Ηλίας Σταματιάδης
· Τροποποιήθηκε ·
Γκουρτζίεφ, Ο μεγάλος Ελληνας Φιλόσοφος.
Ο Γκουρτζίεφ, γεννήθηκε το 1877 στο Καρς του Πόντου, από γονείς που ήταν και οι δύο Έλληνες (Ιωάννης Γεωργιάδης και Ευδοκία Ελευθεριάδου). Η ζωή του υπήρξε επεισοδιακή. Για είκοσι ολόκληρα χρόνια περιπλανήθηκε στην Μέση Ανατολή και την Ασία, φτάνοντας σε μέρη απρόσιτα για τους Δυτικούς. Εκεί γνώρισε πολλούς πνευματικούς δασκάλους από διάφορες θρησκείες. Όταν επέστρεψε, πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, γύρω του συγκεντρώθηκαν μαθητές στην Μόσχα και την Πετρούπολη. Με τη Ρωσική Επανάσταση έφυγε και συνέχισε την εργασία του ταξιδεύοντας στην Τιφλίδα, την Κωνσταντινούπολη, το Βερολίνο και το Λονδίνο. Το 1922 εγκαταστάθηκε στον Πύργο του Πριερέ, κοντά στο Παρίσι, όπου διακριτικά τον πλησίασε ένας μεγάλος αριθμός μαθητών από όλα τα μέρη του κόσμου. Πέθανε το 1949 στο Παρίσι.
Από τη στιγμή που εμφανίστηκε στην Μόσχα το 1912 έως τις τελευταίες μέρες του το 1949, ο Γεώργιος Γεωργιάδης που έμεινε γνωστός ως Γκουρτζίεφ μοιάζει να κινήθηκε κάτω από την επίμονη παρότρυνση που ένιωθε να εδραιώσει στη συνείδηση των μαθητών του ένα ευρύτατο και πρακτικό σύστημα γνώσης. Το έργο του είναι εκπληκτικό. Ο σκηνοθέτης Πήτερ Μπρουκ, που γύρισε την ταινία Συναντήσεις με Αξιοσημείωτους Ανθρώπους, καταγράφοντας τις νεανικές του περιπέτειες, τον χαρακτηρίζει ως τον «αξιότερο και αυθεντικότερο άνθρωπο του σύγχρονου κόσμου».
Ο Γκουρτζίεφ είναι φιλόσοφος με την παλιά έννοια του όρου, με τον τρόπο που ήταν φιλόσοφοι ο Πλάτωνας και ο Πυθαγόρας. Έδωσε ζωή σε πλήθος από μεγάλες ιδέες, δημιουργώντας ένα φιλοσοφικό σύστημα που καλύπτει την ανάγκη των σύγχρονων ανθρώπων για ουσιαστικό γεφύρωμα ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική προσέγγιση της πραγματικότητας, ανάμεσα στη σύγχρονη επιστήμη και την αρχαία παράδοση. Η σκέψη του, κυρίως, απευθύνεται στη δυνατότητα που υπάρχει να «εργαστεί κανείς στον εαυτό του» με στόχο την ανάπτυξη της συνείδησης μέσα του, δηλαδή του τρόπου που καταλαβαίνει τον εαυτό του και τον κόσμο.
Αυτά που λέει δεν είναι εύπεπτα. Το πρώτο σοκ είναι η διαβεβαίωσή του ότι οι άνθρωποι «κοιμούνται όρθιοι», ότι τα όσα λένε δεν έχουν σχέση με τα όσα κάνουν, ότι η ιστορία είναι μια ροή τυχαίων και ασυνάρτητων γεγονότων, αποτέλεσμα της ασυνείδητης και μηχανικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Αυτό που λέγεται «πρόοδος», πίστευε, είναι η αυτόματη προέλαση της τεχνολογίας όπου η μια νέα εφεύρεση φέρνει την άλλη. Έτσι, ο Γκουρτζίεφ ποτέ δεν είδε την αλλαγή σαν μαζική, κοινωνική δυνατότητα. Ο δρόμος γι’ αυτόν είναι «ιδιωτικός» και αφορά την αναγκαία προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλει ο άνθρωπος ατομικά για να αναπτύξει τη συνείδηση μέσα του, στον εαυτό του. Η «εργασία στον εαυτό», όπως αποκαλούσε την προσπάθεια αυτή, αφορά τη συνειδητοποίηση του τρόπου που ο κάθε άνθρωπος, χωρίς να το καταλαβαίνει, συμμετέχει ο ίδιος στη μηχανική ροή της κοινωνίας. Η αλλαγή έρχεται μέσα από την ίδια τη συνειδητοποίηση της αλήθειας.
