http://kritipoliskaihoria.blogspot.gr/2013/06/blog-post_2333.html?spref=fb
ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ... ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΛΕΤΑ
Μπλε, μπλε και πάλι μπλε θα έβλεπε κανείς εάν επισκεπτόταν το νησί μας. Εντάξει, εδώ που τα λέμε θα έβλεπε και άσπρο. Θα έβλεπε κανείς και μικρά άσπρα σπιτάκια με μπλε παράθυρα, χωρίς κεραμίδια. Θα έβλεπε ανθισμένες μοβ- ροζ βοκαμβίλιες, πολλές κληματαριές και θα αισθάνονταν τον αέρα να χτυπάει κάθε μέρα το κεφάλι σου, τόσο πολύ που θα νόμιζες, ότι θέλει να στο ξεριζώσει. Θα έβλεπε, όμως και πιο σπάνια λουλούδια, που δεν ευδοκιμούν σε όλα τα νησιά, όπως αγριοβιολέτες της άμμου ή κρίνους της θάλασσας. Θα υπήρχαν τόσα πολλά χρώματα, ώστε θα μπορούσες να πεις, ότι επρόκειτο για ένα πίνακα κλασσικής ζωγραφικής τέχνης, κάποιου βραβευμένου καλλιτέχνη – γιατί κλασσική και διαχρονική χαρακτηρίζω την ομορφιά του τόπου μου-. Η θάλασσά μας απέραντη. Το ίδιο και τα καλντερίμια. Η μυθολογία αναφέρει ότι το νησί μας, είναι χτισμένο πάνω σε ένα κομμάτι ενός καβουκιού, μιας πελώριας χελώνας. Γι αυτό δικαιολογούν τον συχνό σεισμό , ως την προσπάθεια της χελώνας να μετακινηθεί. Στα 17 μου χρόνια, πάντως, που ζούσα στο νησί , δεν είδα ποτέ το κεφάλι αυτής της χελώνας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτή η χελώνα το καλοκαίρι θα πρέπει να βάραινε πολύ, καθώς ξανθοί τουρίστες έκαναν την εμφάνισή τους στα μέρη μου, γεμάτοι φακίδες και ήταν είτε κάτασπροι, σαν τους φρεσκοασβεστωμένους τοίχους που φροντίζουν να περιποιούνται οι κάτοικοι του νησιού κοντά στο Πάσχα, είτε ηλιοκαμένοι, σωστά παντζάρια, πιθανόν επειδή θα είχε προηγηθεί η επίσκεψή τους σε κάποιο άλλο μέρος, από τις όμορφα μέρη μας.
Τριγύρω μου, κάθε μέρα υπήρχε τόσο πολύ μπλε, που με μπέρδευε και δε μπορούσα να καταλάβω εάν, ή ο ουρανός ή η θάλασσα, πάει πάνω και ποιο κάτω αντίστοιχα. Ανάμεσά τους πάντως υπήρχε ο αέρας, που φρόντιζε να μεταφέρει όλες αυτές τις μυρωδιές που συναποτελούν το παζλ ενός νησιώτικου μελτεμιού. Η διαμαρτυρία των τζιτζικιών ξεκινούσε από νωρίς το πρωί όσο ο ήχος που παρήγαγαν, έμοιαζε με κάποιο έγχορδο όργανο, που χρειαζόταν μεγάλη δεξιοτεχνία, ώστε να προλάβεις να παίξεις τις σωστές νότες τόσο γρήγορα. Βέβαια, εάν δεν ξεκινούσε αυτή η διαμαρτυρία, δεν καταλάβαινες ότι είχε έρθει ξανά το καλοκαίρι. Και ήταν τόσα πολλά αυτά τα ζωύφια, που νόμιζες ότι σε λίγη ώρα, θα έβλεπες και τα αιτήματά τους καταγεγραμμένα, πάνω σ” ένα λευκό πανό.
