Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Ιερά Μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη δημοσίευση του χρήστη ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΑ.

"www.monastiriaka.gr

8 Νοεμβρίου - Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη.

 Ιερά Μονή  του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη στη Σύμη.

Ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Δωδεκανήσου με πανελλήνια και πανορθόδοξη ακτινοβολία είναι η Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ του Πανορμίτη στη Σύμη. Η ονομασία του όρμου Πάνορμος, στην οποία οφείλει το όνομά του το μοναστήρι, έχει αρχαία προέλευση. Για την ετυμολογία είναι πιθανές δύο εκδοχές η μία σχετική με τον όρμο (πάν -όρμος) και η άλλη με την ερημική τοποθεσία (παν -ερμος) όπου κτίσθηκε η Μονή. Στη Σύμη εκτός από τον Πανορμίτη, υπάρχουν άλλα οκτώ μοναστήρια, αφιερωμένα στον Ταξιάρχη Μιχαήλ που αντιστοιχούν στα εννέα αγγελικά τάγματα. Αυτά είναι οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι, οι Θρόνοι, οι Δυνάμεις, οι Αρχές, οι Κυριότητες, οι Εξουσίες, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ.

Η λαϊκή παράδοση συνδέει την ίδρυση της Μονής του Πανορμίτη με την ευλάβεια του συμιακού λαού. Αναφέρεται το όνομα μιας θεοφοβούμενης γυναίκας της Μαριώς του Πρωτενιού, που βρήκε σκάβοντας το χωράφι της στον Πάνορμο ένα μικρό εικόνισμα του Πανορμίτη στη ρίζα ενός σχίνου. Την μετέφερε στο σπίτι της και την τοποθέτησε ανάμεσα στα άλλα εικονίσματά της. Την επόμενη όμως το εικονισματάκι εξαφανίστηκε. Πηγαίνοντας ξανά στον Πάνορμο το βρήκε πάλι στο ίδιο σημείο. Το ξαναπήγε στο σπίτι της και αυτή τη φορά εξαφανίστηκε. Λύπη την κατέλαβε. Στον ύπνο της εμφανίστηκε ο ίδιος ο Αρχάγγελος «λαμπροφορών και απαστράπτων» και της εξέφρασε την επιθυμία του να μείνει στον Πάνορμο. Η ευσεβής γυναίκα την άλλη μέρα πήγε στον πνευματικό της και εκείνος τη συμβούλευσε να κτίσει ένα εκκλησάκι στον τόπο όπου βρήκε το εικόνισμα.

Το 1806 μ.Χ., ο σουλτάνος Σελίμ, εξέδωσε φιρμάνι, μετά από παράκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με το οποίο προστατευόταν το μοναστήρι και η περιουσία του από οιαδήποτε «έξωθεν επέμβαση», αυθαιρεσίες οργάνων, ή παραγόντων του ίδιου του Οθωμανικού κράτους.

Σπουδαία ήταν η ενίσχυση του μοναστηριού στην Ελληνική Επανάσταση όπως αναφέρει η συμιακή παράδοση. Υπάρχει έγγραφο των Συμαίων προς τον Ιωάννη Καποδίστρια (15 Δεκεμβρίου 1830 μ.Χ.) στο οποίο γίνεται λόγος για παροχή οικονομικής ενίσχυσης 7.000 γρόσια. Αναφέρονται οι στενοί δεσμοί του μοναστηριού με τους Υδραίους και τον Ανδρέα Μιαούλη, η οικογένεια του οποίου συνδεόταν με τον ηγούμενο Νεόφυτο Β΄.

Ο σημερινός ναός του Πανορμίτη (καθολικό) αφιερωμένος στον Αρχάγγελο Ταξιάρχη Μιχαήλ, που έχει σχήμα μονόκλιτης βασιλικής, είναι διπλός σταυρεπίστεγος και σχηματίζει εσωτερικά δύο σταυροθόλια. Ο περίφημος συμαίος αγιογράφος Νεόφυτος φαίνεται ότι έχει φιλοτεχνήσει ένα μεγάλο μέρος του Πανορμίτη.

Αριστουργηματικό είναι το τέμπλο του καθολικού. Οι εικόνες του ανήκουν στη μεταβυζαντινή περίοδο, υπέροχης τέχνης με ασημώματα. Εικονίζουν δεξιά της ωραίας Πύλης τον Παντοκράτορα και τον Τίμιο Πρόδρομο, και αριστερά την Παναγία και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ενδιάμεσα υπάρχει νεώτερη εικόνα με την Πεντηκοστή, κατά την οποία καθιερώθηκε η δεύτερη πανήγυρη της μονής. Στη δεξιά πλευρά του ναού μεταξύ του αναλογίου και του τέμπλου, είναι τοποθετημένο στον τοίχο το εικονοστάσι με την μεγάλη εικόνα του Πανορμίτη τον πιο πολύτιμο θησαυρό του μοναστηριού και ολόκληρης της Σύμης.

Από επιγραφή που υπάρχει στη θαυματουργή ολόσωμη εικόνα του Πανορμίτη μαρτυρείται ότι ασημώθηκε το 1724 μ.Χ. από τον Ιωάννη Πελοποννήσιο με έξοδα των καπεταναίων, του κλήρου και της κοινότητας Σύμης. Μπροστά στο θαυματουργό εικόνισμα που συγκεντρώνει το σεβασμό, τις προσδοκίες και τις ελπίδες του πιστού λαού είναι κρεμασμένα πλήθος αφιερώματα αργυρά τάματα, ομοιώματα, τιμαλφή.

Στα συμιακά νανουρίσματα η μητέρα του βρέφους μαζί με την Παναγία και τον Χριστό, επικαλείται και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ με τις προσωνυμίες που έχει στις Μονές και τα Εξωκκλήσια της Σύμης:

Νάννι νάννι ναννουριάζω
Και της Παναγιάς φωνάζω,
Για να θρέψει το παιδίμ μου
Και να γιάνει την ψυχήμ μου.
Έλα Παναγιά Μεγάλη
Στου παιδιού μου το κεφάλι.
Φώναξε του Παερμιώτη,
Να του δώννει ωραιότη.
Φώναξε του Κουρκουνιώτη,
Με την όμορφή του νιότη
Φώναξε και του Σωτήρη,
Να το κάμει νοικοκύρη.
Φώναξε του Μιχαήλη,
Να ΄ρτει να το με(γ)αλύνει.
Φώναξε του Κοκκιμίδη,
Που ΄χει χάδια να του γίδει (= δίνει).
Παναγιά μου, Παναγιά μου,
Θάρρος και παρηγοριά μου!

Η ίδια θερμή πίστη της μάνας προς τη Μητέρα όλου του κόσμου, την Παναγία, προς τον Χριστό και προς τον Πανορμίτη εκφράζεται και στο παρακάτω ταχτάρισμα:

Το παιδάκι μου ΄γαπώ
Τίνα θα ΄βρω να το πω
΄Α το πω της Παναγιάς
΄Α του δώννει την υγειά.
΄Α το πω και του Σωτήρη,
΄Α το κάμει νοικοκύρη.
΄Α το πω του Παερμιώτη,
΄Α ΄ρτει κάτω να το γλέπει.

Τα θαύματα του Πανορμίτη μας αναρίθμητα. Παραθέτουμε ενδεικτικά:

1. Το θαύμα με τη χήνα
Στο Μουσείο της Μονής Πανορμίτη υπάρχει ένα χαρακτηριστικό αφιέρωμα, μια ασημένια χήνα που αναφέρεται σε ένα ανάλογο περιστατικό, που συνέβη τον περασμένο αιώνα. Είχε σύμφωνα με την παράδοση προσεγγίσει ένα καράβι με Έλληνα καπετάνιο και τουρκικό πλήρωμα. Σαν ξεκίνησε το καράβι να φύγει στάθηκε αδύνατο να βγεί έξω απ το λιμάνι. Τότε ο πλοίαρχος ρώτησε τους άνδρες του πληρώματος εάν κανείς είχε πάρει τίποτα απ το μοναστήρι και ο Πανορμίτης τους εμπόδισε να φύγουν και εκείνοι του ομολόγησαν ότι έσφαξαν μια χήνα και την έφαγαν. Μόνο αφού έταξαν ασημένια τη χήνα κατάφεραν να βγούν έξω απ το λιμάνι. Αυτή είναι η μικρή αλλά εύγλωττη μαρτυρία της ασημένιας χήνας, που βρίσκεται στο Μουσείο του Πανορμίτη.

2. Ίαση παράλυτου παιδιού
Μία Κυριακή ήρθε στο μοναστήρι ένας παππούς για να βαπτίσει το εγγονάκι του. Μας ανέφερε το θαύμα που έγινε στον εξάχρονο γιό του, ο οποίος ξαφνικά έμεινε παράλυτος. Έτρεχε στους γιατρούς αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να το βοηθήσουν. Απελπισμένος βρέθηκε στον Αρχάγγελο στον Πανορμίτη. Ήταν το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Κάθε μέρα έκαναν και μία λειτουργία στον Ταξιάρχη και τον παρακαλούσαν με πολύ θερμή πίστη να δώσει την υγεία στο βασανισμένο αυτό παιδάκι. Στην έβδομη λειτουργία το παιδάκι σηκώθηκε μέσα στη Εκκλησία και περπάτησε. Με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης ευχαρίστησαν τον Κύριο διότι δια των πρεσβειών του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, χάρισε την υγεία στο παράλυτο παιδί. Ο πατέρας του μετά το θαύμα έκτισε ναύδριο προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, το όνομα του οποίου έφερε το παιδί, και έδωσε στην κόρη του το όνομα Μιχαλίτσα. Τώρα ήρθε στο μοναστήρι για να βαπτίσει το εγγονάκι του.

3. Ίαση τυφλού βουτηχτή
Ένας Καλύμνιος σφουγγαράς πριν 60 περίπου χρόνια, σύμφωνα με τη διήγηση του γιού του ιεροψάλτη στον Άγιο Βασίλειο Πειραιά, έχασε την όρασή του. Οι Καλύμνιοι όπως είναι γνωστό, τιμούν πάρα πολύ και ευλαβούνται τον Αρχάγγελο Μιχαήλ τον Πανορμίτη. Έτσι ο Καλύμνιος αυτός βουτηχτής προσευχόταν και παρακαλούσε τον Άγιο να του χαρίσει το φως του και να βλέπει όπως πρώτα. Επειδή όμως το θαύμα δεν γινόταν, επιβιβάστηκε σε ένα καίκι και ήλθε στο μοναστήρι του Πανορμίτη πιστεύοντας ότι εάν πήγαινε στο σπίτι του, ο άγιος θα εισάκουε την παράκλησή του. Mόλις το καικι μπήκε στον όρμο του Πανορμίτη άνοιξαν τα μάτια του. Τότε ο άνθρωπος αυτός έπεσε στην θάλασσα κι έφτασε στη μονή κολυμπώντας, για να προσκυνήσει τη χάρη του και να τον ευχαριστήσει.
http://www.saint.gr/3410/saint.aspx"



"www.monastiriaka.gr

8 Νοεμβρίου - Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη.

 Ιερά Μονή  του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη στη Σύμη.

Ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Δωδεκανήσου με πανελλήνια και πανορθόδοξη ακτινοβολία είναι η Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ του Πανορμίτη στη Σύμη. Η ονομασία του όρμου Πάνορμος, στην οποία οφείλει το όνομά του το μοναστήρι, έχει αρχαία προέλευση. Για την ετυμολογία είναι πιθανές δύο εκδοχές η μία σχετική με τον όρμο (πάν -όρμος) και η άλλη με την ερημική τοποθεσία (παν -ερμος) όπου κτίσθηκε η Μονή. Στη Σύμη εκτός από τον Πανορμίτη, υπάρχουν άλλα οκτώ μοναστήρια, αφιερωμένα στον Ταξιάρχη Μιχαήλ που αντιστοιχούν στα εννέα αγγελικά τάγματα. Αυτά είναι οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι, οι Θρόνοι, οι Δυνάμεις, οι Αρχές, οι Κυριότητες, οι Εξουσίες, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ.

Η λαϊκή παράδοση συνδέει την ίδρυση της Μονής του Πανορμίτη με την ευλάβεια του συμιακού λαού. Αναφέρεται το όνομα μιας θεοφοβούμενης γυναίκας της Μαριώς του Πρωτενιού, που βρήκε σκάβοντας το χωράφι της στον Πάνορμο ένα μικρό εικόνισμα του Πανορμίτη στη ρίζα ενός σχίνου. Την μετέφερε στο σπίτι της και την τοποθέτησε ανάμεσα στα άλλα εικονίσματά της. Την επόμενη όμως το εικονισματάκι εξαφανίστηκε. Πηγαίνοντας ξανά στον Πάνορμο το βρήκε πάλι στο ίδιο σημείο. Το ξαναπήγε στο σπίτι της και αυτή τη φορά εξαφανίστηκε. Λύπη την κατέλαβε. Στον ύπνο της εμφανίστηκε ο ίδιος ο Αρχάγγελος «λαμπροφορών και απαστράπτων» και της εξέφρασε την επιθυμία του να μείνει στον Πάνορμο. Η ευσεβής γυναίκα την άλλη μέρα πήγε στον πνευματικό της και εκείνος τη συμβούλευσε να κτίσει ένα εκκλησάκι στον τόπο όπου βρήκε το εικόνισμα.

Το 1806 μ.Χ., ο σουλτάνος Σελίμ, εξέδωσε φιρμάνι, μετά από παράκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με το οποίο προστατευόταν το μοναστήρι και η περιουσία του από οιαδήποτε «έξωθεν επέμβαση», αυθαιρεσίες οργάνων, ή παραγόντων του ίδιου του Οθωμανικού κράτους.

Σπουδαία ήταν η ενίσχυση του μοναστηριού στην Ελληνική Επανάσταση όπως αναφέρει η συμιακή παράδοση. Υπάρχει έγγραφο των Συμαίων προς τον Ιωάννη Καποδίστρια (15 Δεκεμβρίου 1830 μ.Χ.) στο οποίο γίνεται λόγος για παροχή οικονομικής ενίσχυσης 7.000 γρόσια. Αναφέρονται οι στενοί δεσμοί του μοναστηριού με τους Υδραίους και τον Ανδρέα Μιαούλη, η οικογένεια του οποίου συνδεόταν με τον ηγούμενο Νεόφυτο Β΄.

Ο σημερινός ναός του Πανορμίτη (καθολικό) αφιερωμένος στον Αρχάγγελο Ταξιάρχη Μιχαήλ, που έχει σχήμα μονόκλιτης βασιλικής, είναι διπλός σταυρεπίστεγος και σχηματίζει εσωτερικά δύο σταυροθόλια. Ο περίφημος συμαίος αγιογράφος Νεόφυτος φαίνεται ότι έχει φιλοτεχνήσει ένα μεγάλο μέρος του Πανορμίτη.

Αριστουργηματικό είναι το τέμπλο του καθολικού. Οι εικόνες του ανήκουν στη μεταβυζαντινή περίοδο, υπέροχης τέχνης με ασημώματα. Εικονίζουν δεξιά της ωραίας Πύλης τον Παντοκράτορα και τον Τίμιο Πρόδρομο, και αριστερά την Παναγία και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ενδιάμεσα υπάρχει νεώτερη εικόνα με την Πεντηκοστή, κατά την οποία καθιερώθηκε η δεύτερη πανήγυρη της μονής. Στη δεξιά πλευρά του ναού μεταξύ του αναλογίου και του τέμπλου, είναι τοποθετημένο στον τοίχο το εικονοστάσι με την μεγάλη εικόνα του Πανορμίτη τον πιο πολύτιμο θησαυρό του μοναστηριού και ολόκληρης της Σύμης.

Από επιγραφή που υπάρχει στη θαυματουργή ολόσωμη εικόνα του Πανορμίτη μαρτυρείται ότι ασημώθηκε το 1724 μ.Χ. από τον Ιωάννη Πελοποννήσιο με έξοδα των καπεταναίων, του κλήρου και της κοινότητας Σύμης. Μπροστά στο θαυματουργό εικόνισμα που συγκεντρώνει το σεβασμό, τις προσδοκίες και τις ελπίδες του πιστού λαού είναι κρεμασμένα πλήθος αφιερώματα αργυρά τάματα, ομοιώματα, τιμαλφή.