Για τον Γκουρτζίεφ οι πολλές λέξεις ήταν περιττές, ακόμα και ύποπτες. «Εγώ διδάσκω» έλεγε πειραχτικά «πως όταν βρέχει, οι δρόμοι είναι βρεγμένοι». Η πρακτική που προτείνει έχει σαν κέντρο το συνεχές βάπτισμα στην εμπειρία, με στόχο την κατανόηση της αλήθειας για τον εαυτό. Κι αυτό στην πράξη αποδεικνύεται ότι δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται.
Παρ’ όλα αυτά, ο Γκουρτζίεφ έδωσε μια πλήρη, αυστηρά επιστημονική εικόνα του τρόπου που δουλεύει ο ανθρώπινος εγκέφαλος και ο νους, η οποία έχει χαρακτηριστεί από τον Maurice Nicoll, μαθητή του Γιουνγκ, ως η «πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ψυχολογίας του ανθρώπου που έχει παρουσιαστεί». Οι ιδέες αυτές συγκλόνισαν το Γάλλο φιλόσοφο Phillip Mairet σε τέτοιο βαθμό, που, χωρίς να είναι μαθητής του, δήλωσε ότι «κανένα σύστημα φιλοσοφίας απ’ όσα έχουν δημοσιευτεί στο σύγχρονο κόσμο δεν συγκρίνεται σε δύναμη και ολοκληρωμένη άρθρωση με τη σκέψη του Γκουρτζίεφ». Ίσως, εν τέλει, να ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος έχει κάποιο νόημα να γίνουν βαθμιαία κατανοητά και ευρύτερα αποδεκτά τα νέα στοιχεία που φέρνουν οι ιδέες του και, έτσι, να συνεισφέρουν στην ανάδυση ενός νέου τρόπου σκέψης, πράγμα που τόση μεγάλη ανάγκη μοιάζει να έχει ο κόσμος μας. Η δυσκολία γι’ αυτό έγκειται στο ότι η διδασκαλία του χάνει το νόημά της εάν δεν συνοδεύεται από την πρακτική της εξάσκησής της. Λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν, τελικά, να δουν πέρα από τις συλλογικές φαντασιώσεις της κοινωνίας που, αργά ή γρήγορα, διαβρώνουν εκ νέου κάθε νέα γενιά.
Στην πράξη, ο τρόπος που ο Γκουρτζίεφ μετέδωσε τις ιδέες του πέρασε από πολλές φάσεις. Την πρώτη περίοδο στη Ρωσία πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, χρησιμοποίησε γλώσσα τόσο σαφή, που δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το περιεχόμενο της σκέψης του. Εκείνη την εποχή ο Ουσπένσκι, ένας από τους κυριότερους μαθητές του, κατέγραψε τις ιδέες του Γκουρτζίεφ στο βιβλίο του Αναζητώντας τον Κόσμο του Θαυμαστού.
Αργότερα, στην Γαλλία και την Αμερική, χρησιμοποίησε μία γλώσσα περισσότερο αλληγορική και μία μεθοδολογία εξαιρετικά πιο πολύπλοκη. Ταυτόχρονα, εκείνη την περίοδο αναδείχτηκε το χάρισμα που είχε να διδάσκει ακόμα και χωρίς λόγια: Δίδασκε με διαγράμματα και με σύμβολα. Δίδασκε μέσα από τους ιερούς χορούς που έδειχνε στους μαθητές του, κάνοντας έτσι την «επιστήμη των κινήσεων» του σώματος μία από τις βάσεις της διδασκαλίας του. Δίδασκε με τον τρόπο που έστηνε επικερδείς επιχειρήσεις, με τον τρόπο που μαγείρευε και έστρωνε το τραπέζι του για δεκάδες κάθε φορά φίλους και γνωστούς.
