«Τέλεψα το χρέος και φεύγω»!
Ένας απέριττος πέτρινος τάφος με ένα ξύλινο
σταυρό και μια επιγραφή είναι ότι υπάρχει πάνω στον Προμαχώνα
Μαρτινένγκο. Στη επιγραφή γράφει: « Δεν φοβάμαι τίποτα. Δεν ελπίζω
τίποτα. Είμαι λέφτερος »
Από τότε έχουν περάσει 56 χρόνια …σαν σήμερα !
«Τέλεψα το χρέος και φεύγω.»! Ν. Καζαντζάκης Αναφορά στο Γκρέκο
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι
σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το
τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην
άβυσσο ένα νησί. Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο
πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με
στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Έχετε γεια!
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν΄ανοίξω την πόρτα να φύγω,
μα κοντοστέκουμε στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο, δύσκολο, δύσκολο πολύ,
να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα
χόρτα το κόσμου λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα,
τέλεψα το χρέος και φεύγω, μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα
χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει….. “Στάσου ακόμα!»
Δεν γινόταν όμως να σταθεί κι « έφυγε »…σε μια κλινική στο
Φράιμπουργκ της Γερμανίας στις 26 Οκτωβρίου του 1957. Ήθελε να θαφτεί
στην γη του, στην Κρήτη, στο χώμα που τον γέννησε κι έτσι έκανε άλλο ένα
μεγάλο ταξίδι, νεκρός πια. Κι εδώ αρχίζουν οι περιπέτειες και τα
παράλογα. Η σορός του έφτασε στην Αθήνα στις 4 Νοέμβριου του 1957 και ο
Αρχιεπίσκοπος των Αθηνών Θεόκλητος άρπαξε την ευκαιρία να πάρει
εκδίκηση ενάντια στον «αθυρόστομο υβριστή και συκοφάντη».
Είναι γνωστό πως στάλθηκαν τηλεγραφήματα στον Μητροπολίτη Κρήτης να
αρνηθεί το μυστήριο και να μην επιτραπεί η κηδεία του σε κανένα
νεκροταφείο της εκκλησίας. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, τότε, διέθεσε ένα
αεροπλάνο της Ολυμπιακής και μετέφερε τον μεγάλο νεκρό στην ιδιαίτερη
πατρίδα του, στην γενέτειρα πόλη του.
Κοσμοσυρροή στο αεροδρόμιο Ηράκλειου .Άνθρωποι από όλα τα «
στρώματα», άνθρωποι της παγκόσμιας τέχνης , του θεάτρου, της πολιτικής
των τοπικών αρχών ήταν εκεί και τον περίμεναν. Το φέρετρο τοποθετήθηκε
στον Μητροπολιτικό ναό του Άγιου Μήνα με την έγκριση του Μητροπολίτη της
Κρήτης Ευγένιου που αψήφησε τις απειλές της Ιεραρχίας και έψαλε μια
σύντομη επιμνημόσυνο δέηση. Βρακοφόροι Κρητικοί και κοπελιές του Λυκείου
με εθνικές ενδυμασίες και μαύρες μαντίλες στάθηκαν δίπλα στο φέρετρο.
Εκατοντάδες στέφανα κατατέθηκαν στην τιμή του Κρητικού και το λαϊκό
προσκύνημα κράτησε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.
Την επόμενη μέρα στις 5 Νοεμβρίου έγινε η ταφή. Κάθε δρόμος και
σοκάκι του Κάστρου είχε σκεπαστεί από μια τεράστια πυκνή ανθρωποθάλασσα
που θρηνούσε σιωπηλά και με αξιοπρέπεια τον μεγάλο νεκρό. Στα μπαλκόνια
και καταστήματα κυμάτιζαν Εθνικές θλιμμένες σημαίες. Έκλεισαν τα σχολειά
, άνοιξαν παράθυρα και πόρτες και ξεμύτισαν έξω οι Καστρινοί για να
αποχαιρετήσουν τον συμπατριώτη τους.
