http://kritipoliskaihoria.blogspot.gr/2013/02/blog-post_9017.html?spref=fb
ΜΗΤΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ ( ΠΕΡΙΦΡΟΝΩ ΤΣ... ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΣΑΣ ... ΜΙΣΩ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΣΑΣ !!! )
Το
όνομά του το άκουγα συνέχεια στην Κρήτη. Στα γλέντια, στις παρέες, στις
λύπες. «Ο έρωντας με νίκησε με μια χρυσή σαΐτα /μα την εκαταχάρηκα
ετούτη μου την ήττα». Τον τραγουδούσανε πιτσιρικάδες αλλά και λεβέντες
που προσπαθούνε να ερμηνεύσουνε τη «σχιζοφρένεια» της ζωής. «Η μόνη
κόντρα που μπορείς να κάμεις του θανάτου / σαν έρθει ο Χάρος να σε βρει
να ’σαι του πεταμάτου». Αυτή του τη μαντινάδα την άκουσα πριν από
μερικές εβδομάδες σε έναν «αποχαιρετισμό» – μια κηδεία τέλος πάντων. Του
ζητάω να μου τη «μεταφράσει» – όχι ότι δεν την καταλαβαίνω αλλά θέλω να
δω τι ερμηνεία δίνει ο ίδιος σε αυτή τη λέξη που μου γρατσουνίζει από
τότε τη διάθεση. «Να ’σαι του πεταμάτου, να τα έχεις ζήσει όλα δηλαδή»
μου εξηγεί. «Ο Χάρος να βρει ένα κουφάρι αδειανό». «Εσύ τα έχεις ζήσει
όλα;». Κουνάει το κεφάλι του με τον τρόπο του αβέβαιου «ναι».
Μιλάει λίγο στην πρώτη συνάντησή μας στο λιμάνι του Ηρακλείου και αποφασίζω να τον πάω στα ορεινά. Στο φιλόξενο σπίτι του Ρος Ντέιλι, στις Αρχάνες, οι τοίχοι είναι γεμάτοι με λύρες. Από την Κρήτη, την Ινδία, το Αφγανιστάν. Δεν ρώτησα, το υποψιάζομαι όμως ξέροντας τα ταξίδια του «ιρλανδού» λυράρη. Ο Ρος Ντέιλι είναι ένας από τους λίγους μουσικούς στον οποίο ο Σταυρακάκης έχει εμπιστευθεί στίχους. «Είναι δύσκολος άνθρωπος, μην κοιτάς που τον πέτυχες στα καλά του» μου «μαρτυράει» ο Γιώργης Γραμματικάκης, αστροφυσικός, «θύμα» και αυτός της θεϊκής απλότητας των μαντινάδων. Στίχους του Μήτσου Σταυρακάκη έχουν τραγουδήσει ο Ψαραντώνης, οι Χαΐνηδες, ο Βασίλης Σκουλάς, ο Βασίλης Σταυρακάκης. Φοράει μπερέ και κόκκινο μαντίλι στον λαιμό. Μαύρα ρούχα βέβαια. Ισως κάπως έτσι να ήταν και ο Τσε Γκεβάρα αν προλάβαινε να γεράσει. Το σκέφτομαι αλλά δεν το λέω. Αλλωστε, ο ήρωάς του είναι άλλος.
Μιλάει λίγο στην πρώτη συνάντησή μας στο λιμάνι του Ηρακλείου και αποφασίζω να τον πάω στα ορεινά. Στο φιλόξενο σπίτι του Ρος Ντέιλι, στις Αρχάνες, οι τοίχοι είναι γεμάτοι με λύρες. Από την Κρήτη, την Ινδία, το Αφγανιστάν. Δεν ρώτησα, το υποψιάζομαι όμως ξέροντας τα ταξίδια του «ιρλανδού» λυράρη. Ο Ρος Ντέιλι είναι ένας από τους λίγους μουσικούς στον οποίο ο Σταυρακάκης έχει εμπιστευθεί στίχους. «Είναι δύσκολος άνθρωπος, μην κοιτάς που τον πέτυχες στα καλά του» μου «μαρτυράει» ο Γιώργης Γραμματικάκης, αστροφυσικός, «θύμα» και αυτός της θεϊκής απλότητας των μαντινάδων. Στίχους του Μήτσου Σταυρακάκη έχουν τραγουδήσει ο Ψαραντώνης, οι Χαΐνηδες, ο Βασίλης Σκουλάς, ο Βασίλης Σταυρακάκης. Φοράει μπερέ και κόκκινο μαντίλι στον λαιμό. Μαύρα ρούχα βέβαια. Ισως κάπως έτσι να ήταν και ο Τσε Γκεβάρα αν προλάβαινε να γεράσει. Το σκέφτομαι αλλά δεν το λέω. Αλλωστε, ο ήρωάς του είναι άλλος.
