Λίλιθ
μυθιστόρημα
«Αγαπάς σημαίνει κάνεις ένδοξο έναν άνθρωπο. Είναι η μόνη δόξα που θα βρει στη ζωή του».
Γ. Χειμωνάς
«Δε σου έδωσα ούτε πρόσωπο, ούτε τόπο που να είναι δικός σου, ούτε κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, ω Αδάμ, έτσι ώστε το πρόσωπό σου, τον τόπο και τα χαρίσματά σου να τα θελήσεις, να τα κερδίσεις και να τα κατακτήσεις ο ίδιος. Η Φύση κλείνει άλλα είδη μέσα σε νόμους που εγώ θέσπισα. Αλλά εσύ, που κανένα όριο δεν περιορίζει, με τη διαιτησία σου, στα χέρια της οποίας σε εμπιστεύθηκα, ορίζεις μόνος τον εαυτό σου. Σε τοποθέτησα στο κέντρο του κόσμου, για να μπορείς καλύτερα να θωρείς όσα περιέχει ο κόσμος. Δε σε έκανα ούτε ουράνιο ούτε γήινο ούτε θνητό ούτε αθάνατο, ώστε εσύ, μόνος, ελεύθερος, σαν ένας καλός ζωγράφος ή ένας άξιος γλύπτης, να τελειώσεις μόνος σου τη δική σου μορφή».
Πίκο ντε λα Μιράντολα
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Από ποιον ουρανό πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου;
(Έτσι μου είπε· και τον πίστεψα.)
«Θα παίξω φλάουτο σήμερα
με τη σπονδυλική μου στήλη.
Δημιούργησε με την απάνθρωπη μαγεία
των λέξεων που φώτισε η οδύνη».
Β.Β. Μαγιακόφσκι
ένα
«Από τότε που γεννήθηκα
είμαι στολισμένη για τον ερχομό σου.
Δέκα χιλιάδες μέρες πέρασαν
κι όλο πηγαίνω να σε συναντήσω.
Οι χώρες στένεψαν
τα βουνά χαμηλώνουν
τα ποτάμια λίγνεψαν.
Το κορμί μου μεγάλωσε, με ξεπέρασε,
απλώνεται απ’ την αυγή ως το λυκόφως,
σκεπάζει όλη τη γη.
Όποιο δρόμο κι αν πάρεις
θα περπατήσεις επάνω μου».
Ιβάν Γκολ
(Μετάφραση: Ε.Χ.Γονατάς)
δύο
«Πικραγαπημένος!» Το είχε διαβάσει κάπου κάποτε, μάλλον για τον Απολιναίρ· αυτόν αφορούσε αλλά και πάλι, δεν καλοήταν σίγουρη· το σίγουρο είναι ότι απ’ αυτή τη στιγμή τής είχε γίνει έμμονη ιδέα. Τίποτε δε θυμόταν, ούτε σε ποια χρονιά βρισκόταν − ούτε κι εκείνη, ούτε και η στιγμή. Εκείνο που θυμόταν πια με βεβαιότητα ήταν πως δεν αφορούσε αυτόν, αλλά την ίδια εκείνη. Αυτήν που δε θα ήθελε με τίποτε και ποτέ να γίνει «η πικραγαπημένη» κανενός και για κανέναν λόγο.
Η Λίλιθ − που ήταν μεγάλη από τότε που γεννήθηκε και που έμαθε πολύ καλά από μικρή πως το γράψιμο είναι, τελικά, το πιο σοβαρό της παιχνίδι.
Έγινε Λίλιθ από μια φεμινιστική παραξενιά της μάνας της. Σε μιαν εποχή που έπηζε ο κόσμος από Εύες και η κόντρα της με τον Μενέλαο ήταν μεγάλη − όχι εσύ, απατημένε βασιλιά· η κόρη μου δε θα γεννηθεί δεύτερη από κανενός πλευρό· θα έρθει και θα ’ναι ανεξάρτητη, πρώτη εκείνη· να κάνεις μόνος εσύ έναν Αδάμ, η Λίλιθ μου θα έρθει και θα ’ναι μόνη, και η μόνη!
Κι υπήρξε μόνη, και η μόνη!
Από εκείνο το βράδυ που κατάλαβε τον εαυτό της, θα ’ταν δε θα ’ταν πέντε χρονών, ποτέ δεν τα πήγαινε και τόσο καλά με τον χρόνο.