Ο Μητροπολίτης Ευγένιος έψαλε την νεκρώσιμη ακολουθία παρουσία του
πρωτοσύγκελου αρχιμανδρίτη Φιλόθεου Βουζουνεράκη (μετέπειτα μητροπολίτη
Ιεραπύτνης και Σητείας) Ο δήμαρχος του Ηρακλείου, ο συναρχηγός των
Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου, Ο Νορβηγός συγγραφέας Μαξ Ταου,
πρυτάνεις του Πανεπιστημίου, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και
διάφοροι λογοτεχνικοί σύλλογοι προσφώνησαν και τίμησαν με γενναιοδωρία
τον μεγαλύτερο λογοτέχνη του αιώνα μας. Και η πομπή περνώντας από τους
πιο κεντρικούς δρόμους του Ηράκλειου κατευθύνθηκε στον προμαχώνα του
Μαρτινέγκο. « Στάθηκε αψηλά», όπως γράφει ο ίδιος , «
σε μια τάπια χορταριασμένη. Κοίταξε πέρα το πέλαο , χοχλακιαστό ,
κατάμπλαβο, να στραταλίζει στον ήλιο και να χαίρεται,πέρα, καταβορρά,
κατά την Ελλάδα…»
Η Δημοτική μουσική του Ηρακλείου προηγήθηκε της νεκρικής πομπής
παίζοντας τον Κρητικό ύμνο .Το φέρετρο συνόδευσαν βρακοφόροι και
κοπελιές του Λυκείου κρατώντας τα κατατεθέντα στέφανα . Ακολούθησαν η
χήρα του νεκρού Ελένη Καζαντζάκη, οι αδελφές του Αναστασία και Μαρία ,
και Έλληνες επίσημοι. Πήραν σειρά οι φοιτητές της παιδαγωγικής Ακαδημίας
και άνθρωποι των γραμμάτων και θεάτρου κρατώντας τα βιβλία του
Καζαντζάκη και πίσω ακολούθησε χιλιάδες λαός. Σαν τοποθετήθηκε ο νεκρός
μέσα στον πρόχειρο τάφο στην γη που τον γέννησε, η Ελλάδα ολόκληρη
έγειρε το κεφάλι και τον μοιρολόγησε. Αυτή την συγκινητική εικόνα
ζωγράφισαν οι Ελληνικές εφημερίδες. Η Φιλαρμονική του Δήμου έπαιξε ξανά
με δέηση τον ύμνο της Κρήτης : “Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη τα βαριά της
τα σίδερα σπα και σαν πρώτα χτυπιέται χτυπά και γοργή κατεβαίνει. ” …
Και τότε σύμφωνα με την συνέντευξη που δόθηκε χρόνια αργότερα από τον
τότε Αρχιεπίσκοπο Κρήτης στην Ελένη Κατσουλάκη τα πράγματα έγινα ως
εξής :
-Εγώ τον αγαπούσα πολύ τον Καζαντζάκη, μου εξομολογείται χωρίς
δισταγμό. Τον θαύμαζα στα κρυφά. Ξέρετε, η εκκλησία είναι στενοκέφαλη.
Δεν μπορούσα να εκφράσω τα πραγματικά μου αισθήματα.. Θα με πετούσαν
έξω. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία του. Τι πένα είναι αυτή κοπελιά μου;
Πιάνει πουλιά στον αέρα! Ο Καζαντζάκης κατά μένα είναι ο πρωτοψάλτης
της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η εκκλησία τον παρεξήγησε. Ο Καζαντζάκης
ήταν φιλόσοφος και αλληγορικός συγγραφέας.
-Μα η εκκλησία τον αφόρισε!
-Δεν είναι αλήθεια. Ο Καζαντζάκης ποτέ δεν αφορίστηκε , αγαπητή μου. Η
Ιερά Συνοδός τον καταράστηκε και τον αφόρισε και ζήτησε από τον
Πατριάρχη Αθηναγόρα να επικυρώσει την αφόριση του. Ο Πατριάρχης πέταξε
την αίτηση σ' ένα συρτάρι και ακόμα εκεί είναι. Ποτέ δεν την υπέγραψε.
Όχι μόνο αυτό, αλλά τα βιβλία του Καζαντζάκη στολίζουν και τώρα ακόμα
την βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου!
Είχα μείνει άφωνη, λύγισαν τα γόνατα μου. Έκαμα κόμπο την καρδιά μου και σώπασα.
-Εγώ , δεσποινίς Κατσουλάκη πήγα και στην κηδεία του! Παρ’ όλες τις
απειλές, διαταγές, εκκλήσεις και κατάρες που πήρα γραπτώς και προφορικώς
-μπροστά μου και πίσω από την πλάτη μου- έδωσα άδεια να μπει η σωρός
του στον Άγιο Μηνά και έκανα μάλιστα και την νεκρική δέηση!
