Το αρχαίο ελληνικό θέατρο, θεσμός της αρχαιοελληνικής πόλης-κράτους, διδασκαλία και
τέλεση θεατρικών παραστάσεων, επ' ευκαιρία των εορτασμών του Διονύσου,
αναπτύχθηκε στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου και διαμορφώθηκε πλήρως κατά
την κλασική περίοδο -κυρίως στην Αθήνα. Φέρει έναν έντονο θρησκευτικό
και μυστηριακό χαρακτήρα κατά τη διαδικασία της γέννησής του, αλλά και
έναν εξίσου έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα κατά την περίοδο της
ανάπτυξής του.
Στην αρχαία Ελλάδα θέατρο
ονομάζονταν αρχικά το ακροατήριο και αργότερα η ονομασία επικράτησε για
τον τόπο των παραστάσεων με το σύνολο των κτισμάτων του. Ήδη, σταμινωικά ανάκτορα υπήρχαν
ειδικοί χώροι με δύο κλίμακες σε ορθή γωνία που προορίζονταν για
θρησκευτικούς χορούς και τις λειτουργίες. Σχετικά δείγματα βρέθηκαν στη Φαιστό, στην Κνωσό κ.α. Η αρχαιότερη μορφή του ελληνικού κοίλου (6ος
αι. π.Χ.), της θέσης δηλαδή των θεατών, ήταν ένα σύνολο ξύλινων εδωλίων
που τοποθετούνταν γύρω από ένα επίπεδο κυκλικό χώρο, την ορχήστρα,
όπου εκτυλισσόταν το δράμα. Στην μετέπειτα εξέλιξη του θεάτρου, όταν τη
δράση ανέλαβαν αποκλειστικά οι ηθοποιοί, δημιουργήθηκε η υπερυψωμένη
πάνω από την ορχήστρα σκηνή και το προσκήνιο.
Τα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου
Κάτοψη αρχαίου ελληνικού θεάτρου και τα μέρη σκηνής, ορχήστρας και κοίλου
Άποψη του θεάτρου της Επιδαύρου
Τα κύρια μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου ήταν η σκηνή, η ορχήστρα και το κοίλον, με τα ακόλουθα επιμέρους μέρη:
Η σκηνή:
ορθογώνιο, μακρόστενο κτήριο, που προστέθηκε κατά τον 5ο αι. π.Χ. στην
περιφέρεια της ορχήστρας απέναντι από το κοίλον. Στην αρχή ήταν ισόγεια
και χρησιμοποιούταν μόνο ως αποδυτήρια, όπως τα σημερινά παρασκήνια.
Το προσκήνιο: μια στοά με κίονες μπροστά από τη σκηνή. Ανάμεσα στα
διαστήματα των κιόνων βρίσκονταν θυρώματα και ζωγραφικοί πίνακες (τα
σκηνικά). Τα θυρώματα του προσκηνίου απέδιδαν τρεις πύλες, από τις
οποίες έβγαιναν οι υποκριτές. Το προσκήνιο ήταν αρχικά πτυσσόμενο,
πιθανώς ξύλινο.
Τα παρασκήνια: τα δύο άκρα της σκηνής που προεξέχουν δίνοντάς της σχήμα Π στην κάτοψη.
Οι πάροδοι: οι διάδρομοι δεξιά και αριστερά από τη σκηνή που οδηγούν στην ορχήστρα. Συνήθως σκεπάζονταν με αψίδες.
Η ορχήστρα: Η ημικυκλική (ή κυκλική, π.χ. Επίδαυρος) πλατεία στο κέντρο του θεάτρου. Συνήθως πλακόστρωτη. Εκεί δρούσε ο χορός.
Η θυμέλη: ο βωμός του Διονύσου στο κέντρο της ορχήστρας.
Ο εύριπος: αγωγός απορροής των υδάτων στην περιφέρεια της ορχήστρας από το μέρος του κοίλου.
Το κοίλον: όλος ο αμφιθεατρικός χώρος (με τα εδώλια, τις σκάλες και τα διαζώματα) γύρω από την ορχήστρα όπου κάθονταν οι θεατές.
Οι αναλημματικοί τοίχοι: οι τοίχοι στήριξης του εδάφους στα άκρα του κοίλου.
Οι αντηρίδες: πυργοειδείς τοίχοι κάθετοι προς τους αναλημματικούς που χρησιμεύουν στην καλύτερη στήριξή τους.
Τα διαζώματα: οριζόντιοι διάδρομοι που χωρίζουν τις θέσεις των θεατών σε οριζόντιες ζώνες.
Οι σκάλες: κλιμακωτοί εγκάρσιοι διάδρομοι για την πρόσβαση των θεατών στις θέσεις τους.
Οι κερκίδες : ομάδες καθισμάτων σε σφηνοειδή τμήματα που δημιουργούνται από τον χωρισμό των ζωνών με τις σκάλες.
Τα εδώλια: τα καθίσματα, οι θέσεις των θεατών.
Η προεδρία : η πρώτη σειρά των καθισμάτων όπου κάθονταν οι επίσημοι.
Το θέατρο του Διονύσου
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις παραμέτρους που χαρακτηρίζουν το αρχαίο θέατρο στην ανάπτυξή του, θα χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα το θέατρο του Διονύσου, καθώς οι σωζόμενες τραγωδίες και κωμωδίες του 5ου και του 4ου π.Χ. αι. γράφτηκαν -τουλάχιστον οι περισσότερες- για να παιχτούν στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα.
