Το
όνομά του το άκουγα συνέχεια στην Κρήτη. Στα γλέντια, στις παρέες, στις
λύπες. «Ο έρωντας με νίκησε με μια χρυσή σαΐτα /μα την εκαταχάρηκα
ετούτη μου την ήττα». Τον τραγουδούσανε πιτσιρικάδες αλλά και λεβέντες
που προσπαθούνε να ερμηνεύσουνε τη «σχιζοφρένεια» της ζωής. «Η μόνη
κόντρα που μπορείς να κάμεις του θανάτου / σαν έρθει ο Χάρος να σε βρει
να ’σαι του πεταμάτου». Αυτή του τη μαντινάδα την άκουσα πριν από
μερικές εβδομάδες σε έναν «αποχαιρετισμό» – μια κηδεία τέλος πάντων. Του
ζητάω να μου τη «μεταφράσει» – όχι ότι δεν την καταλαβαίνω αλλά θέλω να
δω τι ερμηνεία δίνει ο ίδιος σε αυτή τη λέξη που μου γρατσουνίζει από
τότε τη διάθεση. «Να ’σαι του πεταμάτου, να τα έχεις ζήσει όλα δηλαδή»
μου εξηγεί. «Ο Χάρος να βρει ένα κουφάρι αδειανό». «Εσύ τα έχεις ζήσει
όλα;». Κουνάει το κεφάλι του με τον τρόπο του αβέβαιου «ναι».
Μιλάει
λίγο στην πρώτη συνάντησή μας στο λιμάνι του Ηρακλείου και αποφασίζω να
τον πάω στα ορεινά. Στο φιλόξενο σπίτι του Ρος Ντέιλι, στις Αρχάνες, οι
τοίχοι είναι γεμάτοι με λύρες. Από την Κρήτη, την Ινδία, το Αφγανιστάν.
Δεν ρώτησα, το υποψιάζομαι όμως ξέροντας τα ταξίδια του «ιρλανδού»
λυράρη. Ο Ρος Ντέιλι είναι ένας από τους λίγους μουσικούς στον οποίο ο
Σταυρακάκης έχει εμπιστευθεί στίχους. «Είναι δύσκολος άνθρωπος, μην
κοιτάς που τον πέτυχες στα καλά του» μου «μαρτυράει» ο Γιώργης
Γραμματικάκης, αστροφυσικός, «θύμα» και αυτός της θεϊκής απλότητας των
μαντινάδων. Στίχους του Μήτσου Σταυρακάκη έχουν τραγουδήσει ο
Ψαραντώνης, οι Χαΐνηδες, ο Βασίλης Σκουλάς, ο Βασίλης Σταυρακάκης.
Φοράει μπερέ και κόκκινο μαντίλι στον λαιμό. Μαύρα ρούχα βέβαια. Ισως
κάπως έτσι να ήταν και ο Τσε Γκεβάρα αν προλάβαινε να γεράσει. Το
σκέφτομαι αλλά δεν το λέω. Αλλωστε, ο ήρωάς του είναι άλλος.
Από πότε μαντινάδες; Από πάντα;
Από
μικρό παιδί αποστήθιζα αυτές που μ' αρέσανε κι απ' την αρχή της
εφηβείας που άρχισε να μ' ενοχλεί κι εμένα το επίβουλο κοπέλι, που λέει ο
μεγάλος Κορνάρος, άρχισα να φτιάχνω τις δικές μου.
Ο έρωτας;
Ο έρωτας. Εκεί γύρω στα 1415, ήταν ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσεις με την εκλεκτή της καρδιάς σου.
Θυμάσαι καμιά; Οχι εκλεκτή, εννοώ μαντινάδα.
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη που εσκάρωσα. Αλλά όταν άρχισα να μαθαίνω το μαντολίνο βγήκε μια που έλεγε:
«Παρέα με τον έρωτα και με το μαντολίνο, / στη γειτονιά σου κάθε αργά το στεναγμό μου αφήνω».
Ανεκπλήρωτοι έρωτες, βέβαια.
Ανεκπλήρωτοι.
Αυτοί γράφουν και τις καλύτερες μαντινάδες. Ειδικά στους εφηβικούς
έρωτες που κυριαρχεί ο πόνος, διότι δεν μπορείς να έχεις το αντικείμενο
του πόθου σου. «Την εμπόλιασα», εμείς το λέγαμε. Δηλαδή, την έβαλα στο
σημάδι.
«Εμπόλιασα»; Οπως στις τριανταφυλλιές.