Ο συναισθηματικός του κόσμος έλαμψε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όταν με τα καθημερινά, χωρίς φανφάρες, μυστικά συσσίτιά του έσωσε από την πείνα πάνω από τριάντα φτωχούς υπερήλικες της γειτονιάς του. Μετά την απελευθέρωση και μέχρι το θάνατό του πέντε χρόνια αργότερα, μαθητές, πολλοί από αυτούς επώνυμοι, συνέρευσαν εκεί από όλο τον κόσμο, στηρίζοντας αυτόν και τη διδασκαλία του.
Στο επικό του έργο «Όλα και τα Πάντα»,ο Γκουρτζίεφ δίνει υπέροχους μύθους για τη δημιουργία και τη συντήρηση του κόσμου, συχνά γεμάτους χιούμορ που θυμίζουν ιστορίες του Αριστοφάνη. Είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς πόσο ο ίδιος «πίστευε» σ’ αυτούς τους μύθους. Αρκεί, όμως, να παρατηρήσουμε ότι, στο συμβολικό τους επίπεδο, πρόβαλε τις βαθύτερες γνώσεις του που αφήνουν κάποιον έκπληκτο, όταν αντιλαμβάνεται πόσο είναι σύμφωνες με τρέχουσες επιστημονικές απόψεις και σύγχρονες θεωρίες οι οποίες ήταν άγνωστες στην εποχή του. Από την άποψη αυτή, ο Γκουρτζίεφ και ο τρόπος με τον οποίο άντλησε τις γνώσεις του αυτές παραμένουν ένα αίνιγμα.
Σύμφωνα με τον Γκουρτζίεφ αυτό που είναι «Ιερό» βρίσκεται εδώ, μέσα στον κόσμο μας, στο ίδιο το υλικό μας σύμπαν. Το έργο του προχωρά σε μεγάλο βάθος, συνδέοντας τους νόμους του σύμπαντος με παρατηρήσεις για την ανατομία του ανθρώπινου σώματος και με την ψυχολογία. Οι διατυπωμένες ιδέες του είναι ένα φιλοσοφικό μοντέλο απόλυτα συμβατό με τη σημερινή επιστήμη ενώ, ταυτόχρονα, πηγαίνει πολύ πιο πέρα από αυτήν σε ορισμένα σημεία. Συνιστά μία ολοκληρωμένη θεώρηση του κόσμου που όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά, αντίθετα, προβάλει έντονα την ανάγκη να υπάρχει η διάσταση της «μεταφυσικής» πρακτικής στην καθημερινή μας ζωή.
Ίσως, εν τέλει, η μεγάλη του προσφορά να έγκειται στο ότι έδειξε πως η μεταφυσική και η επιστημονική θεώρηση του κόσμου όχι μόνο δεν πρέπει να ανταγωνίζονται η μία την άλλη, αλλά είναι και οι δύο αναγκαίες για να δοθεί ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι;» και «τι έχω να κάνω;»
Η εξέλιξη του ανθρώπου είναι η εξέλιξη της συνειδητότητάς του. Και η συνειδητότητα δεν μπορεί να εξελιχθεί μη συνειδητά. Η εξέλιξη του ανθρώπου είναι η εξέλιξη της θέλησής του, και η θέληση δεν μπορεί να εξελιχθεί άθελα. Η εξέλιξη του ανθρώπου είναι η εξέλιξη της δύναμής του να πράττει και το πράττειν δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα πραγμάτων που συμβαίνουν.
Γεώργιος Γεωργιάδης.
της ΠΟΠΗΣ ΑΣΤΕΡΗ
-------------------------------------------------------------------------
Γεώργιος Γεωργιάδης, ο φιλόσοφος του Πόντου.
Η ποντιακή του καταγωγή του Γκουρτζίεφ είναι ένα σημείο από οποίο ξεκινώντας κανείς μπορεί να καταλάβει αρκετά βασικά πράγματα για το μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο και τη διδασκαλία του. Το ότι ο πατέρας του ήταν Έλληνας Πόντιος από το Καρς του Καυκάσου δεν ενεργοποιεί μόνο το φυλετικό ενθουσιασμό που τόσο πληθωρικά χαρακτηρίζει την ποντιακή μου ράτσα. Συνάμα, φέρνει στην επιφάνεια καταβολές που, με κάποιο τρόπο, αισθάνομαι ότι συνδέονται με κάτι από την παράδοση, μέσα στην οποία είναι ριζωμένη η ζωή, η σκέψη και η πνευματική αναζήτηση του Γεώργιου Ιβάνοβιτς Γκουρτζίεφ.
