Η Maria Dimitriou κοινοποίησε φωτογραφία από Φιλοσοφείν περιοδικό.
Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ Γ.ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ
Ο ποιητής ταγμένος για να βιώνει την αλήθεια, διατίθεται στο άχρονο καθώς εκεί διατηρεί ζώσα την ύπαρξή του και κομίζει τον διαχρονικό λόγο. Μας προσφέρει μέσα από την ποίηση την ευκαιρία να στοχαστούμε και να ανησυχήσουμε για την πραγματικότητα που μας καταργεί ως υπάρξεις. Ο Σεφέρης, αδιαμφισβήτητα, ανήκει στους μεγάλους, του δόθηκε το χάρισμα της προόρησης, γι’ αυτό προλέγει σε μια μυστική του στιγμή: «αλλά πού θα είσαι τη στιγμή που θα ΄ρθει εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;»!
Από το Θερινό Ηλιοστάσι, οι στίχοι που ακολουθούν:
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
Η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
Μέρα και νύχτα
Κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.
Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
Σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.
Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
Έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
Κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
Σαν έρχεται να πιει
Κι ακούς καμμιά φορά φωνή της δεκαοχτούρας.
Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές
Μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου
Να πέφτει σε δυο κόκκινα γαρούφαλα
Σε μιαν ελιά και λίγο αγιόκλημα.
Δέξου ποιος είσαι.
Το ποίημα
Μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
Θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα
Σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις
Ο ποιητής μας παίρνει μαζί του σε μια μυσταγωγική περιδιάβαση του χώρου, στο μικρό περιβόλι, δέκα δρασκελιές, που γίνεται αφορμή να εισχωρήσουμε στην ιδέα, η οποία νοητικά μας αποσπά, πλέον, από το φαινόμενο και μας εισάγει στα ενδότερα, εκεί που ο λόγος αποκαλύπτει. Ως συνειδητό μέρος του όλου, ο ποιητής μας εισάγει στη σχέση με το φυσικό περιβάλλον και μέσω αυτού μας μυεί. Βλέπουμε με το δικό του τρόπο τη λεύκα, τη σκιά της στον άσπρο τοίχο, σαν μαύρα πατήματα, τα λιγοστά πεύκα κι έπειτα στο βάθος μάρμαρα και φωταψίες, κι ανθρώπους… Η περιγραφή δεν είναι μόνον εικαστική. Η αίσθηση του χώρου ζωντανεύει από τον κότσυφα που τιτιβίζει και τη φωνή της δεκαοχτούρας, ενώ το φως του ήλιου πέφτει πάνω σε δυό κόκκινα γαρούφαλα, σε μια ελιά και λίγο αγιόκλημα. Ωστόσο, παρά τη περιγραφή αυτή, ο στίχος «Δέξου ποιος είσαι» υποδηλώνει και μια απόσταση του ποιητή από το φαινόμενο και εισαγωγή στα ενδότερα στιγμή, όπου θα συνδεθεί με την άφατη πραγματικότητα. Την που ο ίδιος βρίσκεται μπροστά στο άσπρο χαρτί, αρχίζει η επιστροφή στο μηδέν. Το άσπρο χαρτί, το άγραφο χαρτί γίνεται ένα σύμβολο του μηδενός, μια πρόκληση για εσωτερίκευση, μια αφετηρία. Το άσπρο χαρτί ταυτίζεται με το κενό, είναι ταυτόχρονα κατάληξη μιας πορείας αλλά και αρχή μιας νέας. Η αγωνία του για το ποίημα « μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια» είναι μια αγωνία για την αλήθεια που θα εκφραστεί με λόγο. Κι ο στίχος «σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις» γίνεται μια υπόδειξη που παραπέμπει στην αυτογνωσία.
Το άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
Επιστρέφει μόνον εκείνο που ήσουν
Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
Τη δική σου φωνή
Όχι εκείνη που σ’ αρέσει
Μουσική σου είναι η ζωή
Αυτή που σπατάλησες
Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
Αν καρφωθείς σε τούτο τ’ αδιάφορο πράγμα
Που σε ρίχνει πίσω
Εκεί που ξεκίνησες
Ταξίδεψες είδε πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
Άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
Ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
Και το βογκητό της γυναίκας
Την πίκρα του άγουρου παιδιού
Ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
Αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο
Τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.
Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
Τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
Το άσπρο χαρτί.
