Η
Μαρία Μαγκνταλένε Ντίτριχ γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1901 και
μεγάλωσε σύμφωνα με την αυστηρή καθοδήγηση της συντηρητικής μητέρας της.
Ήθελε να γίνει μουσικός αλλά ένας τραυματισμός στο αριστερό της χέρι
ανέτρεψε τα αρχικά σχέδιά της αναγκάζοντάς την να διακόψει τις σπουδές
της. Ετσι αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Ως το 1927 η Ντίτριχ ερμήνευε
μικρούς ρόλους στο θέατρο και συμμετείχε σε πολλές βουβές ταινίες.
Τον Αύγουστο του 1929 ο σκηνοθέτης του Χόλιγουντ Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ βρέθηκε στο Βερολίνο για τα γυρίσματα μιας ταινίας, γνώρισε την Ντίτριχ και έτσι γεννήθηκε μία από τις πιο πετυχημένες συνεργασίες του κινηματογράφου. Γύρισαν μαζί την ταινία «Γαλάζιος άγγελος» και έτσι ξεκίνησε η παγκόσμια καριέρα της. Η Ντίτριχ και ο φον Στέρνμπεργκ συνεργάστηκαν μαζί σε συνολικά 6 ταινίες: «Μαρόκο» («Morocco», 1930), «Η ατιμασμένη» («Dishonored» 1931), «Σανγκάη εξπρές» («Shanghai Express», 1932), «Ξανθή Αφροδίτη» («Blond Venus», 1932), «Τραγική τσαρίνα» («Scarlet Empress», 1934). Στο «Μαρόκο», φορώντας φράκο και ημίψηλο καπέλο, ανέδειξε με μοναδικό τρόπο τη θηλυκότητα μέσα από το ανδρικό στυλ που ταυτίστηκε για πάντα με το όνομά της. Δύο δεκαετίες αργότερα ο Kenneth Tynan έγραφε γι' αυτήν: «Ο ανδρισμός της αγγίζει τις γυναίκες και η σεξουαλικότητά της τους άνδρες».
Το 1936 η Μαρλένε ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κόσμου. Το 1939 αλλάζοντας την υπηκοότητά της σε αμερικανική αποδοκιμάστηκε από τον γερμανικό λαό και ο Τύπος τής αφιέρωνε πρωτοσέλιδα με τίτλο: «Ντίτριχ: προδότρια της πατρίδας». Στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου η Μάρλεν συμμετείχε στον αγώνα κατά του ναζιστικού κινήματος. Ο ίδιος ο Χίτλερ την θαύμαζε απεριόριστα. Συνεργάτες του προσπάθησαν μάλιστα κατόπιν εντολής του να την δελεάσουν και να την φέρουν πίσω στη Γερμανία. Εκείνη αρνήθηκε και τιμήθηκε αργότερα για την προσφορά της με το μετάλλιο της ελευθερίας.
Το 1947 στέφθηκε από τα περιοδικά ως η «γιαγιά με τη μεγαλύτερη αίγλη στον κόσμο», αποκτώντας το πρώτο από τα τέσσερα εγγόνια της. Το 1950 συνεργάστηκε με τον Αλφρεντ Χίτσκοκ στην ταινία «Ο δολοφόνος έρχεται κάθε βράδυ» («Stage Flight»). Το 1951 η Ντίτριχ ηχογράφησε για λογαριασμό της Columbia στη Νέα Υόρκη τον πρώτο της δίσκο με τίτλο Marlene Dietrich Overseas. Το 1960 ρίσκαρε την επιστροφή της στη Γερμανία και παρ' όλη την κατακραυγή που της επεφυλάχθη δεν της συγχώρεσαν ποτέ την αλλαγή της υπηκοότητας εκείνη επέμεινε και κέρδισε πίσω την αγάπη τους.
Το 1978 η Ντίτριχ εμφανίστηκε για τελευταία φορά στην ταινία του Ντέιβιντ Χέμινγκ «Ζιγκολό» («Just a gigolo»), με τον David Bowie. Το 1982 επέτρεψε στον Μαξιμίλιαν Σελ να ηχογραφήσει την τελευταία της συνέντευξη διάρκειας 18 ωρών. Ο Σελ χρησιμοποίησε αποσπάσματα της συνέντευξης στο αριστουργηματικό ντοκυμαντέρ με τίτλο «Marlene: Α feature» που γνώρισε το 1984 τεράστια επιτυχία παγκοσμίως.