Από πότε μαντινάδες; Από πάντα;
Από
μικρό παιδί αποστήθιζα αυτές που μ' αρέσανε κι απ' την αρχή της
εφηβείας που άρχισε να μ' ενοχλεί κι εμένα το επίβουλο κοπέλι, που λέει ο
μεγάλος Κορνάρος, άρχισα να φτιάχνω τις δικές μου.
Ο έρωτας;
Ο έρωτας. Εκεί γύρω στα 1415, ήταν ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσεις με την εκλεκτή της καρδιάς σου.
Θυμάσαι καμιά; Οχι εκλεκτή, εννοώ μαντινάδα.
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη που εσκάρωσα. Αλλά όταν άρχισα να μαθαίνω το μαντολίνο βγήκε μια που έλεγε:
«Παρέα με τον έρωτα και με το μαντολίνο, / στη γειτονιά σου κάθε αργά το στεναγμό μου αφήνω».
Ανεκπλήρωτοι έρωτες, βέβαια.
Ανεκπλήρωτοι.
Αυτοί γράφουν και τις καλύτερες μαντινάδες. Ειδικά στους εφηβικούς
έρωτες που κυριαρχεί ο πόνος, διότι δεν μπορείς να έχεις το αντικείμενο
του πόθου σου. «Την εμπόλιασα», εμείς το λέγαμε. Δηλαδή, την έβαλα στο
σημάδι.
«Εμπόλιασα»; Οπως στις τριανταφυλλιές.
Στις τριανταφυλλιές, ναι. Εμπόλιασα λέγαμε και σήμαινε ο Μήτσος αγαπά του τάδε τη θυγατέρα. Ο Γιώργης αγαπά την άλλη...
Κι η κοπελιά;
Και η κοπελιά για να δείξει ότι ανταποκρίνεται, ψήλωνε τη λάμπα, σημάδι ότι άκουσε τα μηνύματα που σταλθήκανε.
Αυτές του πετρελαίου;
Ναι, βέβαια, με τα μουζωμένα γυαλιά. Και στους χορούς, οι κλεφτές ματιές δίνανε και παίρνανε.
Ωραίοι χοροί τότε;
Εμένα
μου άρεσε να βλέπω όμορφους χορευτές, δηλαδή το τσάκισμα που κάνουν στο
κορμί τους. Αλλά εγώ δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα. Ισα ίσα που έμαθα τα
βήματα του χανιώτικου. Εκφραζόμουν με το τραγούδι και τις μαντινάδες.
«Στον κήπο του ονείρου μου κόπιασε πάλι απόψε / κι ό,τι λουλούδι πεθυμάς σύριζα φως μου κόψε».
Εχεις βγάλει βιβλία, έχεις δώσει στίχους σε όλους τους μεγάλους μουσικούς της Κρήτης, όλα αυτά πόσες μαντινάδες μάς κάνουν;
Μπορεί
να ξεπερνούν και τις 1.000. Δεν τις βάζω όλες στο ίδιο τσουβάλι φυσικά.
Μερικές με γοητεύουν περισσότερο, αλλά συνήθως μ' αρέσουν οι μαντινάδες
των άλλων. Από παιδί δηλαδή.
Θυμάσαι καμιά;
Από παιδί μου άρεσε πολύ μια που λέει:
«Τρέχει ο ποταμός νερό, μα τρέχει λίγο λίγο. / Αχ και να 'τρεχε πολύ, να του ακλουθώ να φύγω».
Εχεις ταξιδέψει πολύ;
Αν και πάντα είχα μια τάση φυγής, τελικά δεν το αποφάσιζα να το κάνω. Μόνο το έλεγα.
«Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θ' αφήσω αυτά τα μέρη, / να βρω την άκρη του ντουνιά, να την εκάμω ταίρι».
Μιλάμε για ποια Κρήτη, τότε;
Μιλάμε
για την Κρήτη, της δεκαετίας του '55-'65. Χωριά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα,
με χωματόδρομους, κοντά παντελονάκια, ξυπόλητα παιδιά.
Πείνα;
Οχι
πείνα. Στα χωριά δεν επείνασαν οι άνθρωποι όσο επείνασαν στις πόλεις.
Ακόμη και στην Κατοχή έβρισκες κάτι να φας. Υπήρχε πάντα το ζυμωτό ψωμί ή
κριθινοκουλούρα, το παξιμάδι. Υπήρχαν οι σταφιδολιές, η γλίνα από τον
χοίρο των Χριστουγέννων...
Μεγάλη οικογένεια;
Οκτώ παιδιά και δύο γέροι. Κάθε δέκα μέρες ένας πήγαινε στον μύλο, άλεθε το σιτάρι και κάναμε ψωμί, 810 ψωμιά κάθε φορά.
Να σου πω κάτι. Παντρεύεσαι, κάνεις παιδιά...
Ναι τον Μίνω και τη Δάφνη.
Εχεις μια ωραία γυναίκα, πόσα χρόνια αλήθεια με την ίδια γυναίκα;
Τριάντα έξι. Μεγάλη απόφαση να με παλεύει 36 χρόνια.
Ναι, αλλά πόσες μαντινάδες μπορεί να γράψει κανείς για την ίδια γυναίκα;
Ε,
όλες οι μαντινάδες που έχω βγάλει δεν αναφέρονται στη γυναίκα μου. Αυτή
επήρε τις πρώτες, του έρωτά μας. Στη συνέχεια, μ' επηρεάζουνε κι άλλα
βλέμματα και βγάζω μαντινάδες. Γιατί είπαμε το σκουληκάκι του έρωτα δεν
κοπάζει αλλά τρώει τα σωθικά του ανθρώπου ίσαμε να ζει. Ετσι πιστεύω
εγώ.
Επιτρέπεται αυτό δηλαδή;
Φυσικά κι επιτρέπεται. Εμένα η καρδιά μου είναι άστατη, δεν ξέρω των αλλωνών ανθρώπων.
«Ο φέτος φως μου σ' αγαπώ, του χρόνου δε σου τάσσω, / γιατί έχω άστατη καρδιά κι εύκολα γνώμη αλλάσσω».
Η γυναίκα σου τι λέει γι' αυτό;
Η γυναίκα κρίνει τις μαντινάδες σαν αυστηρός κριτής. Αν είναι καλή ή κακή. Δεν την ενδιαφέρει αν αναφέρονται σ' αυτήν ή όχι.
Στον «Ερωτόκριτο» τις οφείλουμε τις μαντινάδες;
Στον
Κορνάρο οφείλουμε πάρα πολλά. Οταν ήμουνε κοπέλι, δίπλα στο τζάκι
υπήρχε μια θυρίδα που ο πατέρας μου έβαζε τον «Ερωτόκριτο».
Αυτός ήταν ο θησαυρός του σπιτιού;
Αυτός
ήταν ο κρυμμένος θησαυρός. Κάθε βράδυ λοιπόν, ο πατέρας μου έβγαζε τον
«Ερωτόκριτο» απ' τη θυρίδα και μαζευόμασταν τα κοπέλια και τον ακούγαμε.
Κάτι ανάμεσα σε αφήγηση και τραγούδι. Μας τον εδιάβαζε σε συνέχειες.
Οπως είναι σήμερο τα σίριαλ στην τηλεόραση και παρακολουθείς τις
συνέχειες, έτσι ακριβώς γινόταν όλο τον χειμώνα με τον «Ερωτόκριτο». Με
μεγάλη αγωνία περιμέναμε να σουρουπώσει, να φάμε και να κάτσουμε στο
τζάκι και ν' ακούσουμε τη συνέχεια. Σε σημείο που η μάνα μου φώναζε
«άφησέ τα, τα κοπέλια, να πάνε να κοιμηθούμε γιατί αύριο έχουμε
δουλειές».
Τον ξέρεις απέξω;
Ξέρω
πάρα πολλούς στίχους. Είχα τον μπάρμπα μου, τον αδερφό του πατέρα μου,
το Σταυρακογιώργη, ο οποίος ήξερε όλο τον «Ερωτόκριτο» απέξω. Τον είχε
πάντα μαζί του στη βούργια του.
