Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΙΝΑΚΑΣ - G. Courbet, Μπωντλαίρ Ἡ ψυχικὴ αὐγή

ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ (9 Απριλίου 1821 - 31 Αυγούστου 1867)
ΠΙΝΑΚΑΣ - G. Courbet, Μπωντλαίρ

Ἡ ψυχικὴ αὐγή
Ὅταν τὸ φῶς της ρίχνει ἡ αὐγὴ τὸ λευκορροδισμένο
στοὺς γλεντοκήπους καὶ γροικοῦν σὰν τύψη τὸ Ἰδεῶδες,
κάτι τὸ ἐκδικητικὸ καὶ τὸ μυστηριῶδες,
ἕν᾿ ἄγγελο στὸ κτῆνος τους, ξυπνᾷ, τὸ ναρκωμένο.

Τῶν ψυχικῶν τότε οὐρανῶν τ᾿ ἄφθαστο γαλανό,
γιὰ κεῖνον ποὺ ρεμβάζει ὠχρὸς καὶ ποὺ ὑποφέρει ἀκόμα,
ἀνοίγεται καὶ τὸν τραβᾷ καθὼς βαράθρου στόμα.
Ἔτσι, γλυκιὰ Θεά μου, ἁγνὸ Πλάσμα καὶ φωτεινό,

στὰ καπνισμένα ἐρείπια τῶν ἠλιθίων γλεντιῶν,
πιὸ φωτεινή, πιὸ ρόδινη, πιὸ ὡραία ἡ θυμησή σου,
ἀδιάκοπα στὰ ἐκστατικὰ μάτια μου φτερουγίζει.

Ὁ ἥλιος ἐσκοτείνιασε τὴ φλόγα τῶν κεριῶν·
ἔτσι νικήτρα πάντοτε, μοιάζει ἡ σκιὰ ἡ δική σου
μὲ τὸν ἀθάνατο ἥλιον, ὦ ψυχή, ποὺ φῶς σκορπίζει!

ΠΗΓΗ -http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/charles_baudelaire_poems.htm

Δωσε Μου Λιγακι Ουρανο - Παριος

Παστός μπακαλιάρος βραστός

 
Οι συνταγές με παστό  μπακαλιάρο είναι αμέτρητες.  Αποτελεί  ένα από τα πιο συνη...
psaksesintages.gr

8 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1820

 Η Maria Dimitriou κοινοποίησε μια φωτογραφία του χρήστη ΤΑ ΡΑΝΤΙΣΜΕΝΑ(Ομάδα καλλιτεχνικών, λογοτεχνικών, αναζητήσεων).
 

8 Απριλίου

8 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1820 - ανακαλύπτεται στη Μήλο το άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου.

Φωτογραφία: 8 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1820 - ανακαλύπτεται στη Μήλο το άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου.