Στα συμιακά νανουρίσματα η μητέρα του βρέφους μαζί με την Παναγία και τον Χριστό, επικαλείται και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ με τις προσωνυμίες που έχει στις Μονές και τα Εξωκκλήσια της Σύμης:

Νάννι νάννι ναννουριάζω
Και της Παναγιάς φωνάζω,
Για να θρέψει το παιδίμ μου
Και να γιάνει την ψυχήμ μου.
Έλα Παναγιά Μεγάλη
Στου παιδιού μου το κεφάλι.
Φώναξε του Παερμιώτη,
Να του δώννει ωραιότη.
Φώναξε του Κουρκουνιώτη,
Με την όμορφή του νιότη
Φώναξε και του Σωτήρη,
Να το κάμει νοικοκύρη.
Φώναξε του Μιχαήλη,
Να ΄ρτει να το με(γ)αλύνει.
Φώναξε του Κοκκιμίδη,
Που ΄χει χάδια να του γίδει (= δίνει).
Παναγιά μου, Παναγιά μου,
Θάρρος και παρηγοριά μου!

Η ίδια θερμή πίστη της μάνας προς τη Μητέρα όλου του κόσμου, την Παναγία, προς τον Χριστό και προς τον Πανορμίτη εκφράζεται και στο παρακάτω ταχτάρισμα:

Το παιδάκι μου ΄γαπώ
Τίνα θα ΄βρω να το πω
΄Α το πω της Παναγιάς
΄Α του δώννει την υγειά.
΄Α το πω και του Σωτήρη,
΄Α το κάμει νοικοκύρη.
΄Α το πω του Παερμιώτη,
΄Α ΄ρτει κάτω να το γλέπει.

Τα θαύματα του Πανορμίτη μας αναρίθμητα. Παραθέτουμε ενδεικτικά:

1. Το θαύμα με τη χήνα
Στο Μουσείο της Μονής Πανορμίτη υπάρχει ένα χαρακτηριστικό αφιέρωμα, μια ασημένια χήνα που αναφέρεται σε ένα ανάλογο περιστατικό, που συνέβη τον περασμένο αιώνα. Είχε σύμφωνα με την παράδοση προσεγγίσει ένα καράβι με Έλληνα καπετάνιο και τουρκικό πλήρωμα. Σαν ξεκίνησε το καράβι να φύγει στάθηκε αδύνατο να βγεί έξω απ το λιμάνι. Τότε ο πλοίαρχος ρώτησε τους άνδρες του πληρώματος εάν κανείς είχε πάρει τίποτα απ το μοναστήρι και ο Πανορμίτης τους εμπόδισε να φύγουν και εκείνοι του ομολόγησαν ότι έσφαξαν μια χήνα και την έφαγαν. Μόνο αφού έταξαν ασημένια τη χήνα κατάφεραν να βγούν έξω απ το λιμάνι. Αυτή είναι η μικρή αλλά εύγλωττη μαρτυρία της ασημένιας χήνας, που βρίσκεται στο Μουσείο του Πανορμίτη.

2. Ίαση παράλυτου παιδιού
Μία Κυριακή ήρθε στο μοναστήρι ένας παππούς για να βαπτίσει το εγγονάκι του. Μας ανέφερε το θαύμα που έγινε στον εξάχρονο γιό του, ο οποίος ξαφνικά έμεινε παράλυτος. Έτρεχε στους γιατρούς αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να το βοηθήσουν. Απελπισμένος βρέθηκε στον Αρχάγγελο στον Πανορμίτη. Ήταν το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Κάθε μέρα έκαναν και μία λειτουργία στον Ταξιάρχη και τον παρακαλούσαν με πολύ θερμή πίστη να δώσει την υγεία στο βασανισμένο αυτό παιδάκι. Στην έβδομη λειτουργία το παιδάκι σηκώθηκε μέσα στη Εκκλησία και περπάτησε. Με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης ευχαρίστησαν τον Κύριο διότι δια των πρεσβειών του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, χάρισε την υγεία στο παράλυτο παιδί. Ο πατέρας του μετά το θαύμα έκτισε ναύδριο προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, το όνομα του οποίου έφερε το παιδί, και έδωσε στην κόρη του το όνομα Μιχαλίτσα. Τώρα ήρθε στο μοναστήρι για να βαπτίσει το εγγονάκι του.

3. Ίαση τυφλού βουτηχτή
Ένας Καλύμνιος σφουγγαράς πριν 60 περίπου χρόνια, σύμφωνα με τη διήγηση του γιού του ιεροψάλτη στον Άγιο Βασίλειο Πειραιά, έχασε την όρασή του. Οι Καλύμνιοι όπως είναι γνωστό, τιμούν πάρα πολύ και ευλαβούνται τον Αρχάγγελο Μιχαήλ τον Πανορμίτη. Έτσι ο Καλύμνιος αυτός βουτηχτής προσευχόταν και παρακαλούσε τον Άγιο να του χαρίσει το φως του και να βλέπει όπως πρώτα. Επειδή όμως το θαύμα δεν γινόταν, επιβιβάστηκε σε ένα καίκι και ήλθε στο μοναστήρι του Πανορμίτη πιστεύοντας ότι εάν πήγαινε στο σπίτι του, ο άγιος θα εισάκουε την παράκλησή του. Mόλις το καικι μπήκε στον όρμο του Πανορμίτη άνοιξαν τα μάτια του. Τότε ο άνθρωπος αυτός έπεσε στην θάλασσα κι έφτασε στη μονή κολυμπώντας, για να προσκυνήσει τη χάρη του και να τον ευχαριστήσει.
http://www.saint.gr/3410/saint.aspx" 
"www.monastiriaka.gr

8 Νοεμβρίου - Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη.

 Ιερά Μονή  του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη στη Σύμη.

ΤΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ.
Στην Ιερά Μονή φυλάσσονται αφιερώματα, που ταξίδεψαν μόνα για τον Πανορμίτη από διάφορα μέρη του κόσμου και σε διάφορες εποχές.
Τα παλιά χρόνια, οι πιστοί έστελναν με τον τρόπο αυτό τα αφιερώματά τους μέσα σε γυάλινα μπουκάλια, ακόμη και σε κιβώτια.

___Ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Δωδεκανήσου με πανελλήνια και πανορθόδοξη ακτινοβολία είναι η Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ του Πανορμίτη στη Σύμη. Η ονομασία του όρμου Πάνορμος, στην οποία οφείλει το όνομά του το μοναστήρι, έχει αρχαία προέλευση. Για την ετυμολογία είναι πιθανές δύο εκδοχές η μία σχετική με τον όρμο (πάν -όρμος) και η άλλη με την ερημική τοποθεσία (παν -ερμος) όπου κτίσθηκε η Μονή. Στη Σύμη εκτός από τον Πανορμίτη, υπάρχουν άλλα οκτώ μοναστήρια, αφιερωμένα στον Ταξιάρχη Μιχαήλ που αντιστοιχούν στα εννέα αγγελικά τάγματα. Αυτά είναι οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι, οι Θρόνοι, οι Δυνάμεις, οι Αρχές, οι Κυριότητες, οι Εξουσίες, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ.

Η λαϊκή παράδοση συνδέει την ίδρυση της Μονής του Πανορμίτη με την ευλάβεια του συμιακού λαού. Αναφέρεται το όνομα μιας θεοφοβούμενης γυναίκας της Μαριώς του Πρωτενιού, που βρήκε σκάβοντας το χωράφι της στον Πάνορμο ένα μικρό εικόνισμα του Πανορμίτη στη ρίζα ενός σχίνου. Την μετέφερε στο σπίτι της και την τοποθέτησε ανάμεσα στα άλλα εικονίσματά της. Την επόμενη όμως το εικονισματάκι εξαφανίστηκε. Πηγαίνοντας ξανά στον Πάνορμο το βρήκε πάλι στο ίδιο σημείο. Το ξαναπήγε στο σπίτι της και αυτή τη φορά εξαφανίστηκε. Λύπη την κατέλαβε. Στον ύπνο της εμφανίστηκε ο ίδιος ο Αρχάγγελος «λαμπροφορών και απαστράπτων» και της εξέφρασε την επιθυμία του να μείνει στον Πάνορμο. Η ευσεβής γυναίκα την άλλη μέρα πήγε στον πνευματικό της και εκείνος τη συμβούλευσε να κτίσει ένα εκκλησάκι στον τόπο όπου βρήκε το εικόνισμα.

Το 1806 μ.Χ., ο σουλτάνος Σελίμ, εξέδωσε φιρμάνι, μετά από παράκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με το οποίο προστατευόταν το μοναστήρι και η περιουσία του από οιαδήποτε «έξωθεν επέμβαση», αυθαιρεσίες οργάνων, ή παραγόντων του ίδιου του Οθωμανικού κράτους.

Σπουδαία ήταν η ενίσχυση του μοναστηριού στην Ελληνική Επανάσταση όπως αναφέρει η συμιακή παράδοση. Υπάρχει έγγραφο των Συμαίων προς τον Ιωάννη Καποδίστρια (15 Δεκεμβρίου 1830 μ.Χ.) στο οποίο γίνεται λόγος για παροχή οικονομικής ενίσχυσης 7.000 γρόσια. Αναφέρονται οι στενοί δεσμοί του μοναστηριού με τους Υδραίους και τον Ανδρέα Μιαούλη, η οικογένεια του οποίου συνδεόταν με τον ηγούμενο Νεόφυτο Β΄.

Ο σημερινός ναός του Πανορμίτη (καθολικό) αφιερωμένος στον Αρχάγγελο Ταξιάρχη Μιχαήλ, που έχει σχήμα μονόκλιτης βασιλικής, είναι διπλός σταυρεπίστεγος και σχηματίζει εσωτερικά δύο σταυροθόλια. Ο περίφημος συμαίος αγιογράφος Νεόφυτος φαίνεται ότι έχει φιλοτεχνήσει ένα μεγάλο μέρος του Πανορμίτη.

Αριστουργηματικό είναι το τέμπλο του καθολικού. Οι εικόνες του ανήκουν στη μεταβυζαντινή περίοδο, υπέροχης τέχνης με ασημώματα. Εικονίζουν δεξιά της ωραίας Πύλης τον Παντοκράτορα και τον Τίμιο Πρόδρομο, και αριστερά την Παναγία και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ενδιάμεσα υπάρχει νεώτερη εικόνα με την Πεντηκοστή, κατά την οποία καθιερώθηκε η δεύτερη πανήγυρη της μονής. Στη δεξιά πλευρά του ναού μεταξύ του αναλογίου και του τέμπλου, είναι τοποθετημένο στον τοίχο το εικονοστάσι με την μεγάλη εικόνα του Πανορμίτη τον πιο πολύτιμο θησαυρό του μοναστηριού και ολόκληρης της Σύμης.

Από επιγραφή που υπάρχει στη θαυματουργή ολόσωμη εικόνα του Πανορμίτη μαρτυρείται ότι ασημώθηκε το 1724 μ.Χ. από τον Ιωάννη Πελοποννήσιο με έξοδα των καπεταναίων, του κλήρου και της κοινότητας Σύμης. Μπροστά στο θαυματουργό εικόνισμα που συγκεντρώνει το σεβασμό, τις προσδοκίες και τις ελπίδες του πιστού λαού είναι κρεμασμένα πλήθος αφιερώματα αργυρά τάματα, ομοιώματα, τιμαλφή.

Στα συμιακά νανουρίσματα η μητέρα του βρέφους μαζί με την Παναγία και τον Χριστό, επικαλείται και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ με τις προσωνυμίες που έχει στις Μονές και τα Εξωκκλήσια της Σύμης:

Νάννι νάννι ναννουριάζω
Και της Παναγιάς φωνάζω,
Για να θρέψει το παιδίμ μου
Και να γιάνει την ψυχήμ μου.
Έλα Παναγιά Μεγάλη
Στου παιδιού μου το κεφάλι.
Φώναξε του Παερμιώτη,
Να του δώννει ωραιότη.
Φώναξε του Κουρκουνιώτη,
Με την όμορφή του νιότη
Φώναξε και του Σωτήρη,
Να το κάμει νοικοκύρη.
Φώναξε του Μιχαήλη,
Να ΄ρτει να το με(γ)αλύνει.
Φώναξε του Κοκκιμίδη,
Που ΄χει χάδια να του γίδει (= δίνει).
Παναγιά μου, Παναγιά μου,
Θάρρος και παρηγοριά μου!

Η ίδια θερμή πίστη της μάνας προς τη Μητέρα όλου του κόσμου, την Παναγία, προς τον Χριστό και προς τον Πανορμίτη εκφράζεται και στο παρακάτω ταχτάρισμα:

Το παιδάκι μου ΄γαπώ
Τίνα θα ΄βρω να το πω
΄Α το πω της Παναγιάς
΄Α του δώννει την υγειά.
΄Α το πω και του Σωτήρη,
΄Α το κάμει νοικοκύρη.
΄Α το πω του Παερμιώτη,
΄Α ΄ρτει κάτω να το γλέπει.

Τα θαύματα του Πανορμίτη μας αναρίθμητα. Παραθέτουμε ενδεικτικά:

1. Το θαύμα με τη χήνα
Στο Μουσείο της Μονής Πανορμίτη υπάρχει ένα χαρακτηριστικό αφιέρωμα, μια ασημένια χήνα που αναφέρεται σε ένα ανάλογο περιστατικό, που συνέβη τον περασμένο αιώνα. Είχε σύμφωνα με την παράδοση προσεγγίσει ένα καράβι με Έλληνα καπετάνιο και τουρκικό πλήρωμα. Σαν ξεκίνησε το καράβι να φύγει στάθηκε αδύνατο να βγεί έξω απ το λιμάνι. Τότε ο πλοίαρχος ρώτησε τους άνδρες του πληρώματος εάν κανείς είχε πάρει τίποτα απ το μοναστήρι και ο Πανορμίτης τους εμπόδισε να φύγουν και εκείνοι του ομολόγησαν ότι έσφαξαν μια χήνα και την έφαγαν. Μόνο αφού έταξαν ασημένια τη χήνα κατάφεραν να βγούν έξω απ το λιμάνι. Αυτή είναι η μικρή αλλά εύγλωττη μαρτυρία της ασημένιας χήνας, που βρίσκεται στο Μουσείο του Πανορμίτη.

2. Ίαση παράλυτου παιδιού
Μία Κυριακή ήρθε στο μοναστήρι ένας παππούς για να βαπτίσει το εγγονάκι του. Μας ανέφερε το θαύμα που έγινε στον εξάχρονο γιό του, ο οποίος ξαφνικά έμεινε παράλυτος. Έτρεχε στους γιατρούς αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να το βοηθήσουν. Απελπισμένος βρέθηκε στον Αρχάγγελο στον Πανορμίτη. Ήταν το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Κάθε μέρα έκαναν και μία λειτουργία στον Ταξιάρχη και τον παρακαλούσαν με πολύ θερμή πίστη να δώσει την υγεία στο βασανισμένο αυτό παιδάκι. Στην έβδομη λειτουργία το παιδάκι σηκώθηκε μέσα στη Εκκλησία και περπάτησε. Με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης ευχαρίστησαν τον Κύριο διότι δια των πρεσβειών του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, χάρισε την υγεία στο παράλυτο παιδί. Ο πατέρας του μετά το θαύμα έκτισε ναύδριο προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, το όνομα του οποίου έφερε το παιδί, και έδωσε στην κόρη του το όνομα Μιχαλίτσα. Τώρα ήρθε στο μοναστήρι για να βαπτίσει το εγγονάκι του.

3. Ίαση τυφλού βουτηχτή
Ένας Καλύμνιος σφουγγαράς πριν 60 περίπου χρόνια, σύμφωνα με τη διήγηση του γιού του ιεροψάλτη στον Άγιο Βασίλειο Πειραιά, έχασε την όρασή του. Οι Καλύμνιοι όπως είναι γνωστό, τιμούν πάρα πολύ και ευλαβούνται τον Αρχάγγελο Μιχαήλ τον Πανορμίτη. Έτσι ο Καλύμνιος αυτός βουτηχτής προσευχόταν και παρακαλούσε τον Άγιο να του χαρίσει το φως του και να βλέπει όπως πρώτα. Επειδή όμως το θαύμα δεν γινόταν, επιβιβάστηκε σε ένα καίκι και ήλθε στο μοναστήρι του Πανορμίτη πιστεύοντας ότι εάν πήγαινε στο σπίτι του, ο άγιος θα εισάκουε την παράκλησή του. Mόλις το καικι μπήκε στον όρμο του Πανορμίτη άνοιξαν τα μάτια του. Τότε ο άνθρωπος αυτός έπεσε στην θάλασσα κι έφτασε στη μονή κολυμπώντας, για να προσκυνήσει τη χάρη του και να τον ευχαριστήσει.
http://www.saint.gr/3410/saint.aspx"


"www.monastiriaka.gr

8 Νοεμβρίου - Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη.