Εδώ μεσολαβεί μια εξομολόγηση. Ο λόγος αυτός αποτελεί έναν μονόλογο στον οποίο μας παίρνει μαζί του. Μ’ αυτήν την εξομολόγηση κάνει μια αναδρομή, επιστρέφει από εκεί που ξεκίνησε. Αναζητά την αυθεντικότητα της υπάρξεώς του και το κύριο αίτημα της ψυχής του.
Το κενό είναι μια πραγματικότητα που τη βιώνει στο παρόν κι είναι μια πρόκληση. Εδώ εντρυφεί ο φιλόσοφος Σεφέρης, σε τούτο το κενό, το άσπρο χαρτί. Εντρυφεί στο μηδέν που συμβολίζεται από το άσπρο χαρτί. Σ’ αυτό το ποίημα υπάρχει μια στάση του ποιητή που μπορεί ν’ αποτελέσει και μια πρόταση ζωής, μια πρόταση με προοπτική. Η στάση του είναι αξιοθαύμαστη, καθώς ό,τι θα μπορούσε να τον αφανίσει υπαρξιακά, το αποδέχεται κι εμπιστεύεται σ’ αυτό ώστε να ξεκινήσει μια νέα πορεία με προοπτική. Αυτή τη στάση ζωής τη χρειαζόμαστε σήμερα! Η πρότασή του αφορά έναν νέο τρόπο αξιολόγησης της ζωής που από το μηδέν παραπέμπει στο άπειρο και από τη σχετικότητα στο απόλυτο.
Από το μηδέν επιχειρεί την κατάδυση στο εσώτερο είναι:
Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ΄βλεπαν
Κι αυτοί γελούσαν.
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
Πάνω νερά
Να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
Στα τυφλά, πεισματάρης
Και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
Σαν το πολύριζο λιόδεντρο
Άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
Στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
Στ’ αφανισμένο τούτο παρόν
Άφησέ τους.
Ο θαλασσινός άνεμος και η δροσιά της αυγής
Υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.
Ο ποιητής κατέχεται από το πνεύμα του δικαίου και της αλήθειας. Αντιλαμβάνεται ότι η «πνιγερή μοναξιά» είναι προϋπόθεση μύησης στην εσωτερικότητα, από την οποία θ’ αντιληφθεί ο άνθρωπος το πραγματικό νόημα της υπάρξεώς του.
Ουσιαστικά, γνωρίζει πολύ καλά, ότι δεν είναι δυνατόν να εισέλθει στη μυστική αυτή σχέση ο άνθρωπος, εάν δεν αποκαθάρει την ύπαρξή του, γι’ αυτό εύχεται να υποστεί την πνιγερή μοναξιά. Ίσως, πιστεύει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος διείσδυσης από τη δοκιμασία. Ήδη, η όρασή του λειτούργησε προδρομικά για να μας μιλήσει γι’ αυτήν την πνιγερή μοναξιά και το αφανισμένο τούτο παρόν!
«ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
Αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο
Τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας»
Οι παραπάνω στίχοι συνιστούν μια πρόταση για τον καθένα. Ο ποιητικός λόγος προχωρεί στα ενδότερα και προσεγγίζει τα πάντα, το άπειρο, μέσα από το κενό (το μηδέν). Ουσιαστικά, ο Σεφέρης έχοντας εξαρθεί από τη γραμμική αντίληψη του χρόνου, βρίσκεται στο άχρονο. Προσανατολίζεται προς το απόλυτο που προϋποθέτει αυτογνωσία και η αυτογνωσία διέρχεται μέσα από τη «πνιγερή μοναξιά», «το αφανισμένο τούτο παρόν». Η αλήθεια (θεία-άλη) συνάπτεται με το δίκαιο (διαϊόν) κι είναι αδιαπραγμάτευτες αξίες που συνδέονται με τη ψυχή και τη συνείδηση. Στους μυστικούς εναποτίθεται αυτή η σιωπηλή πορεία, η οποία διατηρεί τη γνώση μέσα από τα μυστικά και τα μυστήρια.
Ο ποιητής έχοντας τη χάρη του Πνεύματος καθώς διατίθεται ολοκληρωτικά, λαμβάνει τη γνώση που αφορά την άχρονη πραγματικότητα που συνιστά τη σχέση του αισθητού με το υπεραισθητό.