Όταν ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι, τί γίνεται γύρω μου, θυμάμαι μου είχε κάνει τόσο εντύπωση, το πως στέκονται τόσα πολλά σπιτάκια, άσπρα με μπλε παράθυρα, μερικά με κόκκινα, άλλα με πράσινα, άλλα με μοβ παράθυρα, πλάι το ένα στο άλλο, και όλα μαζί να σχηματίζουν ένα ψηφιδωτό, με το άσπρο χρώμα να κυριαρχεί. Αυτό που αναρωτιόμουν εύλογα είναι, γιατί ο ήλιος στο μέρος μας, να είναι τόσο καυτερός, ακόμα και τους χειμερινούς μήνες και είναι σα να θέλει να τρυπήσει το δέρμα σου. Θυμάμαι τη μητέρα μου να με πασαλείβει με κάποια καλλυντική κρέμα, όταν κοκκίνιζα και της έκανα παράπονα, ότι δήθεν δε μπορούσα να κοιμηθώ από το τσούξιμο και το κάψιμο. Βέβαια δε με βοηθούσε και πάρα πολύ, αλλά τουλάχιστον της έφευγε το μεράκι. Η γιαγιά μου από την άλλη, ακολουθούσε παραδοσιακά γιατροσόφια: ένα μείγμα με αλόη βέρα, που έφερνε ο πατέρας μου από την πόλη και λίγο ελαιόλαδο.
Εγώ πάντως, το νησί μου το αγαπούσα πολύ και τους δώδεκα μήνες του χρόνου. Ακόμα και ο χειμώνας είχε τη δική του γοητεία. Μου άρεσε να πηγαίνω σε κάποια παραλία, όχι πολύ μακριά, γιατί υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο να αλλάξει ο καιρός, με δυνατούς βοριάδες που αγρίευαν τη θάλασσα, ή μάλλον την εξόργιζαν τόσο πολύ, ώστε να λιώνει πολλές φορές στο λιμάνι και να ταρακουνά μανιασμένα, όλα τα καΐκια που μας ένωναν με τα υπόλοιπα νησιά και φρόντιζαν να μας φέρουν πάντα φρέσκα ψάρια. Ένα από αυτά ήταν του πατέρα μου. Του είχε δώσει το δικό μου όνομα: Θάλεια.
Δεν ήταν καμιά μεγάλη βάρκα- ένα καικάκι ξεφτισμένο από το κάψιμο του ήλιου και το σάπισμα του αλμυρού νερού. Το όνομά μου , το είχε γράψει η μητέρα μου, με όλη την τέχνη των περιποιημένων στρογγυλών γραμμάτων, που διέθετε. Με θαλασσί , καλλιγραφικά γράμματα, με μικρές αποστάσεις μεταξύ των γραμμάτων. Η μητέρα μου συνήθιζε να δίνει έμφαση στο άλφα όταν έγραφε, από το σχολείο ακόμα. Σα να σχηματίζει ένα ψάρι σε παιδική ζωγραφιά , χωρίς όμως να ενώνεται το τρίγωνο- ουρά. Και θα έλεγες ότι το καημένο το καΐκι, παρακαλούσε να του βάλουμε λίγο από το αντηλιακό μας. Ίσα ίσα, λίγο, για να προστατεύεται από τη στρογγυλή φωτιά. Βέβαια δεν παραπονιέμαι, άλλωστε στο νησί μας λίγες ήταν οι πλούσιες βάρκες.
“Έρχονταν Σεπτέμβρης. Το καλοκαίρι είχε περάσει πολύ γρήγορα φέτος. Δε μπορώ να πω , καλά πήγε από κόσμο, η ταβέρνα που διατηρούσαν οι γονείς μου με σπιτικό φαγητό. Άλλωστε οι τουρίστες με το που ακούσουν “Ελληνικό σπιτικό φαγητό” ξεχνούσαν τις ειδήσεις για την ακρίβεια της Ελλάδας και αποφάσιζαν να παραγγείλουν είτε την χωριάτική μας, με ελιές πατιστές από χωράφι του παππού, είτε το παστίτσιο και το μουσακά της μαμάς, με τις πατάτες και τον κιμά να κάνουν και αυτά μπάνιο στη θάλασσα του λαδιού που συγκέντρωνε ο πάτος του ταψιού.