Γι’ αυτό που είναι σίγουρη είναι ότι κάθεται στο τζάκι και έξω φυσά και βρέχει καταρρακτωδώς. Η μικρή Μάνια της Ευανθίας παίζει με ένα σκυλάκι −«Σπίθα» τον φωνάζει η γιαγιά− κι εκείνη γράφει πυρετωδώς, έτσι το είπε η μαμά. Από τότε που γεννήθηκε, η Λίλιθ γράφει πυρετωδώς, για έναν Κεραυνό −έτσι το είπε η Ευανθία εκείνο το φως−, ένα φως-κεραυνό, που διασχίζει τον κόσμο όλο κι έρχεται από τον ουρανό για να συναντηθεί με την Ευτυχία, που γυρίζει από το βουνό· έχει πάει για βότανα, που είναι για τα πάντα το πιο καλό γιατρικό, ένα μόνο δεν μπορούν να γιατρέψουν, τη συνάντησή της μ’ εκείνον τον Κεραυνό. Αγιάτρευτη θα μείνει εκείνη η συνάντηση· κι εκείνη καμένη για πάντα, η καημένη…
Θα βάλει και τίτλο −σε ένα τετράδιο μοβ με κίτρινα λουλουδάκια ακακίας και μια πράσινη ανοιγμένη ομπρέλα− «Όταν η Ευτυχία συναντήθηκε με τον Κεραυνό»· κι έτσι όπως αναφερόταν σ’ αυτόν, θα πίστευε κανείς πως πρόκειται για έναν πραγματικά Αγαπημένο.
Είχε ξυπνήσει από μόνη της για να ακούσει τη βροχή. «Ακόμα βρέχει», θα της πει – θυμάται, ή έτσι νομίζει τουλάχιστον, η Ευανθία. Θα της πει και το άλλο, ότι η Ευτυχία του κυρ Κώστα, που τους έφερνε τα γιατρικά, δε θα τους ξαναφέρει· και να προσέχει, γιατί εχθές τη νύχτα έγινε κάρβουνο από τον Κεραυνό· ναι, αυτόν που βροντούσε και φώτισε για μια στιγμή τα πάντα. Το παράδοξο είναι ότι η Λίλιθ εκείνη τη στιγμή δεν τρόμαξε καθόλου με τη βροχή, και με την καταιγίδα, και με τον Κεραυνό, αλλά με τη συνάντηση· δεν το κατάλαβε, αλλά μέσα της κάτι τη σφράγισε ανεξίτηλα κι αυτό ήταν μονάχα ένα· και ήταν −και παρέμενε ανεξήγητο στους άλλους− η κεραυνοβόλα Συνάντηση.
Όπου κι αν είσαι, στον κάμπο, στον δρόμο, στην πλατεία, στο σχολείο ή στο άσπρο χαρτί, έρχεται αυτή και σε βρίσκει. Ορκίστηκε, λοιπόν, όσο μπορούσε να την αποφύγει για μια ζωή −η Λίλιθ, στη δική της ζωή− αυτή την ακάλεστη κι απρόσμενη, ανεπιθύμητη και ολέθρια τελικά −το ολέθρια θα το μάθει μετά−, Κεραυνοβόλα Συνάντηση.
τρία
Δεν ξέρει αν η αρχαιολογία προϋπήρξε της αρχιτεκτονικής ή αν η ιστορία ήταν στη βάση η ρίζα των πάντων.
Όπως και να ’χει αυτό το «ανοιχτό μαυσωλείο» −έτσι το λέει ο Φάνης το αρχαίο σπίτι της στην Παλιά Πόλη− διαθέτει πολλά στρώματα, και αρχιτεκτονικά και εννοιολογικά.
Το βασικό του είναι οι βιβλιοθήκες και οι πόρτες. Ή μάλλον οι βιβλιοθήκες που είναι και τοίχοι και πόρτες. Όταν είναι κλειστές, όλα είναι σελίδες· ο κόσμος σε απόλυτη τάξη κι όλα είναι το «φαινομενικά συμπαγές».
Ο ορίζων ανοιχτός, για να μπορέσει να εξαπατήσει τους πάντες. Στο βάθος η θάλασσα και ο αρχαίος ναός. Απέναντι τα σύννεφα και ένα μικρό νησί στη ξαστεριά που η ίδια το έχει πει Ήρως-Έρως − εκείνο το αγόρι το ορκιζόταν κάποτε ότι το έκανε ύπτιο σε είκοσι λεπτά· τόσο κοντά.
Αριστερά-δεξιά ιβίσκοι και πικροδάφνες. Στις γυμνές ταράτσες φρέσκα βασιλικά. Και δυτικά οι ανασκαφές που δε θα τελειώσουν ποτέ − «πάντα κάτι θα βρίσκουν», έχει εδώ δεκάδες πατώματα, εκατοντάδες ζωές, ιστορίες να γράφεις και να ξεθάβεις πολλές.
Γι’ αυτό ήρθε. Για να βαδίζει αντίστροφα προς τα πίσω. Μ’ όλη τη γνώση και τη στρώση της ζωής, σαν τον καρκίνο, να αποδεικνύει τα «ειωθότα» − έτσι τα είπε· να μαντεύει –αφού έτσι μαντεύει− «εκείνο που ποτέ δε θ’ αλλάξει»· για να ξαφνιάσει το Παρελθόν!
«Δε βαρέθηκες;» ο εκδότης της.
«Ιστορικό θα είναι. Κι αν σ’ αρέσει».
«Κι ερωτικό; Ποτέ;»
«Αν επιμένεις τόσο, ‘‘όταν ο Περικλής συνάντησε τελικά την Ασπασία…’’»
Γελούσαν, για να μη μαλλιοτραβηχτούν.
«Να δεις που εσύ, βαδίζοντας συνεχώς προς τα πίσω, θα αποδείξεις τελικά και τη θεωρία των χορδών» − εκείνος.
Κι εκείνη: «Αφού όλα είναι επανάληψη, για την ίδια σκηνή ξαναρχόμαστε· αν είναι, λοιπόν, να την ξαναπαίξω, ας γίνω άξια τουλάχιστον να δω την αληθινή».
Έτσι το πήγαν κι έτσι τη δέχτηκε: ιστορία και αρχαιολογία και χαμένοι πολιτισμοί. Και όταν τα επιστημονικά τη χόρτασαν, τόλμησε, μεγάλο κορίτσι, να ξαναπιάσει τη φαντασία. Να της ανοίξει τα ράφια της για να φανεί η κρυφή πόρτα στη φαινομενικά συμπαγή βιβλιοθήκη, για να διαπιστώσει ότι όλα είναι εκεί, στην κρύπτη, και φανερώνονται εκεί που εσύ πιστεύεις πως έχουν για τα καλά ξεχαστεί.
Η Μάγδα το είχε τολμήσει μια-δυο φορές να της το πει όλο αυτό «φοβία ζωής». Την έκοψε αμέσως. «Επιλογή είναι, και γνωρίζω ιστορία· αν θέλεις να είμαστε φίλες, Λακάν και Φρόιντ να τους κρατήσεις −έτσι της είπε η Λίλιθ− για τους ερωτευμένους σου αφελείς».
Η Λίλιθ δεν υπήρξε ποτέ αφελής.
τέσσερα
Είναι Πέμπτη και είναι εφτά χρονών.
Κατεβαίνει απ’ τη σκάλα του πλυσταριού. Σ’ όλη την ταράτσα απλωμένα λευκά − σαν θάλασσα με τα κατάρτια μεσίστια και τα πανιά απλωμένα. Αρχή καλοκαιριού κι έχει καύσωνα. Τίποτε δεν κινείται, αλλά εκείνη είναι παιδί και δεν της λέει η ακινησία τίποτε. Η Λίλιθ μόλις εφτά χρονών· και είναι ευτυχισμένη.
Από ένα ράδιο ένα τραγούδι ακούγεται στη διαπασών. Παντού το πάει ο άνεμος· και η Λίλιθ, μικρό κοριτσάκι, πιάνει τον εαυτό της να το σιγοτραγουδάει:
Μη μου κλείνεις τα μάτια
με τα χέρια.
Σ’ αγαπάω
μα
πάω να δω τ’ αστέρια.
Εκείνη τη στιγμή, αλλά ακριβώς αυτή τη στιγμή, επιλέγει ο Γιαννάκης να απλώσει τις παλάμες στα μάτια της. Μια μεταξένια τύφλωση· και ξαφνικά ούτε πανιά, ούτε ορίζοντας, ούτε κι η θάλασσα της μπουγάδας. Μονάχα το τραγούδι που παίζει ανάποδα, αυτή με τα μάτια κλειστά· και, ξαφνικά, ούτε και σκάλα.
Στην κατρακύλα τους, βέβαια, η σκάλα ξαναφάνηκε. Σε σαρανταπεντάρι και αργά. Πώς διαστέλλεται ο χρόνος και πόσα πολλά χωρά η μια στιγμή!
Κατόπιν το σκέφτηκε αυτό, όποτε θυμόταν το σπάσιμό της, το καλοκαιριάτικο πρωινό, το τραγούδι που δεν το ξέχασε ποτέ και του Γιαννάκη τα χέρια.