Μπορούμε να πούμε ότι ο ποιητής κάνει μια Ευχή για τη διάσωση της υπάρξεως του ανθρώπου: «και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος στη σημερινή πνιγερή μοναξιά, στ’ αφανισμένο τούτο παρόν»
Η απουσία της υπάρξεως προσφέρει το βίωμα της πνιγερής μοναξιάς, εννοούμε βεβαίως της υπάρξεως ως συνειδητή μονάδα ευθύνης. Συμβαίνει, γενικότερα, η απουσία αυτή που συνιστά ένα κενό, μέσα στο οποίο χάνεται η λειτουργικότητα του συνυπάρχειν. Το αφανισμένο τούτο παρόν είναι η κατάληξη της απουσίας αυτής και επιφέρει την κρίση του πολιτισμού και ως βίωμα προσωπικό συντελεί στην αίσθηση του αδιεξόδου. Ο ποιητής διαβλέπει έναν δρόμο όπου υπάρχει ελπίδα, εφόσον αντιδράσει ο άνθρωπος και αποσπάσει την ύπαρξή του από αυτή τη διαβρωτική εξομοίωση που επεμβαίνει αλλοτριωτικά. «Να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο, στα τυφλά, πεισματάρης…» Η σωτηρία που προτείνει είναι ν’ αποσπάσει τη μοναδικότητά του από τους πολλούς, από το κατεστημένο, από τις συνθήκες, τελικά από το λάθος τρόπο ζωής. Η δοκιμασία έρχεται να συμβάλλει στη γενικότερη κατανόηση του προβλήματος. Ο ποιητικός λόγος συνεργεί στην αφύπνιση, διδάσκοντας τον τρόπο μέσα από τον οποίον μπορεί να διασώσει ο εις, ο καθείς την ύπαρξή του. Ανακεφαλαιώνοντας θα λέγαμε ότι η ποίηση που έχει το λόγο, διατίθεται ως προσιτό μέσο αυτογνωσίας. Επικαλείται την ευαισθησία της ψυχής κι αποτείνεται στον καθένα. Προσφέρεται ως θεραπευτικό μέσον κι ανακαλεί τον ίδιο τον άνθρωπο για μία προσέγγιση στον εσώτερο Εαυτό, στην αλήθεια της υπάρξεως.
Αλκμήνη Κογγίδου
Ποιήτρια-δοκιμιογράφος
Ο ποιητής ταγμένος για να βιώνει την αλήθεια, διατίθεται στο άχρονο καθώς εκεί διατηρεί ζώσα την ύπαρξή του και κομίζει τον διαχρονικό λόγο. Μας προσφέρει μέσα από την ποίηση την ευκαιρία να στοχαστούμε και να ανησυχήσουμε για την πραγματικότητα που μας καταργεί ως υπάρξεις. Ο Σεφέρης, αδιαμφισβήτητα, ανήκει στους μεγάλους, του δόθηκε το χάρισμα της προόρησης, γι’ αυτό προλέγει σε μια μυστική του στιγμή: «αλλά πού θα είσαι τη στιγμή που θα ΄ρθει εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;»!
Από το Θερινό Ηλιοστάσι, οι στίχοι που ακολουθούν:
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
Η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
Μέρα και νύχτα
Κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.
Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
Σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.
Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
Έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
Κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
Σαν έρχεται να πιει
Κι ακούς καμμιά φορά φωνή της δεκαοχτούρας.
Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές
Μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου
Να πέφτει σε δυο κόκκινα γαρούφαλα
Σε μιαν ελιά και λίγο αγιόκλημα.
Δέξου ποιος είσαι.