Το θέατρο του Διονύσου θεμελιώθηκε πιθανώς τον 6ο π.Χ. αι., στην
περίοδο της δυναστείας των Πεισιστρατιδών. Έκτοτε ανοικοδομήθηκε και
επεκτάθηκε πολλές φορές, και έτσι είναι δύσκολο να καθορίσουμε ποια ήταν
η αρχική μορφή του.
Το θέατρο ήταν αρχικά μόνο ένα μέρος του περίβολου ή τεμένους του Διονύσου. Ο περίβολος περιείχε μόνο τον αρχαιότερο ναό του Διονύσου και ένα θυσιαστικό βωμό.
Αργότερα προστέθηκε μια αίθουσα ή στοά εξαλείφοντας τον παλαιότερο ναό
και χτίστηκε ένας δεύτερος ναός επεκτείνοντας τα όρια του περίβολου
νότια. Η ψηλότερη σειρά θέσεων του θεάτρου υψωνόταν περίπου 35 μέτρα
επάνω από το χαμηλότερο μέρος του περιβόλου, και πριν από την κατασκευή
της στοάς και της σκηνής οι θεατές μπορούσαν να δουν το ναό και το
θυσιαστικό βωμό από το θέατρο. Το πιο σημαντικό για τους Αθηναίους
βέβαια ήταν το γεγονός ότι ο ίδιος Διόνυσος (αντιπροσωπευόμενος από το
λατρευτικό του άγαλμα στην μπροστινή σειρά) μπορούσε να βλέπει όχι μόνον
τις παραστάσεις που δίνονταν προς τιμήν του, αλλά και τις θυσίες που
προσφέρονταν στο βωμό του.
Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., ανοικοδομώντας την αρχαία ακρόπολη, ο Περικλής έχτισε το ωδείον ανατολικά
του θεάτρου. Αυτό το κτήριο ήταν κατά προσέγγιση τετραγωνικό στη μορφή
με μια στέγη που περιγράφηκε ως πυραμιδική ή κωνική. Το ωδείον του Περικλή χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως. Μία από τις χρήσεις του ήταν η τέλεση του προαγώνος,
μια τελετή στην οποία οι δραματικοί ποιητές ανήγγειλαν τους τίτλους των
έργων τους και εισήγαγαν τους ηθοποιούς τους. Επίσης, τα μέλη του χορού
περίμεναν στο ωδείον για να κάνουν την είσοδό τους στη σκηνή.
Καθώς η ελληνική δραματουργία γεννήθηκε ταυτόχρονα με το χορό, το σημαντικότερο κομμάτι απόδοσης του έργου ήταν η ορχήστρα, δηλαδή η θέση για το χορό, (όρχησις).
Ο τραγικός χορός συνίστατο από 12 ή 15 άτομα (χορευτές), πιθανώς νέους
λίγο πριν τη στρατιωτική τους θητεία, μετά από μερικά χρόνια
εκπαίδευσης. Οι Αθηναίοι άλλωστε διδάσκονταν τραγούδι και χορό από πολύ
νεαρή ηλικία. Σε αντίθεση με τον πολυπληθή χορό, υπήρχαν μόνο τρεις
ηθοποιοί στην αθηναϊκή τραγωδία του 5ου Π.Κ.Ε. αιώνα. Η αρχική λέξη που απέδιδε την έννοια "ηθοποιός" ήταν υποκριτής, και υποδήλωνε τον ηθοποιό που απαντούσε στον χορό. Ο Θέσπις λέγεται πως εισήγαγε και ήταν ταυτόχρονα ο πρώτος ηθοποιός, ο πρωταγωνιστής. Η εισαγωγή ενός δεύτερου ηθοποιού (δευτεραγωνιστής) αποδίδεται στον Αισχύλο και του τρίτου (τριταγωνιστής) στον Σοφοκλή. Από τη μακρινή αρχαιότητα δεν έχουν διασωθεί έργα με έναν μόνο ηθοποιό, αν και οι Πέρσες του Αισχύλου απαιτούν μόνο δύο ηθοποιούς.
Συνήθως κάθε ηθοποιός ανελάμβανε
να υποδυθεί διάφορους ρόλους, και είναι συνήθως δυνατό να διαιρεθούν τα
μέρη ομιλίας της ελληνικής τραγωδίας σύμφωνα με τους χαρακτήρες που
βρίσκονται επί σκηνής. Συχνά η απόδοση των ρόλων είχε μια εσωτερική
θεματική ενότητα, σχετική με το έργο. Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που οι
θεατές μπορούσαν να ξεχωρίζουν τους ηθοποιούς, παρά το γεγονός ότι ήταν
καλυμμένοι με κοστούμια και μάσκες, καθώς υπήρχε βραβείο για τον
καλύτερο ηθοποιό το 449 Π.Κ.Ε. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις ένας ενιαίος
ρόλος μπορούσε να να κατανεμηθεί σε δύο ή περισσότερους ηθοποιούς, όπως
στον Οιδίποδα επί Κολωνώ.
Οι τραγικοί ποιητές του 5ου π.Χ. αι., ειδικότερα ο Φρύνιχος και ο Αισχύλος όχι
μόνο συνέθεταν τα έργα τους αλλά τα σκηνοθετούσαν, τα χορογραφούσαν και
έπαιζαν σ' αυτά ως ηθοποιοί. Ουσιαστικά δίδασκαν μέσω της θεατρικής
παραγωγής, γεγονός που αποδίδει στην αρχαιοελληνική δραματουργία -εκτός
του πολιτικού και θρησκευτικού-και παιδευτικό χαρακτήρα. Άλλωστε, βάσει
των επιγραφικών στοιχείων που διαθέτουμε, οι επιγραφές στις οποίες
αναγράφονταν οι νικητές των δραματικών αγώνων οι θεατρικές παραστάσεις
αποδίδονται ως διδασκαλίαι.