«Θέλω να με θυμούνται ως χοροδιδάσκαλο», είπε κάποτε ο Γκουρτζιεφ, κι αυτό παραπέμπει με σαφήνεια σε μια από τις πιο έντονες πλευρές της καταγωγής του από τον Πόντο.
Ο χορός είναι συνυφασμένος με τη ζωή των Ποντίων μ” έναν τρόπο που καθρεφτίζει μια πολύ συγκεκριμένη στάση ζωής. Στους ποντιακούς χορούς δεν υπάρχει κάποιος αρχηγός που αυτοσχεδιάζει και κάνει τους υπόλοιπους να τον μιμούνται. Είναι όλοι ίσοι. Οι χορευτές βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλον, πλέκοντας με τα σώματά τους μια σφιχτοδεμένη κοινότητα που διαπερνάται από μια μορφή ενέργειας, μέσα στην οποία εξανεμίζονται τα όρια ανάμεσα στο άτομο και την ομάδα. Οι κινήσεις τελετουργικές, πότε αργές και πότε κλιμακωτά επιταχυνόμενες, μοιάζουν να προετοιμάζουν το έδαφος για μάχη. Για κάποιο λόγο, αυτή η ετοιμότητα για μια επερχόμενη ρήξη με την αδράνεια που χαρακτηρίζει την καθημερινή ζωή, μοιάζει ν” αποτελεί ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της ποντιακής ιδιοσυγκρασίας.
Κάτι απ” αυτήν την εκρηκτική συναισθηματική φόρτιση κι αμεσότητα που συνθέτει το υπόστρωμα του συλλογικού ασυνείδητου των Ποντίων αναγνωρίζω στον Γκουρτζίεφ, σε σχέση με την πνευματική αναζήτηση. «Ο Γκουρτζίεφ ήταν ένας άνθρωπος παθιασμένος. Ήταν σαν ένα ηφαίστειο», αναφέρει ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές του θεάτρου, ο Γέρτζι Γκροτόφσκι, αντιπαραβάλλοντάς τον με τον ευφυή και περισσότερο διανοούμενο μαθητή του Πόντιου φιλοσόφου, Π. Ουσπένσκι.
Ο Γκουρτζίεφ έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να διαλύει κάθε εικόνα του ως δασκάλου που επικαλείται την πίστη των οπαδών του. Δεν έχανε ευκαιρία ν” απομυθοποιεί κάθε πνευματική αυθεντία και να τονίζει ότι μόνον η επιβεβαίωση της διδασκαλίας του μέσα από την προσωπική εμπειρία και γνώση μπορεί να οδηγήσει στην «αρμονική ανάπτυξη» του ανθρώπου και την κατανόηση των νόμων που διέπουν ολόκληρο το σύμπαν.
Το σύστημα των Ιερών Χορών που κληροδότησε στην ανθρωπότητα, αποτελεί το θεμέλιο του φιλοσοφικού του συστήματος, που για απώτερό του σκοπό έχει τη συνδυασμένη και παράλληλη ανάπτυξη μυαλού, συναισθήματος και σώματος. Μέσα από τις Κινήσεις, όπως ονομάζονται οι χοροί αυτοί, μπορεί κανείς να βιώσει μια τομή στο συνηθισμένο τρόπο με τον οποίο συνδέεται με τα πράγματα και τους άλλους ανθρώπους σε μια δεδομένη στιγμή. Μπορεί ν” ανακαλύψει μια νέα σχέση με το σώμα του, να δει ν” αφυπνίζονται καινούργιες αισθήσεις και να γευτεί συγκινήσεις που μοιάζουν να βρίσκονται κάπου αποθηκευμένες μέσα του. Ένα άλλο, άγνωστο τοπίο σχέσεων και σημείων αναφοράς ανοίγεται μέσα στο ίδιο του το σώμα, που υπολείπεται να εξερευνηθεί.
