Σαν
σήμερα, 57 χρόνια πριν, ο Νίκος Καζαντζάκης άφηνε την τελευταία του
πνοή στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Freiburg της Γερμανίας. Η
πολυαγαπημένη του σύζυγος και σύντροφος της ζωής του Ελένη γράφει:
—Νίκος μου, Νίκος μου, φώναξα, με ακούς, αγάπη μου;
Έμεινε ακίνητος. Η «παιδική καρδιά» του — ο γιατρός έλεγε πως ο Νίκος
είχε καρδιά παιδιού—χτυπούσε ακόμα. Η ανάσα του έγινε ακόμα πιο γρήγορη
και πιο σύντομη. Πήρα το αριστερό του χέρι, μεταξωτό, ποτέ ιδρωμένο, το
απόθεσα στο κεφάλι μου:
—Δώσ' μου την ευχή σου, Καλέ μου. Κάνε ν' ακολουθήσω πάντα το δρόμο, που χάραξες.
Το χέρι έμεινε ώρα πολλή πάνω στο κεφάλι μου. Ζεστό, μεταξωτό, πάντα
δροσερό, όπως το αγαπούσα. Έπειτα το απόθεσα απαλά πάνω στα σεντόνια.
Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν υπήρχε πια. Θα 'θελα ν' ανοίξω πόρτες και παράθυρα και να φωνάξω:
—Φεγγάρι, άστρα, δέντρα, νύχτα μαύρη, εσείς που τόσο αγάπησε, ο Καζαντζάκης σας δεν υπάρχει πια!
Η δεύτερη νύχτα, η πηχτή νύχτα του θανάτου, έκλεινε τον κύκλο, τα
τριάντα τρία χρόνια φως. Γύρισα δίπλα του, τον κοίταζα πολλή ώρα. Του
έκλεισα τα μάτια. Τα μικρά του μάτια, που ' χαν το χρώμα της ελιάς,
καλά, πειραχτούλικα, που δε θα 'βλεπαν ποτέ πια τον ήλιο.
Όρθιος, όπως έζησε, παράδωσε την ψυχή του, σαν το βασιλιά, που αφού
γλέντησε στο μεγάλο τραπέζι, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, και, χωρίς να
στραφεί πίσω, διάβηκε το κατώφλι.