Στις τριανταφυλλιές, ναι. Εμπόλιασα λέγαμε και σήμαινε ο Μήτσος αγαπά του τάδε τη θυγατέρα. Ο Γιώργης αγαπά την άλλη...
Κι η κοπελιά;
Και η κοπελιά για να δείξει ότι ανταποκρίνεται, ψήλωνε τη λάμπα, σημάδι ότι άκουσε τα μηνύματα που σταλθήκανε.
Αυτές του πετρελαίου;
Ναι, βέβαια, με τα μουζωμένα γυαλιά. Και στους χορούς, οι κλεφτές ματιές δίνανε και παίρνανε.
Ωραίοι χοροί τότε;
Εμένα
μου άρεσε να βλέπω όμορφους χορευτές, δηλαδή το τσάκισμα που κάνουν στο
κορμί τους. Αλλά εγώ δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα. Ισα ίσα που έμαθα τα
βήματα του χανιώτικου. Εκφραζόμουν με το τραγούδι και τις μαντινάδες.
«Στον κήπο του ονείρου μου κόπιασε πάλι απόψε / κι ό,τι λουλούδι πεθυμάς σύριζα φως μου κόψε».
Εχεις βγάλει βιβλία, έχεις δώσει στίχους σε όλους τους μεγάλους μουσικούς της Κρήτης, όλα αυτά πόσες μαντινάδες μάς κάνουν;
Μπορεί
να ξεπερνούν και τις 1.000. Δεν τις βάζω όλες στο ίδιο τσουβάλι φυσικά.
Μερικές με γοητεύουν περισσότερο, αλλά συνήθως μ' αρέσουν οι μαντινάδες
των άλλων. Από παιδί δηλαδή.
Θυμάσαι καμιά;
Από παιδί μου άρεσε πολύ μια που λέει:
«Τρέχει ο ποταμός νερό, μα τρέχει λίγο λίγο. / Αχ και να 'τρεχε πολύ, να του ακλουθώ να φύγω».
Εχεις ταξιδέψει πολύ;
Αν και πάντα είχα μια τάση φυγής, τελικά δεν το αποφάσιζα να το κάνω. Μόνο το έλεγα.
«Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θ' αφήσω αυτά τα μέρη, / να βρω την άκρη του ντουνιά, να την εκάμω ταίρι».
Μιλάμε για ποια Κρήτη, τότε;
Μιλάμε
για την Κρήτη, της δεκαετίας του '55-'65. Χωριά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα,
με χωματόδρομους, κοντά παντελονάκια, ξυπόλητα παιδιά.
Πείνα;
Οχι
πείνα. Στα χωριά δεν επείνασαν οι άνθρωποι όσο επείνασαν στις πόλεις.
Ακόμη και στην Κατοχή έβρισκες κάτι να φας. Υπήρχε πάντα το ζυμωτό ψωμί ή
κριθινοκουλούρα, το παξιμάδι. Υπήρχαν οι σταφιδολιές, η γλίνα από τον
χοίρο των Χριστουγέννων...
Μεγάλη οικογένεια;
Οκτώ παιδιά και δύο γέροι. Κάθε δέκα μέρες ένας πήγαινε στον μύλο, άλεθε το σιτάρι και κάναμε ψωμί, 810 ψωμιά κάθε φορά.
Να σου πω κάτι. Παντρεύεσαι, κάνεις παιδιά...
Ναι τον Μίνω και τη Δάφνη.
Εχεις μια ωραία γυναίκα, πόσα χρόνια αλήθεια με την ίδια γυναίκα;
Τριάντα έξι. Μεγάλη απόφαση να με παλεύει 36 χρόνια.
Ναι, αλλά πόσες μαντινάδες μπορεί να γράψει κανείς για την ίδια γυναίκα;
Ε,
όλες οι μαντινάδες που έχω βγάλει δεν αναφέρονται στη γυναίκα μου. Αυτή
επήρε τις πρώτες, του έρωτά μας. Στη συνέχεια, μ' επηρεάζουνε κι άλλα
βλέμματα και βγάζω μαντινάδες. Γιατί είπαμε το σκουληκάκι του έρωτα δεν
κοπάζει αλλά τρώει τα σωθικά του ανθρώπου ίσαμε να ζει. Ετσι πιστεύω
εγώ.
Επιτρέπεται αυτό δηλαδή;
Φυσικά κι επιτρέπεται. Εμένα η καρδιά μου είναι άστατη, δεν ξέρω των αλλωνών ανθρώπων.