...Στις 8 Απριλίου του 1820 (και 28 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε στη Μήλο) ο Κεντρωτάς φέρεται να έσκαβε στο πεζούλι του και έβγαζε πέτρες από αρχαία ερείπια που υπήρχαν εκεί. Τον βοηθούσε πιθανόν ο 18χρονος γιος του Αντώνης και ένας 20χρονος ανηψιός του. Λίγο πιο πέρα Γάλλοι αξιωματικοί έκαναν ανασκαφές για αρχαία. Όταν ο Κεντρωτάς βρήκε πελεκημένο μάρμαρο έτρεξαν να τον βοηθήσουν δύο Γάλλοι ναύτες που συμμετείχαν στις γειτονικές ανασκαφές.Ο Κεντρωτάς προσπάθησε να ξανακαλύψει το άγαλμα γιατί φοβήθηκε ότι οι Γάλλοι θα το άρπαζαν ή θα απαιτούσαν να το αγοράσουν πιο φτηνά-δεν στάθηκε δηλαδή τόσο αφελής όσο τον παρουσιάζει ο μύθος. Οι Γάλλοι, από αυτά που γράφουν αργότερα σε επιστολές τους, φαίνεται πως τον θεωρούν ανόητο επειδή προφανώς ο Κεντρωτάς άρχισε να συμπεριφέρεται επίτηδες με περιφρόνηση για τα ευρήματα ώστε να τους ξαποστείλει και να εκμεταλλευτεί το άγαλμα αργότερα με την ησυχία του χωρίς την φορτική παρουσία και τις πιέσεις που σωστά πίστευε ότι θα του ασκούσαν. Εντούτοις οι Γάλλοι δεν «ξεκολλούσαν» με τίποτε από την περιοχή και τον πίεζαν να συνεχίσουν όλοι μαζί το σκάψιμο, ώσπου βρέθηκε και το δεύτερο τμήμα του αγάλματος, οπότε πια ο Κεντρωτάς δεν μπορούσε να παριστάνει τον ανήξερο, αλλά ούτε και να περιφρουρήσει το έργο που είχε βρει στο χωράφι του.
Έκανε μια προσπάθεια πάντως να το διαφυλάξει και το μετέφερε στη στάνη του, όμως ο "πυρετός αρχαιοτήτων" είχε ήδη καταλάβει τους Γάλλους και επικοινωνούσαν με προξένους και πρεσβευτές της πατρίδας τους στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αλλού.
Επικεφαλής των Γάλλων που έκαναν ανασκαφές δίπλα στο χωράφι του Κεντρωτά και αναμίχθηκε στις εκσκαφές ήταν ο νεαρός τότε αξιωματικός Ολιβιέ Βουτιέ (Olivier Voutier, 1796-1877) που στη συνέχεια επισήμως παραιτήθηκε από το γαλλικό ναυτικό και πολέμησε με το πλευρό των Ελλήνων στην επανάσταση του 1821. Ο Βουτιέ που είχε σπουδάσει λίγη αρχαιολογία άρχισε να σχεδιάζει αμέσως το εύρημα και ειδοποίησε πατριώτες του για την μεγάλη ανακάλυψη, επειδή ο ίδιος δεν είχε αρκετά χρήματα για να το αγοράσει και κάποιοι είχαν κιόλας προτείνει στον Κεντρωτά αμοιβή 1.000 γροσιών. Ενημέρωσε επίσης ότι κοντά στο άγαλμα βρέθηκαν δύο αφιερώσεις ή Ερμές, μια ενός ηλικιωμένου και μία ενός νέου, όπως και πλίνθος (βάση δηλαδή) και κομμάτι με επιγραφή που ανέφερε το όνομα του γλύπτη. Επίσης βρέθηκαν τμήματα του αριστερού χεριού, πολύ φθαρμένα, που φαινόταν να κρατούν μήλο, και οι Γάλλοι όπως και οι ντόπιοι νόμισαν ότι ίσως ανήκαν σε άλλο άγαλμα και είχαν βρεθεί τυχαία κοντά στην Αφροδίτη.
Τα χέρια που έλειπαν δηλαδή, έλειπαν εξαρχής και γι’ αυτό το σχέδιο του Βουτιέ που έγινε επί τόπου, παριστάνει την Αφροδίτη ακρωτηριασμένη από την πρώτη στιγμή. Κι αυτά που βρέθηκαν όμως δεν αξιοποιήθηκαν σωστά, επειδή οι περισσότεροι θεώρησαν ότι ανήκαν σε άλλη εποχή ή έργο. Έτσι παρότι βρέθηκαν στην ανασκαφή και περισυνελέγησαν, όταν πάνω στην επεισοδιακή μεταφορά χάθηκαν, δεν αναζητήθηκαν με ιδιαίτερη ζέση. Οι ειδικοί τώρα πια ξέρουν ότι στα ελληνιστικά χρόνια όταν ένα έργο προοριζόταν να φαίνεται από τη μία μεριά, π.χ. τη δεξιά, οι γλύπτες έδιναν βαρύτητα σε αυτή την πλευρά και όχι σε εκείνη που δεν φαινόταν από το κοινό ή που πιθανά καλυπτόταν με ύφασμα. Έτσι ερμηνεύεται σήμερα δηλαδή το κάπως "άτεχνο" αριστερό χέρι της Αφροδίτης που οι Γάλλοι νόμισαν τότε ότι ήταν "άσχετο από το άγαλμα" και το οποίο αναφέρεται ότι κρατούσε μήλο, παραπέμποντας πιθανά στο μήλο του Πάρι.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
 

