλάτι
Οι περίφημοι, άκρως ωφέλιμοι κολοκυθόσποροι δεν πετιούνται (οι Κινέζοι λένε να μην πετάς τίποτα από την κολοκύθα): Τους μαζεύεις, τους ζεματάς για πέντε λεπτά σε βραστό νερό, τους στραγγίζεις και τους απλώνεις σε ένα ρηχό ταψί πασπαλίζοντας με ανεπεξέργαστο αλάτι και γλυκιά πάπρικα σε σκόνη. Τους ψήνεις για λίγα λεπτά και έχεις ένα νοστιμότατο σνακ, ιδανικό, για τον καθαρισμό των εντέρων λόγω των θεραπευτικών ουσιών που περιέχει.

ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ...


http://kritipoliskaihoria.blogspot.gr/2013/09/blog-post_1877.html?spref=fb

ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ... Χορός Ανεμόμυλων, λόφων και Ιστορίας






Φαντάζεσαι αυτόν τον εκπληκτικό χορό των ανεμόμυλων πριν από μερικές δεκαετίες; Η εικόνα τους ξεπερνούσε και την πιο δυνατή φαντασία. Τώρα, εδώ στο οροπέδιο Λασιθίου, ακούγεται το βουητό από τα μηχανάκια που αντλούν το νερό και κάνουν τη δουλειά των ανεμόμυλων. Κάποιοι που διατηρούν την αρματωσιά τους γυρίζουν απελπιστικά μόνοι, μόνο για το θεαθήναι. Πολύ περισσότεροι άλλαξαν ρόλο και προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις της εποχής. Στήθηκαν έξω από τις ταβέρνες για να τις διαφημίζουν στους τουρίστες. Ωστόσο η φαντασία ποτέ δεν πεθαίνει και όλα μπορεί να τα κάνει σκαλοπάτι. 








Το οροπέδιο είναι όμορφο καθώς το αντικρίζεις από τη δυτική του είσοδο ή ανηφορίζεις για το Δικταίο Αντρο, το λίκνο του Δία όπως πιστεύουν εδώ, και γίνεται ακόμη ομορφότερο καθώς τοποθετείς εσύ άσπρα πανιά στους σκελετούς που στέκουν πυκνά πάνω από τα χωράφια που σαν χράμι με χιλιάδες διαφορετικά μπαλώματα, μεγάλα καφέ ή πράσινα τετράγωνα, απλώνεται ανάμεσα στα βουνά. Τα πανιά και η φαντασία κινούν αυτή τη διαδρομή που κατηφορίζει από το οροπέδιο προς τις ακρογιαλιές της Ιεράπετρας και του Μακρύγιαλου, πηγαίνει πάνω στη θεαματική ακτογραμμή για να εφοδιαστεί με Ιστορία στο μινωικό ανάκτορο της Ζάκρου και να ανοιχτεί στο Κρητικό και στο Καρπάθιο πέλαγος. Επί του παρόντος ανηφορίζει την πλαγιά με τα πόδια ή καβάλα σε γαϊδουράκι και μετά βυθίζεται ως τα έγκατα της μυθολογίας στο Δικταίο Αντρο, προτού εγκαταλείψει τα ψηλώματα του Λασιθίου για τις αμμουδιές, ψιθυρίζοντας ένα στιχάκι από τον «Ερωτόκριτο» του ιθαγενούς Βιτσέντζου Κορνάρου που υμνεί τη δύναμη του πάθους:




Μα όλα για μένα σφάλασιν

και πάσιν άνω-κάτω,

για με ξαναγεννήθηκεν

η φύση των πραμάτω.









Ο πόρος του οροπεδίου Λασιθίου, το Σελί (20 χλμ. από τον Μοχό, στο ύψος των Μαλίων), πλαισιώνεται από πετρόκτιστους ανεμόμυλους όπου άλεθαν τα γεννήματα. Μπροστά ανοίγεται το «σκάκι» των χωραφιών που μεταξύ των άλλων φυτεύουν και τη φημισμένη πατάτα. Αριστερά, πάντα στην περίμετρο του οροπεδίου, στις ρίζες των ψηλών βουνών που το περιβάλλουν, ο δρόμος πάει προς το Τζερμιάδο και αριστερά προς τη Μονή Βιδιανής, πάντα περιμετρικά του οροπεδίου, και προς Ψυχρό και Αγιο Γεώργιο, Αγιο Κωνσταντίνο και Μέσα Λασίθι, όπου κλείνει τον κύκλο συναντώντας τον άλλο δρόμο που έρχεται από Τζερμιάδο, το κεφαλοχώρι του οροπεδίου.

Εμείς κάναμε τον κύκλο ανάποδα, με αφετηρία τον Αγιο Κωνσταντίνο. Πριν από το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας κρατήσαμε μια πολύ εντυπωσιακή εικόνα του οροπεδίου, μέσα στους καταρράκτες των αχτίδων του ήλιου που πάει να βασιλέψει πίσω από τις κορφές, παίρνοντας τον ανηφορικό δρόμο της εξόδου από την ανατολική άκρη, προς το χωριουδάκι Μέσα Λασιθάκι και μετά προς Μέσα και Εξω Ποταμούς, απ' όπου φύγαμε μετά για Ιεράπετρα και Μακρύγιαλο για το δεύτερο μέρος του ταξιδιού μας.

