Θωμάς
Σίδερης * με αφορμή την τελευταία πράξη του έργου, ήτοι την απόλυση των
τελευταίων 200 εργαζομένων. Η ιστορία της Σόφτεξ ξεπηδάει μέσα από την
ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας και ουσιαστικά...
H «ενδιαφέρουσα» ιστορία της Softex
Θωμάς Σίδερης *
με αφορμή την τελευταία πράξη του έργου, ήτοι την απόλυση των τελευταίων 200 εργαζομένων.
Η
ιστορία της Σόφτεξ ξεπηδάει μέσα από την ιστορία της μεταπολεμικής
Ελλάδας και ουσιαστικά πρόκειται για μια ιστορία καρμπόν ^ έχει
εκτυλιχτεί και αλλού με την ίδια αρχή, μέση και, κυρίως, με το ίδιο
τέλος: εγχώριοι καπιταλιστές, κλειστές επιχειρηματικές οικογένειες,
διαπλοκή
με πολιτικά πρόσωπα, συνδικαλιστές της ντουντούκας αλλά και της
υπόγειας διαπραγμάτευσης και συνενοχής, ανορθολογική οργάνωση της
παραγωγής, τεράστια επιχειρηματικά δάνεια που δεν κατέληξαν στη βελτίωση
της παραγωγικής διαδικασίας και σε στοχευμένες επενδύσεις αλλά στις
τσέπες κάποιων λίγων μετόχων, υπερπληθυσμός εργατικού δυναμικού και
αδυναμία διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων, μη παρακολούθηση των διεθνών
εξελίξεων, νομοθετήματα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των εγχώριων
“μαικήνων”, όπως για παράδειγμα ο περίφημος νόμος για τις προβληματικές,
σύσταση αποτυχημένων οργανισμών, όπως ο οργανισμός για την
ανασυγκρότηση των επιχειρήσεων, παράδοση των επιχειρήσεων σε ξένους
επενδυτές με τις ευλογίες των εγχώριων τραπεζιτών, διαφύλαξη του
ατομικού πλούτου των επιχειρηματιών, απολύσεις, λουκέτο σε παραγωγικές
δομές, εργοστάσια-κουφάρια, φαντάσματα πλέον στη ροή του ανίκητου
χρόνου.
Από τις αρχές του περασμένου αιώνα παρατηρήθηκε μια προσπάθεια
εκβιομηχάνισης της χώρας σε ένα οικονομικό περιβάλλον που μοιάζει
αδόμητο, ασθενές και, κυρίως, αστάθμητο – η εκβιομηχάνιση αποδείχθηκε
στην πορεία ατελής και επικεντρώθηκε σε πρόσωπα και μεμονωμένες
προσπάθειες. Μετά το 1920, λαμβάνονται κάποια αποσπασματικά μέτρα για
την ανάπτυξη των βιομηχανιών: υψηλοί
δασμοί στα εισαγόμενα προϊόντα, παροχή οικοπέδων για εγκατάσταση
παραγωγικών μονάδων, κίνητρα για την ανέγερση κτιριακών υποδομών και
αγορά μηχανημάτων, εκπτώσεις στα τέλη μεταφορών. Εκείνο το γεγονός όμως
που έμελλε να γίνει ο καταλύτης για μια βιομηχανική παραγωγή που
βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα, δεν ήταν άλλο από τη Μικρασιατική
Καταστροφή. Την ώρα που το πολιτικό προσωπικό της χώρας λογοδοτούσε
στους κατ΄ ευφημισμόν συμμάχους και το ελληνικό κράτος αναμετριόταν με
τις αντοχές του μετά τον ερχομό δύο εκατομμυρίων προσφύγων, οι Έλληνες
της Μικράς Ασίας και του Πόντου έβαζαν πλάτη και χέρια στη βιομηχανική
παραγωγή. Σε αυτό το κλίμα ξεκίνησε να λειτουργεί η Χαρτοποιία Αιγίου
(1924) και τέσσερα χρόνια αργότερα η Χαρτοποιία Λαδόπουλου, δύο από τις
πιο σημαντικές χαρτοβιομηχανίες της χώρας. Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα,
και ενώ οι πληγές από το κραχ του 1929 είναι ακόμη νωπές, άναψαν οι
μηχανές της Σόφτεξ στο Βοτανικό (1937). Η ιστορία της “Αθηναϊκής
Χαρτοποιίας-Γ. Γιαννουλάτος, Κ. Κεφάλας και Σία Ο.Ε.” μόλις ξεκινούσε.