...Στις 8 Απριλίου του 1820 (και 28 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε στη Μήλο) ο Κεντρωτάς φέρεται να έσκαβε στο πεζούλι του και έβγαζε πέτρες από αρχ...αία ερείπια που υπήρχαν εκεί. Τον βοηθούσε πιθανόν ο 18χρονος γιος του Αντώνης και ένας 20χρονος ανηψιός του. Λίγο πιο πέρα Γάλλοι αξιωματικοί έκαναν ανασκαφές για αρχαία. Όταν ο Κεντρωτάς βρήκε πελεκημένο μάρμαρο έτρεξαν να τον βοηθήσουν δύο Γάλλοι ναύτες που συμμετείχαν στις γειτονικές ανασκαφές.Ο Κεντρωτάς προσπάθησε να ξανακαλύψει το άγαλμα γιατί φοβήθηκε ότι οι Γάλλοι θα το άρπαζαν ή θα απαιτούσαν να το αγοράσουν πιο φτηνά-δεν στάθηκε δηλαδή τόσο αφελής όσο τον παρουσιάζει ο μύθος. Οι Γάλλοι, από αυτά που γράφουν αργότερα σε επιστολές τους, φαίνεται πως τον θεωρούν ανόητο επειδή προφανώς ο Κεντρωτάς άρχισε να συμπεριφέρεται επίτηδες με περιφρόνηση για τα ευρήματα ώστε να τους ξαποστείλει και να εκμεταλλευτεί το άγαλμα αργότερα με την ησυχία του χωρίς την φορτική παρουσία και τις πιέσεις που σωστά πίστευε ότι θα του ασκούσαν. Εντούτοις οι Γάλλοι δεν «ξεκολλούσαν» με τίποτε από την περιοχή και τον πίεζαν να συνεχίσουν όλοι μαζί το σκάψιμο, ώσπου βρέθηκε και το δεύτερο τμήμα του αγάλματος, οπότε πια ο Κεντρωτάς δεν μπορούσε να παριστάνει τον ανήξερο, αλλά ούτε και να περιφρουρήσει το έργο που είχε βρει στο χωράφι του.
Έκανε μια προσπάθεια πάντως να το διαφυλάξει και το μετέφερε στη στάνη του, όμως ο "πυρετός αρχαιοτήτων" είχε ήδη καταλάβει τους Γάλλους και επικοινωνούσαν με προξένους και πρεσβευτές της πατρίδας τους στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αλλού.
Επικεφαλής των Γάλλων που έκαναν ανασκαφές δίπλα στο χωράφι του Κεντρωτά και αναμίχθηκε στις εκσκαφές ήταν ο νεαρός τότε αξιωματικός Ολιβιέ Βουτιέ (Olivier Voutier, 1796-1877) που στη συνέχεια επισήμως παραιτήθηκε από το γαλλικό ναυτικό και πολέμησε με το πλευρό των Ελλήνων στην επανάσταση του 1821. Ο Βουτιέ που είχε σπουδάσει λίγη αρχαιολογία άρχισε να σχεδιάζει αμέσως το εύρημα και ειδοποίησε πατριώτες του για την μεγάλη ανακάλυψη, επειδή ο ίδιος δεν είχε αρκετά χρήματα για να το αγοράσει και κάποιοι είχαν κιόλας προτείνει στον Κεντρωτά αμοιβή 1.000 γροσιών. Ενημέρωσε επίσης ότι κοντά στο άγαλμα βρέθηκαν δύο αφιερώσεις ή Ερμές, μια ενός ηλικιωμένου και μία ενός νέου, όπως και πλίνθος (βάση δηλαδή) και κομμάτι με επιγραφή που ανέφερε το όνομα του γλύπτη. Επίσης βρέθηκαν τμήματα του αριστερού χεριού, πολύ φθαρμένα, που φαινόταν να κρατούν μήλο, και οι Γάλλοι όπως και οι ντόπιοι νόμισαν ότι ίσως ανήκαν σε άλλο άγαλμα και είχαν βρεθεί τυχαία κοντά στην Αφροδίτη.
Τα χέρια που έλειπαν δηλαδή, έλειπαν εξαρχής και γι’ αυτό το σχέδιο του Βουτιέ που έγινε επί τόπου, παριστάνει την Αφροδίτη ακρωτηριασμένη από την πρώτη στιγμή. Κι αυτά που βρέθηκαν όμως δεν αξιοποιήθηκαν σωστά, επειδή οι περισσότεροι θεώρησαν ότι ανήκαν σε άλλη εποχή ή έργο. Έτσι παρότι βρέθηκαν στην ανασκαφή και περισυνελέγησαν, όταν πάνω στην επεισοδιακή μεταφορά χάθηκαν, δεν αναζητήθηκαν με ιδιαίτερη ζέση. Οι ειδικοί τώρα πια ξέρουν ότι στα ελληνιστικά χρόνια όταν ένα έργο προοριζόταν να φαίνεται από τη μία μεριά, π.χ. τη δεξιά, οι γλύπτες έδιναν βαρύτητα σε αυτή την πλευρά και όχι σε εκείνη που δεν φαινόταν από το κοινό ή που πιθανά καλυπτόταν με ύφασμα. Έτσι ερμηνεύεται σήμερα δηλαδή το κάπως "άτεχνο" αριστερό χέρι της Αφροδίτης που οι Γάλλοι νόμισαν τότε ότι ήταν "άσχετο από το άγαλμα" και το οποίο αναφέρεται ότι κρατούσε μήλο, παραπέμποντας πιθανά στο μήλο του Πάρι.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δείτε περισσότερα