Το ποίημα
Μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
Θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα
Σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις
Ο ποιητής μας παίρνει μαζί του σε μια μυσταγωγική περιδιάβαση του χώρου, στο μικρό περιβόλι, δέκα δρασκελιές, που γίνεται αφορμή να εισχωρήσουμε στην ιδέα, η οποία νοητικά μας αποσπά, πλέον, από το φαινόμενο και μας εισάγει στα ενδότερα, εκεί που ο λόγος αποκαλύπτει. Ως συνειδητό μέρος του όλου, ο ποιητής μας εισάγει στη σχέση με το φυσικό περιβάλλον και μέσω αυτού μας μυεί. Βλέπουμε με το δικό του τρόπο τη λεύκα, τη σκιά της στον άσπρο τοίχο, σαν μαύρα πατήματα, τα λιγοστά πεύκα κι έπειτα στο βάθος μάρμαρα και φωταψίες, κι ανθρώπους… Η περιγραφή δεν είναι μόνον εικαστική. Η αίσθηση του χώρου ζωντανεύει από τον κότσυφα που τιτιβίζει και τη φωνή της δεκαοχτούρας, ενώ το φως του ήλιου πέφτει πάνω σε δυό κόκκινα γαρούφαλα, σε μια ελιά και λίγο αγιόκλημα. Ωστόσο, παρά τη περιγραφή αυτή, ο στίχος «Δέξου ποιος είσαι» υποδηλώνει και μια απόσταση του ποιητή από το φαινόμενο και εισαγωγή στα ενδότερα στιγμή, όπου θα συνδεθεί με την άφατη πραγματικότητα. Την που ο ίδιος βρίσκεται μπροστά στο άσπρο χαρτί, αρχίζει η επιστροφή στο μηδέν. Το άσπρο χαρτί, το άγραφο χαρτί γίνεται ένα σύμβολο του μηδενός, μια πρόκληση για εσωτερίκευση, μια αφετηρία. Το άσπρο χαρτί ταυτίζεται με το κενό, είναι ταυτόχρονα κατάληξη μιας πορείας αλλά και αρχή μιας νέας. Η αγωνία του για το ποίημα « μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια» είναι μια αγωνία για την αλήθεια που θα εκφραστεί με λόγο. Κι ο στίχος «σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις» γίνεται μια υπόδειξη που παραπέμπει στην αυτογνωσία.
Το άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
Επιστρέφει μόνον εκείνο που ήσουν
Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
Τη δική σου φωνή
Όχι εκείνη που σ’ αρέσει
Μουσική σου είναι η ζωή
Αυτή που σπατάλησες
Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
Αν καρφωθείς σε τούτο τ’ αδιάφορο πράγμα
Που σε ρίχνει πίσω
Εκεί που ξεκίνησες
Ταξίδεψες είδε πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
Άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
Ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
Και το βογκητό της γυναίκας
Την πίκρα του άγουρου παιδιού
Ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
Αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο
Τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.
Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
Τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
Το άσπρο χαρτί.
Εδώ μεσολαβεί μια εξομολόγηση. Ο λόγος αυτός αποτελεί έναν μονόλογο στον οποίο μας παίρνει μαζί του. Μ’ αυτήν την εξομολόγηση κάνει μια αναδρομή, επιστρέφει από εκεί που ξεκίνησε. Αναζητά την αυθεντικότητα της υπάρξεώς του και το κύριο αίτημα της ψυχής του.
Το κενό είναι μια πραγματικότητα που τη βιώνει στο παρόν κι είναι μια πρόκληση. Εδώ εντρυφεί ο φιλόσοφος Σεφέρης, σε τούτο το κενό, το άσπρο χαρτί. Εντρυφεί στο μηδέν που συμβολίζεται από το άσπρο χαρτί. Σ’ αυτό το ποίημα υπάρχει μια στάση του ποιητή που μπορεί ν’ αποτελέσει και μια πρόταση ζωής, μια πρόταση με προοπτική. Η στάση του είναι αξιοθαύμαστη, καθώς ό,τι θα μπορούσε να τον αφανίσει υπαρξιακά, το αποδέχεται κι εμπιστεύεται σ’ αυτό ώστε να ξεκινήσει μια νέα πορεία με προοπτική. Αυτή τη στάση ζωής τη χρειαζόμαστε σήμερα! Η πρότασή του αφορά έναν νέο τρόπο αξιολόγησης της ζωής που από το μηδέν παραπέμπει στο άπειρο και από τη σχετικότητα στο απόλυτο.
Από το μηδέν επιχειρεί την κατάδυση στο εσώτερο είναι:
Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ΄βλεπαν
Κι αυτοί γελούσαν.
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
Πάνω νερά
Να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
Στα τυφλά, πεισματάρης
Και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
Σαν το πολύριζο λιόδεντρο
Άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
Στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
Στ’ αφανισμένο τούτο παρόν
Άφησέ τους.
Ο θαλασσινός άνεμος και η δροσιά της αυγής
Υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.
Ο ποιητής κατέχεται από το πνεύμα του δικαίου και της αλήθειας. Αντιλαμβάνεται ότι η «πνιγερή μοναξιά» είναι προϋπόθεση μύησης στην εσωτερικότητα, από την οποία θ’ αντιληφθεί ο άνθρωπος το πραγματικό νόημα της υπάρξεώς του.