Μερικά δροσερά πρωινά, με έντονο βοριαδάκι, μου άρεσε να κάθομαι στις ψάθινες καρέκλες του μαγαζιού μας. Αυτές τις θαλασσί, φθαρμένες καρέκλες, που όταν καθόσουν, βούλιαζες στην ξεφτισμένη ψάθα. Απολάμβανα το φρεσκοφρυγανισμένο ψωμί της μητέρας μου και δημιουργούσα εκατομμύρια ψίχουλα- τροφή για τα περαστικά μυρμήγκια του τσιμέντου. Αναρωτιόμουν πολλές φορές, αν θα με έβλεπαν σαν γίγαντα, αυτά τα μικρά έντομα, που σχημάτιζαν ουρές ατελείωτες, αυστηρά στοιχισμένες και μετέφεραν κάθε κομμάτι της ψημένης ζύμης , με μυρωδιά γλυκάνισου, που μου έπεφτε, όσο ένιωθα το πρωινό αεράκι να χαϊδεύει ευχάριστα το λοβό μου.
Τα φρύγανα, όπως και το θυμάρι απελευθέρωναν τις αγαπημένες μου μυρωδιές που ενοχλούσαν ευχάριστα τα ρουθούνια μου. Μια σταλιά φυτά ήταν, αλλά μπορούσαν να σε προσελκύσουν με τη μυρωδιά τους από μακριά. Όταν ήμουν λίγο πιο μικρή, άντεχα ακόμα και συνόδευα τη μητέρα μου όσο προσπαθούσε να συλλέξει την καλύτερη ποιότητα νησιώτικου θυμαριού, κυρίως για το μαγαζί, αλλά και για να δημιουργεί διάφορα βάματα για τις “κακές αρρώστιες”, όπως συνήθιζε να τις λέει, είτε για τα κρυολογήματα, που είναι η αλήθεια ότι έφευγαν αμέσως με λίγες σταγόνες λαδιού από αυτά τα φυτά.
Τα στενά δρομάκια του μέρους μας έβραζαν όλο το καλοκαίρι. Από το σπίτι μου , όταν ξυπνούσα, μάλλον, με ξυπνούσαν τα παιδιά της γειτονιάς, έκανα στην άκρη την μοβ κουρτίνα που είχα στο δωμάτιό μου και έβλεπα 3-4 πιτσιρίκια, που μου έρχονταν έως και τη μέση, να παίζουν με τη μπάλα, ενώ το τέρμα αποδείχτηκε, από τον ενοχλητικό ήχο, ότι ήταν ο τοίχος του δωματίου μου. Άλλες πάλι φορές, έβγαζαν τα παπούτσια τους και προσπαθούσαν να περπατήσουν και να αντέξουν όσο το δυνατόν πιο πολύ, δίχως παπούτσια στο τσιμέντο. Θα έλεγε κανείς , ότι από τις εκφράσεις τους, το τσιμέντο το καλοκαίρι πρέπει να έκαιγε πάρα πολύ.
Όταν ήμουν ακόμη πιο μικρή συνήθιζα να βρίζω τους τουρίστες που περνούσαν τα βράδια έξω από το σπίτι μου. Ο κακομοίρης ο πατέρας μου, πολλές φορές παραπονιόταν ότι η μοναχοκόρη του ήταν αντράκι, γι αυτό άλλωστε προσπαθούσε να μου τραβήξει τον τσαμπουκά, διότι δεν ήταν λίγες οι φορές που κόντεψα να ανοίξω την πόρτα. Άλλωστε όπως έλεγε “ τους τουρίστες του αγαπάμε. Αυτοί μας δίνουν ψωμί να φάμε. Ο Έλληνας πλέον δε θα έρθει να πληρώσει για να φάει ολόκληρη η οικογένειά του.”