πλέκουμε κομμάτι - κομμάτι

 
Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
8 Απριλίου ·

Your support is appreciated, my Patreon page: http://www.patreon.com/happyberryJoin me as I...
youtube.com

-----------------------------

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
8 Απριλίου ·

Just a quick tutorial on a design I came up with one evening for a Granny Square design. I hope you like. Your support is appreciated, my Patreon page for ex...
youtube.com

Γιάννης Ρίτσος Αποσπάσματα από την ''ΕΛΕΝΗ''

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε μια φωτογραφία του χρήστη Anna Nikolaidou.
Φωτογραφία: Γιάννης Ρίτσος

Αποσπάσματα από την  ''ΕΛΕΝΗ''

Πέρασε πιὰ ὁ καιρὸς τῶν ἀνταγωνισμῶν στερέψανε οἱ ἐπιθυμίες• ἴσως μποροῦμε τώρα νὰ κοιτάξουμε μαζὶ τὸ ἴδιο σημεῖο τῆς ματαιότητας ὅπου, θαρρῶ, πραγματοποιοῦνται οἱ μόνες σωστὲς συναντήσεις - ἔστω ἀδιάφορες, μὰ πάντα πραϋντικὲς -ἡ νέα κοινότητά μας, ἔρημη, ἥσυχη, ἄδεια, χωρὶς μετακινήσεις κι ἀντιθέσεις,- ν' ἀναδεύουμε μόνο τὴ στάχτη στὸ τζάκι, φτιάχνοντας πότε-πότε μὲ τὴ στάχτη ψηλόλιγνες, ὡραῖες τεφροδόχες, ἤ, καθισμένοι κατάχαμα, νὰ χτυπᾶμε τὸ χῶμα μὲ ἄηχες παλάμες. Λίγο-λίγο τὰ πράγματα χάσαν τὴ σημασία τους, ἀδειάσαν ἄλλωστε μήπως εἶχαν ποτὲ τους καμμιὰ σημασία; -χαλαρωμένα, κούφια• ἐμεῖς τὰ γεμίζαμε μὲ ἄχυρο ἤ πίτουρο, νὰ πάρουν σχῆμα, νὰ πυκνώσουν, νὰ στεριώσουν, νὰ σταθοῦν, - τὰ τραπέζια, οἱ καρέκλες, τὰ κρεββάτια ποὺ πάνω τους πλαγιάζαμε, τὰ λογία•- πάντοτε κούφια σὰν τὰ πανένια σακκούλια, σὰν τὶς λινάτσες τῶν ἐμπόρων- ἀπ' ὄξω κιόλας ξεχωρίζεις τὰ προϊόντα ποὺ περιέχουν πατάτες ἤ κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ἤ ἀλεῦρι. Οἱ λέξεις τώρα δὲ μοὔρχονται ἀπὸ μόνες τους• -τὶς ψάχνω, σὰ νὰ μεταφράζω ἀπὸ μιὰ γλώσσα ποὺ δὲν ξέρω,- ὡστόσο μεταφράζω. Ἀνάμεσα στὶς λέξεις, ἤ καὶ μέσα στὶς λέξεις, μένουν τρύπες βαθειές• κοιτάω μὲς ἀπ' αὐτὲς τὶς τρύπες σὰ νὰ κοιτάω μὲς ἀπ' τοὺς ρόζους ποὺ ἔχουν πέσει ἀπ' τὰ σανίδια μιᾶς πόρτας κατάκλειστης, καρφωμένης ἐδῶ καὶ αἰῶνες. Τίποτα δὲ βλέπω. 