-Δεν φοβηθήκατε;
-Ήταν δύσκολη η θέση μου. Είχα μεγάλη πίεση και από την Ιεραρχία και
από τις τοπικές αρχές. Αν δεν άφηνα την σωρό του Καζαντζάκη στον Άγιο
Μηνά, θα γινόταν η επανάσταση του 1821 και θα αιματοκυλιόμαστε εδώ κάτω!
Οι Κρητικοί το 'χαν πάρει πολύ πατριωτικά το θέμα. Ήταν ανήμερα θηρία!
Στην κηδεία κόντεψε να γίνει μεγάλο μακελειό. Κάμποσοι κληρικοί χωρίς
ράσα ακολούθησαν την νεκρική πομπή βρίζοντας τον νεκρό, αρπάχτηκαν στα
χέρια με ντόπιους Κρητικούς. Δύσκολες ώρες και για μένα ένα ανώτατο
κληρικό!
-Εσείς τον θάψατε;
-Όχι, αλίμονο μου! Θα με αφόριζε η Ιερά Σύνοδος! Είχαμε διαταγή να
μην γίνει η ταφή του από κανένα Ορθόδοξο παπά. Εγώ δεν ήμουνα κοντά στην
σωρό του Καζαντζάκη.
-Οι εφημερίδες έγραψαν ότι θάφτηκε από ιερέα ο Καζαντζάκης.
- Ο κόσμος είχε άγνοια. Όταν έφτασε η σωρός του στο Μαρτινέγκο,
κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. ( Σημείωση: Τον επικήδειο εκφώνησε ο
Μενέλαος Παρλαμάς) Μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον
νεκρό. Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις
φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς τύπου! Πουθενά παπάς. Οι Βρακοφόροι
Κρητικοί άρχισαν να φουρτουνιάζουν, έμαθα από άλλους παρόντες, άναψαν τα
αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια
τους τα χέρια. Κείνη την τραγική στιγμή ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένα
νέος παπάς με ράσα και με θυμιατό! Ούτε ήξερα ποιος ήταν και πως
βρέθηκε εκεί, από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!
Στην ίδια συνέντευξη η Ελένη Κατσουλάκη συνεχίζει…
Ο παπάς που έθαψε τον Καζαντζάκη και η ιστορία του
-Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και
υπηρετούσα την θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία του
Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε
διαταγή να μην βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοέμβριου. Οι
αρχές και ο στρατός φοβόνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει
εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Όταν θα το 'παιρναν
χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα
πολύ άσχημα. Η συνείδηση μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να
πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά
μυστήρια σ' ένα βαφτισμένο Χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο η
εγκληματικό. Όσο αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω.
-Πως τα καταφέρετε;
-Το 'σκασα κρυφά από τον στρατό την μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα.
-Ο κόσμος που περίμενε στον Μαρτινέγκο ήξερε τι έγινε;
-Όχι . Όλοι νόμισαν ότι με έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει
και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν
στα παρασκήνια!
-Τιμωρηθήκατε;
-Ναι. Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξη μήνες!
Κοίταξα κατάματα τον ανώτατο τούτο άνθρωπο, με απέραντη ευλάβεια. Του
'πιασα τα χέρια με τρυφεράδα και τα φίλησα με όλη μου την ειλικρίνεια.
Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που φίλησα τα χέρια ενός κληρικού!».
Ένας απέριττος πέτρινος τάφος με ένα ξύλινο σταυρό και μια επιγραφή
είναι ότι υπάρχει πάνω στον Προμαχώνα Μαρτινένγκο. Στη επιγραφή γράφει:
« Δεν φοβάμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι λέφτερος »
Από τότε έχουν περάσει 56 χρόνια …σαν σήμερα !
ΠΗΓΕΣ:
Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη
Συνέντευξη στην Ελένη Κατσουλάκη (oistros-reportaz1.blogspot)
Κώστας Μπογδανίδης
Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ»
Νέα Εστία, Ν.Καζανζάκης
Ιστορικό Μουσείο Κρήτης
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (6/11/1957)
Νίκος Καζαντζάκης, Η μορφή και το έργο του, Γεωρ. Παναγιωτάκη, Κρήτη 2001