Απέναντι από τον Αγιο Κωνσταντίνο ανοίγεται στα βουνά το φαράγγι του Χαυγά, όπου μπορεί ο οδοιπόρος να φτάσει εύκολα, έπειτα από 3 χλμ. πεζοπορίας, ως τον Νεραϊδοκόλυμπο, μια απίθανη λίμνη, όπου τερματίζει η διαδρομή. Από τον Αγιο Κωνσταντίνο, ο περιμετρικός δρόμος του οροπεδίου πηγαίνει αριστερά για Αγιο Γεώργιο (2 χλμ.) και διακλαδώνεται προς ένα πανοραμικό σημείο θέας του οροπεδίου (1 χλμ.). Αμέσως μετά τον Αγιο Γεώργιο είναι τα χωριουδάκια Κουδουμαλιά και Αβρακόντες - από εδώ ξεκινά η διαδρομή για το οροπέδιο Λιμνάκαρου - και μετά το Καμινάκι και ο Μαγουλάς (3 χλμ.) που μερικές αυλές μοιάζουν με ανθοδέσμες. Ακολουθεί το Ψυχρό και 1 χλμ. μετά η διακλάδωση οδηγεί στην αφετηρία (1 χλμ.) για το Δικταίο Αντρο.


Ο δρόμος συνεχίζει όμως, περιμετρικά πάντα, για Πλάτη (1 χλμ.), Κάτω Μετόχι (3 χλμ. μετά) και μονή Βιδιανής (2 χλμ.), όπου λειτουργεί και μουσείο φυσικής ιστορίας σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Δύο χιλιόμετρα μετά ο δρόμος συναντά αυτόν που έρχεται από το Σελί και συνεχίζει για Πινακιανό, Λαγού, Τζερμιάδο (2 χλμ. μετά), Μαρμακέτο (2 χλμ.), Μέσα Λασίθι (3 χλμ.), Αγιο Κωνσταντίνο (1 χλμ.). Σύνολο γύρου οροπεδίου 20 χλμ.

Το είπαν και «Βηθλεέμ της αρχαιότητας». Oμως το Δικταίο Αντρο είναι τόσο εντυπωσιακό και επιβλητικό που στέγαζε πάντοτε τα μυστήρια των ανθρώπων. Ηδη από τη Νεολιθική εποχή, κάπου 4.000 χρόνια πριν από το γεγονός της Βηθλεέμ, οι άνθρωποι έβρισκαν εδώ καταφύγιο. Μετά, την Προανακτορική περίοδο του μινωικού πολιτισμού (3500-2000 π.Χ.) οι ιθαγενείς έθαβαν εδώ τους νεκρούς τους. Επειτα, από το 2000 π.Χ. ως το 100 μ.Χ., λάτρευαν τον Δία και τη μητέρα γη, τη Γαία, που τον μεγάλωσε βαθιά μέσα στην αγκαλιά της. Γιατί αυτό πιστεύουν πολλοί. Οτι τελικά εδώ είναι το λίκνο του πατέρα των θεών. Ο Σπυρίδων Μαρινάτος γράφει στο μικρό βιβλιαράκι του «Αρχαίος Μινωικός πολιτισμός» (1927):

«Εις εκ των πολλών μύθων, των οποίων αι ρίζαι φθάνουν μέχρι του Μινωικού πολιτισμού, είναι η παλαιοτάτη διήγησις του Ησιόδου, ότι δηλ. η Ρέα κρύπτουσα τον αρτιγέννητον Δία από τας τεκνοφάγους διαθέσεις του συζύγου της του Κρόνου, τον μετέφερεν εις Κρήτην, εις την ιεράν πόλιν της Λύκτου, όπου εκρύβη εις σπήλαιον του όρους Αιγαίου. Η Λύκτος σώζεται με το όνομά της και σήμερον (παρά το χωρίον Καστέλλι), το Αιγαίον όρος είναι τα βουνά του Λασιθίου, το δ' ιερόν σπήλαιον ανεγνωρίσθη παρά το σημερινόν χωρίον Ψυχρό».
Φαίνεται ότι την ιερότητα του σπηλαίου την αναγνώριζαν πάντα γιατί έρχονταν και έβαζαν στις σχισμές των βράχων και τα κοιλώματα των μεγαλόπρεπων σταλακτιτών και σταλαγμιτών χάλκινα ειδώλια σε στάση προσευχής και πλήθος άλλα πολύτιμα για την εποχή αντικείμενα. Το πιο παράξενο είναι ότι αυτά ήλθαν απ' έξω, εκτός Κρήτης, από την ηπειρωτική Ελλάδα, από δυτικές και βόρειες χώρες και την Εγγύς Ανατολή. Αυτό, δηλαδή, που συμβαίνει και σήμερα. Περισσότεροι από 150.000 επισκέπτες, ένα πολύχρωμο και πολύγλωσσο πλήθος, κατεβαίνει μέχρι το βάθος του σπηλαίου και ρίχνει ένα νόμισμα στα νερά της μικρής λίμνης για καλή τύχη.

Στην αφετηρία, ειδικά το καλοκαίρι που συρρέει το πλήθος των επισκεπτών, ουσιαστικά σε υποχρεώνουν να πληρώσεις θέση στάθμευσης. Μετά είναι ανοιχτό το ωραίο, πλακόστρωτο, αλλά πολύ ανηφορικό μονοπάτι μέχρι το σπήλαιο, που κι αυτό έχει εισιτήριο. Για όσους δεν τολμούν την επίπονη ανάβαση με τα πόδια, υπάρχουν και τα γαϊδουράκια που περιμένουν υπομονετικά στην αρχή του μονοπατιού. Πάνω όμως στο σπήλαιο, η επίσης επίπονη κατάβαση και η ανάβαση γίνεται με τα πόδια, από τεχνητούς διαδρόμους και σκαλοπάτια με χειρολαβές. Ο εντυπωσιακός σταλαγμιτικός διάκοσμος του σπηλαίου - μέχρι και τις πτυχώσεις του ενδύματος του Διός έχουν φανταστεί - φωτίζεται από τεχνητό φωτισμό αλλά και από το φως της ημέρας που φτάνει ως εδώ κάτω από την ανοιχτή οροφή.

Εξω η κατάβαση προς την αφετηρία του μονοπατιού προσφέρει από τις πιο εντυπωσιακές, πανοραμικές, εικόνες του οροπεδίου. Και αυτό μόνο θα ήταν αρκετό να μπει ο περιηγητής στον κόπο να ανέβει εδώ πάνω...

Η Ευρώπη του τώρα

http://www.antifono.gr/portal/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/giannaras/%CE%91%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1/4425-die-jetztzeitige-europa3a-krise-eines-seinsartmodus3f.html

Η Ευρώπη του τώρα: Κρίση ενός τρόπου του υπάρχειν;

E-mailΕκτύπωσηPDF

Χρήστος Γιανναράς
Μια πλήθουσα σήμερα διεθνής βιβλιογραφία μιλάει για το διαφαινόμενο ιστορικό τέλος του πολιτιστικού μας «παραδείγματος» (paradigm), δηλαδή του πολιτισμού της «Νεωτερικότητας». Χρονολογούμε συμβατικά τη Νεωτερικότητα (modernité) με αφετηρία την εμφάνιση της Φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, από τα μέσα του 18ου αιώνα.