Ὄχι πιὰ λέξεις καὶ ὀνόματα• κάτι ἤχους μονάχα ξεχωρίζω• -ἕνα ἀσημένιο κηροπήγιο ἤ ἕνα κρυστάλλινο ἀνθογυάλι ἠχεῖ ἀπὸ μόνο του καὶ ξαφνικὰ σωπαίνει κάνοντας πὼς δὲν ξέρει τίποτα, πὼς δὲν κουδούνισε αὐτό, πὼς κανένας δὲν τὄχε ἀγγίξει, πὼς κανένας δὲν πέρασε πλάϊ του. Ἕνα φόρεμα σωριάζεται μαλακὰ ἀπ' τὴν καρέκλα στὸ πάτωμα, μεταθέτοντας τὴν προσοχὴ ἀπ' τὸν προηγούμενο ἦχο στὴν ἁπλότητα τοῦ τίποτα. Ὡστόσο ἡ ἰδέα μιᾶς σιωπηλῆς συνωμοσίας, παρ' ὅτι διαλυμένη στὸν ἀέρα, ἐπιπλέει πυκνωμένη σ' ἕνα ἐπίπεδο πιὸ πάνω, σχεδὸν σταθμητή, τόσο ποὺ αἰσθάνεται τὸ χάραγμα τῶν ρυτίδων νὰ βαθαίνει πλάϊ στὰ χείλη σου ἀπ' αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν παρουσία ἑνὸς παρείσακτου ποὺ παίρνει τὴ θέση σου μεταβάλλοντας ἐσένα σὲ παρείσακτο, ἐδῶ στὸ κρεββάτι σου, στὴν κάμαρά σου. 

Ὤ, αὐτὴ ἡ ξενητειά μας μέσα στὰ ἴδια μας τὰ ροῦχα ποὺ παλιώνουν, μὲς στὸ ἴδιο μας τὸ δέρμα ποὺ ζαρώνει• ἐνῷ τὰ δάχτυλά μας δὲν μποροῦν πιὰ νὰ σφίξουν, νὰ κρατήσουν τριγύρω στὸ κορμί μας οὔτε κὰν τὴν κουβέρτα, ποὺ ἀνυψώνεται μόνη, διαλύεται, φεύγει, ἀφήνοντάς μας ἀκάλυπτους μπροστὰ στὸ κενό. Καὶ τότε ἡ κιθάρα, κρεμασμένη στὸν τοῖχο, ξεχασμένη ἀπὸ χρόνια, μὲ χορδὲς σκουριασμένες, ἀρχίζει νὰ τρέμει ἔτσι ποὺ τρέμει τὸ σαγόνι μιᾶς γριᾶς ἀπ' τὸ κρύο ἢ ἀπ' τὸ φόβο, καὶ πρέπει νὰ βάλεις πάνω στὶς χορδὲς τὴν παλάμη σου, νὰ σταματήσεις τὸ μεταδοτικό τους ρίγος. Μὰ δὲ βρίσκεις τὸ χέρι σου, δὲν ἔχεις χέρι, κι ἀκοῦς μὲς στὸ στομάχι σου πὼς εἶναι τὸ δικό σου σαγόνι ποὺ τρέμει. Ἀλήθεια, πόσα πράγματα ἄχρηστα, μὲ πόση ἀπληστία συναγμένα• - φράζαν τὸ χῶρο- δὲν μπορούσαμε νὰ σαλέψουμε τὰ γόνατά μας χτυποῦσαν σὲ ξύλινα, πέτρινα, μετάλλινα γόνατα. Ὤ, βέβαια, θὰ πρέπει πολὺ νὰ γεράσουμε, πολύ, ὥσπου νὰ γίνουμε δίκαιοι, νὰ φτάσουμε ἐκείνη τὴν ἥμερη ἀμεροληψία, τὴ γλυκειὰ ἀνιδιοτέλεια στὶς συγκρίσεις, στὶς κρίσεις, ὅταν δικό μας πιὰ μερτικὸ δὲν ὑπάρχει σὲ τίποτα πάρεξ σ' αὐτὴ τὴν ἡσυχία. Ἅ, ναί, πόσες ἀνόητες μάχες, ἡρωϊσμοί, φιλοδοξίες, ὑπεροψίες, θυσίες καὶ ἧττες καὶ ἧττες, κι ἄλλες μάχες, γιὰ πράγματα ποὺ κιόλας εἴταν ἀπὸ ἄλλους ἀποφασισμένα, ὅταν λείπαμε ἐμεῖς. Καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀθῶοι, νὰ χώνουν τὶς φουρκέτες τῶν μαλλιῶν μὲς στὰ μάτια τους, νὰ χτυποῦν τὸ κεφάλι στὸν πανύψηλο τοῖχο, γνωρίζοντας βέβαια πὼς ὃ τοῖχος δὲν πέφτει οὔτε ραγίζει κάν, νὰ δοῦν τουλάχιστον μὲς ἀπὸ μιὰ χαραμάδα λίγο γαλάζιο ἀσκίαστο ἀπ' τὸ χρόνο καὶ τὴ σκιά τους, Ὡστόσο - ποιὸς ξέρει - ἴσως ἐκεῖ ποὺ κάποιος ἀντιστέκεται χωρὶς ἐλπίδα, ἴσως ἐκεῖ νὰ ἀρχίζει ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία, ποὺ λέμε, κι ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀνάμεσα σὲ σκουριασμένα σίδερα καὶ κόκκαλα ταύρων καὶ ἀλόγων, ἀνάμεσα σὲ πανάρχαιους τρίποδες ὅπου καίγεται ἀκόμα λίγη δάφνη κι ὁ καπνὸς ἀνεβαίνει ξεφτώντας στὸ λιόγερμα σὰ χρυσόμαλλο δέρας.





