«Ο φέτος φως μου σ' αγαπώ, του χρόνου δε σου τάσσω, / γιατί έχω άστατη καρδιά κι εύκολα γνώμη αλλάσσω».
Η γυναίκα σου τι λέει γι' αυτό;
Η γυναίκα κρίνει τις μαντινάδες σαν αυστηρός κριτής. Αν είναι καλή ή κακή. Δεν την ενδιαφέρει αν αναφέρονται σ' αυτήν ή όχι.
Στον «Ερωτόκριτο» τις οφείλουμε τις μαντινάδες;
Στον
Κορνάρο οφείλουμε πάρα πολλά. Οταν ήμουνε κοπέλι, δίπλα στο τζάκι
υπήρχε μια θυρίδα που ο πατέρας μου έβαζε τον «Ερωτόκριτο».
Αυτός ήταν ο θησαυρός του σπιτιού;
Αυτός
ήταν ο κρυμμένος θησαυρός. Κάθε βράδυ λοιπόν, ο πατέρας μου έβγαζε τον
«Ερωτόκριτο» απ' τη θυρίδα και μαζευόμασταν τα κοπέλια και τον ακούγαμε.
Κάτι ανάμεσα σε αφήγηση και τραγούδι. Μας τον εδιάβαζε σε συνέχειες.
Οπως είναι σήμερο τα σίριαλ στην τηλεόραση και παρακολουθείς τις
συνέχειες, έτσι ακριβώς γινόταν όλο τον χειμώνα με τον «Ερωτόκριτο». Με
μεγάλη αγωνία περιμέναμε να σουρουπώσει, να φάμε και να κάτσουμε στο
τζάκι και ν' ακούσουμε τη συνέχεια. Σε σημείο που η μάνα μου φώναζε
«άφησέ τα, τα κοπέλια, να πάνε να κοιμηθούμε γιατί αύριο έχουμε
δουλειές».
Τον ξέρεις απέξω;
Ξέρω
πάρα πολλούς στίχους. Είχα τον μπάρμπα μου, τον αδερφό του πατέρα μου,
το Σταυρακογιώργη, ο οποίος ήξερε όλο τον «Ερωτόκριτο» απέξω. Τον είχε
πάντα μαζί του στη βούργια του.
Ηταν δηλαδή στα πρόβατα και διάβαζε «Ερωτόκριτο»;
Ναι,
οι βοσκοί μέσα στη βούργια τους είχαν το σουβλί, τα παιδούλια για να
τσαγκαρέψουνε τα στιβάνια τους, ένα κομμάτι τυρί, παξιμάδι, ε είχανε και
τον «Ερωτόκριτο». Για να μη σκορπιστούν τα φύλλα, τον έραβαν με την
οργιά, αυτήν που έβαναν και στα στιβάνια τους. Και αντιλαλούσανε τα όρη
πολλές φορές απ' το τραγούδι του «Ερωτόκριτου».
Εσύ ποιον στίχο έχεις συγκρατήσει;
«Από κατέχει και μιλεί με γνώση και με τρόπο, / κάνει να κλαιν και να γελούν τα μάτια των ανθρώπων».
Ηρωάς σου;
Ο
Καζαντζάκης βέβαια. Οταν ήμασταν μαθητές και ήτανε φεγγαράδα πηγαίναμε
στον τάφο του και παίζαμε το μαντολίνο και ήταν σαν να κάναμε καντάδα
στον μεγάλο δάσκαλο. Διαβάζαμε το απόσταγμα της φιλοσοφίας του. «Δεν
πιστεύω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». «Αν πίστευα» λέει
«στον Παράδεισο ή την Κόλαση θα έμπαινε στις πράξεις μου ο υπολογισμός
και τότε δεν θα 'μουν ελεύθερος».
Ο θάνατος σε φοβίζει;
«Δεν θέλω να με βάλουνε σε τάφο σαν πεθάνω / Γιατί αγαπώ τη λευτεριά κι εκεί κλειστός δεν κάνω».
Για τα πολιτικά δεν σε ρώτησα. Ασχολείσαι καθόλου;
Ψηφίζω
μόνο στις τοπικές εκλογές. Μια φορά αποφάσισα να ψηφίσω στις
βουλευτικές και μόλις βρέθηκα πάνω από την κάλπη, αντί για σταυρό έριξα
μια μαντινάδα:
«Τα όνειρά μου δεν χωρούν μέσα στο πρόγραμμά σας / Περιφρονώ τσ' αλήθειες σας, μισώ τα ψέματά σας».
ΠΗΓΗ - ΤΑ ΝΕΑ