Αν και δε συμφωνούσα με τον πατέρα μου, δεν ήθελα να του το πω, για να μην τον στενοχωρήσω. Ήμουν άλλωστε, όπως και σε κάθε Ελληνική οικογένεια η αδυναμία του. Βέβαια και η μάνα μου με αγαπούσε πολύ. Εντάξει, πολλές φορές τσακωνόμασταν, γιατί δεν πήγαινα να την βοηθήσω με τις δουλειές του μαγαζιού, κι έτσι ανάγκαζα την ξαδέρφη μου, που με περνούσε ίσα με πέντε χρόνια, να πηγαίνει και να τη βοηθάει. Εγώ άλλωστε, το καλοκαίρι μου το πέρασα αλλιώς. Με το που ξυπνούσα, άνοιγα την κουρτίνα για να μπει φως σε όλο το δωμάτιο και αφού ξυπνούσε όλα τα έπιπλα το φως, έπαιρνα το ποδήλατό μου και κατηφόριζα προς τη θάλασσα. “Άσε τη Θάλεια γυναίκα να πάει στη θάλασσα. Αφού ξέρεις ότι της έχει αδυναμία…”
Μόνο όταν θα μιλούσε ο πατέρας μου θα μπορούσα και εγώ να φύγω, χωρίς να έχει προηγηθεί γκρίνια στο σπίτι. Ο αέρας μετέφερε όλες τις μυρωδιές των αντηλιακών που χόρευαν στην ατμόσφαιρα. Και αυτές οι μυρωδιές ξεκινούσαν το χορό του από το Μάη ακόμη, μπορεί και νωρίτερα. Ανέβαινα στο ποδήλατο μου και κατηφόριζα τα στενά δρομάκια, που με χώριζαν από τη θάλασσα. Τα μπεζ πέδιλά μου δε με βοηθούσαν ιδιαίτερα να ποδηλατίσω, όπως επίσης και οι τιρκουάζ σαγιονάρες μου. Πολλές φορές, ποδηλατούσα ξυπόλυτη, αν και είχα τη μάνα μου από πίσω να φωνάζει ότι κινδυνεύω να βρεθώ σε κανένα γκρεμό, αν δεν προσέχω πολύ. Περνούσα πολύ γρήγορα ανάμεσα από τους τουρίστες. Μπισκότο, βερίκοκο, γερμανικά, ιταλικά ενώ που και που άκουγες και κάποια ελληνική λέξη που σου υπενθύμιζε ότι ζεις στην χώρα του φωτός.
Ήμουν σίγουρη ότι η διαφήμιση της χώρας μας στο εξωτερικό κάπως έτσι πρέπει να γίνεται: Ελλάδα, η χώρα του φωτός, η χώρα που γέννησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η χώρα των γραμμάτων, της φιλοσοφίας, της γεωμετρίας αλλά βέβαια και ως η Ελλάδα η χώρα που μπορείς να πιεις άφοβα και να κάνεις Διονυσιακά όργια. Η χώρα που, εάν έχεις κάποιο μέσο, γίνεσαι από τη μία μέρα στην άλλη πρωθυπουργός.
Όταν όμως έφτανα στη θάλασσα σταματούσα να είμαι εκείνο το αγοροκόριτσο, που παίζει ποδόσφαιρο στο σχολείο και μερικές φορές ξεχνάει τους τρόπους του. Ήταν λες και δια μαγείας μεταμορφωνόμουν σε μια γυναίκα- όχι κορίτσι- της υψηλής κοινωνίας, όσο ένιωθα την άμμο να μου πλέκει ένα φόρεμα υψηλής ραπτικής. Και ήθελα να περπατήσω πάνω στην άμμο, ακόμα και χωρίς τακούνια και να υποκλιθώ στον παρτενέρ μου, με τα καταγάλανα νερά να αντανακλούν στα μάτια μου και να τα μεταμορφώνουν σε γαλάζια.
Η θάλασσα ήξερε όλα τα μυστικά μου, ήταν το υγρό ημερολόγιό μου. Μόνο, που όταν ήθελα να θυμηθώ κάτι, δεν είχα τη δυνατότητα να γυρίσω πίσω μια σελίδα. Απλά την κοιτούσα και ήταν σα να μου έρχονταν όλα και πάλι πίσω στο μυαλό. Ούτε τη δυνατότητα να κάνω μουντζούρα υπήρχε, πώς άλλωστε να μουτζουρώσεις κάτι τόσο γαλάζιο; Το είχα πάρει απόφαση, ότι αυτή την ηρεμία που μου προσέφερε η θάλασσα, δε θα την έβρισκα σε άνθρωπο. Μερικές φορές σκεφτόμουν, πόσο τυχερή θα ήμουν εάν η θάλασσα είχε χέρια, έτσι ώστε να μπορώ να την αγκαλιάσω και εγώ μία φορά, όπως με έχει αγκαλιάσει και εκείνη τόσες φορές, όταν τοποθετώ το κορμί μου μέσα της.
Ακόμα και το χειμώνα, με τους βοριάδες και τα μελτέμια ερχόμουν κοντά της. Τότε την έβλεπα διαφορετική. Ήταν σαν κάποιος να την είχε εξοργίσει. Δεν την πολύ πλησίαζα γιατί την φοβόμουν μέχρι και εγώ. Καθόμουν στο βράχο σε σχήμα καρδιογραφήματος, πάνω στην αμμουδιά, και περίμενα μέχρι να ηρεμήσει. Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι φορές που χρειαζόταν, ολόκληρες μέρες μέχρι να γαληνέψει και πάλι. Πρέπει να είχε μπόλικη οργή μέσα της, καθώς χτυπούσε αλύπητα τα υπόλοιπα βράχια του γιαλού, ενώ ταυτόχρονα τα έτριβε, τα έτριβε, τα διάβρωνε, μέχρι που τα έκανε μικρά μικρά πετραδάκια.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που με είχε πάρει ο ύπνος εκεί, στο αγαπημένο μου καρδιογράφημα. Ίσα- ίσα που ένιωθα μερικά σταγόνες θαλασσινού νερού στο πρόσωπό μου, σα να με είχε ψεκάσει με κάποιο σπρέι. Και νόμιζα ότι μου μιλούσε και μου φανέρωνε και εκείνη τα μυστικά της. Τότε, όταν κοιμόμουν. Μόνο τότε έκανε την προσπάθειά της να μου εξομολογηθεί, ποιος την είχε νευριάσει τόσο πολύ και ήταν τόσο μανιασμένη, που δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν έβλεπες το μπλε, το γαλάζιο, αλλά τεράστια κύματα που υψώνονταν , όπως ακριβώς η φλούδα ενός πορτοκαλιού που ξεφλουδίζεται με ένα κοφτερό καλογυαλισμένο μαχαίρι, και παίρνει την ημικύκλια μορφή του, και ο αφρός που την μετατρέπει σε θάλασσα γάλακτος. Ναι, γάλα, σαν αυτό που πίνουμε το πρωί. Η θάλασσα γινόταν μαριονέτα του βοριά, τραμουντάνα και δεν άφηνε ούτε ένα πλοίο να πλησιάζει, ούτε κάποιο καΐκι να παραβγεί κόντρα με τη δύναμή του για ψάρεμα. Όταν είχε μαΐστρο, ή μαϊστροτραμουντάνα τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα, αλλά και πάλι για να βγεις στα ανοιχτά, θα έπρεπε να είχες καταναλώσει ένα δύο μαγικά χαπάκια για τον εμετό.