Γιάννης Ρίτσος

Αποσπάσματα από την ''ΕΛΕΝΗ''

Πέρασε πιὰ ὁ καιρὸς τῶν ἀνταγωνισμῶν στερέψανε οἱ ἐπιθυμίες• ἴσως μποροῦμε τώρα νὰ κοιτάξουμε μαζὶ τὸ ἴδιο σημεῖο τῆς ματαιότητας ὅπου, θαρρῶ, πραγματοποιοῦνται οἱ μόνες σωστὲς συναντήσεις - ἔ...στω ἀδιάφορες, μὰ πάντα πραϋντικὲς -ἡ νέα κοινότητά μας, ἔρημη, ἥσυχη, ἄδεια, χωρὶς μετακινήσεις κι ἀντιθέσεις,- ν' ἀναδεύουμε μόνο τὴ στάχτη στὸ τζάκι, φτιάχνοντας πότε-πότε μὲ τὴ στάχτη ψηλόλιγνες, ὡραῖες τεφροδόχες, ἤ, καθισμένοι κατάχαμα, νὰ χτυπᾶμε τὸ χῶμα μὲ ἄηχες παλάμες. Λίγο-λίγο τὰ πράγματα χάσαν τὴ σημασία τους, ἀδειάσαν ἄλλωστε μήπως εἶχαν ποτὲ τους καμμιὰ σημασία; -χαλαρωμένα, κούφια• ἐμεῖς τὰ γεμίζαμε μὲ ἄχυρο ἤ πίτουρο, νὰ πάρουν σχῆμα, νὰ πυκνώσουν, νὰ στεριώσουν, νὰ σταθοῦν, - τὰ τραπέζια, οἱ καρέκλες, τὰ κρεββάτια ποὺ πάνω τους πλαγιάζαμε, τὰ λογία•- πάντοτε κούφια σὰν τὰ πανένια σακκούλια, σὰν τὶς λινάτσες τῶν ἐμπόρων- ἀπ' ὄξω κιόλας ξεχωρίζεις τὰ προϊόντα ποὺ περιέχουν πατάτες ἤ κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ἤ ἀλεῦρι. Οἱ λέξεις τώρα δὲ μοὔρχονται ἀπὸ μόνες τους• -τὶς ψάχνω, σὰ νὰ μεταφράζω ἀπὸ μιὰ γλώσσα ποὺ δὲν ξέρω,- ὡστόσο μεταφράζω. Ἀνάμεσα στὶς λέξεις, ἤ καὶ μέσα στὶς λέξεις, μένουν τρύπες βαθειές• κοιτάω μὲς ἀπ' αὐτὲς τὶς τρύπες σὰ νὰ κοιτάω μὲς ἀπ' τοὺς ρόζους ποὺ ἔχουν πέσει ἀπ' τὰ σανίδια μιᾶς πόρτας κατάκλειστης, καρφωμένης ἐδῶ καὶ αἰῶνες. Τίποτα δὲ βλέπω.