Αλλά και μέσα στις συγκεκριμένες κινήσεις των Ιερών Χορών αναγνωρίζει κανείς ίχνη της ποντιακής χορευτικής παράδοσης. Για παράδειγμα, το υψωμένο σε 45 μοίρες χέρι με τεταμένο το δείκτη προς τα πάνω, που συναντάμε τόσο σε ποντιακές φιγούρες όσο και στις γκουρτζιεφικές Κινήσεις.
Ο Γκουρτζίεφ είχε μεγάλη εμμονή στο θέμα της σωστής και υγιεινής διατροφής. Ήταν ο πρώτος που κατονόμασε και στιγμάτισε την κονσερβοποίηση και την ποιοτική υποβάθμιση της διατροφής η οποία, ήδη, στην εποχή του είχε αρχίσει να εφαρμόζεται ευρέως στην Αμερική. Ακόμη, αποδείχτηκε εξαιρετικά προφητικός ως προς τις καταστρεπτικές συνέπειες των μεταλλαγμένων τροφίμων, όταν μίλησε για τα «τερατουργήματα» που δημιουργούν οι «επεμβάσεις» του ανθρώπου πάνω στα οπωροφόρα δέντρα (βλ. Όλα και τα Πάντα, κεφ. 42).
Ολόκληρο το θεωρητικό υπόβαθρο της γκουρτζιεφικής διδασκαλίας στηρίζεται στο διάγραμμα της τροφής, που με τόση ενάργεια ο Π. Ουσπένσκι περιγράφει στο βιβλίο του Αναζητώντας τον Κόσμο του Θαυμαστού (κεφ. 9). Τα τρία είδη τροφής (συνηθισμένη τροφή, αέρας, εντυπώσεις) και η δυνατότητα μετασχηματισμού τους σε λεπτότερες ουσίες μέσα στο «χημικό εργοστάσιο» που ονομάζεται ανθρώπινος οργανισμός, αναδεικνύουν ένα καθαρά επιστημονικό σύστημα ιδεών, όπου ύλη και πνεύμα διαπλέκονται σαν έννοιες, με απώτερο σκοπό τη μελέτη του ανθρώπου από μια πολύ συγκεκριμένη οπτική γωνία: την ανάπτυξη της συνείδησής του.
Η έννοια της τροφής, η καθημερινή κι αδιάλειπτη φροντίδα για την εξασφάλιση μιας καλής διατροφής αποτελεί ένα άλλο θεμελιώδες στοιχείο της ποντιακής ιδιοσυγκρασίας. Τα μεγάλα οικογενειακά και μη γεύματα είναι το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής, εκεί που, μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα κοινών σημείων αναφοράς, τ” άτομα συναντιούνται για να μοιραστούν τροφή, συναισθήματα και ιδέες.
Το να «θρέφεις» τους άλλους ήταν για τον Γκουρτζίεφ κάτι υλικό και πνευματικό μαζί. Μαγείρευε ο ίδιος κάθε μέρα για όλους τους μαθητές του και, μάλιστα, τους σερβίριζε στο τραπέζι. Τα εδέσματα πλούσια, με τις έντονες ανατολίτικες γεύσεις που είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, με το Αρμανιάκ και τ” άλλα αλκοολούχα ποτά να ρέουν άφθονα σε κάθε γεύμα.
Τα γεύματα, στα οποία συχνά συμμετείχαν και πολλοί καλεσμένοι, ήταν μια μορφή τελετουργίας, με συγκεκριμένους «νόμους» που όλοι οι παριστάμενοι όφειλαν να σεβαστούν. Για παράδειγμα, όποιος ήθελε να πιει έπρεπε πρώτα να κάνει μια πρόποση που ήταν, συνάμα, και μια πρόκληση γι” αυτόν: μέσα σε λίγες φράσεις, καλούνταν να διατυπώσει και να μοιραστεί με τους υπόλοιπους, στην ουσία, ό,τι τον εμπόδιζε στην προσωπική του ανάπτυξη, έτσι όπως το αντιλαμβάνονταν τη στιγμή εκείνη. Προσωπικά, δεν γνωρίζω άλλη περίπτωση, όπου η διαδικασία του φαγητού να ξαναβρίσκει με τόση σαφήνεια την πρωταρχική της μεταμορφωτική λειτουργία: απαντώντας στην πρόκληση της πρόποσης, το άτομο αποδείκνυε την πρόθεσή του ν” αποδεσμευτεί από τις αναστολές του για έκθεση απέναντι στους άλλους και να συνδεθεί με την ενεργειακή ροή της δεδομένης στιγμής.