Με συνεχή δάνεια, που δεν κατέληγαν πάντα σε επενδύσεις και στην ίδια τη
βιομηχανική παραγωγή, η εταιρεία θα φτάσει λίγο πριν τη μεταπολίτευση
να έχει εννέα κύριες μηχανές και να παράγει κάθε είδους χαρτί: κραφτ,
εκτύπωσης-γραφής, χαρτιά υγείας Σόφτεξ. Οι 88 εργατοϋπάλληλοι του 1945,
έφτασαν τους 1.030 το 1969, και οι 1.250 τόνοι χαρτιού του 1950
εκτινάχθηκαν στους 59.000 το 1968 και τους 94.000 το 1972. Το 1984 -και
ενώ τα χρέη της έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα- εντάχθηκε στον διαβόητο
Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Δέκα χρόνια αργότερα λειτούργησε
μία παραγωγική μονάδα της στις εγκαταστάσεις μιας άλλης ιστορικής όσο
και αμαρτωλής επιχείρησης, της Πειραϊκής–Πατραϊκής, στο Μεγάλο Πεύκο,
και πέντε χρόνια μετά, το 1999, πουλήθηκε σε όμιλο εταιρειών. Το 2005
κατέληξε να λειτουργεί με προσωπικό 175 ατόμων. Αλλά το τελευταίο
κεφάλαιο της ιστορίας της δεν είχε ακόμα γραφτεί.
“Η
γνωστή Σόφτεξ, η εταιρεία που πριν από μερικές δεκαετίες έθεσε τις
βάσεις για την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας χάρτου αλλά στηρίχθηκε
στον δανεισμό και σε ανορθολογικές επενδύσεις, εκβιάζοντας συχνά το
ελληνικό Δημόσιο, έφθασε να απασχολεί υπερδιπλάσιο προσωπικό από το
αναγκαίο, πράγμα που «μεταφράζεται» σε ετήσια επιβάρυνση του ύψους που
προαναφέρθηκε. Ενώ το απαραίτητο προσωπικό, σύμφωνα με όλες τις μελέτες,
σε καμιά περίπτωση δεν ξεπερνούσε τα 1.200 άτομα, ως πρόσφατα ήταν
ακριβώς διπλάσιο: 2.400 άτομα. Σαν να μην έφθανε αυτό, στα 12 χρόνια
όπου βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του ΟΑΕ, η εταιρεία δεν κατόρθωσε να
εξυγιάνει τη σταθερά ζημιογόνα μονάδα χαρτοπολτού που διαθέτει στη
Δράμα, μονάδα που προκαλεί ζημιές επίσης της τάξεως των 3-4 δισ. δραχμών
ετησίως. Οι διοικήσεις που “παρήλασαν” από τη Σόφτεξ τα τελευταία
χρόνια δεν μπόρεσαν παρά να ακολουθήσουν, με μικρά διαλείμματα, τον
δρόμο του ξέφρενου τραπεζικού δανεισμού, δηλαδή τον δρόμο που είχε
ακολουθήσει από τη δεκαετία του 1970 η οικογένεια Κεφάλα οδηγώντας την
επιχείρηση σε αδιέξοδο. Το 1984, όταν η Αθηναϊκή Χαρτοποιία εντάχθηκε
στον ΟΑΕ, χρειάστηκε να επιδοτηθεί ουσιαστικά με περίπου 25 δισ. δραχμές
για να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί, ως μέλος του ΟΑΕ πλέον.
Σήμερα, 12 χρόνια μετά, (σ.σ. 1997) βρίσκεται σε ανάλογη θέση. Το
ευτύχημα είναι ότι αυτή τη φορά είναι πιθανόν να γίνει κάτι καλύτερο από
ό,τι έγινε το 1984”.
Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 2014, οι ερευνητές των “Luxleaks”
φέρνουν στο φως σημαντικές συμφωνίες φοροαποφυγής που επεξεργάστηκαν
μεγάλες ελεγκτικές εταιρείες (PWC, KPMG και Deloitte). Ανάμεσα σε αυτές,
και μια συμφωνία που αφορούσε στην πολύπαθη Αθηναϊκή Χαρτοποιία.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Τα Νέα, από τα έγγραφα προκύπτει ότι η εταιρεία Greek Paper Manufacturing Sarl,
με έδρα το Λουξεμβούργο, χρησιμοποιήθηκε ως “κανάλι” από τη μητρική
εταιρεία Bolton Group για να μεταβιβαστούν 33 εκατομμύρια ευρώ σε άλλες
εταιρείες του ομίλου. Η μεταφορά των κεφαλαίων πραγματοποιήθηκε με
αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και αγοραπωλησίες μετοχών με ενδιάμεσες
εταιρείες του ομίλου Bolton. Τα χρήματα πέρασαν στην GPM με αύξηση
κεφαλαίου από τη μητρική στην Ολλανδία και εν συνεχεία αγοράστηκαν
μετοχές άλλης θυγατρικής στο Λουξεμβούργο, της BGI Brands. H συμφωνία
εγκρίθηκε το καλοκαίρι του 2010 και προέβλεπε ότι θα περνούσαν κεφάλαια
από την BGI Brands στη Manitoba France στη Γαλλία.