Ιερά Μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη στη Σύμη.

Ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Δωδεκανήσου με πανελλήνια και πανορθόδοξη ακτινοβολία είναι η Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ του Πανορμίτη στη Σύμη. Η ονομασία του όρμου Πάνορμος, στην οποία οφείλει το όνομά του το μοναστήρι, έχει αρχαία προέλευση. Για την ετυμολογία είναι πιθανές δύο εκδοχές η μία σχετική με τον όρμο (πάν -όρμος) και η άλλη με την ερημική τοποθεσία (παν -ερμος) όπου κτίσθηκε η Μονή. Στη Σύμη εκτός από τον Πανορμίτη, υπάρχουν άλλα οκτώ μοναστήρια, αφιερωμένα στον Ταξιάρχη Μιχαήλ που αντιστοιχούν στα εννέα αγγελικά τάγματα. Αυτά είναι οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι, οι Θρόνοι, οι Δυνάμεις, οι Αρχές, οι Κυριότητες, οι Εξουσίες, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ.

Η λαϊκή παράδοση συνδέει την ίδρυση της Μονής του Πανορμίτη με την ευλάβεια του συμιακού λαού. Αναφέρεται το όνομα μιας θεοφοβούμενης γυναίκας της Μαριώς του Πρωτενιού, που βρήκε σκάβοντας το χωράφι της στον Πάνορμο ένα μικρό εικόνισμα του Πανορμίτη στη ρίζα ενός σχίνου. Την μετέφερε στο σπίτι της και την τοποθέτησε ανάμεσα στα άλλα εικονίσματά της. Την επόμενη όμως το εικονισματάκι εξαφανίστηκε. Πηγαίνοντας ξανά στον Πάνορμο το βρήκε πάλι στο ίδιο σημείο. Το ξαναπήγε στο σπίτι της και αυτή τη φορά εξαφανίστηκε. Λύπη την κατέλαβε. Στον ύπνο της εμφανίστηκε ο ίδιος ο Αρχάγγελος «λαμπροφορών και απαστράπτων» και της εξέφρασε την επιθυμία του να μείνει στον Πάνορμο. Η ευσεβής γυναίκα την άλλη μέρα πήγε στον πνευματικό της και εκείνος τη συμβούλευσε να κτίσει ένα εκκλησάκι στον τόπο όπου βρήκε το εικόνισμα.

Το 1806 μ.Χ., ο σουλτάνος Σελίμ, εξέδωσε φιρμάνι, μετά από παράκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με το οποίο προστατευόταν το μοναστήρι και η περιουσία του από οιαδήποτε «έξωθεν επέμβαση», αυθαιρεσίες οργάνων, ή παραγόντων του ίδιου του Οθωμανικού κράτους.

Σπουδαία ήταν η ενίσχυση του μοναστηριού στην Ελληνική Επανάσταση όπως αναφέρει η συμιακή παράδοση. Υπάρχει έγγραφο των Συμαίων προς τον Ιωάννη Καποδίστρια (15 Δεκεμβρίου 1830 μ.Χ.) στο οποίο γίνεται λόγος για παροχή οικονομικής ενίσχυσης 7.000 γρόσια. Αναφέρονται οι στενοί δεσμοί του μοναστηριού με τους Υδραίους και τον Ανδρέα Μιαούλη, η οικογένεια του οποίου συνδεόταν με τον ηγούμενο Νεόφυτο Β΄.

Ο σημερινός ναός του Πανορμίτη (καθολικό) αφιερωμένος στον Αρχάγγελο Ταξιάρχη Μιχαήλ, που έχει σχήμα μονόκλιτης βασιλικής, είναι διπλός σταυρεπίστεγος και σχηματίζει εσωτερικά δύο σταυροθόλια. Ο περίφημος συμαίος αγιογράφος Νεόφυτος φαίνεται ότι έχει φιλοτεχνήσει ένα μεγάλο μέρος του Πανορμίτη.

Αριστουργηματικό είναι το τέμπλο του καθολικού. Οι εικόνες του ανήκουν στη μεταβυζαντινή περίοδο, υπέροχης τέχνης με ασημώματα. Εικονίζουν δεξιά της ωραίας Πύλης τον Παντοκράτορα και τον Τίμιο Πρόδρομο, και αριστερά την Παναγία και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ενδιάμεσα υπάρχει νεώτερη εικόνα με την Πεντηκοστή, κατά την οποία καθιερώθηκε η δεύτερη πανήγυρη της μονής. Στη δεξιά πλευρά του ναού μεταξύ του αναλογίου και του τέμπλου, είναι τοποθετημένο στον τοίχο το εικονοστάσι με την μεγάλη εικόνα του Πανορμίτη τον πιο πολύτιμο θησαυρό του μοναστηριού και ολόκληρης της Σύμης.

Από επιγραφή που υπάρχει στη θαυματουργή ολόσωμη εικόνα του Πανορμίτη μαρτυρείται ότι ασημώθηκε το 1724 μ.Χ. από τον Ιωάννη Πελοποννήσιο με έξοδα των καπεταναίων, του κλήρου και της κοινότητας Σύμης. Μπροστά στο θαυματουργό εικόνισμα που συγκεντρώνει το σεβασμό, τις προσδοκίες και τις ελπίδες του πιστού λαού είναι κρεμασμένα πλήθος αφιερώματα αργυρά τάματα, ομοιώματα, τιμαλφή.

Στα συμιακά νανουρίσματα η μητέρα του βρέφους μαζί με την Παναγία και τον Χριστό, επικαλείται και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ με τις προσωνυμίες που έχει στις Μονές και τα Εξωκκλήσια της Σύμης:

Νάννι νάννι ναννουριάζω
Και της Παναγιάς φωνάζω,
Για να θρέψει το παιδίμ μου
Και να γιάνει την ψυχήμ μου.
Έλα Παναγιά Μεγάλη
Στου παιδιού μου το κεφάλι.
Φώναξε του Παερμιώτη,
Να του δώννει ωραιότη.
Φώναξε του Κουρκουνιώτη,
Με την όμορφή του νιότη
Φώναξε και του Σωτήρη,
Να το κάμει νοικοκύρη.
Φώναξε του Μιχαήλη,
Να ΄ρτει να το με(γ)αλύνει.
Φώναξε του Κοκκιμίδη,
Που ΄χει χάδια να του γίδει
emoticon smile
δίνει).
Παναγιά μου, Παναγιά μου,
Θάρρος και παρηγοριά μου!

Η ίδια θερμή πίστη της μάνας προς τη Μητέρα όλου του κόσμου, την Παναγία, προς τον Χριστό και προς τον Πανορμίτη εκφράζεται και στο παρακάτω ταχτάρισμα:

Το παιδάκι μου ΄γαπώ
Τίνα θα ΄βρω να το πω
΄Α το πω της Παναγιάς
΄Α του δώννει την υγειά.
΄Α το πω και του Σωτήρη,
΄Α το κάμει νοικοκύρη.
΄Α το πω του Παερμιώτη,
΄Α ΄ρτει κάτω να το γλέπει.

Τα θαύματα του Πανορμίτη μας αναρίθμητα. Παραθέτουμε ενδεικτικά:

1. Το θαύμα με τη χήνα
Στο Μουσείο της Μονής Πανορμίτη υπάρχει ένα χαρακτηριστικό αφιέρωμα, μια ασημένια χήνα που αναφέρεται σε ένα ανάλογο περιστατικό, που συνέβη τον περασμένο αιώνα. Είχε σύμφωνα με την παράδοση προσεγγίσει ένα καράβι με Έλληνα καπετάνιο και τουρκικό πλήρωμα. Σαν ξεκίνησε το καράβι να φύγει στάθηκε αδύνατο να βγεί έξω απ το λιμάνι. Τότε ο πλοίαρχος ρώτησε τους άνδρες του πληρώματος εάν κανείς είχε πάρει τίποτα απ το μοναστήρι και ο Πανορμίτης τους εμπόδισε να φύγουν και εκείνοι του ομολόγησαν ότι έσφαξαν μια χήνα και την έφαγαν. Μόνο αφού έταξαν ασημένια τη χήνα κατάφεραν να βγούν έξω απ το λιμάνι. Αυτή είναι η μικρή αλλά εύγλωττη μαρτυρία της ασημένιας χήνας, που βρίσκεται στο Μουσείο του Πανορμίτη.

2. Ίαση παράλυτου παιδιού
Μία Κυριακή ήρθε στο μοναστήρι ένας παππούς για να βαπτίσει το εγγονάκι του. Μας ανέφερε το θαύμα που έγινε στον εξάχρονο γιό του, ο οποίος ξαφνικά έμεινε παράλυτος. Έτρεχε στους γιατρούς αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να το βοηθήσουν. Απελπισμένος βρέθηκε στον Αρχάγγελο στον Πανορμίτη. Ήταν το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Κάθε μέρα έκαναν και μία λειτουργία στον Ταξιάρχη και τον παρακαλούσαν με πολύ θερμή πίστη να δώσει την υγεία στο βασανισμένο αυτό παιδάκι. Στην έβδομη λειτουργία το παιδάκι σηκώθηκε μέσα στη Εκκλησία και περπάτησε. Με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης ευχαρίστησαν τον Κύριο διότι δια των πρεσβειών του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, χάρισε την υγεία στο παράλυτο παιδί. Ο πατέρας του μετά το θαύμα έκτισε ναύδριο προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, το όνομα του οποίου έφερε το παιδί, και έδωσε στην κόρη του το όνομα Μιχαλίτσα. Τώρα ήρθε στο μοναστήρι για να βαπτίσει το εγγονάκι του.

3. Ίαση τυφλού βουτηχτή
Ένας Καλύμνιος σφουγγαράς πριν 60 περίπου χρόνια, σύμφωνα με τη διήγηση του γιού του ιεροψάλτη στον Άγιο Βασίλειο Πειραιά, έχασε την όρασή του. Οι Καλύμνιοι όπως είναι γνωστό, τιμούν πάρα πολύ και ευλαβούνται τον Αρχάγγελο Μιχαήλ τον Πανορμίτη. Έτσι ο Καλύμνιος αυτός βουτηχτής προσευχόταν και παρακαλούσε τον Άγιο να του χαρίσει το φως του και να βλέπει όπως πρώτα. Επειδή όμως το θαύμα δεν γινόταν, επιβιβάστηκε σε ένα καίκι και ήλθε στο μοναστήρι του Πανορμίτη πιστεύοντας ότι εάν πήγαινε στο σπίτι του, ο άγιος θα εισάκουε την παράκλησή του. Mόλις το καικι μπήκε στον όρμο του Πανορμίτη άνοιξαν τα μάτια του. Τότε ο άνθρωπος αυτός έπεσε στην θάλασσα κι έφτασε στη μονή κολυμπώντας, για να προσκυνήσει τη χάρη του και να τον ευχαριστήσει.
http://www.saint.gr/3410/saint.aspx"

Ο χρήστης ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΑ πρόσθεσε 6 νέες φωτογραφίες.
www.monastiriaka.gr

8 Νοεμβρίου - Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη.
Ιερά Μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη στη Σύμη.
Ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Δωδεκανήσου με πανελλήνια και πανορθόδοξη ακτινοβολία είναι η Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ του Πανορμίτη στη Σύμη. Η ονομασία του όρμου Πάνορμος, στην οποία οφείλει το όνομά του το μοναστήρι, έχει αρχαία προέλευση. Για την ετυμολογία είναι πιθανές δύο εκδοχές η μία σχετική με τον όρμο (πάν -όρμος) και η άλλη με την ερημική τοποθεσία (παν -ερμος) όπου κτίσθηκε η Μονή. Στη Σύμη εκτός από τον Πανορμίτη, υπάρχουν άλλα οκτώ μοναστήρια, αφιερωμένα στον Ταξιάρχη Μιχαήλ που αντιστοιχούν στα εννέα αγγελικά τάγματα. Αυτά είναι οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι, οι Θρόνοι, οι Δυνάμεις, οι Αρχές, οι Κυριότητες, οι Εξουσίες, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ.
Η λαϊκή παράδοση συνδέει την ίδρυση της Μονής του Πανορμίτη με την ευλάβεια του συμιακού λαού. Αναφέρεται το όνομα μιας θεοφοβούμενης γυναίκας της Μαριώς του Πρωτενιού, που βρήκε σκάβοντας το χωράφι της στον Πάνορμο ένα μικρό εικόνισμα του Πανορμίτη στη ρίζα ενός σχίνου. Την μετέφερε στο σπίτι της και την τοποθέτησε ανάμεσα στα άλλα εικονίσματά της. Την επόμενη όμως το εικονισματάκι εξαφανίστηκε. Πηγαίνοντας ξανά στον Πάνορμο το βρήκε πάλι στο ίδιο σημείο. Το ξαναπήγε στο σπίτι της και αυτή τη φορά εξαφανίστηκε. Λύπη την κατέλαβε. Στον ύπνο της εμφανίστηκε ο ίδιος ο Αρχάγγελος «λαμπροφορών και απαστράπτων» και της εξέφρασε την επιθυμία του να μείνει στον Πάνορμο. Η ευσεβής γυναίκα την άλλη μέρα πήγε στον πνευματικό της και εκείνος τη συμβούλευσε να κτίσει ένα εκκλησάκι στον τόπο όπου βρήκε το εικόνισμα.
Το 1806 μ.Χ., ο σουλτάνος Σελίμ, εξέδωσε φιρμάνι, μετά από παράκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με το οποίο προστατευόταν το μοναστήρι και η περιουσία του από οιαδήποτε «έξωθεν επέμβαση», αυθαιρεσίες οργάνων, ή παραγόντων του ίδιου του Οθωμανικού κράτους.
Σπουδαία ήταν η ενίσχυση του μοναστηριού στην Ελληνική Επανάσταση όπως αναφέρει η συμιακή παράδοση. Υπάρχει έγγραφο των Συμαίων προς τον Ιωάννη Καποδίστρια (15 Δεκεμβρίου 1830 μ.Χ.) στο οποίο γίνεται λόγος για παροχή οικονομικής ενίσχυσης 7.000 γρόσια. Αναφέρονται οι στενοί δεσμοί του μοναστηριού με τους Υδραίους και τον Ανδρέα Μιαούλη, η οικογένεια του οποίου συνδεόταν με τον ηγούμενο Νεόφυτο Β΄.
Ο σημερινός ναός του Πανορμίτη (καθολικό) αφιερωμένος στον Αρχάγγελο Ταξιάρχη Μιχαήλ, που έχει σχήμα μονόκλιτης βασιλικής, είναι διπλός σταυρεπίστεγος και σχηματίζει εσωτερικά δύο σταυροθόλια. Ο περίφημος συμαίος αγιογράφος Νεόφυτος φαίνεται ότι έχει φιλοτεχνήσει ένα μεγάλο μέρος του Πανορμίτη.
Αριστουργηματικό είναι το τέμπλο του καθολικού. Οι εικόνες του ανήκουν στη μεταβυζαντινή περίοδο, υπέροχης τέχνης με ασημώματα. Εικονίζουν δεξιά της ωραίας Πύλης τον Παντοκράτορα και τον Τίμιο Πρόδρομο, και αριστερά την Παναγία και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ενδιάμεσα υπάρχει νεώτερη εικόνα με την Πεντηκοστή, κατά την οποία καθιερώθηκε η δεύτερη πανήγυρη της μονής. Στη δεξιά πλευρά του ναού μεταξύ του αναλογίου και του τέμπλου, είναι τοποθετημένο στον τοίχο το εικονοστάσι με την μεγάλη εικόνα του Πανορμίτη τον πιο πολύτιμο θησαυρό του μοναστηριού και ολόκληρης της Σύμης.
Από επιγραφή που υπάρχει στη θαυματουργή ολόσωμη εικόνα του Πανορμίτη μαρτυρείται ότι ασημώθηκε το 1724 μ.Χ. από τον Ιωάννη Πελοποννήσιο με έξοδα των καπεταναίων, του κλήρου και της κοινότητας Σύμης. Μπροστά στο θαυματουργό εικόνισμα που συγκεντρώνει το σεβασμό, τις προσδοκίες και τις ελπίδες του πιστού λαού είναι κρεμασμένα πλήθος αφιερώματα αργυρά τάματα, ομοιώματα, τιμαλφή.
Στα συμιακά νανουρίσματα η μητέρα του βρέφους μαζί με την Παναγία και τον Χριστό, επικαλείται και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ με τις προσωνυμίες που έχει στις Μονές και τα Εξωκκλήσια της Σύμης:
Νάννι νάννι ναννουριάζω
Και της Παναγιάς φωνάζω,
Για να θρέψει το παιδίμ μου
Και να γιάνει την ψυχήμ μου.
Έλα Παναγιά Μεγάλη
Στου παιδιού μου το κεφάλι.
Φώναξε του Παερμιώτη,
Να του δώννει ωραιότη.
Φώναξε του Κουρκουνιώτη,
Με την όμορφή του νιότη
Φώναξε και του Σωτήρη,
Να το κάμει νοικοκύρη.
Φώναξε του Μιχαήλη,
Να ΄ρτει να το με(γ)αλύνει.
Φώναξε του Κοκκιμίδη,
Που ΄χει χάδια να του γίδει emoticon smile δίνει).
Παναγιά μου, Παναγιά μου,
Θάρρος και παρηγοριά μου!

