http://nearhouparaplous.blogspot.gr/2013/10/blog-post.html
Τρίτη, 8 Οκτωβρίου 2013
ΑΛΚΗ ΖΕΗ Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο
Στη Β΄ Λυκείου στο μάθημα της Νεοελληνικής
Γλώσσας διδάσκουμε τα περί βιογραφίας, αυτοβιογραφίας, μυθιστορηματικής
βιογραφίας και πολλές φορές αναζητούμε κείμενα που να ασκούν γοητεία στους
μαθητές και να εξυπηρετούν τις ανάγκες του μαθήματος. Ένα τέτοιο βιβλίο μάς
προέκυψε φέτος με την αυτοβιογραφία της Άλκης Ζέη με τίτλο «Με μολύβι φάμπερ
νούμερο δύο» στις εκδόσεις Μεταίχμιο. Παρακολουθούμε την αγαπημένη συγγραφέα
που με ένα ξεχωριστό δικό της τρόπο μας αποκαλύπτει πρόσωπα, πράγματα, τόπους
και καταστάσεις.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα, στην οδό Κέας, στην πλατεία
Κολιάτσου. Στις 15 του Δεκέμβρη».
Έτσι ξεκινά η αφήγηση που μας ταξιδεύει από
την Αθήνα στη Σάμο των παιδικών διακοπών με τον παππού στο Βαθύ και το
Μαραθόκαμπο και μας κάνει να ανασύρουμε από τα ράφια της νεανικής βιβλιοθήκης
«Το καπλάνι της βιτρίνας», και να ξαναδούμε
επεισόδια από την τηλεοπτική μεταφορά του.
Λόγος λαγαρός νεανικός, γοητευτικός, βλέμμα ενός
παιδιού που μεγαλώνει με το θείο Πλάτωνα που παντρεύτηκε τη Διδώ Σωτηρίου,
κάνει όνειρα σε μια Αθήνα προπολεμική γράφοντας σπαραξικάρδια γράμματα για τους
αγαπημένους των υπηρετριών στο
μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας μ' ένα
καλά ξυσμένο μολύβι και αναδεικνύει έτσι το συγγραφικό της ταλέντο.
« Τις ατέλειωτες μεσημεριανές ώρες πήγαινα στην κουζίνα.
Είχαμε μια υπηρέτρια, τη Θοδώρα, λίγο πιο μεγάλη από μας, πολύ όμορφη, με
μεγάλα κατάμαυρα μάτια και δυο πλεξούδες στεφάνι γύρω γύρω στο κεφάλι. Με
περίμενε με ανυπομονησία. Είχε πλύνει γρήγορα γρήγορα τα πιάτα και ήθελε
να της γράψω γράμμα στον αγαπημένο της στη Σάμο.
Έπαιρνα μια κόλα αλληλογραφίας με γραμμές και το καλά ξυσμένο μολύβι μου φάμπερ νούμερο δύο, καθόμουνα στο μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας, κι εκεί άρχισε η περιπέτεια της γραφής που κρατάει ως σήμερα.
Αγαπημένε μου Πυθαγόρα –δεν υπάρχει χωριό στη Σάμο που να μην έχει κάποιον Πυθαγόρα–, Πολυαγαπημένε μου Πυθαγόρα, μ’ έβαζε να διορθώσω η Θοδώρα. Κι ύστερα δεν μιλούσε πια. Καθότανε στην καρέκλα απέναντί μου και αν τύχαινε να σπάσει η μύτη του μολυβιού μου, αναστατωνότανε, και μόνο όταν με έβλεπε να παίρνω την ξύστρα να το ξύσω πήγαινε η καρδιά στη θέση της, παρακολουθώντας με αγωνία πότε θα τέλειωνα το γράμμα που της το διάβαζα αμέσως. Και τι δεν έγραφα σ’ αυτόν τον κακομοίρη τον Πυθαγόρα. […]
Έπαιρνα μια κόλα αλληλογραφίας με γραμμές και το καλά ξυσμένο μολύβι μου φάμπερ νούμερο δύο, καθόμουνα στο μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας, κι εκεί άρχισε η περιπέτεια της γραφής που κρατάει ως σήμερα.
Αγαπημένε μου Πυθαγόρα –δεν υπάρχει χωριό στη Σάμο που να μην έχει κάποιον Πυθαγόρα–, Πολυαγαπημένε μου Πυθαγόρα, μ’ έβαζε να διορθώσω η Θοδώρα. Κι ύστερα δεν μιλούσε πια. Καθότανε στην καρέκλα απέναντί μου και αν τύχαινε να σπάσει η μύτη του μολυβιού μου, αναστατωνότανε, και μόνο όταν με έβλεπε να παίρνω την ξύστρα να το ξύσω πήγαινε η καρδιά στη θέση της, παρακολουθώντας με αγωνία πότε θα τέλειωνα το γράμμα που της το διάβαζα αμέσως. Και τι δεν έγραφα σ’ αυτόν τον κακομοίρη τον Πυθαγόρα. […]
Με αβίαστο τρόπο ξεπηδούν από το χαρτί τα νεανικά χρόνια της συγγραφέα, οι γνωριμίες της με ξεχωριστούς ανθρώπους των γραμμάτων και του κοινωνικού βίου:
Ζωρζ Σαρή, Διδώ Σωτηρίου, Γιώργος Σεβαστίκογλου, Κάρολος
Κουν, Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας
Εμπειρίκος, Κώστας Αξελός, Μάνος Χατζιδάκις, Μέλπω Αξιώτη, Μελίνα, Μικκιέξ, και
τόσοι άλλοι. Από τον μεσοπόλεμο και τη
δικτατορία του Μεταξά στην Κατοχή, το Θέατρο Τέχνης και τον Ίκαρο, την ΕΠΟΝ και
την Αντίσταση.
Ένα βιβλίο που το χαίρεσαι και αν το αρχίσεις, δύσκολα
διακόπτεις την ανάγνωση. Και όχι μόνο αυτό αλλά πας στη βιβλιοθήκη σου και
ξεφυλλίζεις ξανά το Μεγάλο περίπατο του Πέτρου, χαϊδεύεις το Καπλάνι της βιτρίνας,
και συνεχίζεις την ανάγνωση στην Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.