Δε θυμάμαι αν όντως μου αποκάλυψε κάποιο μυστικό. Ίσως επειδή κοιμόμουν. Και κοιμόμουν τόσο βαθιά όταν άκουγα τη συγχορδία των κυμάτων της. Έστω να μπορούσε να μου αποκαλύψει, εάν υπήρχαν γοργόνες, και αν ναι, πως θα μπορούσα να γίνω και εγώ σαν κι αυτές τις νύφες της θάλασσας, ή αν υπήρχε ο Ποσειδώνας και πόσο εξοργισμένος ήταν ,πόσο ψηλή να ήταν η τρίαινά του;
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΛΕΤΑΣ
Επίσης έπαιρνα στα χέρια μου τα πιο μεγάλα λευκά κοχύλια, που έβρισκα στο ακρογιάλι και τα έβαζα στο αυτί, μήπως απομαγνητοφωνίσω κάποια λέξη. Μάταια βέβαια, γιατί ποτέ δεν κατάφερα να ακούσω μία ολόκληρη λέξη. Αυτό που με γοήτευε στη θάλασσα και με γοητεύει ακόμη είναι η νεκρική ηρεμία μετά από μια μεγάλη αναταραχή, μια τρικυμία. Και ήθελα να πάω στον αγαπημένο μου βράχο και να περιμένω κι εγώ σαν την Πηνελόπη τον Οδυσσέα μου, που θα έκανε ολόκληρο ταξίδι για να έρθει να με βρει. Να έρθει και να τον διακρίνω από την καρδιά του ηλιοβασιλέματος, κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα. Αυτό που κατάλαβα ωστόσο, είναι ότι τον Οδυσσέα μου, πρέπει να τον βρω εγώ. Κι αν δεν τα καταφέρω να τον διακρίνω από μακριά, να περπατήσω πάνω στη θάλασσα, μέχρι να τον ακουμπήσω.
Ερχόταν Σεπτέμβρης, όπως ανέφερα. Μια μελαγχολία με είχε κυριεύσει και με μεθούσε με νοσταλγικές σκέψεις. Όχι, δεν μελαγχολώ που δεν πέρασα στο πανεπιστήμιο και θα παραμείνω στο νησί μου. Τα γράμματα άλλωστε τα μάθαινα καλύτερα από τα βιβλία μου.Ούτε στενοχωριέμαι για τους δικούς μου, γιατί πάντα ήταν προσγειωμένοι και δεν είχαν απαιτήσεις από εμένα, παρά μόνο για το νοικοκυριό και για το μαγαζί. Άλλες ήταν οι σκέψεις, που είχαν πάρει το μυαλό και το τραβολογούσαν δεξιά και αριστερά, μια από την ανατολή, την άλλη προς τη δύση. Που θα βρίσκομαι μετά από χρόνια,θα καταφέρω έστω μια φορά να τους κάνω περήφανους ή θα είμαι για μια ζωή το αγοροκόριτσο που θα γίνει γυναίκα και μετά θα έχει την ταβέρνα της γειτονιάς;
Ξύπνησα πιο αργά σήμερα. Σηκώθηκα και πήγα στο μαγαζί. Η μητέρα μου έκανε ετοιμασίες για το βράδυ. Σήμερα θα ήταν η τελευταία βραδιά που θα παρέμενα ανοιχτό το μαγαζί. 22 Σεπτεμβρίου, έδειχνε το ημερολόγιο. Ζύμωνε μοσχαρίσιο κιμά για το κεφτεδάκια μας. Η κουζίνα μύριζε δεντρολίβανο και άνηθο. Η αγαπημένη μου στιγμή είναι, όταν προσθέτει και το αυγό και μετά με το χέρι της, τα ζουλάει, τα ζουλάει μέχρι να ανακατευτεί ο κιμάς και να πάρει την επιθυμητή υφή, όσο, ταυτόχρονα πρόσεχε μην της αρπάξει το στιφάδο μοσχάρι με τα ολόκληρα κρεμμύδια. Όσο πήγαινα πιο κοντά στο μάτι μου έρχονταν η μυρωδιά της κανέλας και του μοσχοκάρυδου. Την παρακολουθούσα την μητέρα μου να μαγειρεύει, γιατί αλλιώς πώς θα μάθαινα κι εγώ;
“Μαμά είστε περήφανοι για εμένα;” Την περίμενα λίγο-πολύ την αντίδρασή της. Σταμάτησε να κινείται, ενώ βούρκωσε αν και ήθελε να μη το καταλάβω. Όσο και να μην το επιθυμούσα, βούρκωσα και εγώ. Ένιωσα σαν ένα μπαμπρίζ αυτοκινήτου που γεμίζει νερό από τη βροχή και δε σε αφήνει να δεις καθαρά. Μόνο που τα αυτοκίνητα έχουν τους καθαριστήρες. Εγώ για να διώξω τον υγρό πόνο από μέσα μου, έπρεπε να τρέξει μια σταγόνα αλμυρού νερού προς τη μύτη μου. Προσπάθησα να κρατηθώ. Δε τα κατάφερα. Αγκαλιαστήκαμε για ώρα όσο μου εξηγούσε πόσο περήφανη την είχα κάνει, από τη στιγμή που γεννήθηκα. Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Ίσως να ήθελα να αποδείξω στον ευατό μου, ότι είμαι ικανή να τους προσφέρω και εγώ κάτι. Μας διέκοψε η μυρωδιά του κοκκινιστού, που ίσα πρόλαβε η μητέρα μου λίγο πριν αρπάξει.