Στις 6 Μαΐου 1992 η Μαρλένε Ντίτριχ άφησε την τελευταία της πνοή
στο διαμέρισμά της στο Παρίσι.
Τον Αύγουστο του 1929 ο σκηνοθέτης του Χόλιγουντ Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ βρέθηκε στο Βερολίνο για τα γυρίσματα μιας ταινίας, γνώρισε την Ντίτριχ και έτσι γεννήθηκε μία από τις πιο πετυχημένες συνεργασίες του κινηματογράφου. Γύρισαν μαζί την ταινία «Γαλάζιος άγγελος» και έτσι ξεκίνησε η παγκόσμια καριέρα της. Η Ντίτριχ και ο φον Στέρνμπεργκ συνεργάστηκαν μαζί σε συνολικά 6 ταινίες: «Μαρόκο» («Morocco», 1930), «Η ατιμασμένη» («Dishonored» 1931), «Σανγκάη εξπρές» («Shanghai Express», 1932), «Ξανθή Αφροδίτη» («Blond Venus», 1932), «Τραγική τσαρίνα» («Scarlet Empress», 1934). Στο «Μαρόκο», φορώντας φράκο και ημίψηλο καπέλο, ανέδειξε με μοναδικό τρόπο τη θηλυκότητα μέσα από το ανδρικό στυλ που ταυτίστηκε για πάντα με το όνομά της. Δύο δεκαετίες αργότερα ο Kenneth Tynan έγραφε γι' αυτήν: «Ο ανδρισμός της αγγίζει τις γυναίκες και η σεξουαλικότητά της τους άνδρες».
Το 1936 η Μαρλένε ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κόσμου. Το 1939 αλλάζοντας την υπηκοότητά της σε αμερικανική αποδοκιμάστηκε από τον γερμανικό λαό και ο Τύπος τής αφιέρωνε πρωτοσέλιδα με τίτλο: «Ντίτριχ: προδότρια της πατρίδας». Στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου η Μάρλεν συμμετείχε στον αγώνα κατά του ναζιστικού κινήματος. Ο ίδιος ο Χίτλερ την θαύμαζε απεριόριστα. Συνεργάτες του προσπάθησαν μάλιστα κατόπιν εντολής του να την δελεάσουν και να την φέρουν πίσω στη Γερμανία. Εκείνη αρνήθηκε και τιμήθηκε αργότερα για την προσφορά της με το μετάλλιο της ελευθερίας.
Το 1947 στέφθηκε από τα περιοδικά ως η «γιαγιά με τη μεγαλύτερη αίγλη στον κόσμο», αποκτώντας το πρώτο από τα τέσσερα εγγόνια της. Το 1950 συνεργάστηκε με τον Αλφρεντ Χίτσκοκ στην ταινία «Ο δολοφόνος έρχεται κάθε βράδυ» («Stage Flight»). Το 1951 η Ντίτριχ ηχογράφησε για λογαριασμό της Columbia στη Νέα Υόρκη τον πρώτο της δίσκο με τίτλο Marlene Dietrich Overseas. Το 1960 ρίσκαρε την επιστροφή της στη Γερμανία και παρ' όλη την κατακραυγή που της επεφυλάχθη δεν της συγχώρεσαν ποτέ την αλλαγή της υπηκοότητας εκείνη επέμεινε και κέρδισε πίσω την αγάπη τους.
Το 1978 η Ντίτριχ εμφανίστηκε για τελευταία φορά στην ταινία του Ντέιβιντ Χέμινγκ «Ζιγκολό» («Just a gigolo»), με τον David Bowie. Το 1982 επέτρεψε στον Μαξιμίλιαν Σελ να ηχογραφήσει την τελευταία της συνέντευξη διάρκειας 18 ωρών. Ο Σελ χρησιμοποίησε αποσπάσματα της συνέντευξης στο αριστουργηματικό ντοκυμαντέρ με τίτλο «Marlene: Α feature» που γνώρισε το 1984 τεράστια επιτυχία παγκοσμίως.
Στις 6 Μαΐου 1992 η Μαρλένε Ντίτριχ άφησε την τελευταία της πνοή
στο διαμέρισμά της στο Παρίσι.