Η ιταλικών
συμφερόντων Bolton Group, που σήμερα εδρεύει στο Άστερνταμ, είναι γνωστή
στη χώρα μας όχι μόνο από την εξαγορά της Softex, αλλά και από το
χαρτοφυλάκιο των προϊόντων που εμπορεύεται, όπως οι μάρκες UHU, Merito,
Overlay, η Rio Mare, η Neutro Roberts κ.ά.
“Στα
πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, και ειδικά την
τριετία 1985-1988, θυμάμαι αρκετές κινητοποιήσεις των λεγόμενων
“προβληματικών επιχειρήσεων”, που είχαν ενταχθεί στον Οργανισμό
Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Μάλιστα, είχα καλύψει μια συνάντηση
αντιπροσωπείας εργαζομένων από “προβληματικές” με εκπροσώπους του ΟΑΕ
(πρέπει να ήταν το 1985). Αν και νέος και άπειρος τότε στη
δημοσιογραφία, είχα εντυπωσιαστεί από τις διαφορετικές “γλώσσες” και το
διαφορετικό μήκος κύματος στον λόγο και τη σκέψη των δύο πλευρών. Από τη
μια, άκουγα γλώσσα “γιάπικη” από ανθρώπους που η έννοια του μεροκάματου
ήταν εμφανώς άγνωστη σε αυτούς, σε αντίθεση με το προφίλ και τη γλώσσα
της εργατικής αντιπροσωπείας που τους επισκέφτηκε.
Σε κάθε περίπτωση, ήταν έντονη η πολιτικο-συνδικαλιστική αντιπαράθεση
για τον ρόλο του ΟΑΕ, με τις κατηγορίες σε βάρος του να του αποδίδουν
ότι επιμέριζε τα χρέη των “προβληματικών” στο κοινωνικό σύνολο, με τους
πρώην ιδιοκτήτες τους να “βγαίνουν λάδι”, οι οποίοι σε μερικές
περιπτώσεις διεκδικούσαν να πάρουν πάλι “καθαρή” την επιχείρηση που
είχαν. Όλα αυτά εν μέσω απολύσεων, διαθεσιμοτήτων και άλλων αρνητικών
καταστάσεων σε βάρος των εργαζομένων.
Στα πλαίσια πολιτικών & κοινωνικών δραστηριοτήτων συμπαράστασης
προς τους εργαζόμενους στις “προβληματικές”, είχα πάρει μέρος εκείνα τα
χρόνια (1986-1987) σε εξορμήσεις στη Σόφτεξ, στην ΠΥΡΚΑΛ, στα Ναυπηγεία
Ελευσίνας, στην Πειραϊκή Πατραϊκή, αλλά και σε μικρότερες επιχειρήσεις
που οι εργαζόμενοί τους αντιμετώπιζαν προβλήματα, όπως για παράδειγμα η
επιχείρηση ΕΤΟΥΑΛ στον Ταύρο, το 1986.
Η Σόφτεξ (εργοστάσιο Βοτανικού) μου έμεινε πάντως έντονα στη μνήμη.
Όσες φορές βρέθηκα στην πύλη της, παρατήρησα ότι στο σχόλασμα της
βάρδιας οι εργαζόμενες (υπήρχε σημαντικός αριθμός γυναικών στο δυναμικό
της), πλησιάζοντας στην πύλη άνοιγαν αυτοβούλως τις τσάντες τους και
έδειχναν στον φύλακα το περιεχόμενό τους. Προφανώς είχαν λάβει ανάλογη
εντολή. Σκέφτηκα τότε ότι η επιχείρηση φοβάται μην πέσει έξω αν κάποιοι
εκ των εργαζομένων κρύψουν ένα ρολό χαρτί υγείας στην τσάντα τους -από
άποψης όγκου αυτό ήταν το μεγαλύτερο- ή κάποια πακέτα χαρτομάντιλα. Ενώ
οι φύλακες της Σόφτεξ έλεγχαν τις τσάντες των εργαζομένων, την ίδια
στιγμή χαρίζονταν χρέη ιδιοκτητών, επιμερίζονταν ζημιές στην πλάτη της
κοινωνίας, δίνονταν επιχειρήσεις σε νέους και -όπως αποδείχτηκε στη
συνέχεια- αφερέγγυους εργοδότες. Ειδικά στη Σόφτεξ εκδηλώθηκαν πυρκαγιές
σε διαφορετικά χρονικά σημεία της ιστορικής διαδρομής της, για τις
οποίες ο καθένας δικαιούται να σκεφτεί ό,τι θέλει”.
*Απόσπασμα από την ερευνητική εργασία «Αγίου
Πολυκάρπου, παράλληλες σχέσεις και ροές», για λογαριασμό του ΠΜΣ
«Ανθρωπογεωγραφίας» του Παν/νμίου Αιγαίου και η οποία σύντομα θα εκδοθεί
και σε βιβλίο.