ΜΑΝ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - Η αγάπη είναι ο φόβος...
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους
Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων
Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;
Ξέρει νὰ σφίξει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε
Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;
(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα
βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους που μεγάλωσαν
πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας
διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)
Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ
Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα
Καὶ μια στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα
Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.
Φτάνουνε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις
Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις
Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου
Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μιαν ἐπικαιρότητα
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις
Κι ἂν σκέφτομαι, εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.
Μὰ ποιὸς θὰ ῾ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;
Ποιος θα μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα
Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών
Επαίτες μια άλλης ζωής, της στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια όνειρά τους
Γιατί η σιωπή μας είναι ο ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.
ΜΑΝ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Φωτογραφία από http://www.korifogrami.gr/
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους
Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων
Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;
Ξέρει νὰ σφίξει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε
Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;
(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα
βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους που μεγάλωσαν
πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας
διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)
Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ
Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα
Καὶ μια στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα
Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.
Φτάνουνε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις
Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις
Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου
Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μιαν ἐπικαιρότητα
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις
Κι ἂν σκέφτομαι, εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.
Μὰ ποιὸς θὰ ῾ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;
Ποιος θα μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα
Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών
Επαίτες μια άλλης ζωής, της στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια όνειρά τους
Γιατί η σιωπή μας είναι ο ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.
ΜΑΝ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Φωτογραφία από http://www.korifogrami.gr/