Πεμπτη, 29 Ιανουαριου 2015 00:00
Του Κώστα Αγοραστού
Με το πρώτο του βιβλίο, τις Ιστορίες του Χαλ
(εκδ. Κίχλη), ο Γιώργος Μητάς έκανε μια αξιοπρόσεκτη εισαγωγή στο χώρο
της ελληνικής πεζογραφίας. Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του
νουβέλας, Το σπίτι (εκδ. Κίχλη) κουβεντιάσαμε μαζί του για την
προσωπική του συγγραφική διαδρομή, για την κριτική και τους κριτικούς
καθώς και για την άποψη που λέει ότι είναι καθήκον των συγγραφέων να
«συντονιστούν» με τα προβλήματα της κοινωνίας που τους περιβάλλει.
Διαβάζοντας το Σπίτι αισθάνθηκα ότι, εκτός των άλλων, επιχειρήσατε να χαρτογραφήσετε την προσωπική σας συγγραφική διαδρομή όταν γράφατε τις Ιστορίες του Χαλ, το πρώτο σας βιβλίο. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Θέλησα να αποδώσω λογοτεχνικά την
εμπειρία της συγγραφής, ως κατάληξη μιας πολύχρονης, ενεργητικής
αναμονής αλλά και ως ολοκλήρωση μιας διαρκώς αναβαλλόμενης,
«μυθοποιημένης» δοκιμής.
Ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Θέλησα να
αποδώσω λογοτεχνικά την εμπειρία της συγγραφής, ως κατάληξη μιας
πολύχρονης, ενεργητικής αναμονής αλλά και ως ολοκλήρωση μιας διαρκώς
αναβαλλόμενης, «μυθοποιημένης» δοκιμής. Η μικρή χρονική απόσταση από το
βίωμα (της γραφής) με οδήγησε σε μια αυτοαναφορική, σχεδόν «σωματική»
πραγμάτευση του θέματος. Συγχρόνως, ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στη σχέση που
αναπτύσσει ο συγγραφέας με τους ήρωες που δημιουργεί, σχέση που η
έντασή της με ξάφνιασε και με γοήτευσε κατά τη διάρκεια της συγγραφής
των Ιστοριών του Χαλ. Χρειαζόμουν όμως έναν ακόμη αφηγηματικό άξονα προκειμένου να στηθεί η ιστορία και
ο άξονας αυτός έλαβε τη μορφή μιας παλιάς επιθυμίας: να γράψω μια
«αλλόκοτη», σκοτεινή ιστορία, που θα συνομιλούσε με τις ιστορίες
μυστηρίου και φαντασίας που είχα διαβάσει στα χρόνια της νεότητάς μου.
Οταν τα δύο αυτά νήματα συναντήθηκαν, χάρις σε ένα από αυτά τα ασύνειδα,
πολύτιμα παιχνίδια της φαντασίας, ήξερα ότι είχα στα χέρια μου το
καινούργιο μου βιβλίο.
Η συγγραφή του Σπιτιού,
απ’ ό,τι ξέρω, ήταν από μόνη της μια δαιδαλώδης διαδικασία. Θέλετε να
μου μιλήσετε για τα στάδια συγγραφής και επεξεργασίας της νουβέλας μέχρι
την τελική της μορφή;
Η πρώτη γραφή του βιβλίου άρχισε τον
Ιανουάριο του 2010 και ολοκληρώθηκε τον Μάϊο του 2011. Εκείνη την εποχή
μπορούσα να αφιερώνω οκτώ ή και δέκα ώρες την ημέρα στη συγγραφή,
γράφοντας αργά, δουλεύοντας εξαντλητικά κάθε παράγραφο πριν προχωρήσω
στην επόμενη. Έπειτα άρχισε η μακρά περίοδος του ελέγχου και της
αναμόρφωσης του υλικού: καθώς το κείμενο ήταν πολύ εκτενέστερο των
διηγημάτων της πρώτης συλλογής, έθετε τελείως διαφορετικά ζητήματα στην
επεξεργασία του, με κυριότερα αυτά που αφορούσαν στην οικονομία, τον
ρυθμό αλλά και τον ίδιο τον χαρακτήρα του, καθώς υπήρχαν διαφορετικά,
παράλληλα «νήματα» που έπρεπε να εναρμονιστούν, ενώ κάποια έπρεπε να
απαλειφθούν. ‘Εγινε τότε φανερή η ανάγκη μεγάλων διαστημάτων αποχής, που
μπορεί να έφταναν τους τρείς ή τέσσερις μήνες, προκειμένου να υπάρξει η
απαιτούμενη απόσταση από το κείμενο, ώστε να μπορέσω να το διαβάσω
κριτικά και να πάρω αποφάσεις. Στη συνέχεια ακολουθούσε η παρέμβαση (που
συνήθως επικεντρωνόταν στην αφαίρεση περιττών στοιχείων), η εκ νέου
επεξεργασία του κειμένου κοκ. Ο κύκλος αυτός επαναλήφθηκε αρκετές φορές
μέχρι την Άνοιξη του 2014. Στο διάστημα αυτό το κείμενο άλλαξε δραστικά,
και εγώ έμαθα πολλά – θεωρώ την περίοδο της «ωρίμανσης» ενός βιβλίου,
την δεύτερη ή τρίτη (ή τέταρτη) γραφή του αλλά και τη διαδικασία της
επιμέλειας εξαιρετικά επωφελείς, τουλάχιστον για νέους συγγραφείς. Σε
όλο αυτό το διάστημα, οι γνώσεις, η εμπεριστατωμένη άποψη αλλά και η
εμπιστοσύνη που έδειξε στο κείμενο η Γιώτα Κριτσέλη, που είχε και την
επιμέλεια του βιβλίου, αλλά και οι μακρές συζητήσεις με κάποιους άλλους
κοντινούς μου ανθρώπους, στάθηκαν πολύτιμα βοηθήματα.
Το πρώτο σας βιβλίο, Οι Ιστορίες του Χαλ,
έτυχε πολύ καλής αποδοχής τόσο από τους αναγνώστες όσο και από την
κριτική. Σας επιφόρτισε αυτό με αυξημένη άγχος για το δεύτερό σας βήμα;
Όχι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στη γραφή του Σπιτιού, μια και η πρώτη εκδοχή του κειμένου είχε ολοκληρωθεί όταν εκδόθηκαν οι Ιστορίες του Χαλ.
Θα πω ψέματα όμως αν πω πως, καθώς πλησιάζαμε στην έκδοση, δεν με
απασχόλησε η υποδοχή του, με δεδομένη την αναγνώριση και αποδοχή των Ιστοριών.
Στην έγνοια αυτή συνέβαλε εν μέρει ο πολύ διαφορετικός χαρακτήρας του
δεύτερου βιβλίου, το πιο «δύσκολο» θέμα του, καθώς και η ιδιαίτερη
κατασκευή του, που παντρεύει ετερόκλητα υλικά και δυσκολεύει την
ειδολογική του κατάταξη.
Το πρώτο σας βιβλίο θα το
χαρακτήριζε κανείς, με την ευρεία έννοια, ρεαλιστικό. Στο δεύτερο βιβλίο
σας έχει κανείς την αίσθηση ότι φλερτάρετε περισσότερο με την
αλληγορία. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Σε αντίθεση με το πρώτο βιβλίο, το Σπίτι
δεν μπορεί να διαβαστεί σωστά με τους όρους της ρεαλιστικής
λογοτεχνίας. Το θέμα του είναι η εμπειρία της καλλιτεχνικής
δημιουργίας, και, ειδικότερα, η εμπειρία της συγγραφής ως η συνάντηση με
ένα ιδεώδες, η επιδίωξη του οποίου νοηματοδοτούσε για χρόνια πολλά τη
ζωή του (εκκολαπτόμενου) συγγραφέα. Έτσι εξιδανικευμένη, η καλλιτεχνική
δημιουργία ενδέχεται να λειτουργήσει σαν ένα άλλο πορτραίτο του Ντόριαν
Γκρέϋ: η πραγμάτωση της επιθυμίας μπορεί να κλονίσει εκ θεμελίων
ολόκληρο το οικοδόμημα που στήθηκε πάνω της. Αυτόν τον κίνδυνο, αυτόν
τον ενδόμυχο φόβο του ήρωα αντιπροσωπεύει κατά κύριο λόγο ο Κάλφογλου,
ο μυστηριώδης οικοδεσπότης και η δοκιμασία που επιφυλάσσει στους
καλεσμένους του. Με αυτούς τους όρους, η επιλογή της αλληγορίας ήταν
αναπόφευκτη, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετούσε και την εισαγωγή του αλλόκοτου στοιχείου,
καθιστώντας έτσι την ποιητική του φανταστικού θεμελιώδη δομική
συνιστώσα του κειμένου. Το ενδιαφέρον λοιπόν στοιχείο αλλά συνάμα και η
ιδιαίτερη δυσκολία στην κατασκευή της νουβέλας ήταν ακριβώς η συναρμογή
αυτής της ποιητικής με τη ρεαλιστική απόδοση των συναισθημάτων που γεννά
στον ήρωα η κυοφορία του διηγήματός του, το πάντρεμα του
(ανεξιχνίαστου) φόβου με την (αβίαστη) χαρά της δημιουργίας, η γείωση
του αλλόκοτου στοιχείου σε κάτι απτό και πραγματικό, όπως το νησί της
΄Υδρας, η εκκίνηση της αφήγησης από μία απολύτως ρεαλιστική βάση. Γιατί η
τέχνη –αυτό λέει η δική μου εμπειρία–, η φαντασία, οι ήρωες που
δημιουργούμε στο χαρτί ή στο μυαλό, οι έρωτες που ονειρευόμαστε, οι
μύχιοι φόβοι μας, όλα αυτά είναι αξεδιάλυτα πλεγμένα με την
καθημερινότητά μας, τους ανθρώπους που συναναστρέφομαστε στο γραφείο ή
στο σπίτι, τους έρωτες που βιώνουμε με το σώμα, τα πρακτικά προβλήματα
που μας ταλανίζουν, τα σχέδια που καταστρώνουμε και βάζουμε σε εφαρμογή.
Η «κρυφή» ζωή μας αναπνέει πάντα δίπλα στην «πραγματική».
Οι Ιστορίες του Χαλ
έτυχαν σχεδόν καθολικής αποδοχής. Η βασική όμως ένσταση που διατυπώθηκε
από μερίδα κριτικών ήταν για τη «μη ελληνικότητα» του ύφους της γραφής
σας. Τι σκέφτεστε γι’ αυτού του είδους την κριτική;
Το γενικότερο ύφος της γραφής, όπως και η
γλώσσα, αδιαχώριστα από το «βλέμμα του συγγραφέα» προς τον κόσμο,
διαμορφώνονται σε βάθος δεκαετιών –στην ουσία καθ’ όλη τη διάρκεια της
ζωής του– ως αποτέλεσμα αναρίθμητων εμπειριών και επιδράσεων,
αναγνωστικών και μη, ενώ στην πορεία προστίθεται και η συστηματική
άσκηση: πρόκειται για μια ολοζώντανη, απολύτως προσωπική ιστορία
εξέλιξης και συνάμα ταυτότητας. Υπό αυτήν την έννοια, μπορεί να κριθεί
μόνο ως τέτοια: είτε είναι αυθεντική είτε όχι.
Το γενικότερο ύφος της γραφής, όπως και η
γλώσσα, αδιαχώριστα από το «βλέμμα του συγγραφέα» προς τον κόσμο,
διαμορφώνονται σε βάθος δεκαετιών –στην ουσία καθ’ όλη τη διάρκεια της
ζωής του.
Μου δίνετε όμως την ευκαιρία να αναφερθώ
ακροθιγώς στο σημαντικό θέμα της κριτικής. Απαραίτητες προϋποθέσεις,
κατά τη γνώμη μου, για ένα κείμενο κριτικής (ενός έργου μυθοπλασίας)
είναι οι εξής: προσεκτική ανάγνωση του υπό κρίση κειμένου. κατανόησή του, αποκάλυψη της «κρυφής καρδιάς» του. περιγραφή φόρμας και περιεχομένου. συζήτηση για τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του (είδος, γλώσσα, ύφος, οικονομία, ρυθμός, ατμόσφαιρα, χαρακτήρες κλπ). συζήτηση
για τον τρόπο με τον οποίο συνδιαλέγεται με προηγούμενα έργα του
συγγραφέα, με άλλα λογοτεχνήματα αλλά και με την εποχή του. αιτιολογημένες αξιολογικές κρίσεις (θετικές και αρνητικές) και συμπεράσματα βασισμένα σε επιχειρήματα. σεβασμός προς τον δημιουργό.
αγάπη για τη λογοτεχνία. ‘Οταν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές (έστω,
οι περισσότερες), η κριτική είναι εξαιρετικά χρήσιμη στον συγγραφέα, τα
δε «αρνητικά» της σημεία, οι υποδεικνυόμενες αδυναμίες, το πιο ωφέλιμο
κομμάτι της. Στην αντίθετη περίπτωση έχει ελάχιστα να προσφέρει στον
δημιουργό και ακόμα λιγότερα στον αναγνώστη, πόσο μάλλον στη «ζωντανή»,
εξελισσόμενη συζήτηση περί της λογοτεχνίας.
Υπάρχει κάποιος Έλληνας συγγραφέας, παλιότερος ή νεότερος, του οποίου την πρόζα θαυμάζετε;
Πολλοί - ζώντες και τεθνεώτες. Από τους
τελευταίους (η κρίση δεν είναι αξιολογική, δεν θα μπορούσε άλλωστε),
θαυμάζω και απολαμβάνω ιδιαίτερα την πρόζα του Παπαδιαμάντη, του
Βιζυηνού, του Κοσμά Πολίτη και του Εμπειρίκου, με την έννοια ότι
επανέρχομαι στα έργα τους πάλι και πάλι. Από τους σύγχρονούς μας
συγγραφείς (και πιστεύω ότι έχουμε πολλούς καλούς συγγραφείς που σκύβουν
με μόχθο και ταλέντο πάνω από τη λογοτεχνία, δημιουργώντας αξιοζήλευτα
έργα), θα ξεχώριζα την πρόζα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, για τους
εξαιρετικής γοητείας μυθοπλαστικούς κόσμους που δημιουργεί.
Εκδώσατε
δύο βιβλία μέσα στην (ελληνική) κρίση, τα οποία δεν αναφέρονται ούτε
εμμέσως σε αυτή. Πώς σχολιάζετε την άποψη που λέει ότι είναι καθήκον των
συγγραφέων να «συντονιστούν» με τα προβλήματα της κοινωνίας που τους
περιβάλλει; Να τα αναδείξουν, να τα εκφράσουν.
Θέτετε εκ νέου ένα παλιό ζήτημα, αυτό
της ελευθερίας του δημιουργού, για το οποίο έχουν αποφανθεί, νομίζω
τελεσίδικα, η ιστορία και η θεωρία της λογοτεχνίας. Ας θυμηθούμε, για
χάρη της συζήτησης, τον Χ.Λ. Μπόρχες, ο οποίος, στο πλαίσιο των
περίφημων «διαλέξεων Νόρτον» που έδωσε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το
1967-68, αναφέρει: «Τί σημαίνει για μένα να είμαι συγγραφέας; Σημαίνει
απλώς το να είμαι πιστός στη φαντασία μου [...] ‘Οταν καταστρώνω μια
πλοκή, τη γράφω γιατί κατά κάποιο τρόπο πιστεύω σ’ αυτήν – όχι όπως
πιστεύει κάποιος στην ιστορία, αλλά όπως πιστεύει σε ένα όνειρο ή μιαν
ιδέα». Σχεδόν εκατό χρόνια πριν από τον Αργεντίνο ποιητή, στο θεμελιώδες
κείμενό του «Η Τέχνη της Μυθοπλασίας» ο Χένρυ Τζαίημς έγραφε: «Η μόνη
υποχρέωση με την οποία μπορούμε εξ’ αρχής να δεσμεύσουμε το μυθιστόρημα,
[..] είναι η υποχρέωση να είναι ενδιαφέρον. Οι τρόποι τους οποίους
έχει στη διάθεσή του [ο συγγραφέας] για να κατορθώνει αυτό το αποτέλεσμα
(να μας προκαλεί το ενδιαφέρον) μου φαίνονται αμέτρητοι, και τέτοιας
λογής ώστε το μόνο από το οποίο κινδυνεύουν να είναι η ταξινόμησή τους
και ο εγκλωβισμός τους σε συνταγές». Νομίζω ότι δύσκολα κάποιος που
ασχολείται με τη λογοτεχνία θα διαφωνούσε σήμερα μαζί τους, ενώ ακόμα
δυσκολότερα θα χρησιμοποιούσε πειστικά τις λέξεις «καθήκον» ή «πρέπει»
προκειμένου να αναφερθεί στην καλλιτεχνική δημιουργία. Σε συνέχεια όμως
του ερωτήματός σας, επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό μία παρατήρηση για το Σπίτι:
ο ήρωας της νουβέλας (σύμφωνα με όσα εξιστορούνται στο πρώτο κεφάλαιο
του βιβλίου) αποφασίζει, εν μέσω κρίσης, να εγκαταλείψει μια καλή
δουλειά σε ιδιωτική εταιρεία προκειμένου να γίνει καθηγητής –να διδάσκει
παιδιά– και να γράψει λογοτεχνία. Το αν αυτό συνιστά σχόλιο πάνω στη
γενικευμένη, δραματική έκπτωση αξιών που αντιμετωπίζουμε σήμερα ή όχι,
το αφήνω στην κρίση του αναγνώστη.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος