Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Χοχλιοί (σαλιγκάρια) με αγκινάρες και κουκιά

 
Πρέπει να σας πώ ότι οι ποσότητες μπορούν φυσικά να αλλάζουν κατά προτίμηη ανάλογα ποιά γεύση σας αρέσει να ακούγεται περισσότερο.Επίσης αν κάποιος δεν...
mwsaiko.blogspot.com

το «πολιτικό» μυθιστόρημα...

Ο Παύλος Τσίμας έγραψε το «πολιτικό» μυθιστόρημα της ελληνικής τηλεόρασης. Ενώ παρακολουθούμε τη «γέννηση» της τηλεόρασης, ταυτόχρονα ξεδιπλώνεται το πολιτικό παιχνίδι στη μεταπολεμική Ελλάδα.
http://www.metaixmio.gr/products/2555--.aspx

Αλάδωτη ταχινόσουπα με κοφτό μακαρονάκι

Αλάδωτη ταχινόσουπα με κοφτό μακαρονάκι . Παραδοσιακή σούπα της Μεγάλης Τετάρτης και της Μεγάλης Παρασκευής. Για όσους νηστεύουν αυστηρά... http://cretangastronomy.blogspot.gr/2014/04/blog-post_16.html

Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ - Η Μαγδαληνή


Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ - Η Μαγδαληνή
Μέσ' σε παλάτια, που σα σπήλια αντήχαν απ' τις μουσικές
κι' αστράβαν απ' τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα,
στα μάγουλά μου, που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκές
γλίστρααν με λάγγεμα πολύ και τα δάγκωναν σαν οχιές
στην κρουσταλλένια μου φωνή θαμπή εγλιστρούσε νότα.

Στην τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία εγώ μουν η Πηγή :
του κόρφου μου τ' αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.
Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,
σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.
Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα.

Σκοτάδια ήτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι' αμμουδιά
και στα γλυκά τα χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια.
Και μου τινάζαν άξαφνα τ' αγνώστου φόβοι την καρδιά
και μου κοβόταν η αναπνιά μέσ' σε φορέματα φαρδιά-
απ' του θριάμβου την κορφή μακριά ‘βλεπα συντέλεια.

Δεν ήταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά, σιγά
Ωραίος δεν ήσουν, τίποτα δεν είχες πάνω σου άξο !
Κοίταγες χάμου τα χαλίκια, ως μίλαγες σιγά κι' αργά.
Την τρίτη ή τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά,
κι' ως σήκωσες τα μάτια σου, δε βάσταα να κοιτάξω.

Κι' ένιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ.
Είδα να σειέται μέσα μου ψυχή παρθένα ως τώρα.
Την ευτυχία τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό,
τη λευτεριά-στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό
και την υπέρτατ' ηδονή στον πόνον,-άξια γνώρα.

Και στους φτωχούς μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου
(ασημικά, διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια)
τα βήματά σου ακλούθησα, που κι' αν τα σβηούσε ταχτικά
στον άμμ' ο αγέρας του βραδιού, σα φώτα μένανε γλυκά
για πάντα σ' άμμο και ψυχή και σ' ακοές και μάτια.

Πράματα νέα δεν έλεγες κι' ούτε, με λόγια νέα, παλιά.
Από πολλούς κι' από καιρούς όλα ήταν ειπωμένα.
Μα 'χες τη δύναμη ν' ακούς των ουρανών τη σιγαλιά
κι' όλα για σένα (κι' άψυχα κι' άνθρωποι) διάφανα γιαλιά
και διάφαν' η καρδιά του Θεού για σένα - και για μένα !

Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω.
Κι' αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
εγώ μονάχα το 'νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή,
πόσο, Χριστέ 'σουν άνθρωπος ! Κι' εγώ θα σ' αναστήσω !

ΠΙΝΑΚΑΣ - :Michele Tosini María Magdalena

Πασχαλινά κουλουράκια με άρωμα λεμονιού

 
 

Πασχαλινά κουλουράκια με άρωμα λεμονιού
http://bettyscuisine.blogspot.gr/2014/04/blog-post.html

Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
 
2 Σεπτέμβρη του 1922: Η Πανανή, αγκαλιά με τον δυόμισι χρονών γιο της, τον Μανώλη, καταφέρνει να διασωθούν από το μαχαίρι των Τούρκων. 3 Σεπτέμβρη 1922: Το χωριό τους, το Ρεϊζντερέ, παραδίδεται στη φωτιά και πνίγεται στο αίμα. Από το Ρεϊζντερέ στη Λήμνο, αντιμέτωποι με πικρές αλλά ουσιαστικές αλήθει...
greekbooks.gr

Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ ( 8 Μαρτίου 1849 - 15 Απριλίου 1896)

Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ ( 8 Μαρτίου 1849 - 15 Απριλίου 1896)

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ -Απόσπασμα
Οι λόγοι ούτοι, και ο τρόπος με τον οποίον τους επρόφερεν, ενέβαλον την καρδίαν μου εις μεγάλην ταραχήν. Τι είχε να μ’ εμπιστευθή η μήτηρ μου χωριστά από τους αδελφούς μου; Όλας τας κατά την απουσίαν μου δυστυχίας της μοι τας είχεν αφηγηθή. Όλον τον προτού της βίον τον εγνώριζον ωσάν παραμύθι. Τι ήτο λοιπόν αυτό που μας απέκρυπτε μέχρι τούδε; Που δεν ετόλμησε να φανερώση εις κανένα πλην του Θεού και του πνευματικού της;
Όταν επανήλθον να καθίσω πλησίον της, έτρεμον τα γόνατά μου εξ αορίστου αλλ’ ισχυρού τινος φόβου.
Η μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλήν, ως κατάδικος, όστις ίσταται ενώπιον του κριτού του με την συναίσθησιν τρομερού τινος εγκλήματος.
– Το θυμάσαι το Αννιώ μας; με ηρώτησε μετά τινας στιγμάς πληκτικής σιωπής.
– Μάλιστα, μητέρα! Πώς δεν το θυμούμαι! Ήταν η μόνη μας αδελφή, κ’ εξεψύχησεν εμπρός στα μάτια μου.
– Ναι! με είπεν, αναστενάξασα βαθέως, αλλά δεν ήτο το μόνον μου κορίτσι! Εσύ είσαι τέσσαρα χρόνια μικρότερος από το Χρηστάκη. Ένα χρόνο κατόπι του έκαμα την πρώτη μου θυγατέρα.
Ήταν τότε κοντά, που επαντρολογιέτο ο Φωτής ο Μυλωνάς. Ο μακαρίτης ο πατέρας σου παράργησε το γάμο τους, ως που ν’ αποσαραντήσω εγώ, για να τους στεφανώσουμε μαζί. Ήθελε να με βγάλη και μένα στον κόσμο, για να χαρώ σαν πανδρευμένη, αφού κορίτσι δεν μ’ άφηκεν η γιαγιά σου να χαρώ.
Το πρωί τους στεφανώσαμε, και το βράδυ ήταν οι καλεσμένοι στο σπίτι τους· και επαίζαν τα βιολιά, και έτρωγεν ο κόσμος μέσα στην αυλή, κι’ εγύρνα η κανάτα με το κρασί από χέρι σε χέρι. Και έκαμεν ο πατέρας σου κέφι, σαν διασκεδαστικός που ήταν ο μακαρίτης, και μ’ έρριψε το μανδύλι του, να σηκωθώ να χορέψουμε. Σαν τον έβλεπα να χορεύη, μου άνοιγεν η καρδιά μου, και σαν νέα που ήμουνε, αγαπούσα κ’ εγώ το χορό. Κ’ εχορέψαμε λοιπόν· κ’ εχόρεψαν και οι άλλοι καταπόδι μας. Μα εμείς εχορέψαμε και καλλίτερα και πολύτερα.
Σαν εκοντέψανε τα μεσάνυχτα, επήρα τον πατέρα σου παράμερα και τον είπα· Άνδρα, εγώ έχω παιδί στην κούνια και δεν μπορώ πια να μείνω. Το παιδί πεινά· εγώ εσπάργωσα. Πώς να το βυζάξω μέσ’ στον κόσμο και με το καλό μου το φόρεμα! Μείνε συ, αν θέλης να διασκεδάσης ακόμα. Εγώ θα πάρω το μωρό να πάγω στο σπίτι.
– Ε, καλά, γυναίκα! είπεν ο σχωρεμένος, και μ’ επαπάρισε ’πα στον ώμο. Έλα, χόρεψε κι’ αυτό το χορό μαζί μου, και ύστερα πηγαίνουμε κ’ οι δύο. Το κρασί άρχησε να με χτυπά στο κεφάλι, και αφορμή γυρεύω κι’ εγώ να φύγω.
Σαν εξεχορέψαμε κ’ εκείνο το χορό, επήραμε τη στράτα.
Ο γαμβρός έστειλε τα παιχνίδια και μας εξεπροβόδησαν ως το μισό το δρόμο. Μα είχαμε ακόμη πολύ ως το σπίτι. Γιατί ο γάμος έγεινε στον Καρσιμαχαλά. Ο δούλος επήγαινε μπροστά με το φανάρι. Ο πατέρας σου εσήκωνε το παιδί, και βαστούσε και μένα από το χέρι.