Ο Γιαννάκης, που παρεσύρθη στην πτώση της, έσπασε το δεξί πόδι. Η Λίλιθ τ’ αριστερό χέρι· που ασυναίσθητα έβαλε ανάμεσα στο κεφάλι της και στο σίδερο του υπογείου σαν μαξιλάρι προστατευτικό. Το άκουσε να κάνει κρακ − ακόμα το θυμάται εκείνο το κρακ και ανατριχιάζει. Και μετά, μια γλυκιά χαύνωση. Επιτέλους, σταμάτησε η πτώση. Και μετά, ένας οξύς πόνος. Και μετά, γύψος. Και μετά, ένας κουτσός Γιαννάκης, αφόρητα προστατευτικός. «Λίλιθ, θα γίνεις γυναίκα μου, τ’ ακούς; Σ’ αγαπάω!»
Για κείνο το καλοκαίρι −αλλά και το φθινόπωρο, θα μπορούσε να πει κανείς− έγιναν το ανέκδοτο της γειτονιάς: «Ο Γιαννάκης με το σπασμένο πόδι που αγαπά τη Λίλιθ με το σπασμένο χέρι!» Αλλά εκείνο το καλοκαίρι υπήρξε για τη Λίλιθ και το πρώτο τραύμα του έρωτα. Του έρωτα που ξεκίνησε με μια θανατηφόρα συνάντηση με έναν Κεραυνό και έφτασε ένα καλοκαιριάτικο πρωινό να σημαίνει για κείνη ένα σπασμένο χέρι ή πόδι.
Σάββατο βράδυ, στο ημερολόγιό της, είχε γράψει με παιγνιώδη διάθεση:
«Μ’ αρέσει να γράφω· με ηρεμεί η γραφή. Είναι ο συνδυασμός των γραμμάτων που ντιντινίζουν στο σώμα μου ένα αλλόκοτο μυστικό τραγούδι. Κάτι σύμφωνα όπως λγ ή γμ, που όπου τα συναντώ με κάνουν και κλαίω. Αλλά μ’ αρέσουν και οι ιστορίες. Ό,τι μου κατεβάσει στο κεφάλι. Αγαπημένες μου εκείνες οι ‘‘αιφνίδιες’’ −έτσι τις λέει ο μπαμπάς−, εκείνες που έρχονται μόνες τους χωρίς να τις καταλάβεις. Εικόνες πρώτα, όπως μια σιδερένια στριφογυριστή σκάλα. Και μετά τα τζιτζίκια να χαλάνε τον κόσμο και ο ήλιος που σου καίει τα χέρια. Και μετά τα δροσερά σεντόνια σαν πανιά ανοιχτά. Και μετά μια θάλασσα από ουρανό και μετά −αχ τι τραγούδι!− Μη μου κλείνεις τα μάτια με τα χέρια / σ’ αγαπάω μα πάω να δω τ’ αστέρια· αλλά πού να δεις τ’ αστέρια μ’ αυτόν τον ήλιο· κι ύστερα, είναι κι αυτά τα χέρια. Δε βλέπω τίποτε, τίποτε ξαφνικά. Και μετά κάτι σπάει − ακούω τον ήχο σαν ξυλαράκι του αγρού· ‘‘κρακ!’’ Κάτι πονάει σαν Κεραυνός όταν πέφτει ξαφνικά ένα καλοκαιρινό μεσημέρι και σου κλείνει τα μάτια, σου δένει τα χέρια. Τώρα, γιατί το ’γραψα αυτό, αφού για όμορφες λέξεις ήθελα να πω, για τα γράμματα αυτά που πλάι πλάι είναι σαν να παίζουνε μουσική, όπως μετάξι και μεταξένια».
Το απόγευμα έπαιξε. Την Κυριακή πήγε με τους γονείς της εκδρομή. Και τη Δευτέρα επανέλαβε τη γραμμένη σκηνή. Με το τραγούδι που αγαπά σ’ ένα ραδιόφωνο κάπου εκεί και με τα σύμφωνα που αποφάσισε από δω και στο εξής να μισεί· εκείνο το κρ που της έσπασε στα δυο και χίλια τα χέρια.
Χρόνια μετά, σε μια νουβέλα θα γράψει:
«Μη μου κλείνεις τα μάτια με τα χέρια / σ' αγαπάω μα πάω να δω τ’ αστέρια,
για ένα κορίτσι που κατέβαινε τη σκάλα κοιτάζοντας τ’ απλωμένα ασπρόρουχα και ένα αγόρι που της έδεσε τα μάτια, κι εκείνη έπεσε και έσπασε τα χέρια».
Και για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα:
«Εκείνο που με σώζει είναι ότι δεν ξαναδιαβάζω ό,τι έγραψα. Όσες φορές το έκανα, έγινα αλάτι. Και, φυσικά, δεν ωφελεί και να διορθώνεις· ο γένονε γένονε».
Κι έτσι άλλαξε θεματολογία μια για πάντα μετά.