ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΑΧΕΡΟΝΤΑ
Μεχρι και 500 $ η ωρα στοιχιζει σημερα η χρηση θαλαμων
με ανηχοϊκες ιδιοτητες .....
......και οι επιστημονες της διαστημικης μας εποχης
καλουνται να αποκαλυψουν μια φωτεινη
τεχνογνωσια δυομιση χιλιαδων ετων για την οποια ισως
ελαχιστα εχουμε γνωρισει μεσα απο τα παγκοσμιου θαυμασμου
τεκμηρια, οπως ο ΜΗΧ\ΣΜΟΣ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ ( η απωλεια της
εξελικτικης του χρησης, στοιχισε στην ανθρωποτητα
χιλια χρονια εξελιξης ) ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ, ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ κ.α.
---------------------------------------------------
Ενα θαύμα ακουστικής αποτελεί η αίθουσα του «Κάτω Κόσμου» στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα δημιουργώντας την απαραίτητη απόκοσμη εντύπωση,μαζί και με άλλα τεχνολογικά τρικ των αρχαίων Ελλήνων.
Στο κλασικό «Εγχειρίδιο Ακουστικής» του Α. Εverest από το 1998 αναφέρεται ότι αν μείνει για ώρα κάποιος μέσα σε έναν ανηχοϊκό θάλαμο τότε «η σιωπή ύστερα από μισή ώρα αρχίζει να πιέζει. Ανακαλύπτονται νέοι ήχοι που προέρχονται από το ίδιο μας το σώμα. Στην αρχή το δυνατό χτύπημα της καρδιάς μας που συνέρχεται από τη νέα κατάσταση. Περνά μία ώρα, ακούγεται το αίμα μέσα στις φλέβες μας. Τέλος αν τα αφτιά μας είναι λίγο τεντωμένα η υπομονή μας ανταμείβεται από έναν παράξενο σφυριχτό ήχο. Τι είναι αυτό; Είναι ο ήχος των σωματιδίων του αέρα που χτυπούν στα τύμπανά μας. Η κίνηση των τυμπάνων, που είναι αποτέλεσμα αυτού του σφυριχτού ήχου, είναι απίστευτα μικρή, μόνο το ένα εκατοστό του εκατομμυριοστού του εκατοστού του μέτρου ή το ένα δέκατο της διαμέτρου του υδρογόνου».
Η υπόγεια αυτή αίθουσα λοιπόν έκανε στην πραγματικότητα, όπως θα έλεγε κάποιος της ακουστικής, «εξομοίωση ανοικτού χώρου», δηλαδή αν και βρισκόσουν σε έναν περίκλειστο χώρο οι κατασκευαστές είχαν καταφέρει, με χρόνους αντήχησης, μετρημένους σήμερα, από 0,3 ως 0,4 του δευτερολέπτου, να σου δίνεται η εντύπωση ότι γύρω σου είναι το απέραντο κενό. Σε αυτό βοηθούν και τα τόξα, διότι στην οροφή δημιουργούν πολύ σοφά θέσεις-παγίδες όπου φθάνοντας τα ηχητικά κύματα υφίστανται πολλαπλές ανακλάσεις χάνοντας πολλή από την έντασή τους προτού επιστρέψουν και είναι σαν να αιχμαλωτίζονται εκεί για κάποιο διάστημα ώσπου να χάσουν στην πλειοψηφία τους την έντασή τους.
Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα ήταν το πιο φημισμένο του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Τα περισσότερα ευρήματα αντιστοιχούν στην εποχή της μεγάλης ακμής του, στον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι αυτό υπήρχε ακόμη και στον 8ο αι. π.Χ., ενώ έχουμε αναφορές για τον χώρο και σε μια ραψωδία της Οδύσσειας (Νεωνία) και στις ραψωδίες κ΄ και λ΄ της Ιλιάδος.