Βγήκα από το μαγαζί, καβάλησα το ποδήλατο μου και κατηφόρισα προς στη θάλασσα. Κάποιοι ξεχασμένοι τελευταίοι τουρίστες, σαν τα τελευταία χελιδόνια, παρέμεναν στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια του νησιού, κοιτάζοντας τους χάρτες τους. Η ζέστη είχε μειωθεί σημαντικά. Οι βοκαμβίλιες, όσες από αυτές βρίσκονταν βέβαια στη σκιά και άντεξαν τον καύσωνα του καλοκαιριού, άρχιζαν να μαραίνονται
Γύρισα και κοίταξα προς τη θάλασσα. Κάποιο κρουαζιερόπλοιο αναχωρούσε από το νησί μας και άφηνε πίσω του ένα άσπρο αποτύπωμα αφρού, όσο η καμπάνα της εκκλησιάς μας χτυπούσε και αντηχούσε σε όλο το Αιγαίο. Και όταν χτύπησε η μία, αμέσως ξεκίνησαν και χτυπούσαν και οι υπόλοιπες: όλα τα μικρά εκκλησάκια που είχαμε στον τόπο μας. Σταμάτησα στη διαδρομή και έκανα το σταυρό μου, όπως συνήθιζε να κάνει η γιαγιά μου. Γύρισα το κεφάλι μου στα δεξιά και παρακολούθησα για λίγο την κίνηση της μικρής καμπάνας, που πήγαινε προς πίσω, πίσω μπρος, όσο η μεταλλική γλώσσα συνδεόταν, με ένα κομμάτι χοντρού σκοινιού, που κατέληγε στο χέρι ενός παπά. Ακριβώς πάνω από την καμπάνα, υπήρχε ένα άσπρο κυκλικό περβάζι, χαρακτηριστικής νησιώτικης τέχνης, όσο πάνω του έστεκε ένας λευκός σταυρός. Το περβάζι συνέδεε την καμπάνα με τρία μικρότερα καμπανάκια, με σιδερένιους άξονες που ακολουθούσαν όλα μαζί τον ίδιο ρυθμό. Μια κίνηση προς την καλντέρα, μια προς τα σπίτια. Μέχρι που ο ήχος του κουδουνίσματος χάνονταν και ξεθώριαζε στη ζεστή ατμόσφαιρα του πρώτου φθινοπωρινού μήνα. Είχε αρχίσει να βγάζει αέρα. Γι αυτό ανέβηκα και πάλι στο ποδήλατο μου και πήγα προς την αγαπημένη μου παραλία, πριν αρχίσουν τα μανιασμένα κύματα, να διαβρώνουν κάθε κομμάτι ζωντανού βράχου.
Η χελώνα πάντως πρέπει να είχε πέσει σε λήθαργο, καθώς είχε αρκετά χρόνια να μετακινηθεί. Η άμμος κρατούσε ακόμα την κάψα του Αυγούστου. Όταν έφτασα στο χείλος της θάλασσας, έβγαλα τις παντόφλες μου και χάιδεψα με το πόδι μου τη σάρκα της άμμου. Ένιωθα τη μελαγχολία μέσα μου πιο έντονη από ποτέ. Ξάπλωσα στην άμμο και έκλεισα τα μάτια μου. Αφουγκράστηκα τους ήχους του γιαλού και κατέληξα στο συμπέρασμα ,πως ο ήχος του παφλασμού του κύματος ήταν ο βασιλιάς όλων των ήχων. Ο αέρας και τα κύματα δυνάμωναν όσο ένιωσα το κορμί μου να μουδιάζει και να βυθίζομαι όλο και πολύ στις σκοτεινές μου σκέψεις.