Θα μου επιτραπεί να προτείνω, για την κοινή συνεννόηση, κάποιες καταρχήν διασαφήσεις όρων:
Ονομάζουμε πολιτισμό και πολιτιστικό «παράδειγμα» τον τρόπο του βίου: του κοινού βίου μιας συλλογικότητας ανθρώπων. Τον τρόπο που οι άνθρωποι ντύνονται, μαγειρεύουν, γιορτάζουν, διασκεδάζουν, ερωτεύονται, χτίζουν τα σπίτια τους, τα διακοσμούν, οργανώνουν τις παραγωγικές και ανταλλακτικές μεταξύ τους σχέσεις, συγκροτούν κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς κ.λπ.
Και τί είναι αυτό που διαφοροποιεί κατά εποχές και κατά γεωγραφικές περιοχές τον κοινό τρόπο του βίου, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη κλίμακα συλλογικότητας, δημιουργώντας ανόμοιους πολιτισμούς; Είναι σαφώς οι διαφορετικές ιεραρχήσεις των ανθρώπινων αναγκών –ποιά ανάγκη λογαριάζεται πρώτη, ποιά δεύτερη. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι στην Αρχαία Αθήνα οι ιδιωτικές κατοικίες των πολιτών ήταν πενιχρά, ασήμαντα οικοδομήματα, δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση με τα μυκηναϊκά ανάκτορα ή με τις ρωμαϊκές επαύλεις. Και αυτό ερχόταν σε οξεία αντίθεση προς τα περίλαμπρα αρχιτεκτονήματα του δημόσιου χώρου, την κοσμημένη με αριστουργήματα της γλυπτικής τέχνης Αγορά. Διότι το πρώτιστο ενδιαφέρον των Αθηναίων ήταν για τα κοινά, πρώτη ανάγκη τους το να είναι πολίτες, όχι ιδιώτες, να βγαίνουν στην Αγορά «κοινωνούντες κρίσεως και αρχής»: να μετέχουν στο άθλημα του «κατ΄ αλήθειαν βίου», δηλαδή της πολιτικής.
Πάντοτε, πίσω από την ιεράρχηση των αναγκών μιας συλλογικότητας, διαφαίνεται μια «λογική» αυτής της ιεράρχησης, μια αιτιολόγηση, που παραπέμπει σαφώς σε προϋπάρχον «νόημα» της πραγματικότητας: σε απάντηση για την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξης και των υπαρκτών. Αυτή η νοηματοδότηση προϋποτίθεται χωρίς να είναι οπωσδήποτε συνειδητή από όλους, ενώ είναι έμπρακτα και αυτονόητα αποδεκτή από περίπου όλους. Εκφράζεται η δεδομένη νοηματοδότηση από τους ταλαντούχους: διαισθητικά από τους καλλιτέχνες, λογικά επεξεργασμένη από τους φιλοσόφους, με τη σοφία της πράξης από τους νομοθέτες και τους θεσμοθέτες. Γι’αυτό και τελικά ταυτίζουμε την πραγματικότητα «πολιτισμός» κατεξοχήν με τα δημιουργήματα της Τέχνης, της Φιλοσοφίας, και με τους θεσμούς της συλλογικής συμβίωσης.
Ως «νόημα», που διαφοροποιεί την ιεράρχηση των αναγκών διαμορφώνοντας ιδιάζονταπολιτισμό, μπορεί να εκληφθεί και η απουσία νοήματος, η αποδοχή ως νοήματος του μη-νοήματος – της α-νοησίας της ύπαρξης. Αυτή η περίπτωση εμφανίστηκε (για πρώτη μάλλον φορά στην ανθρώπινη Ιστορία) με το «παράδειγμα» της Νεωτερικότητας. Ο όρος «Νεωτερικότητα» (Νέοι Καιροί, Νέοι Χρόνοι) κόμιζε από την αρχή έναν εντοπισμό συγκριτικής κυρίως διαφοράς τρόπου του βίου: η Νεωτερικότητα ήθελε και ενεργά φιλοδοξούσε να είναι κάτι ριζικά καινούργιο σε σύγκριση με συγκεκριμένο ιστορικό παρελθόν. Ο νεωτερικός τρόπος του βίου γεννήθηκε (διαμορφώθηκε) με προθέσεις ρήξης, πολεμικής αντίθεσης προς τον τρόπο που είχε προηγηθεί του «καινούργιου».
Τον πολιτισμό της Νεωτερικότητας τον γέννησαν (διαμόρφωσαν) οι κοινωνίες της ευρωπαϊκής μετα-ρωμαϊκής Δύσης. Και το ιστορικό παρελθόν από το οποίο ήθελαν οι κοινωνίες αυτές να αποκοπούν με επιθετική ρήξη, ήταν ο λεγόμενος Μεσαίωνας: οι «μέσοι», μεταξύ του ελληνορωμαϊκού και του νεωτερικού κόσμου, αιώνες. Η μεταρωμαϊκή Δύση χαρακτήρισε τους μέσους αυτούς αιώνες «σκοτεινούς»: τους ταύτισε με την εμπειρία οξύτατων ταξικών ανισοτήτων, αδικίας, καταπίεσης των αδύναμων και αυθαιρεσίας των ισχυρών, θρησκοληψίας και βασανιστικών ενοχών, σκοταδισμού και υπανάπτυξης. Και όλα αυτά τα αρνητικά γνωρίσματα του Μεσαίωνα τα απέδωσαν οι κοινωνίες της ευρωπαϊκής Δύσης (όχι αυθαίρετα) στην καταδυνάστευσή τους, την περίοδο εκείνη, από τη θρησκεία. Οι θρησκευτικοί θεσμοί, η εξουσία που άμεσα ή έμμεσα ασκούσαν, οι μέθοδοι και οι τεχνικές τρομοκρατικής επιβολής τους με τον έλεγχο λειτουργίας της συλλογικότητας (ηθών, εθίμων, αντιλήψεων) αλλά και του ιδιωτικού βίου (φρονημάτων και συμπεριφοράς), εισήγαγαν για πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία το εφιαλτικό φαινόμενο που χαρακτηρίστηκε ολοκληρωτισμός.
