Οι νόμοι στις σύγχρονες κοινωνίες διαμορφώνονται κυρίως από το
νομοθετικό σώμα με μια τεράστια παραγωγή νόμων, κανονισμών, διατάξεων,
εγκυκλίων κλπ. Η μορφή των νόμων στην αρχαία Αθήνα οριοθετούνταν κυρίως
στα δικαστήρια μέσω των αποφάσεων των ενόρκων και σε μικρότερο βαθμό από
τα νομοθετικά όργανα της πόλεως. Εκτός από τα δικαστήρια υπήρχαν και
άλλοι παράμετροι που συντελούσαν στην διαμόρφωση των νόμων και οι οποίοι
συνοψίζονται ως εξής:
Oι
νόμοι δεν είχαν την καίρια θέση που έχουν στη σύγχρονη κοινωνία κατά
την εκδίκαση μιας υπόθεσης. Χρησιμοποιούνταν ως αποδεικτικά στοιχεία,
άτεχνοι πίστεις, κατά τον αριστοτελικό όρο. Οι ένορκοι δεν ήταν
απαραίτητο να τους γνωρίζουν. Οι διάδικοι είχαν την υποχρέωση να
βρίσκουν και να προσκομίζουν το νόμο κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής
εξέτασης.
Ο λαϊκός χαρακτήρας του σώματος των ενόρκων. Θεσπισμένο από το Σόλωνα
τον 6ο αιώνα π.Χ., το σώμα των ενόρκων ήταν ανοικτό για όλους τους
άνδρες Αθηναίους πάνω από 30 ετών που δεν είχαν στερηθεί τα πολιτικά
τους δικαιώματα. Η κοινωνική σύνθεση των ενόρκων δεν προδίδει την
υπεροχή κάποιας ομάδας ή τάξης.
H απουσία κάθε είδους νομικών επαγγελματιών. Όπως και σε άλλους τομείς
της πολιτικής ζωής στην Αθήνα, το καθιερωμένο σύστημα της δικαιοσύνης
δεν επέτρεπε την ύπαρξη ειδικευμένων νομικών ή την ανάπτυξη νομικής
ορολογίας. Ο ρόλος των δικαστών στο στάδιο πριν από τη δίκη και η δομή
της δίκης, ως ένας αγώνας ανάμεσα σε δύο διαδίκους ενώπιον μιας
επιτροπής από συμπολίτες τους, έκαναν περιττή την οποιαδήποτε
εξειδικευμένη νομική γνώση. Ακόμα και η εντύπωση ότι κάποιος γνώριζε
περισσότερα πράγματα για νομικά θέματα από το μέσο Αθηναίο θα μπορούσε
να προκαλέσει δυσπιστία.
H πρωτοβουλία άσκησης ποινικής δίωξης και εκτέλεσης αποφάσεων σε
ιδιώτες. Δεν υπήρχε κάποια διορισμένη αρχή για να ασκήσει διώξεις, ούτε
αστυνομία για να καταδιώκει τους εγκληματίες, ούτε δικαστικοί κλητήρες
για να εκτελούν τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Οποιοσδήποτε ήταν
αδικημένος μπορούσε να κάνει αγωγή ή μήνυση και να επιβάλει την απόφαση
του δικαστηρίου. Όποιος νόμιζε ότι κάποιος έβλαπτε το σύνολο μπορούσε να
του κάνει μήνυση. Ο εκάστοτε μηνυτής είχε συχνά ένα πλήθος διαδικασιών
για να επιλέξει και να χρησιμοποιήσει σύμφωνα με την αυτοπεποίθησή του
και την υποστήριξη που θα είχε. Η πλήρης εξάρτηση της δίκης από την
πρωτοβουλία των διαδίκων είχε ως αποτέλεσμα να θεωρούνται οι δίκες και
τα δικαστήρια ως μία υψηλού κινδύνου διαδικασία, που δεν αποτελούσε
απαραίτητα την πρώτη και κύρια επιλογή. Η διαμεσολάβηση και η διαιτησία
ήταν συχνά οι εναλλακτικές λύσεις που συνέφερε να επιλέξουν.
Οι νόμοι στην αρχαία Αθήνα ήταν κυρίως διαδικαστικοί, δηλαδή ρύθμιζαν τη
διαδικασία εφαρμογής των δικαιωμάτων του ατόμου. Οι Αθηναίοι, σε πλήρη
αντίθεση με τους σύγχρονους νομοθέτες, προτιμούσαν περισσότερο να
επιβάλλουν διαδικασίες παρά να καθορίζουν αδικήματα. Έτσι, οι
περισσότεροι νόμοι αφορούσαν τη θέσπιση μηχανισμού ικανοποίησης ενός
συγκεκριμένου δικαιώματος παρά τη λογική και συνεκτική θεμελίωση μιας
έννοιας, όπως δολοφονία, ύβρις ή κλοπή.
Αυτό το ζήτημα φαίνεται στο νόμο περί ύβρεως, από τον οποίο δεν
προκύπτει ξεκάθαρα ποια είναι η αντικειμενική υπόσταση της ύβρεως.
Eικάζεται ότι ήταν γνωστή και εάν ρωτούσε κανείς έναν Αθηναίο πιθανόν να
του απαντούσε ότι μπορούσε να αναγνωρίσει μία.
Πάντως, υπάρχουν και μερικές περιπτώσεις ουσιαστικών νόμων, όπως ο νόμος
της εξ αδιαθέτου διαδοχής. H παράμετρος αυτή καθώς και τα λαϊκά
δικαστήρια συνέβαλαν σε εκείνο που μπορεί κανείς να ονομάσει επιβολή
μιας ηθικής διάστασης παρά απόδοση της δικαιοσύνης με τη σύγχρονη
έννοια. Με άλλα λόγια η έλλειψη νομικής εμπειρίας των ενόρκων, με το
νόμο να είναι ένα ζήτημα ισχυρισμών και αποδεικτικών στοιχείων, και η
έλλειψη ξεκάθαρου νομικού προσδιορισμού των αδικημάτων επέτρεπαν στον
κάθε ένορκο να χρησιμοποιήσει την προσωπική του αντίληψη για να
αποφανθεί επί λεπτών νομικών προβλημάτων, για παράδειγμα εάν μία πράξη
είναι ύβρις.
Γι αυτό το λόγο συχνά οι ένορκοι επηρεάζονταν και από άλλους παράγοντες,
όπως η κοινωνική και οικονομική θέση των διαδίκων, το γόητρό τους, οι
προκαταλήψεις και οι προσωπικές τους έχθρες. Οι νόμοι της Αθήνας
χρησιμοποιούνταν κάθε μέρα στα λαϊκά δικαστήρια· όμως είναι δύσκολο να
βρεθούν κάποια ίχνη περαιτέρω επεξεργασίας τους.