Ηταν δηλαδή στα πρόβατα και διάβαζε «Ερωτόκριτο»;
Ναι,
οι βοσκοί μέσα στη βούργια τους είχαν το σουβλί, τα παιδούλια για να
τσαγκαρέψουνε τα στιβάνια τους, ένα κομμάτι τυρί, παξιμάδι, ε είχανε και
τον «Ερωτόκριτο». Για να μη σκορπιστούν τα φύλλα, τον έραβαν με την
οργιά, αυτήν που έβαναν και στα στιβάνια τους. Και αντιλαλούσανε τα όρη
πολλές φορές απ' το τραγούδι του «Ερωτόκριτου».
Εσύ ποιον στίχο έχεις συγκρατήσει;
«Από κατέχει και μιλεί με γνώση και με τρόπο, / κάνει να κλαιν και να γελούν τα μάτια των ανθρώπων».
Ηρωάς σου;
Ο
Καζαντζάκης βέβαια. Οταν ήμασταν μαθητές και ήτανε φεγγαράδα πηγαίναμε
στον τάφο του και παίζαμε το μαντολίνο και ήταν σαν να κάναμε καντάδα
στον μεγάλο δάσκαλο. Διαβάζαμε το απόσταγμα της φιλοσοφίας του. «Δεν
πιστεύω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». «Αν πίστευα» λέει
«στον Παράδεισο ή την Κόλαση θα έμπαινε στις πράξεις μου ο υπολογισμός
και τότε δεν θα 'μουν ελεύθερος».
Ο θάνατος σε φοβίζει;
«Δεν θέλω να με βάλουνε σε τάφο σαν πεθάνω / Γιατί αγαπώ τη λευτεριά κι εκεί κλειστός δεν κάνω».
Για τα πολιτικά δεν σε ρώτησα. Ασχολείσαι καθόλου;
Ψηφίζω
μόνο στις τοπικές εκλογές. Μια φορά αποφάσισα να ψηφίσω στις
βουλευτικές και μόλις βρέθηκα πάνω από την κάλπη, αντί για σταυρό έριξα
μια μαντινάδα:
«Τα όνειρά μου δεν χωρούν μέσα στο πρόγραμμά σας / Περιφρονώ τσ' αλήθειες σας, μισώ τα ψέματά σας».
ΠΗΓΗ - ΤΑ ΝΕΑ
ΠΗΓΗ - ΤΑ ΝΕΑ


![Φωτογραφία: O Τρούμαν Καπότε (Truman Capote, 30 Σεπτεμβρίου 1924 - 25 Αυγούστου 1984) ήταν Αμερικανός συγγραφέας, γνωστός κυρίως για τη νουβέλα Πρόγευμα στο Τίφφανυς (1958) και το μυθιστόρημα Εν Ψυχρώ (1966). Θεωρείται ένας από τους σημαντικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, ο οποίος απέκτησε μεγάλη φήμη στη διάρκεια της ζωής του, τόσο μέσα από το έργο του όσο και μέσα από την κοινωνική του ζωή.
Ο Καπότε γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνα και το πραγματικό του όνομα ήταν Τρούμαν Στρέκφους Πέρσονς, γιος του πωλητή Άρκιουλους Πέρσονς και της Λίλι Μέι Φωκ. Τα παιδικά του χρόνια στιγματίστηκαν από μια ιδιαίτερα ταραγμένη οικογενειακή ζωή. Σε ηλικία τεσσάρων ετών και μετά από το διαζύγιο των γονέων του, η φροντίδα του ανατέθηκε στην οικογένεια της μητέρας του, στο Μόνρόεβιλ της Αλαμπάμα. Το 1933 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να ζήσει με τη μητέρα του και τον δεύτερο σύζυγό της, τον Τζόζεφ Καπότε, Κουβανό επιχειρηματία, ο οποίος τον υϊοθέτησε και τον μετονόμασε σε Τρούμαν Γκαρσία Καπότε.