Η ίδια θερμή πίστη της μάνας προς τη Μητέρα όλου του κόσμου, την Παναγία, προς τον Χριστό και προς τον Πανορμίτη εκφράζεται και στο παρακάτω ταχτάρισμα:
Το παιδάκι μου ΄γαπώ
Τίνα θα ΄βρω να το πω
΄Α το πω της Παναγιάς
΄Α του δώννει την υγειά.
΄Α το πω και του Σωτήρη,
΄Α το κάμει νοικοκύρη.
΄Α το πω του Παερμιώτη,
΄Α ΄ρτει κάτω να το γλέπει.

Τα θαύματα του Πανορμίτη μας αναρίθμητα. Παραθέτουμε ενδεικτικά:
1. Το θαύμα με τη χήνα
Στο Μουσείο της Μονής Πανορμίτη υπάρχει ένα χαρακτηριστικό αφιέρωμα, μια ασημένια χήνα που αναφέρεται σε ένα ανάλογο περιστατικό, που συνέβη τον περασμένο αιώνα. Είχε σύμφωνα με την παράδοση προσεγγίσει ένα καράβι με Έλληνα καπετάνιο και τουρκικό πλήρωμα. Σαν ξεκίνησε το καράβι να φύγει στάθηκε αδύνατο να βγεί έξω απ το λιμάνι. Τότε ο πλοίαρχος ρώτησε τους άνδρες του πληρώματος εάν κανείς είχε πάρει τίποτα απ το μοναστήρι και ο Πανορμίτης τους εμπόδισε να φύγουν και εκείνοι του ομολόγησαν ότι έσφαξαν μια χήνα και την έφαγαν. Μόνο αφού έταξαν ασημένια τη χήνα κατάφεραν να βγούν έξω απ το λιμάνι. Αυτή είναι η μικρή αλλά εύγλωττη μαρτυρία της ασημένιας χήνας, που βρίσκεται στο Μουσείο του Πανορμίτη.

2. Ίαση παράλυτου παιδιού
Μία Κυριακή ήρθε στο μοναστήρι ένας παππούς για να βαπτίσει το εγγονάκι του. Μας ανέφερε το θαύμα που έγινε στον εξάχρονο γιό του, ο οποίος ξαφνικά έμεινε παράλυτος. Έτρεχε στους γιατρούς αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να το βοηθήσουν. Απελπισμένος βρέθηκε στον Αρχάγγελο στον Πανορμίτη. Ήταν το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Κάθε μέρα έκαναν και μία λειτουργία στον Ταξιάρχη και τον παρακαλούσαν με πολύ θερμή πίστη να δώσει την υγεία στο βασανισμένο αυτό παιδάκι. Στην έβδομη λειτουργία το παιδάκι σηκώθηκε μέσα στη Εκκλησία και περπάτησε. Με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης ευχαρίστησαν τον Κύριο διότι δια των πρεσβειών του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, χάρισε την υγεία στο παράλυτο παιδί. Ο πατέρας του μετά το θαύμα έκτισε ναύδριο προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, το όνομα του οποίου έφερε το παιδί, και έδωσε στην κόρη του το όνομα Μιχαλίτσα. Τώρα ήρθε στο μοναστήρι για να βαπτίσει το εγγονάκι του.

3. Ίαση τυφλού βουτηχτή
Ένας Καλύμνιος σφουγγαράς πριν 60 περίπου χρόνια, σύμφωνα με τη διήγηση του γιού του ιεροψάλτη στον Άγιο Βασίλειο Πειραιά, έχασε την όρασή του. Οι Καλύμνιοι όπως είναι γνωστό, τιμούν πάρα πολύ και ευλαβούνται τον Αρχάγγελο Μιχαήλ τον Πανορμίτη. Έτσι ο Καλύμνιος αυτός βουτηχτής προσευχόταν και παρακαλούσε τον Άγιο να του χαρίσει το φως του και να βλέπει όπως πρώτα. Επειδή όμως το θαύμα δεν γινόταν, επιβιβάστηκε σε ένα καίκι και ήλθε στο μοναστήρι του Πανορμίτη πιστεύοντας ότι εάν πήγαινε στο σπίτι του, ο άγιος θα εισάκουε την παράκλησή του. Mόλις το καικι μπήκε στον όρμο του Πανορμίτη άνοιξαν τα μάτια του. Τότε ο άνθρωπος αυτός έπεσε στην θάλασσα κι έφτασε στη μονή κολυμπώντας, για να προσκυνήσει τη χάρη του και να τον ευχαριστήσει.
http://www.saint.gr/3410/saint.aspx

Λέων Τολστόι 1828 – 1910

Λέων Τολστόι
1828 – 1910

Λέων Τολστόι

Ρώσος συγγραφέας, ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του κόσμου. Είναι γνωστός για τα έργα του «Πόλεμος και Ειρήνη» και «Άννα Καρένινα», που συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών.
Ο κόμης Λεβ Νικολάγεβιτς Τολστόι, γνωστός στο ελληνικό κοινό ως Λέων Τολστόι, γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1828 (28 Αυγούστου, με το παλαιό ημερολόγιο) στη Γιάσναγια Πολιάνα της Ρωσίας από αριστοκρατική οικογένεια. Ορφάνεψε, όμως, προτού κλείσει τα δέκα του χρόνια και από πατέρα και από μητέρα.
Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καζάν ανατολικές γλώσσες και νομικά, μα δεν πήρε το δίπλωμά του. Ήταν φύση ανήσυχη, γεμάτη σχέδια και αναμορφωτικές ιδέες, επηρεασμένος από τη Γαλλική Επανάσταση. Θέλησε να ανυψώσει τους Ρώσους χωρικούς και να μορφώσει τα παιδιά τους. Ίδρυσε, μάλιστα, και σχολείο και εξέδωσε παιδαγωγικό περιοδικό με τον τίτλο «Γιάσναγια Πολιάνα».
Έχοντας μεγάλα χρέη από τη χαρτοπαιξία, αποφάσισε να καταταγεί στο στρατό. Πήρε μέρος στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), όπου γνώρισε την ψυχή του ρώσου στρατιώτη και τη φρίκη του πολέμου. Στη συνέχεια επιχείρησε δύο ταξίδια και γυρίζοντας στη Ρωσία, παντρεύτηκε (1862), έκανε οικογένεια κι έζησε ευτυχισμένος «σαν πατριάρχης», όπως έγραψε ο ίδιος. Με την κατά 16 χρόνια μικρότερη σύζυγό του Σοφία Μπερς απέκτησε 13 παιδιά. Την περίοδο εκείνη έγραψε τα δύο αριστουργήματά του «Πόλεμος και Ειρήνη» (1869), το οποίο ζωντανεύει τη Ναπολεόντεια εποχή και την «Άννα Καρένινα» (1877), ένα δυνατό ψυχογραφικό και οικογενειακό δράμα.
Η ανησυχία του, όμως, ταράζει και πάλι τη ζωή του. Είχε τύψεις που ζούσε μέσα στα πλούτη, ενώ τόσοι άλλοι δυστυχούν. Θέλει να τα αφήσει όλα, περιουσία, οικογένεια, δόξα και να ζήσει απλά, σύμφωνα με τις ιδέες του. Τότε γράφει τα έργα του με τα μεγάλα προβλήματα και τις υψηλές ηθικές αρχές της αγάπης, της καλοσύνης και της συμπόνοιας: «Πάτερ Σέργιος» (1898), «Σονάτα του Κρόιτσερ» (1889), «Κύριος και δούλος» (1895) και «Ανάσταση» (1899). Έγραψε, ακόμα, ένα δραματικό έργο, «Το κράτος του ζόφου» (1886) κι ένα θαυμάσιο μεγάλο διήγημα «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς» (1866).
Το 1910 αποφασίζει να εγκαταλείψει τα «εγκόσμια», να τα αρνηθεί όλα και να ζήσει μία απλή ζωή μέσα στη φύση. Μα είναι πια 82 ετών και η υγεία του κλονίζεται. Στις 20 Νοεμβρίου (7 Νοεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο) ο σπουδαίος ρώσος συγγραφέας, «ο γίγας της ρωσικής γης», όπως τον αποκαλούν, άφησε την τελευταία του πνοή στη σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης Αστάκοβο της Ρωσίας.
Η ζωή του Τολστόι χαρακτηρίστηκε από μεγάλες αντιθέσεις, καθώς τα πρώτα άσωτα χρόνια της αριστοκρατίας τα διαδέχτηκε η ριζοσπαστική μεταστροφή του προς την άρνηση του πλούτου, τη φιλανθρωπία και προς έναν ιδιόμορφο ειρηνιστικό και χριστιανικό αναρχισμό, που έτυχε θαυμασμού από προσωπικότητες όπως ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και επισφραγίστηκε με τον αφορισμό της Ρωσικής Εκκλησίας.
Περί Πηγών...

ο "Μεγάλος Ταξιάρχης"

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη δημοσίευση του χρήστη ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΑ.
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Ο χρήστης ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΑ πρόσθεσε 5 νέες φωτογραφίες.
www.monastiriaka.gr
Χίος
Ιερός Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών ή ο "Μεγάλος Ταξιάρχης" στα Μεστά (Μαστιχοχώρια).

Αλέκος Σακελλάριος 1913 – 1991

Αλέκος Σακελλάριος
1913 – 1991

Αλέκος Σακελλάριος

Κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου του 1913. Σπούδασε νομικά και ξεκίνησε την πολυσήμαντη καριέρα του ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Μαθητής». Η πένα του δημοσιογράφου δεν σταμάτησε να τον συντροφεύει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, αφού αρθρογραφούσε και κρατούσε μόνιμη στήλη χρονογραφήματος σε διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες για περίπου 60 χρόνια.
Γρήγορα άρχισε ν’ ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων και κειμένων για επιθεωρήσεις, ξεκινώντας το 1935 με το «Βασιλιά του Χαλβά», που ανέβασε ο θίασος του Πέτρου Κυριακού στο θέατρο «Κοτοπούλη». Πολυγραφότατος, στο θέατρο έγραψε 185 έργα, πολλά απ’ τα οποία είναι καρποί της ευδόκιμης συνεργασίας του με το Χρήστο Γιαννακόπουλο.
Αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής, το 1946 ξεκίνησε εξίσου λαμπρή καριέρα και στον κινηματογράφο, σκηνοθετώντας ύστερα από παράκληση του Φιλοποίμενα Φίνου την ταινία «Παπούτσι από τον τόπο σου», σε σενάριο δικό του και του Χρήστου Γιαννακόπουλου.
Γρήγορα διέπρεψε και στον τομέα του κινηματογράφου, μεταφέροντας αρχικά τα ήδη δοκιμασμένα στη σκηνή θεατρικά του έργα και αργότερα με ταινίες που βασίζονταν σε αυτούσια κινηματογραφικά του σενάρια, ταινίες που αποτέλεσαν σταθμό εμπορικότητας, («Λατέρνα φτώχια και φιλότιμο», «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», «Η θεία απ’ το Σικάγο» κ.ά.) και ανέδειξαν τους γνωστότερους σήμερα ηθοποιούς του κινηματογράφου (Τζένη Καρέζη, Αλίκη Βουγιουκλάκη, κ.ά.)
Έγραψε στίχους αμέτρητων τραγουδιών, που είχαν ως αφετηρία τη θεατρική σκηνή, αλλά γρήγορα αποκτούσαν πανελλήνια εμβέλεια («Άστα τα μαλλάκια σου...», «Πάμε σαν άλλοτε», «Πού να’ σαι τώρα», «Το τραμ το τελευταίο», «Ο Ταμπαρίφας» κ.ά.). Περίπου 1.500 τραγούδια φιλοξενούν τους στίχους του, ανάμεσά τους κι αυτά που ξεκινούσαν την πορεία τους από το πανί της μεγάλης οθόνης και συγκεκριμένα από τις ταινίες του («Γαρύφαλλο στ’ αυτί», «Πες μου μία λέξη», «Τράβα μπρος», «Αστο το χεράκι σου», «Νιάου-νιάου βρε γατούλα», «Υπομονή» κ.ά.).
Η πορεία του φυσικά δεν σταμάτησε εδώ. Προσέγγισε το χώρο της τηλεόρασης από το πειραματικό της ακόμη στάδιο και υπήρξε ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης πάνω από 40 τηλεοπτικών κωμωδιών («Δόκτωρ Τικ», «Μία Αθηναία στην Αθήνα» κ.ά.), ενώ παράλληλα παρουσίαζε μόνιμες ψυχαγωγικές εκπομπές («Εγώ κι εγώ», «60 λεπτά χωρίς λεπτά», «Μόνο για σας», «Έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα», «Η παλιά επιθεώρηση», κ.ά.).
Τιμήθηκε με το «Έπαθλο Ξενόπουλου» για τα θεατρικά του έργα «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (αργότερα ταινία με πρωταγωνιστές τους Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Βύρωνα Πάλλη), «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (αργότερα ταινία με πρωταγωνιστή τον αξεπέραστο Βασίλη Λογοθετίδη και πολλά χρόνια μετά ρημέϊκ με τίτλο «Ο Σπαγγοραμένος» με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα), ενώ η ταινία του «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» ψηφίστηκε ως η καλύτερη ταινία της πενταετίας 1955-60, κατά τη διάρκεια της α’ εβδομάδας του Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη (μαζί με τη Στέλλα και το Δράκο).
Η αφηγηματική του δεινότητα στην ενθύμηση παλιών και αξέχαστων στιγμών αποτυπώθηκε στις σελίδες του βιβλίου του «Λες κι ήταν χθες» (Εκδόσεις Σμυρνιωτάκη).
Δημιουργικός και δραστήριος, χρονογραφούσε μέχρι το τέλος της ζωής του, που ήρθε στις 28 Αυγούστου του 1991.

Οι Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ

http://archangelosmichail.gr/i-archangeli-gavriil-ke-michail-ti-giortazoume-stis-8-noemvriou


Οι Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ: Τι γιορτάζουμε στις 8 Νοεμβριου;


Αποτέλεσμα εικόνας για Οι Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ: Τι γιορτάζουμε στις 8 Νοεμβριου;"

Η Εκκλησία στις 8 Νοεμβρίου γιορτάζει τη σύναξη των Παμμέγιστων αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, καθώς και των υπολοίπων Ασωμάτων και Ουράνιων Αγγελικών Ταγμάτων.

Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάζονται συνήθως με σπαθί ή σκήπτρο στο δεξί χέρι, σύμβολο της εξουσίας που τους χάρισε ο Θεός. Στο αριστερό χέρι κρατούν πολλές φορές μια σφαίρα που συμβολίζει τον κόσμο.Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι άγγελος, δηλαδή κτιστό, αόρατο και τέλειο πνεύμα, το οποίο δεν το περιορίζει ούτε ο χρόνος, ούτε ο χώρος.

Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι ο μόνος που ονομάζεται Αρχάγγελος κατά την Αγία Γραφή καθώς και «ένας των πρώτων αρχόντων» και «άρχων» και το όνομά του σημαίνει «Ποιος Είναι Ομοιος με τον Θεό;».
Είναι άγγελος ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη όταν ο Εωσφόρος – που κατείχε την ύψιστη θέση στην κτιστή τελειότητα και το όνομά του σημαίνει «αυτός που φέρει το φως» – επικεφαλής μικρής ομάδας στασιαστών αγγέλων (οι μετέπειτα δαίμονες) που ήθελαν να μην υπακούσουν στις διαταγές του Θεού επαναστατεί, τότε ο Άγγελος Μιχαήλ αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο στην υποστολή της ανταρσίας του, κερδίζοντας έτσι τον τίτλο του Αρχάγγελου.
Μάλιστα ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ήταν εκείνος που ανήγγειλε στον Αβραάμ την ανάγκη θυσίας του γιου του, Ισαάκ, ενώ ήταν και εκείνος που οδήγησε το λαό του Ισραήλ στη φυγή από την Αίγυπτο.
Στην Καινή Διαθήκη, αυτός είναι που θα αναγγείλει τη δεύτερη έλευση του Ιησού Χριστού και την αρπαγή της εκκλησίας Του, ενώ είναι παρών και στον Ιησού του Ναυί, την πτώση της Ιεριχούς, καθώς και στις ιστορίες του Εμμανουήλ, Δαβίδ και Ηλία. Πάντοτε κρατά ρομφαία, η οποία δίνει την πύρινη τιμωρία στους εχθρούς του Θεού.
Τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον συναντάμε επίσης και στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, όπως επίσης και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου ως επικεφαλής των Αγγέλων πολεμά το Σατανά.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Μιχαήλ θεωρείται από το λαό ότι είναι ο ψυχοπομπός άγγελος, δηλαδή μεταφέρει τις ψυχές στον ουρανό. Μάλιστα σε ορισμένες περιοχές, όπως τη Θράκη, υπάρχουν κάποιες προλήψεις και ο κόσμος δεν αφήνει τη μέρα αυτή τα παπούτσια του έξω από το σπίτι, για να μην τα δει ο Αρχάγγελος και «ενθυμηθεί αυτούς και αναλάβει εκ της ζωής».
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ (Ταξίαρχος και Αρχιστράτηγος) είναι επίσης και ο Προστάτης Άγιος της Πολεμικής Αεροπορίας και η μνήμη του γιορτάζεται με κάθε μεγαλοπρέπεια σε όλες τις Μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι ένας από τους απροσμέτρητους αγγέλους. Το όνομά του σημαίνει «ήρωας του Θεού» και είναι ένας από τους λίγους αγγέλους που ονοματίζονται στην Αγία Γραφή.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι ο άγγελος που εμφανίστηκε στο προφήτη Δανιήλ, στην γυναίκα του Μανωέ, και της αναγγέλλει πως θα γεννήσει τον Σαμψών. Στον Ιωακείμ και την Αννα, και τους αναγγέλλει πως θα γεννήσουν την Παναγία. Στον ιερέα Ζαχαρία, πως θα γεννήσει τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι αυτός με τον οποίο συνδέονται όλα τα γεγονότα που έχουν σχέση με την γέννηση του Χριστού, είναι εκείνος που έδωσε τον κρίνο στην Παναγία και της ανακοίνωσε ότι θα γεννήσει το Γιο του Θεού και αυτός παρουσιάστηκε στους βοσκούς. Αυτός είπε στον Ιωσήφ, να πάρει την Μαρία και το βρέφος και να φύγει στην Αίγυπτο και ύστερα από καιρό, να επιστρέψει στη γη του Ισραήλ.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ τιμάται από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία στις 26 Μαρτίου, στις 13 Ιουλίου, καθώς επίσης και στις 8 Νοεμβρίου, μαζί με τον Μιχαήλ (η Σύναξη αυτών) και αποτελούν το δεύτερο από τα εννέα τάγματα ασωμάτων .
Πηγή:  iefimerida.gr

Τίτος Βανδής 1917 – 2003

Σημαντικός ηθοποιός, με θητεία στο Μπρόντγουεϊ και το Χόλιγουντ. Από τους λιγοστούς Έλληνες ηθοποιούς με διεθνή καριέρα.
Ο Τίτος Βανδής γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1917 στο Νέο Φάληρο. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας της Καβάλας (ο πατέρας του ήταν καπνέμπορος), επέστρεψε σε μικρή ηλικία στον τόπο καταγωγής των γονέων του. Σε ηλικία πέντε ετών έπαθε ελονοσία και γι' αυτό το λόγο έφυγε με τη μητέρα και τα αδέλφια του για την Ελβετία. Πήγε σχολείο στη Λωζάνη και τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Στη Θεσσαλονίκη φοίτησε στο Γαλλικό Λύκειο της πόλης, μυήθηκε στις κομμουνιστικές ιδέες από τον Κυρ-Κώστα τον τσαγκάρη και πήρε τα πρώτα μαθήματα υποκριτικής στο Ωδείο  Θεσσαλονίκης. Ο διακαής του πόθος να γίνει ηθοποιός τον ώθησε να παρατήσει το σχολείο και να κατηφορίσει στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου σε ηλικία 16 ετών.
Στη σκηνή πρωτοεμφανίστηκε το 1934 ως φοιτητής, με το έργο «Ιούδας» του Σπύρου Μελά στο Εθνικό Θέατρο. Στη σχολή του Εθνικού συνδέθηκε με τη συμμαθήτριά του Μαρία Αλκαίου, η οποία θα γίνει η πρώτη σύζυγός του για μικρό διάστημα. Μεγάλοι σταθμοί στη θεατρική διαδρομή του υπήρξαν οι συνεργασίες με τον Μιχάλη Κουνελάκη, τον Βασίλη Αργυρόπουλο, τη Μαρίκα Κοτοπούλη το 1940 και με την Κατερίνα Ανδρεάδη την περίοδο 1941-1943.
Το 1938 στρατεύτηκε και το 1940 βρέθηκε στο μέτωπο, κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου. Στην Κατοχή οργανώθηκε στο ΚΚΕ και μυήθηκε στο ΕΑΜ από τον Δήμο Σταρένιο. Το 1943 νυμφεύθηκε τη συνάδελφό του Καίτη Ασπρέα, με την οποία απέκτησε μία κόρη. Το ζευγάρι θα χωρίσει λίγο αργότερα. Το 1945 συμμετείχε σε δύο Εαμικούς θιάσους με διαλεχτούς ηθοποιούς και το 1946 δημιούργησε τον πρώτο δικό του θίασο με τον Δήμο Σταρένιο και την Αλέκα Παΐζη, η οποία θα γίνει η τρίτη του σύζυγος το 1950. Παράλληλα, ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση στο χώρο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών κι έδωσε όλες τις δυνάμεις του για τη βελτίωση συνθηκών εργασίας και πρόνοιας για νέους και απόμαχους ηθοποιούς.
Την περίοδο 1951-1956 ξαναπάτησε στο σανίδι του Θεάτρου Κοτοπούλη. Ακολούθησαν συνεργασίες του με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας (ΚΘΒΕ) και την Αθηναϊκή Σκηνή. Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε στις ταινίες του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» (1960) και «Τοπ Καπί» (1964), ενώ η πρώτη του διάκριση στη μεγάλη οθόνη ήλθε το 1962 με το πρώτο βραβείο ερμηνείας που απέσπασε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ελληνογαλλική ταινία «Πολιορκία» του Κλοντ Μπερνάρ-Ομπέρ. Το 1964 σχημάτισε εκ νέου  δικό του θίασο και παρουσίασε το έργο του Μπρένταν Μπίαν «Ένας Όμηρος», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Παράλληλα, ίδρυσε μαζί με το Γιώργο Θεοδοσιάδη τη Δραματική Σχολή Αθηνών, όπου και δίδαξε.
Τον Ιούνιο του 1965 αναζήτησε μία καλύτερη τύχη στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να ξελασπώσει από τα θιασαρχικά του χρέη κι εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Τα επόμενα χρόνια έκανε μία αξιοπρόσεκτη καριέρα στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Μεγάλες επιτυχίες του υπήρξαν οι συμμετοχές του στο θεατρικό του Μπρόντγουεϊ «Ίλια Ντάρλινγκ» (διασκευή του κινηματογραφικού «Ποτέ την Κυριακή»), σε κινηματογραφικές ταινίες («Youngs Doctors in love», «The Betsy», «Τα πάντα γύρω από το σεξ» του Γούντι Άλεν, «Εξορκιστής») και σε τηλεοπτικά σήριαλ («Χαβάη 5-0», «Κότζακ», «Επικίνδυνες Αποστολές» κ.ά.). Ασχολήθηκε, επίσης, με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων και δίδασκε ως καθηγητής στο κολέγιο της Σάντα Μόνικα στα τέλη της δεκαετίας του ‘70.
Ενδιάμεσα, ήρθε στην Ελλάδα για κάποιες εμφανίσεις στο Εθνικό Θέατρο, με αξιοπρόσεκτη την παρουσία του στο έργο «Λυσσασμένη Γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Το 1982 γνώρισε τη συνάδελφό του Μπέτυ Βαλάση, την οποία νυμφεύτηκε το 1984. Έκτοτε, έζησε μόνιμα στην Ελλάδα. Το 1983 τιμήθηκε με το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία του Γιώργου Σταμπουλόπουλου «Προσοχή, Κίνδυνος!». Έγραψε ένα και μοναδικό βιβλίο, το αυτοεξολογητικό «Κουβέντα με τους φίλους μου».
Ο Τίτος Βανδής πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 2003.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

....γιατί αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς Ἑλληνικῆς μας γλώσσας...

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη φωτογραφία της Eleonora Aggelou.

....γιατί αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς Ἑλληνικῆς μας γλώσσας...
―Τό Γιάννη τό Νυφιώτη καί τόν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς, τούς ἔκλεισε τό χιόνι ἀπάν' στό Κάστρο, τ'μ πέρα πάντα, στό Στοιβωτό τόν ἀνήφορο· τ' ἀκούσατε;
Οὕτως ὡμίλησεν ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, ἀφοῦ ἔκαμε τήν εὐχαριστίαν τοῦ ἐξ ὀσπρίων κ' ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου, τήν ἑσπέραν τῆς 23 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 186… Παρόντες ἦσαν, πλήν τῆς παπαδιᾶς, τῶν δύο ἀγάμων θυγατέρων καί τοῦ δωδεκαετοῦς υἱοῦ, ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβάς διά νά εἴπῃ μίαν καλησπέραν καί νά πίῃ μίαν ρακιά, κατά τό σύνηθες, εἰς τό παπαδόσπιτο· κ' ἡ θειά τό Μαλαμώ ἡ Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ἐλθοῦσα διά νά φέρῃ τήν προσφοράν της, χήρα ἑξηκοντοῦτις, εὐλαβής, πρόθυμος νά τρέχῃ εἰς ὅλας τάς λειτουργίας καί νά ὑπηρετῇ δωρεάν εἰς τούς ναούς καί τά ἐξωκκλήσια.
―Τ’ ἀκούσαμε κ’ ἡμεῖς, παπά, ἀπήντησεν ὁ γείτονας ὁ Πανάγος· ἔτσ’ εἴπανε.
―Τί, εἴπανε; Εἶναι σίγουρο, σᾶς λέω, ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Φραγκούλης. Οἱ βλοημένοι, δέ θά βάλουν ποτέ γνώση. Ἐπῆγαν μέ τέτοιον καιρό νά κατεβάσουν ξύλα, ἀπάν’ ἀπ’ τοῦ Κουρούπη τά κατσάβραχα, στό Στοιβωτό, ἐκεῖ πού δέν μπορεῖ γίδι νά πατήσῃ. Καλά νά τά παθαίνουν!
―Μυαλό δέν ἔχουν, αὐτός οὑ κόσμους, θά πῶ, εἶπεν ἡ θειά τό Μαλαμώ. Τώρα οἱ ἀθρῶποι γινῆκαν ἀπόκοτοι.
―Νά εἴχανε τάχα τίποτα κ’μπάνια μαζί τς; εἶπεν ἡ παπαδιά.
―Ποιός τού ξέρ’; εἶπεν ἡ θειά τό Μαλαμώ.
―Θά εἴχανε, θά εἴχανε κουμπάνια, ὑπέλαβεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. Ἀλλιῶς δέ γένεται. Πήγανε μέ τά ζεμπίλια τους γεμᾶτα. Καί τουφέκι θά εἶχαν, καί θηλειές σταίνουν γιά τά κοτσύφια. Εἶχαν πάρει κι ἁλάτι μπόλικο μαζί τους, γιά νά τ’ ἁλατίσουν γιά τά Χριστούγεννα.
―Τώρα Χριστούγεννα θά κάμουν ἀπάν’ στό Στοιβωτό τάχα; εἶπε μετ’ οἴκτου ἡ παπαδιά.
―Νά μποροῦσε κανείς νά τούς ἔφερνε βοήθεια; ἐψιθύρισεν ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐφαίνετο κάτι μελετῶν μέσα του.
Ἦτον ἕως πενηνταπέντε ἐτῶν ὁ ἱερεύς, μεσαιπόλιος, ὑψηλός, ἀκμαῖος καί μέ ἀγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εἰς τήν νεότητά του ὑπῆρξε ναυτικός, κ’ ἐφαίνετο διατηρῶν ἀκόμη λανθανούσας δυνάμεις, ἦτο δέ τολμηρός καί ἀκάματος.
―Τί βοήθεια νά τούς κάμουνε; εἶπεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. Ἀπ’ τή στεριά ὁ τόπος δέν πατιέται. Ἔρριξε, ἔρριξε χιόνι κι ἀκόμα ρίχνει. Χρόνια εἶχε νά κάμῃ τέτοια βαρυχειμωνιά. Ὁ Ἅις Θανάσης ἔγιν’ ἕνα μέ τά Καμπιά. Ἡ Μυγδαλιά δέν ξεχωρίζει ἀπ’ τοῦ Κουρούπη.
Ὁ Πανάγος ὠνόμαζε τέσσαρας ἀπεχούσας ἀλλήλων κορυφάς τῆς νήσου. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐπανέλαβεν ἐρωτηματικῶς:
―Κι ἀπ’ τή θάλασσα, μαστρο-Πανάγο;
―Ἀπ’ τή θάλασσα, παπά, τά ἴδια καί χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Ὅλο καί φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Ποῦ μπορεῖς νά ξεμυτίσῃς ὄξ’ ἀπ’ τό λιμάνι, κατά τ’ Ἀσπρόνησο!
―Ἀπό Σοφράν τό ξέρω, Πανάγο, μά ἀπό Σταβέτ;
Ὁ ἱερεύς ἐπρόφερεν οὕτω τούς ὅρους Sopra vento καί Sotto vento, ἤτοι τό ὑπερήνεμον καί ὑπήνεμον, ἐννοῶν εἰδικώτερον τό βορειανατολικόν καί τό μεσημβρινοδυτικόν.
―Ἀπό Σταβέτ, παπά… μά εἶναι φόβος μήν τονε γυρίσῃ στό μαΐστρο.
―Μά… τότε πρέπει νά πέσουμε νά πεθάνουμε, εἶπεν ὡς ἐν συμπεράσματι ὁ ἱερεύς. Δέν εἶναι λόγια αὐτά, Πανάγο.
―Ἔ! παπά μ’, ὁ καθένας τώρα ἔχει τό λογαριασμό τ’. Δέν πάει ἄλλος νά βάλῃ τό κεφάλι του στόν τρουβά, κατάλαβες, γιά νά γλυτώσ’ ἐσένα.
Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐστέναξεν, ὡς νά ᾤκτειρε τήν ἰδιοτέλειαν καί μικροψυχίαν, ἧς ζῶσα ἠχώ ἐγίνετο ὁ Πανάγος.
―Καί τί θά πάθουνε, τό κάτω κάτω; ἐπανέλαβεν, ὡς διά ν’ ἀναπαύσῃ τήν συνείδησίν του ὁ μαραγκός. Νά, θά εἶναι χωμένοι σέ καμμιά σπηλιά, τσακμάκι θά ‘χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι νά μοῦ ‘χε κ’ ἐμέ ἡ Πανάγαινα ἀπόψε στήν παραστιά μου τή φωτιά πού θέν’ ἔχουν αὐτοί. Γιά μιά βδομάδα, πάντα θά εἴχανε κουμπάνια, καί δέν εἶναι παραπάν’ ἀπό πέντε μέρες πού ἀγρίεψε ὁ χειμώνας.
―Νά πήγαινε τώρα κανένας νά λειτουργήσῃ τό Χριστό, στό Κάστρο, ἐπανέλαβεν ὁ ἱερεύς, θά εἶχε διπλό μισθό, πού θά τούς ἔφερνε κι αὐτούς βοήθεια. Πέρσι πού ἦταν ἐλαφρότερος ὁ χειμώνας, δέν πήγαμε… Φέτος πού εἶναι βαρύς…
Καί διεκόπη, ὡς νά εἶπε πολλά. Ὁ ἀγαθός ἱερεύς εἶχεν ἦθος ἀνθρώπου λέγοντος οἱονεί κατά δόσεις ὅ,τι εἶχε νά εἴπῃ. Ἐκ τῶν ὑστέρων θά φανῇ ὅτι εἶχε τήν ἀπόφασίν του καί ὅτι ὅλα τά προοίμια ταῦτα ἦσαν μεμελετημένα.
―Καί γιατί δέν κάνει καλόν καιρό ὁ Χριστός, παπά, ἂν θέλῃ νά πᾶνε νά τόν λειτουργήσουνε στήν ἑορτή του; εἶπεν αὐθαδῶς ὁ μαστρο-Πανάγος.
Ὁ ἱερεύς τόν ἐκοίταξε μέ λοξόν βλέμμα, καί εἶτα ἠπίως τοῦ εἶπε:
―Ἔ! Πανάγο, γείτονα, δέν ξέρουμε, βλέπω, τί λέμε… Ποῦ εἴμαστε ἡμεῖς ἱκανοί νά τά καταλάβουμε αὐτά!… Ἄλλο τό γενικό καί ἄλλο τό μερικό καί τό τοπικό, Πανάγο… Ἡ βαρυχειμωνιά γίνεται γιά καλό, καί γιά τήν εὐφορίαν τῆς γῆς καί γιά τήν ὑγείαν ἀκόμα. Ἀνάγκη ὁ Χριστός δέν ἔχει νά πᾶνε νά τόν λειτουργήσουνε… Μά ὅπου εἶναι μία μερική προαίρεσις καλή, κ’ ἔχει κανείς καί χρέος νά πληρώσῃ, ἂς εἶναι καί τόλμη ἀκόμα, καί ὅπου πρόκειται νά βοηθήσῃ κανείς ἀνθρώπους, καθώς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεός ἔρχεται βοηθός, καί ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καί μέ χίλια ἐμπόδια… Ἐκεῖ ὁ Θεός συντρέχει καί μέ εὐκολίας πολλάς καί μέ θαῦμα ἀκόμα, τί νομίζεις, Πανάγο;… Ἔπειτα, πῶς θέλεις νά κάμῃ ὁ Χριστός καλόν καιρό, ἀφοῦ ἄλλες χρονιές ἔκαμε κ’ ἡμεῖς ἀπό ἀμέλεια δέν πήγαμε νά τόν λειτουργήσουμε;
Ὅλοι οἱ παρόντες ἠκροάσθησαν ἐν σιωπῇ τήν σύντομον καί αὐτοσχέδιον ταύτην διδαχήν τοῦ παπᾶ. Ἡ θειά τό Μαλαμώ ἔσπευσε νά εἴπῃ:
―Ἀλήθεια, παπά μ’, δέν εἶναι καλό πρᾶμα αὐτοδά, θά πῶ, ν’ ἀφήνουν τόσα χρόνια τώρα τό Χριστό ἀλειτούργητο, τήν ἡμέρα τῆς Γέννας του… Γιά ταῦτο θά μᾶς χαλάσ’ κι οὑ Θεός!
―Κ’ εἴχαμε κάμει κ’ ἕνα τάξιμο πέρυσι τό Δωδεκάμερο, ἀλήθεια, παπαδιά; εἶπεν αἴφνης στραφείς πρός τήν συμβίαν του ὁ ἱερεύς.
Ἡ παπαδιά τόν ἐκοίταξεν ὡς νά μήν ἐνόει.
―Ὁπού ἦταν ἄρρωστος αὐτός ὁ Λαμπράκης, ἐπανέλαβεν ὁ ἱερεύς δεικνύων τόν δωδεκαετῆ υἱόν του. Θυμᾶσαι τό τάμα πού κάμαμε;
Ἡ παπαδιά ἐσιώπα.
―Ἔταξες, ἂν γλυτώσῃ, νά πᾶμε, σά-μπροστά, νά λειτουργήσουμε τό Χριστό, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του.
―Τό θυμοῦμαι, εἶπε σείουσα τήν κεφαλήν ἡ παπαδιά.
Τῷ ὄντι, ὁ μόνος υἱός τοῦ παπᾶ, ὁ δωδεκαετής Σπύρος, ὃν αὐτός ἀπεκάλει εἰρωνικῶς καί θωπευτικῶς Λαμπράκην, ἕνεκα τῆς ἄκρας ἰσχνότητος καί ἀδυναμίας, ἐξ ἧς ἔφεγγεν οἱονεί τό προσωπάκι του, εἶχε κινδυνεύσει ν’ ἀποθάνῃ πέρυσι τάς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων. Ἡ παπαδιά, ἥτις ἤγγιζεν ἤδη τό πεντηκοστόν, καί τόν εἶχε μόνον καί ὑστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων ἐπιζώντων κορασίων, ὧν αἱ δύο πρῶται ἦσαν ὑπανδρευμέναι ἤδη, καί μετά ὀκτώ γέννας, ὧν αἱ δύο διδύμων, καί πέντε θανάτους, ἡ παπαδιά εἶχε τάξει, ἂν ἐγλύτωνε τό ἀγόρι της, νά ὑπάγῃ τοῦ χρόνου νά λειτουργήσῃ τόν Χριστόν.
Τό ἐνθυμεῖτο καί τό ἐσυλλογίζετο πρό ἡμερῶν, καί ἀπ’ ἀρχῆς τῆς ὁμιλίας τοῦ παπᾶ αὐτό μόνον ἐσκέπτετο. Ἀλλ’ ἔβλεπεν ὅτι ἐφέτος θά ἦτο δυσκολώτατον, φοβερόν, ἀνήκουστον τόλμημα, ἕνεκα τοῦ βαρέος χειμῶνος, καί ἐφρόνει ὅτι ὁ Χριστός θά ἦτο συγγνώμων καί θά παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.
Ἐν τούτοις, γνωρίζουσα τήν συνήθη τακτικήν τοῦ παπᾶ, ὡς καί τήν ἰσχυρογνωμοσύνην του, ἀπεφάσισεν ἐνδομύχως νά μή ἀντιλέξῃ. Καί οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλά καί ἄλλο τι ἡρωικώτερον καί εἰς πολλούς ἀπίστευτον· ὅπου ἀποφασίσῃ νά ὑπάγῃ ὁ παπάς, νά ὑπάγῃ κι αὐτή μαζί του.
Ἦτο γυνή δειλοτάτη, ἀλλά μόνον ἐνόσῳ εὑρίσκετο μακράν τοῦ παπᾶ. Ὅταν ἦτο πλησίον τοῦ παπᾶ της, ἐλάμβανε θάρρος, ἡ καρδία της ἐζεσταίνετο, καί δέν ἐφοβεῖτο τούς κινδύνους. Ἐάν τυχόν ἀνεχώρει ὁ παπάς, χωρίς αὐτῆς, νά ὑπάγῃ εἰς τό Κάστρον, ἡ καρδούλα της θά ἔτρεμεν ὡς τό πουλάκι τό κυνηγημένον. Ἀλλ’ ἐάν τήν ἔπαιρνε μαζί του, θά ἦτο ἡσυχωτάτη.
Ἡ μεγάλη κόρη, ἡ εἰκοσαέτις τό Μυγδαλιώ, ἐνόησεν ἀμέσως τά τρέχοντα, καί ἤρχισε, παρά τό πλευρόν τῆς μητρός της καθημένη, πλησίον τῆς ἑστίας, νά ὀλολύζῃ ταπεινῇ τῇ φωνῆ εἰς τό οὖς τῆς μητρός της.
―Ποῦ θά πᾶτε, θά πῶ; Παλαβώσατε, θά πῶ;… Μέ τέτοιον καιρό!… Νά πᾶτε στό Κάστρο! Ὤχ! καημένη… Τί νά γίνω;
Ἡ νεωτέρα κόρη, ἡ δεκαεξαέτις τό Βασώ, ἀρχίσασα καί αὐτή νά ἐννοῇ ὑπεψιθύρισε:
―Τί λέει;… Θά πᾶνε στό Κάστρο;… Κι ἄρχισες τά κλάματα! Μουρλάθηκες! Σιώπα, θά μέ πάρουν κ’ ἐμέ μαζί… Θά μέ πάρετε, μᾶ;
―Σούτ! Λ’φάξτε! εἶπεν αὐστηρῶς ἡ παπαδιά.
―Τί τρέχει; εἶπεν ἡ θειά τό Μαλαμώ, ἀκούσασα τούς ψιθυρισμούς ἐκεῖθεν τῆς ἑστίας.
―Τίποτε, Μαλαμώ, εἶπε μέ αὐστηρόν βλέμμα ὁ παπάς· ἡσύχασε. Πανάγο, εἶπε στραφείς πρός τόν γείτονα τόν μαραγκόν, εὑρών [[|εὔσχημον τρόπον νά τόν ἀποπέμψῃ, δέν πᾷς, νά ‘χῃς τήν εὐχή, νά πῇς τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ τοῦ Μπέρκα νά ‘ρθῇ ἀπό δῶ, τόνε θέλω νά τ’ πῶ;…
Ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός ἠγέρθη ὑψηλός, μεγαλόσωμος, ὀλίγον κυρτός, τινάξας τά σκέλη του.
―Πηγαίνω, παπά, εἶπε. Θέλω κ’ ἐγώ νά πάω νά ἰδῶ μή μὄχῃ τίποτα ἡ Πανάγαινα γιά νά φᾶμ’ ἀπόψε.
―Πήγαινε νά τοῦ πῇς πρῶτα κ’ ὕστερα γυρίζεις καί τρῶτε.
―Ἡ εὐχή σας. Καληνύχτα, παπαδιά.
Κ’ ἐξῆλθε.
―Τί λέει, θά πῶ, εἶπεν ἡ θειά τό Μαλαμώ, μετά τήν ἀναχώρησιν τοῦ Πανάγου, θά πᾷς στό Κάστρο, παπά;
―Νά ἰδοῦμε τί θά μᾶς πῇ κι ὁ μπαρμπα-Στεφανής ὁ Μπέρκας.
―Ἰγώ, ἕνας-ιμ, εἶπεν ἡ θειά τό Μαλαμώ, ἂ θέ πᾷς, ἔρχουμι.
―Κ’ ἰγώ, εἶπεν ἡ παπαδιά.
―Δέν εἶναι γιά νά ‘ρθῇς ἐσύ, παπαδιά, εἶπεν ὁ ἱερεύς. Φτάνει πού θά κακοπαθήσω ἐγώ… Δέν πρέπει νά λείψουμε κ’ οἱ δύο ἀπ’ τό σπίτι.
―Ἰγώ τό ‘καμα τού τάμα, εἶπεν ἡ παπαδιά.
―Μά ἂν πάω ἐγώ τό ἴδιο εἶναι.
―Δέν εἶμαι ἥσυχη, ἂν δέν εἶμαι κουντά σου, παπά μ’, εἶπεν ἡ παπαδιά.
―Κ’ ἡμᾶς ποῦ θά μᾶς ἀφήσετε! ἔκραξε μέ δάκρυα εἰς τούς ὀφθαλμούς τό Μυγδαλιώ.
―Σιώπα, καημένη, εἶπε τό Βασώ. Θά μέ πάρ’νε κ’ ἐμένα μαζί, σιώπα!
―Ναί, ἐσένα σ’ φαίνεται πώς εἶσ’ ἀκόμα μικρή, χαδούλα μ’! Γιατί ἔτσ’ σ’ ἐμάθανε. Δέν φταῖς ἐσύ! εἶπε τό Μυγδαλιώ, ἐκχύνουσα τήν ἐνδόμυχον ζήλειαν της ἐπί τῇ τύχῃ τῆς ἀδελφῆς της, ἥτις, ὡς μικροτέρα, δέν εἶχε κρυφθῆ ἀκόμη, ἤτοι δέν ἀπείργετο τῆς κοινωνίας ὡς αἱ πρός γάμον ὥριμοι, καί ἀπέλαυε σχετικῆς τινος ἐλευθερίας.
Ὁ μικρός Λαμπράκης εἶχε πέσει ἐπί τόν τράχηλον τῆς μητρός του.
―Θά μέ πάρετε κ’ ἐμένα μαζί, μάνα; ἐψιθύρισε περιπτυσσόμενος τόν λαιμόν της.
―Τί λές, χαδούλη μ’! τί λές, πιδί μ’; ἀπήντησε φιλοῦσα αὐτόν ἡ παπαδιά. Ἐγώ, ἂν πάω, γιά σένα θά πάω, γιέ μ’· κι ἂν ἀπομείνω, γιά σένα θ’ ἀπομείνω, γιόκα μ’, γιά νά μήν κρυώσῃς. Ὅπως ἀποφασίσῃ ὁ παπάς σ’, μικρό μ’. Τώρα σύρ’ νά πῇς τήν προσευχή σ’ καί νά κάμῃς μετάνοια τ’ παπᾶ σ’, νά πλαγιάσῃς, γιά νά μή μαργώνῃς, κανάρι μ’!
―Ναί, θά πᾷς· ἂμ δέ θά πᾷς! ἔκραξε τό Μυγδαλιώ, ἀπαντῶσα, εἰς ἓν ρῆμα τῆς μητρός της.
―Σιωπᾶτε! ἀκόμα δέν ἀποφασίσαμε τίποτε, κ’ ἐσηκώσατ’ ἐπανάσταση, εἶπεν ὁ παπάς. Νά ἰδοῦμε τί θά μᾶς πῇ κι ὁ μπαρμπα-Στεφανής.
Εἶτα στραφείς πρός τήν παπαδιά:
―Μᾶς φέρανε τίποτε λειτουργιές, μπάριμ;
Ἡ παπαδιά ἔδειξε διά τοῦ βλέμματος, σκεπασμένας μέ ραβδωτήν δίχρουν σινδόνα, τάς ὀλίγας προσφοράς, ὅσας εἶχαν φέρει εἰς τήν οἰκίαν τοῦ ἱερέως τινές τῶν ἐνοριτισσῶν, μέλλουσαι νά μεταλάβωσι τῇ ἐπαύριον, παραμονῇ τῶν Χριστουγέννων. Ἡ θειά τό Μαλαμώ τάς εἶχεν ἰδεῖ πρό πολλοῦ, καί προσεπάθει νά τάς ξεσκεπάσῃ οἱονεί μέ τάς ἀκτῖνας τοῦ βλέμματος, νά μαντεύσῃ ὣς πόσαι νά ἦσαν.
―Μᾶς βρίσκεται καί τίποτε παξιμάδι; ἠρώτησε πάλιν ὁ ἱερεύς.
―Θά ἔμεινε κάτι ὀλίγο ἀπ’ τῆς Παναγιᾶς. Ὅλο τό Σαραντάημερο ζυμώνομε κί τρῶμε ἀπ’ τά βλογούδια, εἶπεν ἡ πρεσβυτέρα.
Βλογούδια ἦσαν οἱ μικροί σταυροσφράγιστοι ἀρτίσκοι, οἱ προσφερόμενοι ὑπό τῶν ἐνοριτῶν εἰς τούς οἴκους τῶν ἱερέων κατά τό Σαρανταήμερον. Ἀντί ὅμως ἀρτίσκων, αἱ περισσότεραι ἐνορίτισσαι κατά τούς τελευταίους χρόνους ἐπροτίμων νά προσφέρωσιν ἁπλοῦν ἄλευρον, καί διά τοῦτο ἡ παπαδιά εἶπεν ὅτι «ἐζύμωναν ἀπ’ τά βλογούδια».
Βῆμα ἠκούσθη εἰς τόν πρόδομον. Ἠνοίχθη ἡ θύρα καί εἰσῆλθεν ὁ μπαρμπα-Στεφανής ὁ Μπέρκας, ὑψηλός, στιβαρός, σχεδόν ἑξηκοντούτης, μέ παχύν φαιόν μύστακα, μέ σκληρόν καί ἡλιοκαές δέρμα, φορῶν πλατύν κοῦκον καί καμιζόλαν μαλλίνην βαθυκύανον, μέ τό ζωνάρι κόκκινον δύο πιθαμές πλατύ. Κατόπιν τούτου ἐφάνη καί ἄλλη μορφή, ὀρθή ἱσταμένη παρά τήν θύραν. Ἦτο ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, ὅστις, ἂν καί εἶχεν ἀφήσει τήν καλήν νύκτα, εἰπών ὅτι θά μετέβαινεν οἴκαδε νά δειπνήσῃ, οὐχ ἦττον, κεντηθείσης, φαίνεται, τῆς περιεργείας του νά μάθῃ τί τόν ἤθελαν τόν μπαρμπα-Στεφανή τόν Μπέρκαν, ἀνέβη καί πάλιν εἰς τήν οἰκίαν τοῦ παπᾶ.
―Καπετάν Στεφανή, εἶπεν ὁ ἱερεύς, τί λές, μ’ αὐτόν τόν καιρό, μπορεῖ κανείς νά πάῃ στό Κάστρο, μέ τ’ βάρκα, ἀπό Σταβέτ;
―Ἀπό Σταβέτ;… μέ τ’ βάρκα;… στό Κάστρο;… ἠκούσθη ἀπό τῆς θύρας ὡς καινή τις πρωθύστερος καί ἀνάστροφος ἐρωτηματική ἠχώ.
Ἦτο ὁ μαστρο-Πανάγος ὁ μαραγκός, μέ τήν κεφαλήν προέχουσαν ὣς τό ἀνώφλιον, μέ τήν μίαν πλευράν οἱονεί κολλημένην ἐπί τοῦ παραστάτου.
Ἀλλ’ ὁ μπαρμπα-Στεφανής, μόλις ἤκουσε τήν ἐρώτησιν τοῦ ἱερέως, καί χωρίς νά σκεφθῇ πλέον τοῦ δευτερολέπτου, μέ τήν χονδρήν, ταχεῖαν κ᾿ ἐμπερδεμένην προφοράν του ἀνέκραξε:
―Μπράβο! μπράβο! ἀκοῦς! ἀκοῦς! Στό Κάστρο; μετά χαρᾶς! ὄρεξη νά ‘χῃς, ὄρεξη νά ‘χῃς, παπά!
―Νά ἄνθρωπος! εἶπεν ὁ παπάς. Ἔτσι σέ θέλω, Στεφανή! Τί λές, εἶναι κίνδυνος;
―Κίντυνος, λέει; Ντίπ, καταντίπ, καθόλ’! Ἐγώ σᾶς παίρνω ἀπάνου μ’, παπά. Μονάχα πώς μπορεῖ νά κρυώσετε, τίποτε ἄλλο. Θά ‘ρθῇ, θά ‘ρθῇ κ’ ἡ παπαδιά, θά ‘ρθῇ κι ἄλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Ἡ βάρκα εἶναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κί τριάντα νομάτοι, κί σαράντα νομάτοι, κί μ’ οὗλες τίς κουμπάνιες σας, μέ τά σέγια σας, μέ τά πράματά σας. Κ’ ἡ φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, ὅσον πάει κί πέφτ’. Ταχιά θά ‘χουμε καλωσύνη, μπονάτσα, κάλμα. Ὅλο κί καλωσ’νεύει, νά, τώρα καλωσύνεψε!
Ὡς διά νά ψεύσῃ τήν διαβεβαίωσιν τοῦ γέροντος πορθμέως, ὀξύς συριγμός παγεροῦ βορρᾶ ἠκούσθη σείων τά δένδρα τοῦ κήπου καί τούς ξυλοτοίχους τοῦ μαγειρείου ἐπί τοῦ σκεπαστοῦ ἐξώστου τῆς οἰκίας, αἱ ὕελοι δέ καί τά παράθυρα ἀπήντησαν διά γοεροῦ στεναγμοῦ.
―Νά! ἀκοῦς; καλωσύνεψε! εἶπε καγχάζων θριαμβευτικῶς ὁ μαστρο-Πανάγος.
―Σιώπα ἐσύ, δέν ξέρ’ς ἐσύ, ἀνέκραξεν ὁ Στεφανής. Ἐσύ ξέρ’ς νά πελεκᾷς στραβόξυλα καί νά καρφώνῃς μαδέρια. Αὐτή εἶναι ἡ στερνή δύναμη τῆς φουρτούνας, εἶναι ἀέρας πού ψυχομαχάει. Αὔριο θά μαλακώσ’ ὁ καιρός, σᾶς λέω ἐγώ. Μπορεῖ νά ‘χουμε ἀκόμα καί καμμιά μικρή χιονιά, δέ σᾶς λέω, μά ἡμεῖς, ἀπό Σταβέτ, ἀνάγκη δέν ἔχουμε.
―Καί σάν τόνε γυρίσῃ στό μαΐστρο; ἐπέμεινεν ὁ μαραγκός.
―Κί χωρίς νά τόνε γυρίσῃ στό μαΐστρο, ἐγώ σ’ λέω πώς ἀπ’ τήν Κεχριά κ’ ἐκεῖ θέν’ ἔχουμε θαλασσίτσα, εἶπε τρίβων τάς χεῖρας ὁ Στεφανής. Αὐτά εἶναι ἀποθαλασσιές καί δέ λείπουν, κατάλαβες, κι ὁ κόρφος μπουκάρει ὁλοένα, κι οὗλο στρίβει. Μά δέ μᾶς πειράζ’ ἡμᾶς αὐτό. Ἐγώ σᾶς παίρνω ἀπάνου μ’, ὁ Στεφανής σᾶς παίρνει ἀπάν’ τ’!
―Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ’ ἔκαμες ν’ ἀποφασίσω. Ἤπιες ρακί; Τράβα κι ἄλλο ἕνα, εἶπεν ὁ παπάς.
―Ἔχω πιεῖ πέντ’ ἓξ ὣς τώρα, ἔτσι νά ‘χω τήν εὐχή σ’, παπά.
―Πιέ κι ἄλλο ἕνα νά γίνουν ἑφτά.
Ὁ μπαρμπα-Στεφανής ἐρρόφησε γενναίαν δόσιν ἐκ τῆς μικρᾶς φιάλης, τῆς πάντοτε κενουμένης καί οὐδέποτε στειρευούσης, τοῦ ἱερατικοῦ μελάθρου.
―Εἴσαστ’ ἕτοιμοι, εἴσαστ’ ἕτοιμοι; εἶπεν ἀκολούθως. Πῆρες τά ἱερά σ’, παπά, τά χαρτιά σ’ οὗλα, τά ‘χεις ἕτοιμα; Ἔχετε τίποτε πράματα νά σᾶς κουβαλήσω, γιά νά ‘μαστ’ ἀ-σένιο;
―Ἀπό τώρα; εἶπεν ὁ παπα-Φραγκούλης.
―Ἀπό τώρα! Τί λές; Νά εἴμαστ’ ἀ-πρόντο, παπά. Ἐγώ στές δυό θά ‘ρθῶ νά σᾶς φωνάξω, κ’ ἐσεῖς νά εἴσαστ’ ἀ-λέστα. Διάβασε τί θά διαβάσῃς, παπά, κί στές τρεῖς νά μπαρκάρουμε.
―Ἐγώ θά εἶμαι ξυπνητός ἀπ’ τή μιά, εἶπεν ὁ ἱερεύς, γιατί ἔχω τό ξυπνητήρι μου… κ’ ἔπειτα εἶμαι καί μοναχός μου ξυπνητήρι. Μά στές τρεῖς εἶναι πολύ νωρίς. Νά χαράξῃ, Στεφανή, καί νά μπαρκάρουμε.
―Στές τρεῖς, στές τέσσερες, παπά, γιά νά μήν πέσῃ ὁ ἀέρας, νά τόν ἔχουμε πρύμα ὣς τές Κουκ’ναριές, νά ‘χουμε μέρα μπροστά μας. Ἀπό κεῖ ὣς τό Μανδράκι κι ὣς τόν Ἀσέληνο, τραβοῦμε σιγά-σιγά μέ τό κουπί. Ἀπό κεῖ ὣς τίς Κεχρεές κι ὣς τήν Ἁγία Ἑλένη, θά μᾶς παίρνῃ ἀγάλι-ἀγάλια μέ τό πανάκι. Κι ἀπ’ τήν Ἁγία Ἑλένη κ’ ἐκεῖ, ἂν δέν μπορέσουμε νά μ’ντάρουμε…
―Ἔ, ὕστερα;
―Ἐγώ θαλασσώνω καί βγαίνω στή στεριά, καί σᾶς τραβῶ μέ τήν μπαρούμα ὣς τόν Ἁι-Σώστη.
Ἐκάγχασαν ὅλοι πρός τόν ἀστεϊσμόν τοῦ ἁπλοϊκοῦ ναύτου, ὁ δέ παπάς, ὅστις ἐφοβεῖτο καί αὐτός τήν τροπήν τοῦ ἀνέμου εἰς τό μέρος περί οὗ ὁ λόγος, παρετήρησε πρός παραμυθίαν τῶν ἀκροατῶν:
―Μά ἐγώ λέω ὅτι θά μπορέσουμε στεριά νά τραβήξουμε στήν ἀκρογιαλιά, τόν κρεμνό τόν ἀνήφορο. Ὅσο ψηλά κι ἂν τό στοίβαξε τό χιόνι στά βουνά, στές ἀκρογιαλιές ὁ τόπος πατιέται.
Ἔμειναν σύμφωνοι νά ἔλθῃ ὁ λεμβοῦχος νά τούς δώσῃ εἴδησιν εἰς τάς τρεῖς, διά νά ἑτοιμασθοῦν, καί εἰς τάς τέσσαρας νά ἐκκινήσωσιν. Ὁ παπα-Φραγκούλης διέταξε νά τεθῶσιν εἰς σάκκους αἱ προσφοραί ὅσας εἶχε, καί τινα δίπυρα, καί εἰς δύο μεγάλα κλειδοπινάκια ἔθεσεν ἐλαίας καί χαβιάρι. Ἐγέμισε δύο ἑπταοκάδους φλάσκας μέ οἶνον ἀπό τήν ἐσοδείαν του. Ἐτύλιξεν εἰς χαρτία δύο ἢ τρία ξηροχτάποδα, καί μικρόν κυτίον τό ἐγέμισεν ἰσχάδας καί μεγαλόρραγας σταφίδας. Τά δύο παπαδοκόριτσα, μέ τά παράπονα καί τούς γογγυσμούς της ἡ μία, μέ τούς κρυφίους γέλωτας καί τήν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς τοῦ ταξιδίου ἡ ἄλλη, ἔβρασαν ὅσα αὐγά εἶχαν, ἕως τέσσαρας δωδεκάδας, καί τά ἔθεσαν εἰς τόν πάτον ἑνός καλαθίου, τό ὁποῖον ἀπεγέμισαν εἶτα μέ δύο πρόσφορα τυλιγμένα εἰς ὀθόνας, μέ κηρία καί μέ λίβανον. Προσέτι ὁ παπα-Φραγκούλης εἶχε παρακαλέσει τόν μπαρμπα-Στεφανήν νά περάσῃ ἀπό τά σπίτια δύο ἐμποροπλοιάρχων φίλων του, ἐκ τῶν παραχειμαζόντων μέ τά πλοῖά των εἰς τόν λιμένα, νά τούς παρακαλέσῃ ἐκ μέρους του νά τοῦ στείλουν, ἂν τούς εὑρίσκετο, ὀλίγον κρέας σαλάδο, ἐξ ἐκείνου τό ὁποῖον μαγειρεύουν εἰς τά πλοῖα τά ἐκτελοῦντα μακρούς πλοῦς. Ἐκεῖνοι φιλοτιμηθέντες ἔστειλαν δύο μεγάλα τεμάχια, ἕως πέντε ὀκάδας τά δύο.
Ὅλας ταύτας τάς προμηθείας ἔκαμνεν ὁ παπάς προβλεπτικῶς διά τούς ἀποκλεισθέντας εἰς τό βουνόν ἀπό τήν χιόνα, περί ὧν ἔγινε λόγος ἐν ἀρχῇ, καθώς καί δι’ ἑαυτόν καί τούς μεθ’ ἑαυτοῦ συνεκδημήσοντας προσκυνητάς, καθόσον ἐνδεχόμενον ἦτο νά θυμώσῃ καί πάλιν ὁ καιρός καί νά τούς κλείσῃ ὁ χειμών εἰς τό Κάστρον, ἂν ἐν τοσούτῳ ἔμελλον νά φθάσωσιν εἰς τό Κάστρον σῶοι καί ὑγιεῖς. Πρίν κατακλιθῇ, ὁ παπα-Φραγκούλης ἔστειλε μήνυμα εἰς τόν συνεφημέριόν του τόν παπ’ Ἀλέξην, ὅστις ἄλλως ἦτο καί ὁ ἐφημέριος τῆς ἑβδομάδος, ὅτι δέν θά ἦτο συλλειτουργός τήν ἐπιοῦσαν, παραμονήν τῶν Χριστουγέννων, ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῷ, καθόσον ἀπεφάσισε, σύν Θεῷ βοηθῷ, νά ὑπάγῃ νά λειτουργήσῃ τόν ναόν τοῦ Χριστοῦ, εἰς τό Κάστρον.
