Ως το τέλος
Αυτά τα λόγια μην τα πεις στους άλλους,- κρύφτα.
θα ξεκρεμάσουν την εικόνα σου
απ’ τον ασβεστωμένο τοίχο του κρυφού σκολειού
(αυτήν, τουλάχιστον, κάποια πρωινά της άνοιξης
τη φώτιζε για λίγο ο ήλιος. έλαμπε το τζάμι.
Την είδες κάποτε- δε σούμοιαζε πολύ- σ’ άρεσε.)
κρύφτα, λοιπόν, σου λέω. – θα την ξεκρεμάσουν
και μήτε τ’ άδειο καρφί θα μείνει στον τοίχο
ελευθερώνοντας τη θέση του άδειου.-
μιαν άλλη εικόνα θα κρεμάσουν, ενός άλλου,
πιο ενδοτικού, πιο αθώου, πιο υποκριτικού,
ίσως πιο ανθρώπου δηλαδή-
στα σίγουρα, πολύ πιο ανθρώπου.
Ασβέστης
Με τα χρόνια, έτσι στην τύχη, χωρίς πρόθεση, αντικαταστήσαν
το άσπρο του μάρμαρου με το άσπρο του ασβέστη- ένα άσπρο, βέβαια,
σαν πιο εκτυφλωτικό, πιο απέξω- χρειαζότανε.
Είταν πολλές οι γραφές και τα σχέδια στους τοίχους. Τώρα
ασβεστώνουν αράδα τις αυλές, τις γλάστρες, τις πέτρες,
ακόμη και τα δέντρα, ως τη μέση- είναι ένα ξάνοιγμα, μια πάστρα.
Μυρίζει υγεία- έτσι που αστράφτουν πεζοδρόμια κ’ εκκλησιές
με μια καινούργια κλασική λιτότητα- κάτι δικό μας. Το δείλι
βάζουν επάνω στην ασβεστωμένη μάντρα μια γλάστρα γεράνια
και κοιτάζουν τη θάλασσα. Στο αντικρυνό κατώφλι η κυρά-Πελαγία
μοιάζει οργισμένη,- η μαύρη της ποδιά πιτσιλισμένη
με στάχτες ασβέστη, σάμπως ανθισμένη με μικρές μαργαρίτες.
Γιάννης Ρίτσος