«Σε αυτό το ιερό νεκρομαντείο κατέφευγαν οι αρχαίοι προσφέροντας χοές στους νεκρούς για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές και να πάρουν διάφορες πληροφορίες ύστερα από κατάλληλη προετοιμασία στην οποίαν υποβάλλονταν από τους ιερείς του μαντείου».
Δύο έλληνες μηχανικοί, ο Βασίλης Ζαφρανάς, ηλεκτρονικός- ηλεκτρολόγος μηχανικός και ο αρχιτέκτονας σύμβουλος ακουστικής Παναγιώτης Καραμπατζάκης, ξεκίνησαν μια μεγάλη σειρά μετρήσεων για τη διερεύνηση των ακουστικών ιδιοτήτων μιας κατάκλειστης υπόγειας αίθουσας κάτω από το ισόγειο κτίριο με τους κοιτώνες και τις αποθήκες.
Χρησιμοποίησαν έναν φασματικό αναλυτή RΤΑ συνδεδεμένο με ηλεκτρονικό υπολογιστή και τα σήματα για τη μελέτη της ακουστικής συμπεριφοράς του χώρου τα έδινε τελικός ενισχυτής μονομπλόκ και ένα δωδεκάεδρο ηχείο για να διαχέεται ο ήχος όσο το δυνατόν πιο σφαιρικά. Οπως λοιπόν για πρώτη φορά είχε παρατηρήσει μόνο με το αφτί ο Βασίλης Ζαφρανάς και επιβεβαίωσαν τελικά οι μετρήσεις, ο χρόνος αντήχησης στην υπόγεια αυτή αίθουσα είναι ασυνήθιστα χαμηλός σχεδόν για όλη την έκταση των ήχων που πιάνει το ανθρώπινο αφτί, μάλιστα πολύ χαμηλότερος από όσο θα ανέμεναν οι ειδικοί για χώρους αναλόγων διαστάσεων και υλικών.
Το πιο αξιοπρόσεκτο στην αίθουσα, τη λαξευμένη στον βράχο, είναι τα δεκαπέντε πρόσθετα τόξα από το ίδιο υλικό που διατρέχουν την οροφή και φθάνουν, κατά μήκος των τοίχων, ως το έδαφος. Φτιάχνοντας στον υπολογιστή ένα όσο γίνεται πιο πιστό αντίγραφο της αίθουσας με τα χαρακτηριστικά τόξα της, βρίσκουμε ότι σε όγκο είναι περίπου 264 κυβικά μέτρα και η ολική της επιφάνεια εξαιτίας των τόξων αυτών αυξάνεται κατά πολύ φθάνοντας τα 421 τετραγωνικά μέτρα. Οταν λοιπόν διαιρεθεί ο όγκος διά της ολικής επιφανείας παίρνουμε τον αριθμό 0,63 που είναι μικρότερος από τη μονάδα. Στις συνηθισμένες σημερινές κατασκευές αιθουσών ο λόγος αυτός βγαίνει μεγαλύτερος από τη μονάδα και κατά μέσο όρο βρίσκεται κοντά στο 1,35. Για όποιον έχει την εύλογη απορία για το ποια είναι η σημασία αυτής της σχέσης ανάμεσα στον όγκο και στην όσο γίνεται μεγαλύτερη ολική επιφάνεια του κάθε υπό εξέταση χώρου, πρέπει να κάνουμε κάποιες πράξεις ξεκινώντας από τον θεμελιώδη και ακόμη αποδεκτό από τους επιστήμονες της ακουστικής νόμο του Sabine, όπου ο χρόνος αντήχησης συνδέεται με τον όγκο και την επιφάνεια μιας αίθουσας. Από προσομοιώσεις σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές βγαίνει ότι αν εξασφαλιστεί σε χώρο όπου ισχύει η εξίσωση του Sabine η διαίρεση όγκου με επιφάνεια να δίνει αποτέλεσμα μικρότερο ή κοντά στο 0,5, ο χρόνος αντήχησης θα είναι πολύ μικρός. Ακόμη κι αν τα υλικά κατασκευής της αίθουσας είναι τόσο σκληρά όσο εδώ που έχουμε βράχο και πέτρινα τόξα πολύ κοντά μεταξύ τους. Αν σκεφθούμε λοιπόν ότι μάλλον και το σημερινό, αρκετά ανώμαλο, δάπεδο τότε θα ήταν σκεπασμένο με κάποιο άλλο πιο απορροφητικό υλικό, ενώ υφάσματα στους τοίχους, άχυρο, άμμος, θα είχαν και αυτά τη συμμετοχή τους στην απόσβεση του ήχου, τότε φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι σε μια τέτοια αίθουσα οι ήχοι θα είχαν σχεδόν μηδενική αντήχηση. Δηλαδή, αν και βαθιά μέσα στη γη, θα ήταν σαν να ήμαστε σε υπαίθριο χώρο, όπως στην άκρη ενός γκρεμού, όπου οι φωνές μας δεν επιστρέφουν στα αφτιά μας ύστερα από ανάκλαση σε κάποια επιφάνεια!