Ὄχι πιὰ λέξεις καὶ ὀνόματα• κάτι ἤχους μονάχα ξεχωρίζω• -ἕνα ἀσημένιο κηροπήγιο ἤ ἕνα κρυστάλλινο ἀνθογυάλι ἠχεῖ ἀπὸ μόνο του καὶ ξαφνικὰ σωπαίνει κάνοντας πὼς δὲν ξέρει τίποτα, πὼς δὲν κουδούνισε αὐτό, πὼς κανένας δὲν τὄχε ἀγγίξει, πὼς κανένας δὲν πέρασε πλάϊ του. Ἕνα φόρεμα σωριάζεται μαλακὰ ἀπ' τὴν καρέκλα στὸ πάτωμα, μεταθέτοντας τὴν προσοχὴ ἀπ' τὸν προηγούμενο ἦχο στὴν ἁπλότητα τοῦ τίποτα. Ὡστόσο ἡ ἰδέα μιᾶς σιωπηλῆς συνωμοσίας, παρ' ὅτι διαλυμένη στὸν ἀέρα, ἐπιπλέει πυκνωμένη σ' ἕνα ἐπίπεδο πιὸ πάνω, σχεδὸν σταθμητή, τόσο ποὺ αἰσθάνεται τὸ χάραγμα τῶν ρυτίδων νὰ βαθαίνει πλάϊ στὰ χείλη σου ἀπ' αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν παρουσία ἑνὸς παρείσακτου ποὺ παίρνει τὴ θέση σου μεταβάλλοντας ἐσένα σὲ παρείσακτο, ἐδῶ στὸ κρεββάτι σου, στὴν κάμαρά σου.

Ὤ, αὐτὴ ἡ ξενητειά μας μέσα στὰ ἴδια μας τὰ ροῦχα ποὺ παλιώνουν, μὲς στὸ ἴδιο μας τὸ δέρμα ποὺ ζαρώνει• ἐνῷ τὰ δάχτυλά μας δὲν μποροῦν πιὰ νὰ σφίξουν, νὰ κρατήσουν τριγύρω στὸ κορμί μας οὔτε κὰν τὴν κουβέρτα, ποὺ ἀνυψώνεται μόνη, διαλύεται, φεύγει, ἀφήνοντάς μας ἀκάλυπτους μπροστὰ στὸ κενό. Καὶ τότε ἡ κιθάρα, κρεμασμένη στὸν τοῖχο, ξεχασμένη ἀπὸ χρόνια, μὲ χορδὲς σκουριασμένες, ἀρχίζει νὰ τρέμει ἔτσι ποὺ τρέμει τὸ σαγόνι μιᾶς γριᾶς ἀπ' τὸ κρύο ἢ ἀπ' τὸ φόβο, καὶ πρέπει νὰ βάλεις πάνω στὶς χορδὲς τὴν παλάμη σου, νὰ σταματήσεις τὸ μεταδοτικό τους ρίγος. Μὰ δὲ βρίσκεις τὸ χέρι σου, δὲν ἔχεις χέρι, κι ἀκοῦς μὲς στὸ στομάχι σου πὼς εἶναι τὸ δικό σου σαγόνι ποὺ τρέμει. Ἀλήθεια, πόσα πράγματα ἄχρηστα, μὲ πόση ἀπληστία συναγμένα• - φράζαν τὸ χῶρο- δὲν μπορούσαμε νὰ σαλέψουμε τὰ γόνατά μας χτυποῦσαν σὲ ξύλινα, πέτρινα, μετάλλινα γόνατα. Ὤ, βέβαια, θὰ πρέπει πολὺ νὰ γεράσουμε, πολύ, ὥσπου νὰ γίνουμε δίκαιοι, νὰ φτάσουμε ἐκείνη τὴν ἥμερη ἀμεροληψία, τὴ γλυκειὰ ἀνιδιοτέλεια στὶς συγκρίσεις, στὶς κρίσεις, ὅταν δικό μας πιὰ μερτικὸ δὲν ὑπάρχει σὲ τίποτα πάρεξ σ' αὐτὴ τὴν ἡσυχία. Ἅ, ναί, πόσες ἀνόητες μάχες, ἡρωϊσμοί, φιλοδοξίες, ὑπεροψίες, θυσίες καὶ ἧττες καὶ ἧττες, κι ἄλλες μάχες, γιὰ πράγματα ποὺ κιόλας εἴταν ἀπὸ ἄλλους ἀποφασισμένα, ὅταν λείπαμε ἐμεῖς. Καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀθῶοι, νὰ χώνουν τὶς φουρκέτες τῶν μαλλιῶν μὲς στὰ μάτια τους, νὰ χτυποῦν τὸ κεφάλι στὸν πανύψηλο τοῖχο, γνωρίζοντας βέβαια πὼς ὃ τοῖχος δὲν πέφτει οὔτε ραγίζει κάν, νὰ δοῦν τουλάχιστον μὲς ἀπὸ μιὰ χαραμάδα λίγο γαλάζιο ἀσκίαστο ἀπ' τὸ χρόνο καὶ τὴ σκιά τους, Ὡστόσο - ποιὸς ξέρει - ἴσως ἐκεῖ ποὺ κάποιος ἀντιστέκεται χωρὶς ἐλπίδα, ἴσως ἐκεῖ νὰ ἀρχίζει ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία, ποὺ λέμε, κι ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀνάμεσα σὲ σκουριασμένα σίδερα καὶ κόκκαλα ταύρων καὶ ἀλόγων, ἀνάμεσα σὲ πανάρχαιους τρίποδες ὅπου καίγεται ἀκόμα λίγη δάφνη κι ὁ καπνὸς ἀνεβαίνει ξεφτώντας στὸ λιόγερμα σὰ χρυσόμαλλο δέρας.
Δείτε περισσότερα