Πραγματοποίησε τις πρώτες του σπουδές στο Trinity School της Νέα Υόρκης ενώ αργότερα φοίτησε στο Dwight School και στο Greenwich High School του Κονέκτικατ, όπου δημοσίευσε κείμενά του στην σχολική εφημερίδα The Green Witch. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών, αμέσως μετά το πέρας των σπουδών του, προσελήφθη στο περιοδικό The New Yorker. Όπως έγραψε ο ίδιος αργότερα για το είδος της απασχόλησής του, επρόκειτο για μία μάλλον ασήμαντη εργασία, ωστόσο ο Καπότε ήταν αποφασισμένος να μην συνεχίσει τις σπουδές του σε κάποιο κολέγιο προκειμένου να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Το 1945, δημοσιεύτηκε το πρώτο του διήγημα με τίτλο Μύριαμ (Miriam), για το οποίο του απονεμήθηκε τον επόμενο χρόνο το βραβείο Ο. Henry Memorial Award. Η βράβευση αυτή, είχε ως αποτέλεσμα να ενδιαφερθεί για το έργο του ο εκδότης Μπένετ Σερφ, γεγονός που οδήγησε τελικά στην υπογραφή ενός συμβολαίου με τον εκδοτικό οίκο Random House, για την έκδοση ενός μυθιστορήματος.
Το μυθιστόρημά του, Άλλες φωνές άλλοι τόποι (Other voices, other rooms) εκδόθηκε το 1948 και εδραίωσε την φήμη του, ενώ αποτέλεσε επίσης σημαντική εμπορική επιτυχία πωλώντας περισσότερα από 26.000 αντίτυπα. Ο Καπότε περιέγραψε το έργο του, ως μία προσπάθεια να εξορκίσει δαίμονες. Ακολούθησε μία συλλογή διηγημάτων A Tree of Night and Other Stories και η νουβέλα The grass harp (1951), μία φανταστική ιστορία βασισμένη στην περίοδο της ζωής του στην Αλαμπάμα. Την δεκαετία του 1950 ασχολήθηκε ενεργά με το θέατρο, τη δημοσιογραφία, καθώς και με τον κινηματογράφο, ολοκληρώνοντας το σενάριο της ταινίας Συμβόλαιο με το Διάβολο (1953), του Τζον Χιούστον.
To Νοέμβριο του 1959, η είδηση για τέσσερις ανεξήγητους φόνους των μελών μίας οικογένειας στο Κάνσας, προκάλεσε το ενδιαφέρον του Καπότε, ο οποίος ξεκίνησε μία παρατεταμένη έρευνα του γεγονότος, που θα του παρείχε τη βάση για το επόμενο μυθιστόρημά του, με τίτλο Εν ψυχρώ. Σημαντική βοήθεια κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της έρευνας, πρόσφερε η συγγραφέας και παιδική φίλη του, Χάρπερ Λι, η οποία ταξίδεψε μαζί του στον τόπο του εγκλήματος και καλλιέργησε σχέσεις με την τοπική κοινωνία προκειμένου να εκμαιεύσουν πληροφορίες, μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις. Το Εν Ψυχρώ ολοκληρώθησε το 1966 και αποτέλεσε κατά πολλούς το πλέον πετυχημένο έργο του, τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά. Ο ίδιος ο Καπότε, επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα νέο είδος λογοτεχνίας, το οποίο θα συνδύαζε τις καθιερωμένες λογοτεχνικές μεθόδους με την δημοσιογραφικού τύπου εξιστόρηση ενός πραγματικού γεγονότος.
Η έκδοση του Εν Ψυχρώ συνοδεύτηκε από ένα πολυδιαφημισμένο πάρτυ που διοργάνωσε ο Καπότε στις 28 Νοεμβρίου του 1966, το οποίο αναγνωρίζεται ως ένα ιδιαίτερο γεγονός της δεκαετίας του '60. Από την αρχή της σταδιοδρομίας του, ο Καπότε είχε καλλιεργήσει σχέσεις με άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες, προσωπικότητες της υψηλής κοινωνίας, αλλά και διεθνείς διασημότητες, προκαλώντας συχνά την προσοχή των μέσων ενημέρωσης για την ταραχώδη κοινωνική του ζωή, καθώς και την δηλωμένη ομοφυλοφιλία του.