– Kουράσθης, βλέπω, γυναίκα!
– Ναι, Μιχαλιό. Kουράσθηκα.
– Άιντε βάλ’ ακόμα κομμάτι δύναμι, ως που να φθάσουμε στο σπίτι. Θα στρώσω τα στρώματα μοναχός μου. Εμετάνοιωσα που σ’ έβαλα κ’ εχόρεψες τόσο πολύ.
– Δεν πειράζει, άνδρα, του είπα. Το έκαμα για το χατήρι σου. Αύριο ξεκουράζουμαι πάλι.
Έτσι ήρθαμε στο σπίτι. Εγώ εφάσκιωσα κ’ εβύζαξα το παιδί, κ’ εκείνος έστρωσε. Ο Χρηστάκης εκοιμάτο μαζί με την Βενετειά, που την αφήκα να τον φυλάγη. Σε λίγο επλαγιάσαμε και μεις. Εκεί, μέσα στον ύπνο μου, μ’ εφάνηκε πως έκλαψε το παιδί. Το καϋμένο!, είπα, δεν έφαγε σήμερα χορταστικά. Και ακούμβησα στην κούνια του να το βυζάξω. Mα ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσα να κρατηθώ. Το έβγαλα λοιπόν, και το έβαλα κοντά μου, μέσ’ το στρώμα, και του έδωσα τη ρόγα στο στόμα του. Εκεί με ξαναπήρεν ο ύπνος.
Δεν ηξεύρω πόσην ώρα ήθελεν ως το πουρνό. Μα ’σαν έννοιωσα να χαράζη – ας το βάλω, είπα, το παιδί στον τόπο του.
Μα κει που πήγα να το σηκώσω, τι να διω! Το παιδί δεν εσάλευε!
Εξύπνησα τον πατέρα σου· το ξεφασκιώσαμε, το ζεστάναμε, του ετρίψαμε το μυτούδι του, τίποτε! – Ήταν απεθαμένο!
– Το πλάκωσες, γυναίκα, το παιδί μου! – είπεν ο πατέρας σου, και τον επήραν τα δάκρυα. Τότε άρχησα εγώ να κλαίγω στα δυνατά και να ξεφωνίζω. Μα ο πατέρας σου έβαλε το χέρι του στο στόμα μου και – Σους! με είπε. Τι φωνάζεις έτσι, βρε βώδι; – Αυτό με το είπε, Θεός σχωρέσ’ τονε. Τρία χρόνια είχαμε πανδρευμένοι, κακό λόγο δεν με είπε. Κ’ εκείνη τη στιγμή με το είπε. – Ε; Τι φωνάζεις έτσι; Θέλεις να ξεσηκώσης τη γειτονιά, να πη ο κόσμος πώς εμέθυσες κ’ επλάκωσες το παιδί σου;
Και είχε δίκηο, που ν’ αγιάσουν τα χώματα που κοίτεται! Γιατί, αν το μάθαινεν ο κόσμος, έπρεπε να σχίσω τη γη να έμβω μέσα από το κακό μου.
Αλλά, τι τα θέλεις! Η αμαρτία είναι αμαρτία. Σαν το εθάψαμε το παιδί, κ’ εγυρίσαμεν από την εκκλησία, τότε άρχησε το θρήνος το μεγάλο. Τότε πια δεν έκλαιγα κρυφά. – Είσαι νέα, και θα κάμης κι’ άλλα, μ’ έλεγαν. Ως τόσον ο καιρός περνούσε, και ο Θεός δεν μας έδιδε τίποτα. Να! έλεγα μέσα μου. Ο Θεός με τιμωρεί, γιατί δεν εστάθηκα άξια να προφυλάξω το παιδί που μ’ έδωκε! Και εντρεπόμουνα τον κόσμο, και εφοβούμην τον πατέρα σου. Γιατί κ’ εκείνος όλο τον πρώτο χρόνο έκαμνε τάχα τον αλύπητο και μ’ επαρηγορούσε, για να με δώση θάρρος. Ύστερα όμως άρχησε να γίνεται σιγανός και συλλογισμένος.

ΤΟ ΣΠΙΤΙΚΟ ΚΑΠΡΙΚΟ

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
 
Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTERNET ΜΕ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΟΥΣΙΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
kritipoliskaihoria.blogspot.com

ΒΡΥΣΣΕΣ - ΝΟΜΟΣ ΧΑΝΙΩΝ

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
 
Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTERNET ΜΕ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΟΥΣΙΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
kritipoliskaihoria.blogspot.com

κομψή πολυτέλεια

Δημοφιλείς αναρτήσεις