Ουσιαστικά, γνωρίζει πολύ καλά, ότι δεν είναι δυνατόν να εισέλθει στη μυστική αυτή σχέση ο άνθρωπος, εάν δεν αποκαθάρει την ύπαρξή του, γι’ αυτό εύχεται να υποστεί την πνιγερή μοναξιά. Ίσως, πιστεύει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος διείσδυσης από τη δοκιμασία. Ήδη, η όρασή του λειτούργησε προδρομικά για να μας μιλήσει γι’ αυτήν την πνιγερή μοναξιά και το αφανισμένο τούτο παρόν!
«ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
Αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο
Τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας»
Οι παραπάνω στίχοι συνιστούν μια πρόταση για τον καθένα. Ο ποιητικός λόγος προχωρεί στα ενδότερα και προσεγγίζει τα πάντα, το άπειρο, μέσα από το κενό (το μηδέν). Ουσιαστικά, ο Σεφέρης έχοντας εξαρθεί από τη γραμμική αντίληψη του χρόνου, βρίσκεται στο άχρονο. Προσανατολίζεται προς το απόλυτο που προϋποθέτει αυτογνωσία και η αυτογνωσία διέρχεται μέσα από τη «πνιγερή μοναξιά», «το αφανισμένο τούτο παρόν». Η αλήθεια (θεία-άλη) συνάπτεται με το δίκαιο (διαϊόν) κι είναι αδιαπραγμάτευτες αξίες που συνδέονται με τη ψυχή και τη συνείδηση. Στους μυστικούς εναποτίθεται αυτή η σιωπηλή πορεία, η οποία διατηρεί τη γνώση μέσα από τα μυστικά και τα μυστήρια.
Ο ποιητής έχοντας τη χάρη του Πνεύματος καθώς διατίθεται ολοκληρωτικά, λαμβάνει τη γνώση που αφορά την άχρονη πραγματικότητα που συνιστά τη σχέση του αισθητού με το υπεραισθητό.
Μπορούμε να πούμε ότι ο ποιητής κάνει μια Ευχή για τη διάσωση της υπάρξεως του ανθρώπου: «και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος στη σημερινή πνιγερή μοναξιά, στ’ αφανισμένο τούτο παρόν»
Η απουσία της υπάρξεως προσφέρει το βίωμα της πνιγερής μοναξιάς, εννοούμε βεβαίως της υπάρξεως ως συνειδητή μονάδα ευθύνης. Συμβαίνει, γενικότερα, η απουσία αυτή που συνιστά ένα κενό, μέσα στο οποίο χάνεται η λειτουργικότητα του συνυπάρχειν. Το αφανισμένο τούτο παρόν είναι η κατάληξη της απουσίας αυτής και επιφέρει την κρίση του πολιτισμού και ως βίωμα προσωπικό συντελεί στην αίσθηση του αδιεξόδου. Ο ποιητής διαβλέπει έναν δρόμο όπου υπάρχει ελπίδα, εφόσον αντιδράσει ο άνθρωπος και αποσπάσει την ύπαρξή του από αυτή τη διαβρωτική εξομοίωση που επεμβαίνει αλλοτριωτικά. «Να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο, στα τυφλά, πεισματάρης…» Η σωτηρία που προτείνει είναι ν’ αποσπάσει τη μοναδικότητά του από τους πολλούς, από το κατεστημένο, από τις συνθήκες, τελικά από το λάθος τρόπο ζωής. Η δοκιμασία έρχεται να συμβάλλει στη γενικότερη κατανόηση του προβλήματος. Ο ποιητικός λόγος συνεργεί στην αφύπνιση, διδάσκοντας τον τρόπο μέσα από τον οποίον μπορεί να διασώσει ο εις, ο καθείς την ύπαρξή του. Ανακεφαλαιώνοντας θα λέγαμε ότι η ποίηση που έχει το λόγο, διατίθεται ως προσιτό μέσο αυτογνωσίας. Επικαλείται την ευαισθησία της ψυχής κι αποτείνεται στον καθένα. Προσφέρεται ως θεραπευτικό μέσον κι ανακαλεί τον ίδιο τον άνθρωπο για μία προσέγγιση στον εσώτερο Εαυτό, στην αλήθεια της υπάρξεως.
Αλκμήνη Κογγίδου
Ποιήτρια-δοκιμιογράφος