Επόμενο λογοτεχνικό έργο του Καπότε αποτέλεσε το - ημιτελές τελικά - μυθιστόρημα Όταν οι προσευχές εισακούονται (Answered Prayers), όπου επιχείρησε να περιγράψει την ζωή των πλούσιων και διάσημων φίλων του. Απόσπασμα του έργου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Esquire το 1975, προκαλώντας την αντίδραση αρκετών φίλων του Καπότε, γιατί αποκάλυπτε προσωπικά στοιχεία.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονώθηκε, πιθανά εξαιτίας της απόρριψης πολλών φίλων του και υιοθέτησε μία άκρως εκκεντρική συμπεριφορά στις δημόσιες εμφανίσεις του, ενδεχομένως απόρροια του αλκοολισμού και της κατάχρησης άλλων ναρκωτικών ουσιών. Το τελευταίο λογοτεχνικό έργο του, που δημοσιεύτηκε ενώ βρισκόταν στη ζωή, ήταν η συλλογή διηγημάτων Μουσική για Χαμαιλέοντες (Music for Chameleons), το 1980.
Πέθανε στις 25 Αυγούστου 1984, ύστερα από υπερβολική δόση χαπιών, σε ηλικία 59 ετών. Ο θάνατός του συνέβη στην οικία της Τζοάν Κάρσον, πρώην συζύγου του Τζόνυ Κάρσον, στις τηλεοπτικές εκπομπές του οποίου ήταν συχνά καλεσμένος ο Καπότε.
Κινηματογράφος
Έργα του Καπότε μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο. Αρχικά το μυθιστόρημα Πρόγευμα στο Τίφφανυς [1], το 1961, σε σκηνοθεσία του Μπλέηκ Έντουαρντς και με πρωταγωνίστρια την Όντρεϊ Χέπμπορν. Θεωρείται πως ο Καπότε δεν ενέκρινε τις αλλαγές του σεναρίου της ταινίας σε σχέση με το βιβλίο. Το μυθιστόρημα Εν Ψυχρώ μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1967, σε σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Μπρουκς [2], ενώ σκηνοθετήθηκε το 1996 και από τον Τζόναθαν Κάπλαν ως τηλεοπτική σειρά [3]. Το 2005 προβλήθηκε η βιογραφική ταινία Capote [4] σε σκηνοθεσία του Μπένετ Μίλερ, με θέμα την περίοδο έρευνας και συγγραφής για το Εν Ψυχρώ.
Ο Καπότε συμμετείχε ακόμα στη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας Πιο Δυνατός απ`τον Διάβολο (Beat the Devil, 1953) ενώ εμφανίστηκε ως ηθοποιός στις ταινίες Πρόσκληση Σε Γεύμα Από Έναν Υποψήφιο Δολοφόνο (1976), σε σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Μουρ και σενάριο του Νηλ Σάιμον και Ο Νευρικός Εραστής (1977) του Γούντι Άλεν, όπου υποδύεται τον σωσία του εαυτού του, σε έναν μικρό ρόλο.
Εργογραφία
(1945) Miriam (Μύριαμ) - Διήγημα δημοσιευμένο στο περιοδικό Mademoiselle
(1948) Other Voices, Other Rooms (Άλλες Φωνές Άλλοι Τόποι) ― ελλην. μετάφρ. Φώντας Κονδύλης, "ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ"
(1949) A Tree of Night and Other Stories - Συλλογή διηγημάτων
(1951) The Grass Harp - Μυθιστόρημα, διασκευασμένο και σε θεατρικό έργο (1952)
(1958) Breakfast at Tiffany's (Πρόγευμα στο Τίφφανυς) - Νουβέλα ― ελλην. μετάφρ. Γ. & Μ. Βάρσου, "ΟΔΥΣΣΕΑΣ"
(1966) In Cold Blood (Εν Ψυχρώ) - Μυθιστόρημα
(1968) The Thanksgiving Visitor (Ο Καλεσμένος) - Νουβέλα
(1980) Music for Chameleons - Συλλογή διηγημάτων
(1986) Answered Prayers (Όταν οι προσευχές εισακούονται) - Ημιτελές μυθιστόρημα, δημοσιευμένο μετά θάνατον
(2005) Summer Crossing - Το χαμένο πρώτο μυθιστόρημα του Καπότε (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The New Yorker στις 24-10-2005)
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CF%81%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CE%BD_%CE%9A%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%84%CE%B5](https://fbcdn-sphotos-b-a.akamaihd.net/hphotos-ak-prn2/p480x480/1208973_638174262883951_1176886548_n.jpg)