Η υπόγεια αυτή αίθουσα λοιπόν έκανε στην πραγματικότητα, όπως θα έλεγε κάποιος της ακουστικής, «εξομοίωση ανοικτού χώρου», δηλαδή αν και βρισκόσουν σε έναν περίκλειστο χώρο οι κατασκευαστές είχαν καταφέρει, με χρόνους αντήχησης, μετρημένους σήμερα, από 0,3 ως 0,4 του δευτερολέπτου, να σου δίνεται η εντύπωση ότι γύρω σου είναι το απέραντο κενό. Σε αυτό βοηθούν και τα τόξα, διότι στην οροφή δημιουργούν πολύ σοφά θέσεις-παγίδες όπου φθάνοντας τα ηχητικά κύματα υφίστανται πολλαπλές ανακλάσεις χάνοντας πολλή από την έντασή τους προτού επιστρέψουν και είναι σαν να αιχμαλωτίζονται εκεί για κάποιο διάστημα ώσπου να χάσουν στην πλειοψηφία τους την έντασή τους.
Εκτός όμως και από τις μετρήσεις του χρόνου αντήχησης καταγράφηκαν και οι στάθμες θορύβου βάθους, δηλαδή το τι ακούγεται αν κάποιος μένει τελείως ακίνητος και αφουγκράζεται το τι γίνεται γύρω του. Βρέθηκε λοιπόν μια τιμή κοντά στα 13 decibel όταν σε τεχνητά κατασκευασμένους χώρους έχουμε τουλάχιστον 22 decibel, και αυτά τα 13 decibel μετρήθηκαν σε έναν χώ ρο όπου υπάρχει τώρα το μόνιμο άνοιγμα της σκάλας καθόδου, όπως και κάποιες οπές προς τα επάνω, απομεινάρια κάποιων αδέξιων ανασκαφών. Αρα στην παλιά εποχή στον χώρο θα βασίλευε ακόμη μεγαλύτερη σιγή.
«Η αντίληψη του ανθρώπου για κάποιον δεδομένο χώρο σχηματίζεται κυρίως από δύο αισθήσεις, την όραση και την ακοή. Επικουρικά μπορεί να συμβάλει και η αίσθηση της αφής ή γενικότερα της επαφής με τον χώρο. Οταν η αίσθηση της όρασης απουσιάζει (όπως όταν βρισκόμαστε σε έναν κατασκότεινο χώρο), μοναδικά κριτήρια για την εκτίμηση του χώρου είναι η ακοή και η αφή. Οταν λόγω καθήλωσης σε ένα σημείο κάποιος στερείται και τη δυνατότητα της ψηλάφησης, μένει η ακοή που μέσω αυτής θα ταξινομηθεί ο χώρος σαν ανοικτός ή κλειστός».
περισσοτερα: http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=23600