«Αναζητώντας του χαμένους ήρωες» 11-12 Απρίλη 1947

 
 
 
 
 
 
 
Ο χρήστης ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ - PATAKIS PUBLICATIONS πρόσθεσε 2 νέες φωτογραφίες.
Νύχτα Μ. Παρασκευής προς Μ. Σάββατο / 11-12 Απρίλη 1947
Ένα γεγονός πρωτόγνωρο στην παγκόσμια ιστορία των πολέμων, μια «ανακωχή» που δεν θα ‘ πρεπε να ξεχαστεί, ξεχασμένη κι από εμάς τους ίδιους…
«Είχαν περάσει τη νύχτα αντάρτες και στρατιώτες μαζί γυρεύοντας ο ένας την ζεστασιά στην ανάσα του αλλουνού. Αντάρτες και στρατιώτες στο ίδιο αντίσκηνο αγκαλιασμένοι».
(Ελένη Δικαίου, «Αναζητώντας του χαμένους ήρωες»: http://bit.ly/1egE5yT)

Γιάννης Κότσιρας - Να 'φευγα

 
Μουσική: Αντώνης Μιτζέλος Στίχοι: Ελένη Ζιώγα CD: Φύλακας άγγελος Όνειρα, φτερά μου χάρτινα πάρτε με απαλά ως τ' ουρανού την αγκαλιά. Νά 'φευγα, και τι δεν θ...
youtube.com

Μπακαλιάρος παστός κοκκινιστός.

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
 
Υλικά: 1 κομμάτι μπακαλιάρο, τον κόβετε σε μικρά κομμάτια 2 λεμόνια λάδι μπ...
psaksesintages.gr

Oι Λαζαρίνες...

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε φωτογραφία από Bigbook.gr.
 
Oι Λαζαρίνες, γυρίζανε στα σπίτια και κρατώντας καλάθια στολισμένα με ανοιξιάτικα με λουλούδια, λέγανε τα πασχαλινά κάλαντα του Λαζάρου:
-Πού ΄σουν, Λάζαρε, πού ΄ν΄ η φωνή σου
και σε γύρευε η Μάρθα, η αδερφή σου;
- Ήμουνα στη γη, στη γη χωμένος
κι από τους νεκρούς, νεκρούς αναστημένος.
Βάγια βάγια των Βαγιώ
τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώνε το ψητό αρνί

Δημοφιλείς αναρτήσεις