Εἶχαν πάρει εἴδησιν ἀφ’ ἑσπέρας δύο-τρεῖς ἐνορίτισσαι, γειτόνισσαι τοῦ παπᾶ, διότι ὁ Πανάγος ἐξελθών ἀνεκοίνωσε τό πρᾶγμα εἰς τήν γυναῖκά του, καί αὕτη τό διηγήθη εἰς τάς γειτονίσσας. Ἐπίσης καί ἡ θειά τό Μαλαμώ ἐστάλη νά φέρῃ εἴδησιν εἰς τόν κύρ Ἀλεξανδρήν τόν ψάλτην, μεθ’ ὃ ἐξελθοῦσα ἔσπευσε νά προσηλυτίσῃ δύο ἢ τρεῖς πανηγυριστάς καί ἄλλας τόσας προσκυνητρίας.
Ὅταν ἔμελλον νά ἐπιβιβασθῶσιν, εὑρέθησαν δεκαπέντε ἄτομα. Ἡ ἀπόφασις τοῦ παπᾶ καί ἡ γενναιότης τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ, μετά τήν πρώτην ἔκπληξιν, ἐνέβαλε θάρρος εἰς ἄνδρας καί γυναῖκας. Ἦσαν δέ ὅλοι ἐξ ἐκείνων, οἵτινες συχνά τρέχουσιν, ἄρρητον εὑρίσκοντες ἡδονήν, εἰς πανηγύρια καί εἰς ἐξωκκλήσια. Ἦσαν ὁ παπα-Φραγκούλης μετά τῆς παπαδιᾶς, τῆς Βασῶς καί τοῦ Σπύρου, ὁ μπαρμπα-Στεφανής μετά τοῦ δεκαεπταετοῦς υἱοῦ, ὅστις ἦτο καί ὁ ναύτης του, ἡ θειά τό Μαλαμώ, ὁ κύρ Ἀλεξανδρής ὁ ψάλτης, τρεῖς ἄλλοι πανηγυρισταί καί τέσσαρες προσκυνήτριαι. Τήν τελευταίαν στιγμήν προσετέθη καί δέκατος ἕκτος.
Οὗτος ἦτο ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνοῦς, ὁ ἀδελφός τοῦ Ἀργύρη, τοῦ ἀποκλεισμένου ἀπό τάς χιόνας. Ἦλθεν εἰς τήν ἀποβάθραν μέ σάκκον πλήρη τροφίμων καί μέ ἄλλα τινά ἐφόδια διά τήν ἐκδρομήν. Ἰδών αὐτόν ὁ ἱερεύς·
―Πῶς τό ἔμαθες, Βασίλη; τοῦ λέγει.
―Τό ἔμαθα παπά, ἀπ’ τό μαστρο-Πανάγο τό μαραγκό.
―Τί ὥρα καί ποῦ τόν εἶδες;
―Κατά τάς δέκα τόν ηὗρα εἰς τό καπηλειό τοῦ Γιάννη τοῦ Μπούμπουνα. Εἶχε φάει ψωμί κ’ ἐβγῆκε νά πιῇ δυό τρία κρασιά μέ τό ἰσνάφι. Ἔλεγε πώς ἀποφασίσατε νά πᾶτε στό Κάστρο, καί σᾶς ἐκατάκρινε γιά τήν τόλμη. Μά ἐγώ τό χάρηκα, γιατί ἀνησυχῶ γιά κεῖνον τόν ἀδερφό μου, καί θέλω νά ‘ρθῶ μαζί σας ἂν μέ παίρνετε.
―Ἂς εἶναι, καλῶς νά ‘ρθῇς, εἶπεν ὁ ἱερεύς.
Ἐξέπλευσαν. Ἐστράφησαν πρός τό μεσημβρινοδυτικόν τοῦ λιμένος, ἔβαλαν πλώρη τό ἀκρωτήριον Καλαμάκι. Ὁ ἄνεμος ἦτο βοηθητικός, καί ὁ πλοῦς εὐοίωνος ἤρχιζε. Ναί μέν, ἐκρύωναν πολύ, ἀλλ’ ἦσαν ὅλοι βαρέως ἐνδεδυμένοι. Ὁ παπάς ἐκάθισεν εἰς τό πηδάλιον φορῶν τήν γούναν του. Ἡ πρεσβυτέρα εἶχε τό σάλι της τό διπλό, ἡ θειά τό Μαλαμώ εἶχε τό βαρύ γουνάκι καί τήν κουζούκα της. Ὁ μπαρμπα-Στεφανής ἦτο μέ τήν νιτσεράδα του, μέ τόν κηρωτόν πῖλόν του μέ τόν ἱμάντα δεδεμένον ὑπό τόν πώγωνα, μέ τά μακρά πτερύγια σκεπάζοντα τά ὦτα, καί ὁ υἱός του Σπύρος, ὁ καλούμενος κοινῶς τό Μπερκάκι, μέ τάς πρεκνάδας καί μέ τάς βούλας εἰς τό πρόσωπον, ἦτο μέ τά μανίκια τῆς μαλλίνης καμιζόλας του ἀνασφουγγωμένος ὣς τούς ἀγκῶνας.
Εὐτυχῶς δέν ἐχιόνιζεν, ἀλλ’ ὁ ἄνεμος ἦτο παγερός. Αἴθριος ὁ οὐρανός, σαρωμένος ἀπό τόν βορρᾶν. Ἡ σελήνη ἦτο εἰς τό πρῶτον τέταρτον, καί εἶχε δύσει πρό πολλοῦ. Τά ἄστρα ἔτρεμαν εἰς τό στερέωμα, ἡ πούλια ἐμεσουράνει, ὁ γαλαξίας ἔζωνε τόν οὐρανόν. Ὁ πῆχυς καί ἡ ἄρκτος καί ὁ ἀστήρ τοῦ πόλου ἔλαμπαν μέ βαθεῖαν λάμψιν ἐκεῖ ἐπάνω. Ἡ θάλασσα ἔφρισσεν ὑπό τήν πνοήν τοῦ βορρᾶ, καί ἠκούοντο τά κύματα πλήττοντα μετά ρόχθου τήν ἀκτήν, εἰς ἣν μελαγχολικῶς ἀπήντα ὁ φλοῖσβος τοῦ ὕδατος περί τήν πρῷραν τῆς μεγάλης καί δυνατῆς βάρκας.
Ἔκαμψαν τό Καλαμάκι, καί ἀκόμη δέν εἶχε χαράξει. Ἤρχισε μόλις νά γλυκοχαράζῃ πέραν τῆς ἀγκάλης τοῦ Πλατανιᾶ. Ἔφεξαν εἰς τόν Στρουφλιά, ἀντικρύ τοῦ τερπνοῦ καί συνηρεφοῦς δάσους τῶν πιτύων, ἐξ οὗ ἡ θέσις ὀνομάζεται Κουκ’ναριές. Τότε οἱ ἐπιβάται εἶδον ἀλλήλους ὑπό τό πρῶτον λυκόφως τῆς ἡμέρας, ὡς νά ἔβλεπαν ἀλλήλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ὠχρά καί χείλη μελανά, ρῖνες ἐρυθραί καί χεῖρες κοκκαλιασμέναι. Ἡ θειά τό Μαλαμώ εἶχεν ἀποκοιμηθῆ δίς ἤδη ὑπό τήν πρύμνην, ὅπου ἔσκεπε τό πρόσωπόν της μέ τήν μαύρην μανδήλαν ὣς τήν ρῖνα, μέ τήν ρῖνα σχεδόν ὣς τά γόνατα. Ὁ κύρ Ἀλεξανδρής εἶχε πάρει δύο τροπάρια παραπλεύρως αὐτῆς, ὀνειρευόμενος ὅτι ἦτο ἀκόμη εἰς τήν κλίνην του, καί ἀπορῶν πῶς αὕτη ἐκινεῖτο εὐρύθμως ὡς βρεφικόν λίκνον. Ὁ υἱός τοῦ παπᾶ, ὁ Σπύρος, ἔκαμε συχνές μετάνοιες, καί ὅσον αἷμα εἶχεν, εἶχε συρρεύσει ὅλον εἰς τήν ρῖνά του, ἥτις ἦτο καί τό μόνον ὁρατόν μέλος τοῦ σώματός του. Ἡ παπαδιά ἐν τῇ εὐσεβεῖ φιλοστοργίᾳ της εἶχε κρίνει ὅτι ὤφειλε νά τόν πάρῃ μαζί, ἀφοῦ δι’ αὐτόν ἦτο τό τάξιμον. Τόν ἀπέσπασεν ἀποτόμως τῆς κλίνης, τόν ἔνιψε καί τόν ἐνέδυσε μέ διπλᾶ ὑποκάμισα, δύο φανέλας, χονδρόν μάλλινον γελέκιον, διπλοῦν σακκάκι κ’ ἐπανωφόρι, καί περιετύλιξε τόν λαιμόν του μέ χνοῶδες ὁλομάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν καί ραβδωτόν, μακρόν καταπῖπτον ἐπί τό στέρνον καί τά νῶτα. Τώρα παρά τήν πρύμνην ἀριστερόθεν τοῦ παπᾶ καθημένη, ἀριστερά της εἶχε τόν Σπύρον, καί ζητοῦσα αὐτομάτως νά ψηλαφήσῃ τούς βραχίονας καί τό στῆθός του, δέν εὕρισκε σχεδόν σάρκα ὑπό τήν βαρεῖαν σκευήν, δι’ ἧς εἶχε περιχαρακώσει τόν υἱόν της.
Ὁ παπάς, ὅστις δέν εἶχεν ἀποβάλει τήν φαιδρότητά του, οὐδ’ ἔπαυε ν’ ἀνταλλάσσῃ ἀστεϊσμούς καί σκώμματα μέ τόν μπαρμπα-Στεφανήν, στρεφόμενος πρός αὐτήν ἐνίοτε τῆς ἔλεγε:
―Νά, γι’ αὐτόνε τό Λαμπράκη, τό γιό σου, τά παθαίνουμε αὐτά, παπαδιά.
―Κί τί πάθαμε μέ τ’ δύναμ’ τ’ Θεοῦ; ἀπήντα ἡ παπαδιά, ἥτις, κατά βάθος, πολύ ἀνησύχει μέ αὐτό τό παράτολμον ταξίδιον. Εὐτυχῶς, ἡ παρουσία τοῦ παπᾶ τῆς ἔδιδε θάρρος.
―Δέ μ’ λές, παπαδιά, εἶπε μέ τήν τραχεῖαν φωνήν του ὁ μπαρμπα-Στεφανής, θελήσας ν’ ἀστεϊσθῇ καί μέ τήν πρεσβυτέραν, δέ μ’ λές, γιατί λένε: «Κύρι’ ἐλέησον! παπαδιά· πέντε μῆνες δυό παιδιά!»
―Γιατί, μαθές, τό λένε; ἀπήντησε χωρίς νά πειραχθῇ ἡ πρεσβυτέρα. Πάρε παράδειγμα ἀπό μένα. Ὀχτώ γέννες, δέκα παιδιά.
―Θά πῇ, τό λοιπόν, πώς οἱ παπαδιές εἶναι πολύ καρπερές. Μά γιατί;
―Γιατί οἱ παπάδες δέ λείπουν χρόνο-χρονικῆς ἀπό κοντά τους, εἶπεν ἡ θειά τό Μαλαμώ.
―Νά, τό Μαλαμώ πάλι τό κατάλαβε, εἶπεν ὁ παπάς, δέν σᾶς τό ‘λεγα ἐγώ; Ἐσύ κι ὁ ἐξάδερφός σου ὁ Ἀλεξανδρής (ἐννοῶν τόν ψάλτην) ἔχετε μεγάλον νοῦ.
Ὁ παπάς δέν ἔπαυε ν’ ἀστεΐζεται μέ ὅλας τάς ἐν τῷ πλοιαρίῳ ἐνοριτίσσας του. Εἰς τήν μίαν ἔλεγε: «Μά κεῖνος ὁ Θοδωρής (ἐννοῶν τόν ἄνδρα της) κοιμᾶται ὅταν τά φτιάνῃ αὐτά τά παιδιά;» Εἰς τήν ἄλλην: «Μά δέν εἶναι καμμιά πού νά μή θέλῃ παντρειά! Ἐγώ ἔχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπάν’ ἀπό διακόσια ἀνδρόγυνα, καί καμμιά δέν εὑρέθη νά πῇ πώς δέν θέλει!»
Ἀλλά τό κυριώτερον θῦμα τοῦ παπα-Φραγκούλη ἦτον ὁ Ἀλεξανδρής ὁ ψάλτης. Ἔξαφνα τόν ἠρώτα:
―Δέ μοῦ λές, Ἀλεξανδρή, τί θά πῇ, τώρα, στήν καταβασία τῶν Χριστουγέννων, «ὁ ἀνυψώσας τό κέρας ἡμῶν»; Ποιός εἶν’ αὐτός, ὁ ἀνυψώσας;
―Νά, ὁ ἀνιψιός σας, ἀπήντα ὁ κύρ Ἀλεξανδρής μή ἐννοῶν ἄλλως τήν λέξιν.
―Καί τί θά πῇ «Σκῦλα Βαβυλών τῆς βασιλίδος Σιών»; ἠρώτα πάλιν ὁ παπάς.
―Νά, σκύλα Βαβυλών, ἀπήντα ὁ ψάλτης, νομίζων ὅτι περί σκύλας πράγματι ἐπρόκειτο.
Ταῦτα ἐλέγοντο ἐνόσῳ ἦτο ὑπήνεμος ἡ βάρκα, μέ τάς κώπας βραδυποροῦσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τόν Ἀνάγυρον καί τόν Ἀσέληνον, ἀριστερόθεν πελαγωμένη ἀντικρύ τῶν Τρικέρων καί τοῦ Ἀρτεμισίου. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐκάθητο κυβερνῶν εἰς τό πηδάλιον, οἱ ἄλλοι ἐβοήθουν εἰς τήν κωπηλασίαν. Καί αὐτός ὁ κύρ Ἀλεξανδρής, ἂν καί ἀτζαμής περί τά ναυτικά πράγματα, ᾐσθάνθη τήν ἀνάγκην νά κωπηλατήσῃ διά νά ζεσταθῇ. Κ’ ἡ θειά τό Μαλαμώ ἐκωπηλάτησε σχεδόν ἐπί ἡμίσειαν ὥραν. Εὐτυχῶς, ἂν κ’ ἐκρύωναν ὅλοι, καί αἱ ψυχραί ριπαί αἱ κατερχόμεναι ἀπό τῶν χιονοφόρτων ὀρέων ἐξύριζον τά ὦτα καί τούς λαιμούς των, εἶχον ὅμως τούς πόδας θερμούς, τό εὐεργετικόν τοῦτο ἀποτέλεσμα τῆς γειτνιάσεως τοῦ πόντου. Ὁ ἥλιος εἶχε προβάλει ἀπό τά σύννεφα ἐπ’ ὀλίγας στιγμάς (ἥλιος μέ τά δόντια, ― γριά μέ τά χταπόδια! ἀνέκραξεν ὁ Λαμπράκης) διότι, ἐνῷ τήν νύκτα ᾐθρίαζε κ’ ἐγίνετο «ὁ οὐρανός καντήλι», τήν ἡμέραν συνήγοντο πάλιν τά νέφη, καί ὁ βορρᾶς ἐφαίνετο ὑποχωρῶν εἰς τόν ἀπηλιώτην, ὡς νά ἠπειλεῖτο βροχή· ἀλλά μόλις ἐπρόβαλε, κ’ ἐφάνη ὡς νά ἔβλεπε ποία ἦτο ἡ ὑψηλοτέρα καί ἐγγυτέρα κορυφή ἐκ τῶν καταλεύκων ὀρέων ὁλόγυρα, ἡ τοῦ Πηλίου ἢ ἡ τοῦ Ὄθρυος, διά νά σπεύσῃ τό ταχύτερον νά κρυφθῇ. Ἀλλά τά νέφη σωρευθέντα πάλιν τόν ἀπήλλαξαν τοῦ κόπου τούτου.
Ἡ ἀκριβής ἀπόστασις ἀπό τοῦ μεσημβρινοῦ λιμένος ἕως τό βορεινότερον ἄκρον τῆς νήσου, ὅπου ἔπλεον, θά ἦτο ὣς δέκα ναυτικῶν μιλίων. Ὁ παπάς ἔβλεπεν ὅτι ἤθελον νυκτώσει, πρίν φθάσωσιν εἰς τό Κάστρον. Ἦτο μεσημβρία ἤδη, καί δέν ἔφθασαν ἀκόμη εἰς τήν Κεχρεάν, τήν ὡραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα, μέ τάς ἐλαιοφύτους κλιτῦς, μέ τόν Ἀραδιᾶν, τόν πυκνόν δρυμῶνά της, μέ τό ρεῦμα καί τάς πλατάνους καί τούς νερομύλους της. Ὅταν ἔφθασαν εἰς τήν Κεχρεάν, συνέβη ἐκεῖνο τό ὁποῖον ὁ μέν κακόμαντις Πανάγος προέλεγεν, ὁ δέ Στεφανής δέν ἠγνόει καί ὁ παπα-Φραγκούλης προέβλεπεν. Εἴτε τροπή εἰς τόν μαΐστρον ἦτο, εἴτε ἀποθαλασσιά καί [[«μπουκάρισμα τοῦ κόρφου», τά κύματα ἤρχισαν νά ὀγκοῦνται κατάπρῳρα τοῦ μικροῦ σκάφους, καί ἡ βάρκα μέ τό λευκόν πανίον της, καί μέ τόν φλόκον καί τήν ἀντένα της, ἤρχισε νά σκιρτᾷ ἐπί τῶν κυμάτων, ὁμοία μέ Ἑλληναλβανόν χορεύοντα ἡρωικούς χορούς μέ τόν λευκόν χιτῶνα ἀνεμίζοντα, μέ τόν ἕνα βραχίονα τριγωνοειδῆ εἰς τήν μέσην, μέ τόν ἄλλον ὑψιτενῆ καί παίζοντα τά δάκτυλα. Αἱ γυναῖκες ἤρχισαν νά δειλιῶσιν. Ἡ θειά τό Μαλαμώ ἠρώτα τόν παπά ἂν δέν ἦτο καλόν ν’ ἀποβιβασθῶσι καί ἀνέλθωσιν εἰς τήν Παναγίαν τήν Κεχρεάν νά λειτουργήσωσιν, ὅπως ἑορτάσωσιν ἐκεῖ τά Χριστούγεννα. Ὁ κύρ Ἀλεξανδρής ζαλισθείς ἐζάρωσεν εἰς μίαν γωνίαν, καί οἱ ἄλλοι ἐπιβάται μεγάλως ἀνησύχουν. Μόνον δύο ἄνδρες δέν ἐδειλίασαν, ὁ μπαρμπα-Στεφανής καί ὁ παπα-Φραγκούλης.

Δημοφιλείς αναρτήσεις