Το «παράδειγμα» της Νεωτερικότητας προέκυψε από την ανάγκη των κοινωνιών της Δύσης να έρθουν σε συνεπή ρήξη με το μεσαιωνικό τους παρελθόν: να απορρίψουν τη μεσαιωνική προτεραιότητα της μεταφυσικής στη νοηματοδότηση και οργάνωση του βίου. Η στάση, δηλαδή ο τρόπος της Νεωτερικότητας δηλώνει ότι η φύση μάς αρκεί, δεν χρειαζόμαστε τη μετα-φύση. Φύση είναι η λογική και μηχανική αποτελεσματικότητα που διέπει την αισθητή πραγματικότητα, όπως φύση είναι και η ατομική κάθε ανθρώπου διανοητική ικανότητα, η facultas rationis. Αποκρυπτογραφώντας τη λογική και μηχανική αποτελεσματικότητα της αντι-κείμενης φύσης μπορούμε να παρέμβουμε στη λειτουργία της θέτοντας τη φύση στην εξυπηρέτηση των χρηστικών αναγκών του ανθρώπου –στόχος των φυσικών επιστημών γίνεται η προαγωγή της χρησιμοθηρικής τεχνολογίας. Και χρησιμοποιώντας την ατομική νόηση μπορούμε να συνάπτουμε κοινές των ανθρώπων συμφωνίες (συλλογικές συμβάσεις, κοινωνικά συμβόλαια) με κοινά αποδεκτές κανονιστικές αρχές συμπεριφοράς απαραίτητες για να λειτουργεί η συνύπαρξη.
Ο νεωτερικός άνθρωπος δηλώνει με συνέπεια ότι δεν χρειάζεται τη μεταφυσική (κάποιον Θεό) για να του ορίσει τί είναι καλό και τί κακό νομοθετώντας με υπερβατική αυθεντία κανόνες συμπεριφοράς του ανθρώπου. Οι άνθρωποι μπορούν να συγκροτούν Δίκαιο αρκούμενοι στη φύση (Φυσικό Δίκαιο) και αρνούμενοι την αποκάλυψη που απαιτεί διαμεσολαβητές, αφού είναι εμπειρικά απρόσιτη η πηγή της. Έτσι κερδίζει το άτομο την υπαρκτική του αυτονομία και αυτεξουσιότητα, διαπραγματεύεται και συνομολογεί τα ατομικά του δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του με γνώμονα το ωφέλιμο για τον άνθρωπο και όχι τη δυσερμήνευτη θεϊκή αυθεντία.
Ο πολιτισμός της Νεωτερικότητας, ο κοινός τρόπος του βίου, είναι ανθρωποκεντρικός-ατομοκεντρικός, συνεπέστατα χρησιμοθηρικός. Για τους πρώτους θεωρητικούς θεμελιωτές και τους μετέπειτα υποστηρικτές του, το αντίπαλο ενδεχόμενο για τον πολιτισμό αυτόν θα ήταν η θεοκρατία, η κυριαρχία της μεταφυσικής ως υπέρτατης αυθεντίας. Δεν υπήρξε υποψία στις κοινωνίες της μεταρωμαϊκής Δύσης, από τα πρώτα τους ευρωπαϊκά βήματα ως σήμερα, ότι εναλλακτικό ενδεχόμενο θα μπορούσε να είναι ένας πολιτισμόςκοινωνιοκεντρικός, όπου ακόμα και η επαλήθευση της γνώσης ή πρωτευόντως αυτή να είναι προϊόν εμπειρίας της σχέσης και ο εμπειρισμός της σχέσης, της ερωτικής γνώσης, να συνιστά και τη μόνη οδό πρόσβασης στο μετα-τη-φύση «νόημα» της φύσης.
Αυτός ο νεωτερικός πολιτισμός του απολυτοποιημένου ατομοκεντρισμού, που υποτάσσει ακόμα και την αναζήτηση της αλήθειας στην προτεραιότητα της χρησιμότητας, παρήγαγε εκθαμβωτικά οπωσδήποτε επιτεύγματα διευκολύνσεων του υλικού βίου, θωράκισης του εγώ με ισχύ εκπληκτικής αποτελεσματικότητας, μεγιστοποίησης των ανέσεων και των ηδονικών απολαύσεων. Η τεχνολογία μείωσε εντυπωσιακά τον μόχθο της παραγωγικής διαδικασίας πολλαπλασιάζοντας απίστευτα την απόδοση και δημιουργώντας κοινωνίες με πλούτο πρωτοφανή. Οι οικιακές ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές μεταμόρφωσαν κυριολεκτικά την καθημερινότητα μεγάλου μέρους του πληθυσμού της γης εξασφαλίζοντας φανταστικές συνθήκες άνεσης και ευζωΐας. Κατάργησε η τεχνολογία τις αποστάσεις με ταχύτατες μετακινήσεις και μεταφορές, με συγχρονία στην επικοινωνία και στη μετάδοση ειδήσεων και εικόνας. Έθεσε στη διάθεση του ανθρώπου τεράστια μεγέθη φυσικής ενέργειας. Εξασφάλισε ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη του ατόμου αδιανόητη στο παρελθόν. Κατόρθωσε την κατάκτηση του διαστήματος. Και η απαρίθμηση των χρήσιμων επιτευγμάτων δεν τελειώνει εδώ.
Βέβαια, κάθε τόσο, ο θαυμαστός αυτός πολιτισμός εμφάνιζε και συμπτώματα απανθρωπίας πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας τόσο για το ποσοτικό τους μέγεθος όσο και για το πολυμήχανο της φρίκης. Η ανήλεη εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού στις πρώτες φάσεις της «βιομηχανικής επανάστασης». Η αποικιοκρατία. Οι δύο εφιαλτικοί παγκόσμιοι πόλεμοι με τις δεκάδες εκατομμυρίων νεκρούς. Η χρήση πυρηνικών όπλων στο τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Οι προγραμματικές, μεθοδικές γενοκτονίες Αρμενίων και Ελλήνων από τους Τούρκους, Εβραίων από τους Γερμανούς Ναζί. Οι σφαγές εκατομμυρίων Σοβιετικών προκειμένου να επιβληθούν τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα του Λένιν και του Στάλιν. Η ιλιγγιώδης φρίκη των Γκουλάγκ και της Κολιμά, όπως και του Νταχάου, του Άουσβιτς, του Μπούχενβαλτ ή των στρατοπέδων όπου περιόρισαν τους ξεριζωμένους από τα σπίτια τους Παλαιστίνιους οι Ισραηλινοί. Το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού και τα καθεστώτα που το ενσάρκωσαν, η μόλυνση ή και καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος σε πλανητική κλίμακα κ.ά.π. ανάλογα.
Όμως όλα αυτά τα αρνητικά συμπτώματα του «παραδείγματος» της Νεωτερικότητας, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, δεν κλόνισαν την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στα προτερήματα και θετικά επιτεύγματα που συνέχισε να ενσαρκώνει ο συγκεκριμένος πολιτισμός. Μόνο τα πολύ τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την κατάρρευση των καθεστώτων των θεμελιωμένων στην ιδεολογία του Μαρξισμού-Λενινισμού (το 1989-1990), η μονοκρατορία του λεγόμενου «Ιστορικού Υλισμού», ως αχαλίνωτης ελευθερίας του αγοραίου συμφέροντος στο διεθνές πεδίο, προκάλεσε τους πρώτους τριγμούς που προμηνύουν ίσως και κατάρρευση του νεωτερικού «παραδείγματος».
Πότε λέμε ότι καταρρέει, δηλαδή τελειώνει ιστορικά, ένα «παράδειγμα» πολιτιστικό; Απλούστατα, όταν οι λειτουργίες του (θεσμοί, συστήματα, πρακτικές) παύσουν να ανταποκρίνονται στις ανθρώπινες ανάγκες, αυτονομούνται από τις ανάγκες της συλλογικότητας, αφήνουν άλυτα τα προβλήματα της συμβίωσης (και επιβίωσης) των ανθρώπων. Οι ανάγκες δομούν και αποδομούν τον τρόπο του βίου, δηλαδή τον πολιτισμό – όχι τα ιδεολογήματα ούτε οι «αξίες». Και μάλιστα, η ιεράρχηση των αναγκών.
Σήμερα το «παράδειγμα» της Νεωτερικότητας τρίζει προμηνύοντας κατάρρευση, επειδή τρία δεδομένα (θεσμών, συστημάτων, πρακτικών) του νεωτερικού τρόπου έχουν σαφώς αυτονομηθεί από τις ανάγκες που γέννησαν αυτά τα δεδομένα:
Έχει αυτονομηθεί η οικονομία από την ανάγκη των ανταλλακτικών σχέσεων, δεν υπηρετεί τις σχέσεις κοινωνίας των αναγκών («κοινωνίας της χρείας»). Το χρήμα δεν είναι πια «νόμισμα», συμβατικό μέσον-εργαλείο που αποβλέπει να «ἰσάσῃ τὴν σχέσιν», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, «πόσα ἄττα δὴ ὑποδήματα ἴσον οἰκίᾳ ἢ τροφῇ» (Ἠθικὰ Νικομάχεια V,  1133α). Το χρήμα σήμερα είναι αφηρημένο «λογιστικό» μέγεθος, που η αξία του καθορίζεται από παράγοντες άσχετους με την ανταλλακτική ισοδυναμία ανθρώπινων αναγκών, εξυπηρετεί πρωτίστως ένα διεθνοποιημένο τυχερό παίγνιο κερδοσκόπων στα ανά τον κόσμο χρηματιστήρια.
Έχει αυτονομηθεί από την κοινωνία και η πολιτική. Υπηρετεί τις δικές της ανάγκες, όχι τη διαχείριση των κοινών, πρωτεύουν τα συμφέροντα των επαγγελματιών της πολιτικής, οι δικές τους ιδιοτελείς στοχεύσεις, και παρεμπιπτόντως, μόνο στο ποσοστό που εξυπηρετούνται τα ατομικά συμφέροντα και οι ιδιοτελείς στοχεύσεις, ρυθμίζονται και κάποιες ανάγκες της συλλογικότητας. Βέβαια, ιδιοτελείς καταχρήσεις στη διαχείριση των κοινών υπήρχαν πάντοτε, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό. Το καινούργιο στη Νεωτερικότητα είναι ότι οι άλλοτε θεωρούμενες «καταχρήσεις» τώρα νομιμοποιούνται αυτονόητα και θεσμοποιούνται. Η πολιτική θεωρείται αυτονοήτως επάγγελμα και λειτουργεί με τους όρους των εμπορικών επαγγελμάτων, τους όρους του marketing. Κάθε κόμμα διαθέτει ένα ιδεολογικό-προγραμματικό εμπόρευμα που προσπαθεί να το επιβάλει στην αγορά με τις μεθόδους και τις τεχνικές της διαφήμισης (της πλύσης εγκεφάλου των μαζών). Τις εκλογές θα κερδίσει όχι όποιος συγκροτήσει το αποτελεσματικότερο σε στόχους και τρόπους πολιτικό πρόγραμμα, αλλά όποιος διαθέτει τα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά για τη διαφημιστική του καμπάνια. Η πολιτική ως επάγγελμα εξαντλείται στη διαχείριση εντυπώσεων, η ανταπόκριση στις κοινές ανάγκες είναι για την πολιτική πάρεργο.
Το τρίτο σύμπτωμα του νεωτερικού τρόπου του βίου, που συνιστά σήμερα κρίση του συγκεκριμένου τρόπου, αυτονόμηση του θεσμικού τρόπου από τις κοινές ανάγκες που τον γέννησαν, είναι η περίπτωση του νεωτερικού έθνους-κράτους, της κρατικής οργάνωσης της συλλογικότητας. Το κράτος λοιπόν σήμερα έχει αυτονομηθεί από την πραγματικότητα της πατρίδας, δηλαδή της γενέθλιας γης, που δεν είναι μόνο παραστάσεις φυσικού τοπίου, αλλά ένα σύνολο από βιωματικές σχέσεις, εμπειρικές ρίζες σε πατροπαράδοτα έθιμα, στο νοηματικό φορτίο της μητρικής γλώσσας, στην οικειότητα, με ιστορικό παρελθόν συγκεκριμένο, πάντοτε ένσαρκο σε πρόσωπα, σε εμπειρία αναστροφής με τάφους προγόνων, με μνημεία αποτύπωσης του κάλλους από το βαθύ παρελθόν. Τέτοιες ποιότητες ζωής συγκεφαλαίωνε άλλοτε η πατρίδα, γι’αυτό και οι άνθρωποι ήταν αυτονόητα έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτήν, αφού χωρίς πατρίδα η ζωή ήταν κολοβωμένη, δίχως ποιότητα. Και το αδυσώπητο ερώτημα που προκύπτει σήμερα: Μπορεί πια να υπάρξει πατριωτισμός μόνο σαν ιδεολογική αυθυποβολή, δίχως ρίζες σε γη και σε κοινότητα; Πατριωτισμός σε ενοικιαζόμενο «δυάρι» ή «τεσσάρι» απρόσωπης μεγαλούπολης, σε κράτος που το βιώνουμε αυτονομημένο από τον πολίτη, συχνά αντίπαλο του πολίτη; Πατριωτισμός, όταν η ζωή σωφιλιάζεται στο τίποτα, σε ψυχολογικά υποκατάστατα του πραγματικού, κάτι σαν την ψυχανωμαλία της «ποδοσφαιροφιλίας»;
Τρόπος βίου ή πολιτισμός όπου η οικονομικά και η πολιτική παύουν να υπηρετούν την κοινωνία των αναγκών και το κράτος ακυρώνει την πραγματικότητα της πατρίδας, δεν είναι δυνατό, εκ των πραγμάτων, να επιβιώσει για πολύ. Το οικοδόμημα της Νεωτερικότητας τρίζει, το τέλος του επέρχεται, έστω κι αν δεν ξέρει κανείς πόσο μπορεί να διαρκέσει η διαδικασία του τέλους.
Το παλαιό δεν έχει ακόμα εντελώς καταρρεύσει, γι’αυτό και το νέο δεν μπορεί ακόμα να διαφανεί. Αν ο ατομοκεντρισμός και η χρησιμοθηρία είναι τα στοιχεία ταυτότητας του «παραδείγματος» που καταρρέει, η δική μας σήμερα συμβολή στη γένεση του καινούργιου που μας είναι αναγκαίο, μπορεί να εντοπισθεί στην απροκατάληπτη, τίμια ιστορική διερεύνηση των παραγόντων και συνθηκών που γέννησαν τον πολιτισμό του ατομοκεντρισμού και της χρησιμοθηρίας.
Ένα περίγραμμα αυτής της διερεύνησης θα μπορούσε επιγραμματικά να οριοθετηθεί με τα ακόλουθα δεδομένα: Ο ατομοκεντρισμός και η χρησιμοθηρία δεν είναι ιδεολογήματα, είναι συλλογική στάση ζωής και κάτι τέτοιο προκύπτει συνήθως από μια μεταφυσική νοηματοδότηση της πραγματικότητας. Τα βαρβαρικά φύλα, που από τον 4ο ως τον 6ο μ.Χ. αιώνα εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εκχριστιανίστηκαν μεν, αλλά μοιάζει να επένδυσαν στον Χριστιανισμό τις ίδιες ανάγκες που τις κάλυπταν ώς τότε με τις δικές τους παγανιστικές θρησκείες. Αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε, γιατί παρήγαγαν τελικά, με βραδυπορία πολλών σκοτεινών «μέσων» αιώνων, έναν Χριστιανισμό υποταγμένον απόλυτα στον ατομοκεντρισμό κάθε «φυσικής» (ενστικτώδους, ενορμητικής) θρησκείας και κατά συνέπεια έναν επίσης ασφυκτικά ατομοκεντρικό πολιτισμό που παρέμεινε ατομοκεντρικός και αφού απελάκτισε τη χριστιανική του καταγωγή, αν ζητάμε ερμηνεία αυτών των ιστορικών εξελίξεων της Δύσης, χρειαζόμαστε ένα καίριο ερμηνευτικό κλειδί: Την κατανόηση του κοινωνιοκεντρικού χαρακτήρα της ελληνικής γνωσιολογίας και της εκκλησιαστικής οντολογίας.
Αυτή η κατανόηση θα μας επιτρέψει να αιτιολογήσουμε τη δεδομένη αντίθεση και εξ ορισμού αντιπαλότητα της Μετα-ρωμαϊκής Δύσης και της Ελληνορωμαϊκής Ανατολής (που μειωτικά και ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «Βυζάντιο»). Να σπουδάσουμε σε αυτή την αντίθεση δύο ασυμβίβαστους τρόπους του βίου, δηλαδή δύο αλληλοαποκλειόμενους πολιτισμούς, δύο ασύμπτωτες νοηματοδοτήσεις της πραγματικότητας.
Δεν είναι εύκολη μια τέτοια σπουδή. Αλλά μοιάζει απαραίτητη τώρα που το «παράδειγμα» του ατομοκεντρικού δυτικού τρόπου του βίου καταρρέει συνεπιφέροντας κινδύνους αδυσώπητης απανθρωπίας.
 
Ο Χρήστος Γιανναράς βρέθηκε στο Μόναχο για μια σειρά διαλέξεων στα πλαίσια της καθιερωμένης 8ης ελληνοβαυαρικής ημέρας ( Griechisch-Bayerischer Kulturtag) 14-28 Ιουνίου 2012. Καταφέραμε να έχουμε μια από τις διαλέξεις του: “Die jetztzeitige Europa: Krise eines Seinsartmodus?” η οποία δόθηκε στο LMU (Ludwig-Maximilians-University (LMU) Munich). Οργανωτικό ρόλο είχε η Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Μονάχου όπου πρόκειται και για την μοναδική Σχολή Θεολογίας που λειτουργεί σε κρατικό Πανεπιστήμιο στην Γερμανία και γενικότερα στην Δυτική Ευρώπη.

πηγή: antirisis.wordpress.com/2012/06/30/μια-ομιλία-του-χρήστου-γιανναρά-die-jetztzeitige-europa-krise/

Η Τρούμπα του Πειραιώς

http://mikros-romios.gr/4111/troumpa/

Η Τρούμπα του Πειραιώς

ΤΡΟΥΜΠΑ 

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η Τρούμπα, το δυτικό μέρος της συνοικίας της Τερψιθέας προς τον κεντρικό λιμένα, τα πρώτα χρόνια της δόξας της, ήταν ό,τι η γειτονιά του Ψυρρή για την Αθήνα. Καταφύγιο των κουτσαβάκηδων και το «πολύπλαγκτον πανεπιστήμιον της λεγόμενης μαγκιάς». Η εικόνα και η λειτουργία της άλλαξε εντελώς μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912, με την ανέγερση ξύλινων αποθηκών και την έλευση μεγάλου κύματος προσφύγων στην Αττική. Μέχρι τότε, οι πρωταγωνιστές της λαϊκής ζωής στην περιοχή ήταν οι αραμπατζήδες, που στάθμευαν τα τετράτροχα κάρρα τους, τους γνωστούς αραμπάδες, στη λεωφόρο Μιαούλη. Επίσης, οι βαρκάρηδες, «οι περιφημότεροι, οι απαράμιλλοι μόρτες της Ελλάδος». Η προκυμαία της Τρούμπας γινόταν συχνά πεδίο άγριων συμπλοκών των βαρκάρηδων ή των αραμπατζήδων.
Σε αυτήν την περιοχή άνθισαν και τα περίφημα λαϊκά θεατράκια, όπου προσέλκυαν τους ανθρώπους εκείνους που εξακολουθούσαν να παραμένουν πεισματικά προσηλωμένοι στα ιδανικά της ανατολικομεσογειακής μουσικής και των αντίστοιχων τέτοιων θεαμάτων. Οι δε υπηρέτες αυτού του είδους αναζητούσαν λύσεις και χώρους δράσεις πιο κοντά στο κοινό τους για να επιβιώσουν.
Στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα εμφανίστηκαν δειλά και τα αποκαλούμενα «καμπαρέ» και από τότε σιγά-σιγά η γειτονιά μετατράπηκε στο πλέον κακόφημο στέκι του Πειραιά έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960 όταν πάρθηκαν δραστικά απαγορευτικά μέτρα.
Η περιοχή οφείλει το όνομά της στην τρόμπα, μια μηχανική εγκατάσταση που είχε τοποθετηθεί δεξιά από την είσοδο της προβλήτας του λιμανιού και αντλούσε θαλάσσιο νερό, που διοχετευόταν στα βυτία του Δήμου Πειραιώς για κατάβρεγμα των χωματόδρομων. Οι Πειραιώτες βάφτισαν ολόκληρη τη συνοικία με το όνομα Τρούμπα, που μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά. Σήμερα η χρήση αυτού του ονόματος έχει σχεδόν εξαλειφθεί.

Δημοφιλείς αναρτήσεις