Η γιορτή του Αγίου Ανδρέα (Λαογραφικά και άλλα)
Ο τιμώμενος Άγιος ονομάζεται και Αντριάς, αφού αυτές τις μέρες το κρύο αρχίζει ν’ αντρειεύει. Επίσης αντρειεύουν και όλα όσα έχουν ζωή. Οι νοικοκυρές αυτή τη μέρα φτιάχνουν ειδικά φαγητά, τα λεγόμενα “πολυσπόρια” από σιτάρι και καλαμπόκι, τα οποία πηγαίνουν στην εκκλησία για να τα ευλογήσει ο ιερέας και μετά τα μοιράζουν στα σπίτια.
Όταν λοιπόν όλα αυτά ίσχυαν, γιατί σήμερα έχουν ατονήσει, όπως και τόσα άλλα ήθη, έθιμα και παραδόσεις. Αυτός που έτρωγε τα πολυσπόρια έπρεπε να πει: Τρώγω για να παχαίνω (το φαγητό το έλεγαν και παχίδα), να παχαίνουν τα χωράφια, τα ζωντανά και η γκαστρωμένη για να κάνει αρσενικό. Και οι άλλοι τον παρακινούσαν: Φάε ν’ αντρειώσουν τα χωράφια, τα πρόβατα, τα γίδια, τα φοράδια και οι γκαστρωμένες να κάνουν παιδιά, αγόρια δηλαδή.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας και στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, στα χωριά του Πηλίου λέγεται πολύ συχνά: Αυτός έχει δυο παιδιά και ένα κορίτσι. Λες και οι κόρες δεν είναι παιδιά. Τότε, τα πιο παλιά χρόνια, η γέννηση αγοριού σήμαινε και προσφορά για ένα σπίτι. Το αγόρι όταν μεγάλωνε θα δούλευε και θα ελάφρυνε οικονομικά την οικογένεια, αντίθετα με την κόρη που θα ήθελε προίκα και πολλά έξοδα για να την παντρέψουν.
Δικαιολογημένα θυμάμαι τη γιαγιά μου τη Θεσσαλία, να μ’ έχει στα γόνατά της να με χορεύει και να μου λέει: “Έχω γιό κι έχω χαρά, το παιδί μου νάναι καλά κι ας ψοφήσουν χίλια αρνιά". Μεγάλη υπόθεση λοιπόν το αρσενικό παιδί για ένα σπίτι παλιότερα. Σήμερα αυτή η νοοτροπία δεν υπάρχει, έχει ανατραπεί, κάτι που ο σοφός λαός μας το έχει προβλέψει με τη λαϊκή του ρήση: “της καλομοίρας το παιδί το πρώτο είναι κορίτσι". Ζωή και τύχη να έχουν όλα τα παιδιά του κόσμου, το κάθε ένα έχει τις δικές του χάρες!
Στη γιορτή του Αγίου Ανδρέα ακούγονται στην εκκλησία τα λόγια: “Προς πρόκλησιν ευφορίας”. Γιατί άραγε;
Μα γιατί, παρετυμολογικά, “ο Αντριάς αντριεύει όλα τα πόχουν ζωή: πρόβατα, γίδια και τα χωράφια". Αντριεύει επίσης και το κρύο. Υπάρχει μήπως καμιά σχέση ανάμεσα στο χειμώνα και το χιόνι, από τη μια μεριά, και την ευφορεία της γης, από την άλλη; Φαίνεται πως υπάρχει. Λένε: “Σαν έμπει ο Αντριάς, να καρτεράνε να τ’ ασπρίσει, για να πάει καλά η χρονιά, με πλούσια μπερεκέτια”. Το χιόνι αυτή την εποχή είναι ευλογία Θεού.
Οι χαρακτηρισμοί βέβαια για τον Άγιο Ανδρέα δεν σταματούν εδώ, αφού αυτή τη μέρα ιδιαίτερα γνωστή είναι η συνήθεια να κάνουν τηγανίτες “για να μην τρυπήσει το τηγάνι”. Στη συνήθεια αυτή οφείλει ο Άγιος τις προσωνυμίες “τρυποτηγανάς” και “τρυποτηγανίτης”. Κι εδώ σ’ αυτή τη συνήθεια υπήρχαν ταξικές διαφορές όπως θα λέγαμε σήμερα. Οι πλούσιοι έτρωγαν τις τηγανίτες με μέλι και οι οικονομικά ασθενέστεροι με πετιμέζι. Οι πιο παρακατιανοί έλιωναν ζάχαρη και μέσα σ’ αυτή τις βουτούσαν.
Μια άλλη συνήθεια θέλει τον σημερινό Άγιο που γιορτάζει, να είναι “τρυποτηγανάς” επειδή τηγάνιζαν στα σπίτια μπακαλιάρο. Σε περίοδο σαρακοστής βρισκόμαστε και αυτή την σαρακοστή, την σαρανταρά όπως τη λέει ο λαός μας, επιτρέπεται η κατάλυση ιχθύος. Έτσαι ο μπακαλιάρος είχε και έχει, την τιμητική του αυτές τις ημέρες. Παλιότερα ήταν αρκετά προσιτός στην αγορά του και τον προτιμούσαν αρκετοί.
Ήταν ο λεγόμενος φτωχογιάννης, έτσι τον έλεγαν οι παλιότεροι και με μια οκά ή ένα κιλό λάδι, αγόραζαν δυο, ίσως και περισσότερα κιλά μπακαλιάρο. Σήμερα οι όροι αντιστράφηκαν και για ένα κιλό μπακαλιάρο χρειάζεται να πουλήσεις τρία κιλά λάδι, περίπου. Ας με συγχωρέσει ο υπουργός Οικονομικών, δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Όσο για την τιμή του λαδιού, θέλω να πιστέψω ότι η κ. Μπατζελή κάτι θα προσπαθήει να διεκδικήσει, για τους παραγωγούς ελαιολάδου, μήπως δικαιωθούν οι κόποι τους.
Τούτος ο μήνας συμπίπτει με την συκομιδή της ελιάς και την παραγωγή του λαδιού. Ο δάσκαλος Μηνάς Παπαδάκης στο βιβλίο του με τίτλο: “Ο παππούς μου ο Γιωργάκης” μας περιγράφει την διαδικασία της παραγωγής του λαδιού στη φάμπρικα του παππού του:
“Οι φαμπρικάρηδες έπαιρναν τη ζύμη από τις αλεσμένες ελιές και την έβαζαν μέσα στους τρίχινους μποξάδες. Μετά τους τοποθετούσαν στο πιεστήριο, τον ένα πάνω στον άλλο μέχρι που το ύψος τους να φτάσει περίπου στο ύψος ενός ανθρώπου. Στη συνέχεια με τη βοήθεια του μαγκανιού, το λεγόμενο “βίντσι”, πίεζαν τους μποξάδες και άρχιζε να βγαίνει το λάδι.
Το σφίξιμο των μποξάδων ήταν δύσκολη δουλειά για τους εργάτες, στην αρχή εύκολα γύριζαν το μαγκάνι, όσο όμως κατέβαιναν οι μποξάδες απαιτούνταν τεράστια μυική δύναμη για να πιεστούν ακόμα πιο πολύ, ώστε να βγει και το τελευταίο λάδι που περιείχαν. Στην αρχή, δυο από τους εργάτες ήταν αρκετοί για να το γυρίζουν, αργότερα όμως ερχόταν άλλοι δυο για βοήθεια. Οι φωνές και τα πειράγματά τους ακούγονταν από μακριά, μ’ αυτό τον τρόπο, έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλλο, για να αντλήσουν τη δύναμη που απαιτούνταν, για να ολοκληρώσουν το σφίξιμο των μποξάδων.
Το λάδι, μαζί με τον κατσίγαρο, έπεφταν σε μια μεγάλη γούρνα όταν γέμιζε από ένα άνοιγμα που είχε στο πάνω μέρος, το λάδι ως αλαφρότερο από τον κατσίγαρο, χύνονταν σε μια δεύτερη γούρνα και από εκεί το μάζευαν με το κάρτο και τον αέρα και το έβαζαν σε μεγάλες ντενέκες ή σε βαρέλια και το μετέφεραν στην αποθήκη. Για να ξεχωρίσει εύκολα το λάδι από τη ζύμη, έριχναν ζεστό νερό στους μποξάδες, που το έπαιρναν από ένα μεγάλο καζάνι που έβραζε λίγο πιο πέρα. Τα παιδιά του χωριού μαζεύονταν κάθε μέρα για να παρακολουθήσουν την όλη διαδικασία της εξαγωγής του λαδιού, αλλά και για να ζεσταθούν στη μεγάλη φωτιά που άναβαν, για να ζεστάνουν το νερό.
Δεν θα ξεχάσω τη γεύση και τη νοστιμιά που είχε το παξιμάδι που κρατούσαμε, το βουτούσαμε μέσα στη γούρνα με το φρέσκο λάδι και αφού το αφήναμε για λίγη ώρα να μουσκέψει, του ρίχναμε από πάνω αλάτι και το τρώγαμε”.
Στην Κρήτη διασώθηκαν μέχρι τον 20ο αιώνα τα “πομαζωχτίκια”, μια ειδική γιορτή που γινόταν μόλις τέλειωνε η συγκομιδή. Ο νοικοκύρης ετοίμαζε γλέντι στο σπίτι του. Συμμετείχαν οι συγγενείς, οι φίλοι και απαραιτήτως οι μαζωχτάδες, δηλαδή οι εργάτες που δούλεψαν για να μαζευτεί η σοδειά. Το φαγητό μαγειρευόταν με το καινούργιο λάδι, ακόμη κι αν υπήρχε παλιό στο λαδοπίθαρο.
Εικόνες του χτες, ξεχασμένες αλλά γεμάτες ομορφιά και νοσταλγία. Τότε που η λαδωτή πίτα και το λαδόψωμο είχαν τη δική τους μοναδική νοστιμιά, έτσι όπως θέλει να μας τις θυμίζει ο αείμνηστος Κωστής Φραγκούλης:
Με όλα τούτα αποχαιρετούμε το μήνα Νοέμβρη και ετοιμαζόμαστε να υποδεχθούμε τον τελευταίο μήνα του χρόνου, το Δεκέμβρη με τα Χριστούγεννα και τις άλλες γιορτές του.
Πηγή:Πατρίς-Του Δημήτρη Χ. Σάββα
Ο τιμώμενος Άγιος ονομάζεται και Αντριάς, αφού αυτές τις μέρες το κρύο αρχίζει ν’ αντρειεύει. Επίσης αντρειεύουν και όλα όσα έχουν ζωή. Οι νοικοκυρές αυτή τη μέρα φτιάχνουν ειδικά φαγητά, τα λεγόμενα “πολυσπόρια” από σιτάρι και καλαμπόκι, τα οποία πηγαίνουν στην εκκλησία για να τα ευλογήσει ο ιερέας και μετά τα μοιράζουν στα σπίτια.
Όταν λοιπόν όλα αυτά ίσχυαν, γιατί σήμερα έχουν ατονήσει, όπως και τόσα άλλα ήθη, έθιμα και παραδόσεις. Αυτός που έτρωγε τα πολυσπόρια έπρεπε να πει: Τρώγω για να παχαίνω (το φαγητό το έλεγαν και παχίδα), να παχαίνουν τα χωράφια, τα ζωντανά και η γκαστρωμένη για να κάνει αρσενικό. Και οι άλλοι τον παρακινούσαν: Φάε ν’ αντρειώσουν τα χωράφια, τα πρόβατα, τα γίδια, τα φοράδια και οι γκαστρωμένες να κάνουν παιδιά, αγόρια δηλαδή.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας και στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, στα χωριά του Πηλίου λέγεται πολύ συχνά: Αυτός έχει δυο παιδιά και ένα κορίτσι. Λες και οι κόρες δεν είναι παιδιά. Τότε, τα πιο παλιά χρόνια, η γέννηση αγοριού σήμαινε και προσφορά για ένα σπίτι. Το αγόρι όταν μεγάλωνε θα δούλευε και θα ελάφρυνε οικονομικά την οικογένεια, αντίθετα με την κόρη που θα ήθελε προίκα και πολλά έξοδα για να την παντρέψουν.
Δικαιολογημένα θυμάμαι τη γιαγιά μου τη Θεσσαλία, να μ’ έχει στα γόνατά της να με χορεύει και να μου λέει: “Έχω γιό κι έχω χαρά, το παιδί μου νάναι καλά κι ας ψοφήσουν χίλια αρνιά". Μεγάλη υπόθεση λοιπόν το αρσενικό παιδί για ένα σπίτι παλιότερα. Σήμερα αυτή η νοοτροπία δεν υπάρχει, έχει ανατραπεί, κάτι που ο σοφός λαός μας το έχει προβλέψει με τη λαϊκή του ρήση: “της καλομοίρας το παιδί το πρώτο είναι κορίτσι". Ζωή και τύχη να έχουν όλα τα παιδιά του κόσμου, το κάθε ένα έχει τις δικές του χάρες!
Στη γιορτή του Αγίου Ανδρέα ακούγονται στην εκκλησία τα λόγια: “Προς πρόκλησιν ευφορίας”. Γιατί άραγε;
Μα γιατί, παρετυμολογικά, “ο Αντριάς αντριεύει όλα τα πόχουν ζωή: πρόβατα, γίδια και τα χωράφια". Αντριεύει επίσης και το κρύο. Υπάρχει μήπως καμιά σχέση ανάμεσα στο χειμώνα και το χιόνι, από τη μια μεριά, και την ευφορεία της γης, από την άλλη; Φαίνεται πως υπάρχει. Λένε: “Σαν έμπει ο Αντριάς, να καρτεράνε να τ’ ασπρίσει, για να πάει καλά η χρονιά, με πλούσια μπερεκέτια”. Το χιόνι αυτή την εποχή είναι ευλογία Θεού.
Οι χαρακτηρισμοί βέβαια για τον Άγιο Ανδρέα δεν σταματούν εδώ, αφού αυτή τη μέρα ιδιαίτερα γνωστή είναι η συνήθεια να κάνουν τηγανίτες “για να μην τρυπήσει το τηγάνι”. Στη συνήθεια αυτή οφείλει ο Άγιος τις προσωνυμίες “τρυποτηγανάς” και “τρυποτηγανίτης”. Κι εδώ σ’ αυτή τη συνήθεια υπήρχαν ταξικές διαφορές όπως θα λέγαμε σήμερα. Οι πλούσιοι έτρωγαν τις τηγανίτες με μέλι και οι οικονομικά ασθενέστεροι με πετιμέζι. Οι πιο παρακατιανοί έλιωναν ζάχαρη και μέσα σ’ αυτή τις βουτούσαν.
Μια άλλη συνήθεια θέλει τον σημερινό Άγιο που γιορτάζει, να είναι “τρυποτηγανάς” επειδή τηγάνιζαν στα σπίτια μπακαλιάρο. Σε περίοδο σαρακοστής βρισκόμαστε και αυτή την σαρακοστή, την σαρανταρά όπως τη λέει ο λαός μας, επιτρέπεται η κατάλυση ιχθύος. Έτσαι ο μπακαλιάρος είχε και έχει, την τιμητική του αυτές τις ημέρες. Παλιότερα ήταν αρκετά προσιτός στην αγορά του και τον προτιμούσαν αρκετοί.
Ήταν ο λεγόμενος φτωχογιάννης, έτσι τον έλεγαν οι παλιότεροι και με μια οκά ή ένα κιλό λάδι, αγόραζαν δυο, ίσως και περισσότερα κιλά μπακαλιάρο. Σήμερα οι όροι αντιστράφηκαν και για ένα κιλό μπακαλιάρο χρειάζεται να πουλήσεις τρία κιλά λάδι, περίπου. Ας με συγχωρέσει ο υπουργός Οικονομικών, δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Όσο για την τιμή του λαδιού, θέλω να πιστέψω ότι η κ. Μπατζελή κάτι θα προσπαθήει να διεκδικήσει, για τους παραγωγούς ελαιολάδου, μήπως δικαιωθούν οι κόποι τους.
Τούτος ο μήνας συμπίπτει με την συκομιδή της ελιάς και την παραγωγή του λαδιού. Ο δάσκαλος Μηνάς Παπαδάκης στο βιβλίο του με τίτλο: “Ο παππούς μου ο Γιωργάκης” μας περιγράφει την διαδικασία της παραγωγής του λαδιού στη φάμπρικα του παππού του:
“Οι φαμπρικάρηδες έπαιρναν τη ζύμη από τις αλεσμένες ελιές και την έβαζαν μέσα στους τρίχινους μποξάδες. Μετά τους τοποθετούσαν στο πιεστήριο, τον ένα πάνω στον άλλο μέχρι που το ύψος τους να φτάσει περίπου στο ύψος ενός ανθρώπου. Στη συνέχεια με τη βοήθεια του μαγκανιού, το λεγόμενο “βίντσι”, πίεζαν τους μποξάδες και άρχιζε να βγαίνει το λάδι.
Το σφίξιμο των μποξάδων ήταν δύσκολη δουλειά για τους εργάτες, στην αρχή εύκολα γύριζαν το μαγκάνι, όσο όμως κατέβαιναν οι μποξάδες απαιτούνταν τεράστια μυική δύναμη για να πιεστούν ακόμα πιο πολύ, ώστε να βγει και το τελευταίο λάδι που περιείχαν. Στην αρχή, δυο από τους εργάτες ήταν αρκετοί για να το γυρίζουν, αργότερα όμως ερχόταν άλλοι δυο για βοήθεια. Οι φωνές και τα πειράγματά τους ακούγονταν από μακριά, μ’ αυτό τον τρόπο, έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλλο, για να αντλήσουν τη δύναμη που απαιτούνταν, για να ολοκληρώσουν το σφίξιμο των μποξάδων.
Το λάδι, μαζί με τον κατσίγαρο, έπεφταν σε μια μεγάλη γούρνα όταν γέμιζε από ένα άνοιγμα που είχε στο πάνω μέρος, το λάδι ως αλαφρότερο από τον κατσίγαρο, χύνονταν σε μια δεύτερη γούρνα και από εκεί το μάζευαν με το κάρτο και τον αέρα και το έβαζαν σε μεγάλες ντενέκες ή σε βαρέλια και το μετέφεραν στην αποθήκη. Για να ξεχωρίσει εύκολα το λάδι από τη ζύμη, έριχναν ζεστό νερό στους μποξάδες, που το έπαιρναν από ένα μεγάλο καζάνι που έβραζε λίγο πιο πέρα. Τα παιδιά του χωριού μαζεύονταν κάθε μέρα για να παρακολουθήσουν την όλη διαδικασία της εξαγωγής του λαδιού, αλλά και για να ζεσταθούν στη μεγάλη φωτιά που άναβαν, για να ζεστάνουν το νερό.
Δεν θα ξεχάσω τη γεύση και τη νοστιμιά που είχε το παξιμάδι που κρατούσαμε, το βουτούσαμε μέσα στη γούρνα με το φρέσκο λάδι και αφού το αφήναμε για λίγη ώρα να μουσκέψει, του ρίχναμε από πάνω αλάτι και το τρώγαμε”.
Στην Κρήτη διασώθηκαν μέχρι τον 20ο αιώνα τα “πομαζωχτίκια”, μια ειδική γιορτή που γινόταν μόλις τέλειωνε η συγκομιδή. Ο νοικοκύρης ετοίμαζε γλέντι στο σπίτι του. Συμμετείχαν οι συγγενείς, οι φίλοι και απαραιτήτως οι μαζωχτάδες, δηλαδή οι εργάτες που δούλεψαν για να μαζευτεί η σοδειά. Το φαγητό μαγειρευόταν με το καινούργιο λάδι, ακόμη κι αν υπήρχε παλιό στο λαδοπίθαρο.
Εικόνες του χτες, ξεχασμένες αλλά γεμάτες ομορφιά και νοσταλγία. Τότε που η λαδωτή πίτα και το λαδόψωμο είχαν τη δική τους μοναδική νοστιμιά, έτσι όπως θέλει να μας τις θυμίζει ο αείμνηστος Κωστής Φραγκούλης:
“..Κι όντε δα πιουν στη βίβα μου,
για τ’ απομοζωχτίκια,
τάβλες θα στρώσω φτάζυμο,
πετσάρη τωσε σφάζω
σα να ’ναι γάμος και χαρά,
γη συντεκνιά σα να ’χω,
να με καλοχρονίσουνε,
σπολλάτη να μου πούνε.
Καλοκατάλυτη η σοδειά,
του δέκαλου το λάδι,
του διακονιάρη για μιστό
και ψυχικό για τσ’ άγιους...”.
για τ’ απομοζωχτίκια,
τάβλες θα στρώσω φτάζυμο,
πετσάρη τωσε σφάζω
σα να ’ναι γάμος και χαρά,
γη συντεκνιά σα να ’χω,
να με καλοχρονίσουνε,
σπολλάτη να μου πούνε.
Καλοκατάλυτη η σοδειά,
του δέκαλου το λάδι,
του διακονιάρη για μιστό
και ψυχικό για τσ’ άγιους...”.
Με όλα τούτα αποχαιρετούμε το μήνα Νοέμβρη και ετοιμαζόμαστε να υποδεχθούμε τον τελευταίο μήνα του χρόνου, το Δεκέμβρη με τα Χριστούγεννα και τις άλλες γιορτές του.
Πηγή:Πατρίς-Του Δημήτρη Χ. Σάββα