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η σκληρή δουλειά και η επιμονή των προσφύγων -μεγάλο μέρος των οποίων αποτέλεσαν οι Πόντιοι του Καυκάσου- ήταν αυτή που έβαλε τα θεμέλια για την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανανέωση της κυρίως Ελλάδας. Όσοι καταγόμαστε από προσφυγικές οικογένειες ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει ρεαλιστική αντιμετώπιση των τεράστιων προβλημάτων, που έπρεπε να υπερπηδηθούν τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Αν υπάρχει κάτι ως προς το οποίο δεν υφίσταται καμία αμφιβολία σχετικά με το πρόσωπο του Γκουρτζίεφ, είναι η εμμονή του στην ακρίβεια και τη σημασία της σκληρής δουλειάς. «Κάντο ακριβώς», έλεγε πολύ συχνά στους μαθητές του, παροτρύνοντάς τους να επιμένουν και να επανέρχονται ξανά και ξανά σε μια συγκεκριμένη προσπάθεια. Ο Γκουρτζίεφ θεωρούσε δεδομένο ότι χρειαζόταν πολύς κόπος για να καταφέρει κανείς κάτι. Ήταν εργασιομανής. Ονόμασε, μάλιστα, την ίδια του τη φιλοσοφική πρακτική μέθοδο «Εργασία στον εαυτό», τονίζοντας, έτσι, ότι τίποτε δεν χαρίζεται κι ότι η διαδικασία της εσωτερικής ανάπτυξης απαιτεί πραγματικό κι αδιάλειπτο κόπο. Έχουν μείνει παροιμιώδεις οι σκληρές συνθήκες χειρωνακτικής δουλειάς στις οποίες ασκούνταν οι μαθητές του, καθώς και η σπάνια ικανότητα του ίδιου του Γκουρτζίεφ να καταπιάνεται με κάθε είδους δουλειά και να βρίσκει τρόπο να την ολοκληρώνει.
Ο Γκουρτζίεφ είχε το χάρισμα να μιλάει για πολύ σοβαρά θέματα μ” ευέλικτο και χιουμοριστικό τρόπο. Ένα απ” αυτά έχουν να κάνουν με τις σύγχρονες γλώσσες σαν όργανα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Ο ίδιος είχε μεγαλώσει με ακούσματα πολλών ανατολίτικων γλωσσών τις οποίες και χειριζόταν με μεγάλη άνεση. Κι όταν, αργότερα, ήρθε στη Δύση, δεν άργησε να μάθει να χρησιμοποιεί εκεί και κάμποσες δυτικές γλώσσες. Έχοντας μια τόσο μεγάλη εποπτεία κι αναζητώντας τον, γλωσσικά, ακριβέστερο δυνατό τρόπο για ν” αποτυπώσει τις ιδέες του, διατύπωσε στα έργα του μερικές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες γλωσσολογικές παρατηρήσεις που, από μόνες τους, θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο επιστημονικής μελέτης.
Έτσι, μεταξύ άλλων, στο πρώτο κεφάλαιο του Όλα και τα Πάντα μιλά για την αλλοίωση της μητρικής του γλώσσας εξαιτίας της πολιτιστικής αφομοίωσης και της τάσης των Νεοελλήνων προς το μιμητισμό. Αναφέρει, λοιπόν, ότι οι συμπατριώτες του στην Ελλάδα έχουν παραποιήσει τόσο πολύ τη γλώσσα τους σε σχέση με τα Ελληνικά Ποντιακά του Καυκάσου, που είναι σχεδόν αδύνατον να καταλάβουν το δικό του γλωσσικό ιδίωμα. Δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κανείς την επικαιρότητα της παρατήρησης αυτής, αν σκεφτεί τον όλο και μεγαλύτερο προβληματισμό για την ελληνική γλώσσα και τη μελλοντική της εξέλιξη.
της ΕΥΑΣ ΑΥΛΙΔΟΥ
ΠΗΓΗ: Ίδρυμα Γκουρτζίεφ της Ελλάδας