Θαλασσί, τιρκουάζ, μπλε, πετρόλ, μπλε σκούρο, γαλάζιο. Αποχρώσεις της θάλασσας. Δεν ξεχώριζα καμία. Όλες μαζί συνέθεταν το χρώμα της υγρής, αλμυρής μου αγαπημένης. Μόνο μαζί της τα έβρισκα. Και το είχα πάρει απόφαση ότι τα μυστικά μου , μόνο σε αυτήν θα τα εκμυστηρεύομουν. Μόνο εκείνη θα με καταλάβαινε. Δεν έχω βαρεθεί τη ζωή μου. Είναι πανέμορφη. Αλλά αγχώνομαι για το μέλλον μου. Τι θα κάνω, πως θα το κάνω. Πως θα καταφέρω να είμαι ικανοποιημένη με τον ευατό μου και πως θα καταφέρω να μην απογοητεύσω τους γονείς μου;
Εκείνη την ημέρα για πρώτη φορά άκουσα τη θάλασσα να απαντά σε όλα τα ερωτήματα που της είχα θέσει. Εκείνη την ημέρα άκουσα τη φωνή του βυθού της θάλασσας. Η καρδιά της θάλασσας έχει χρώμα μπλε σκούρο. Ακόμα και εκείνη έχει σκοτεινές στιγμές. Και μου απάντησε στον αν υπάρχουν γοργόνες, ή αν υπάρχουν πειρατές, ή αν υπάρχει κάπου ο Ποσειδώνας που είναι οργισμένος και προκαλεί τρικυμία. Αυτή ήταν η φίλη μου. Θαλασσί, τιρκουάζ, μπλε, πετρόλ, μπλε σκούρο, γαλάζιο. Δεν ξεχώριζαν πια. Εγώ την έβλεπα “θάλασσα”. Για μία στιγμή ένιωσα και εγώ γοργόνα και την αγκάλιασα.
Καστανά μαλλιά τυλίγουν κομμάτια του λευκού προσώπου. Η παντόφλα επιπλέει όσο το κύμα την παρασέρνει και την ρίχνει με φόρα πάνω στους βράχους. Πόνος. Αλλά η παντόφλα δε διαβρώνεται. Φωνές και σπαραγμοί στην άμμο. Μπλε φως από την σειρήνα της αστυνομίας που περιστρέφεται. Προστατευτικές ταινίες για να εμποδίσουν τη διέλευση του κόσμου. Σειρήνες και τσιρίδες:δεν ξεχώριζαν. Δάκρυα στα μάτια και κόψιμο στα γόνατα. Δεν άντεχαν το βάρος του σώματος. Τα χέρια κρύβουν το πρόσωπο, τα άλλα χέρια τσιμπούν το δέρμα του μπροστινού να τον ξυπνήσουν από το όνειρο. Υγρός πόνος στη μύτη, στο στόμα, στο μυαλό. Τα άκρα τρέμουν. Μοιρολόγια. Οι γλάροι δεν πετούν πια. Ο χρόνος δεν κυλά. Πάγωσε Σεπτέμβρη μήνα. Λευκό φως ή και μαύρο. Μαύρα ρούχα και πένθιμα κουδουνίσματα καμπάνων. Κόλλυβα. Χώμα. Γη. Νερό. Και άλλη θάλασσα. Πως μπορεί κάτι που αγαπάς τόσο,να σε σκοτώσει;
Και τώρα ξαναδιάβασε το διήγημα, χωρίς την τελευταία παράγραφο , βάζοντας όπου “ Το Νησί” την λέξη “Η Ψυχή”.
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΜΟΥ ΣΤΑΛΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΛΕΤΑ