ΞΕΝΙΑΚΟΣ
http://xeniakianos.blogspot.gr/p/blog-page_2185.html
Οι βεγγέρες
Τα
παλιά χρόνια μαζεύονταν οι άνθρωποι τα βράδια του χειμώνα σε σπίτια
κατά οικογένειες ή κατά γειτονιές και κάνοντας δουλειές του χεριού οι
γυναίκες, πίνοντας τη ρακή ή το κρασάκι τους οι άντρες με συνηθισμένο
μεζέ τα κουκιά στα κάρβουνα ή στο τηγάνι σαν στραγάλια, περνούσαν την
ώρα τους ( δεν υπήρχε βλέπετε η τηλεόραση) λέγοντας καθαρογλωσσίδια
(γλωσσοδέτες), ανιώματα (αινίγματα), παραμιές (παροιμίες), ιστορίες
(αληθινές ή φανταστικές) για στοιχειά, νεράιδες, φαντάσματα, του πολέμου
ή της κατοχής. Ψυχαγωγούνταν μα κι ακόνιζαν το μυαλό τους. Μάθαιναν τα
παιδιά, μα κι έτρεμαν από το φόβο τους μη τυχόν και συναντήσουν τις
νεράιδες να χορεύουν «στου παπά τ’ αλώνι» ή να πλένουν τα ρούχα τους στο
«κακό ρυάκι», όταν τα παίρναν οι γονέοι τους για να τους βοηθήσουν στα
νυχτερινά αγώγια.
Μια ιδέα από τα παραπάνω στη συνέχεια.
Καθαρογλωσσίδια
Εκκλησά
μολυβδοτή, μολυβδοκαγκελοπελεκητή , ποιος τηνέ μολυβδοκαγκελοπελέκησε, ο
γιος του μολυβδοκαγκελοπελεκητή. Να χα και γω τα σύνεργα του γιου του
μολυβδωκαγκελοπελεκητή θα τηνέ μολυβδοκαγκελοπελεκούσα, πια καλά κι 'από
του γιου του μολυβδοκαγκελοπελεκητή.
Κούπα , κουπακόκουπα, με τα κουπακοκουπάκια σου .
Άσπρη και ξέξασπρη κλωστή και ξέξασπρο μετάξι και ξέξασπρή μου κοπελιά και ποιος θα σ' αγκαλιάσει...
.
Τρεις
έντεκα , τρεις δώδεκα, τρεις δεκαπάντε κι έντεκα, και εφτά κι οχτώ και
δεκαοχτώ και πέντε κι έξι και μισό , κι ένα και δυό κι ενάμιση , για πέ
μου πόσα κάνουσι;
Άσπρα μούρνα, μαύρα μούρνα, τση μαυρομουρνιάς τα μούρνα.
Έσκαφτα κ' εμαυρόσκαφτα κι εμαυροσκαφτότρωγα.
Ο Παπάς ο παχύς έφαε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;
Ο ψύλλος εγκρεμίστηκε απού το παραθύρι κ' έσπασε τα σκωτοφλεμονοκαρδουλοκαπουλοκάτινά του.
Τση καρέκλας το ποδάρι εξεκαρεκλοποδαρώθει.
Πόρισε
κερά να ποτηροκαλαθοσκαρβελοσωμαρολιβαδώσεις ( Βγες γυναίκα να βάλεις
το ποτήρι στο καλάθι, το καλάθι στο σκαρβέλι, το σκαρβέλι στο σωμάρι, το
σωμάρι στο γαϊδούρι, το γαϊδούρι στο λιβάδι).
Αινίγματα ή ανιώματα
-Ανάμεσα σε δυο βουνά περδικούλα κελαηδεί.(Ο αργαλειός).
-Κοπελιές είναι κι οι δυο και γεννά η μια την άλλη.(Η μέρα και η νύχτα).
-Βασιλιάς δεν είμαι κορώνα φορώ, ρολόι δεν έχω τις ώρες μετρώ. (Ο κόκορας).
-Γύρου, γύρου ανεγυρίζει στο γωνιό πάει και καθίζει.(Η σκούπα).
-Κλουθά τ’ ανθρώπου όπου κι αν πάει κι όμως πράμα δεν τρώει.(Η σκιά μας.)
-Σε γλάστρα δεν φυτεύεται σε περιβόλι όχι, ο βασιλιάς το γεύεται κι όλος ο κόσμος το χει.(Το αλάτι).
-Κλειδώνω , μανταλώνω κι ο κλέφτης μπαίνει μέσα.(Ο ήλιος).
-360 γερανοί, 30 περιστέρια, σε 12 φωλιές γενούν κι 1 αυγό κλώσουνε.(Οι μέρες , οι μήνες , ο χρόνος).
-Είμαστε
δυο αδερφές κι από τον κύρη μας αγαπητές, η μια ποθαίνει κι η άλλη ζει,
αν κι αυτή ποθάνει ο κόσμος θα χαθεί. (Η μέρα και η νύχτα).
-Άμα τη δέσω προπατεί και σαν τη λύσω στέκει. (Η ανέμη με την κλωστή).
-Μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή του κι αποπαέ ως τα Χανιά ακούγεται η φωνή ντου ( το τουφέκι)
Ο μπάρμπας μου ο Μιχελής σαράντα δυο βρακιά φορεί και το πιο παλιό απόξω.(Το κρεμμύδι).
-Από
χώμα πλάστηκα σαν τον Αδάμ, στο καμίνι εψίθηκα σαν τση τρεις παίδες, με
τα σπλάχνα μου πολλούς εδρόσισα , κι εδά στα θανατά μου κανείς δεν
έθαψε τα κόκαλά μου.(Η στάμνα).
-Μια βαρκούλα φορτωμένη στη σπηλιά πάει και μπαίνει.(Το κουτάλι με το φαγητό).
-Του παππού μου κρέμεται και τση γιαγιάς μου χάσκει.(Ο κουβάς και το πηγάδι).
-Χιλιοτρύπητο λαΐνι που σταλιά νερό δε χύνει (το σφουγγάρι)
Χίλιοι μίλοι καλογέροι σ’ ένα ράσο τυλιγμένοι.(Το ρόδι).
-Από πίσω μου μακραίνει κι από μπρος μου, μου κονταίνει.(Ο δρόμος).
-Τέσσερις στέκονται, δύο γρικούνε, ένας σκάφτει κι ένας θυμιατίζει. (Το γουρουνάκι).
-Μικρή είναι η νοικοκυρά μα κάνει πίτα τόση.(Η μέλισσα).
-48
κλωνών δεντρί, στην κορυφή ρόδο ανθεί, ρεμπεστάνιος όποιος το ‘χει,
βασιλιάς απού το ορίζει ( η Μεγάλη Σαρακοστή, Πάσχα, όποιος νηστεύει, ο
Θεός).
Παροιμίες
Αγάπα το κοπέλι σου μα να μη το κατέχει .
Άγιου μη τάξεις τάξιμο , μήδε παιδιού κουλούρι .
Αλίμονό του τ' ορφανού, αν είν' και με τα γένια .
Αν δεν κλάψει το παιδί , δεν του δίνει η μάνα το βυζί .
Ανε κλωτσάς τα γονικά σου , θα το βρεις απ' τα παιδιά σου
Από βροντή κι απ' αστραπή , κι από νερό και χιόνι , κι απ' άτεκνο
κιαπό σπανό ο Θεός να σε γλιτώνει .
Από μικιό κι από τρεζό , μαθαίνεις την αλήθεια .
Απ' τ' αγκάθι βγαίνει ρόδο , κι απ' το ρόδο βγαίνει αγκάθι .
Αν είναι ρόδο θ' ανθίσει , μ' αν είν' αγκάθι θα τσιμπήσει .
Απού' βαλε το λάδι , να βάλει και το κλήμα .
Απού κοπελομάθει δεν γεροντοξεχνά .
Απού αποθαίνει με πολλούς , θάνατο δεν φοβάται .
Ακάτεχος τ' ακάτεχου, ποτέ μην αρμηνεύγει .
Άνθρωπος δίχως όνειρα , κακά , ψυχρά θα ζήσει .
Άσπρος γεννάται ο κόρακας , και μαύρος κατασταίνει .
Γ-ή μικρός - μικρός παντρέψου , γ-ή μικρός καλογερέψου
.
Γουρούνι και κοπέλι , ώς το μάθεις .
Γροίκα το πατέρα σου , κι ορμήνευε του γιού σου .
Ευχή γονέων παίρνε , και στα βουνά προπάθιε
.
Έχασε η μάνα το παιδί , και το παιδί τη μάνα .
.
Έλα παππού να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου.
Εγώ παιδί μου , σου' πα να 'χεις χίλια πρόβατα , μα σα δεν θέλεις τρίχα μην αποτάξεις
.
Εγλυκάθη η γρά στα σύκα , κι όλη νύχτα τ' αναζήτα .
Όλα ' ναι φάδι τση κοιλιάς και το ψωμί στημόνι.
Η βιάση ψήνει το ψωμί μα δεν το καλοψήνει .
Ότι παθαίνει ο άνθρωπος , το φταίει η κεφαλή ντου .
Δεν έχει ο φτωχός , μα έχει ο Θεός
Η δουλειά νικά τη φτώχεια .
Βασιλικός κι αν μαραθεί , την μυρωδιά την έχει.
Από την Έμπαρο κρασί κι από τη Βιάννο λάδι , κι απο το Μυλοπόταμο , ελιές και παξιμάδι .
Δώσε μούρη του χωριάτη , ν'ανεβεί και στο κρεβάτι .
Μ' ένα ρόδο φίλο κάνεις , και για ρόδο τόνε χάνεις .
Ο ποντικός σε τρύπα δεν χωρεί και κολοκύθα σέρνει.
Το αίμα νερό δεν γίνεται κι άμα γενεί δεν πίνεται.
Άλλος ήχασκε , κι άλλος μετάλαβε .
Ιστορίες
1.
Πήγαινε λέει ο Σηφάκης, νύχτα ακόμη, ένα γομάρι (φορτίο σε γαϊδουράκι)
κοπριά στο περβόλι του. Στο δρόμο συνάντησε το απόσπασμα της Χωροφυλακής
που έκανε έλεγχο για παράνομη κατασκευή και εμπορία ξυλοκάρβουνου. Τον
ρωτάνε:
_ Ίντα κουβαλείς ετά Σηφάκη;
Και ο Σηφάκης θέλοντας να δείξει τη «μεγάλη εκτίμηση» που τους είχε τους απαντά:
_ Χωροφυλάκους!
2. Καθόταν ο Περικλής μια μέρα στο ντουκιάνι. Κάποια στιγμή γυρίζει και του λέει ο διπλανός του:
_Παναγία μου μωρέ Περικλή μέγαλος τη κεφαλή σου!
Και ο Περικλής, ετοιμόλογος, με τη χαρακτηριστική του φωνή:
_Βραστή να ντην είχες δεν ήθελα σε φτάξει
3. Μια μέρα πάλι καθότανε με τη μάνα του στην αυλή και είδανε κάποιον από μακριά.
_Ποιος είναι μωρέ εκειοσές που ‘ρχεται;
_Ο πατέρας, απαντά ο Περικλής.
_Σάικα, απηλογιέται η μάνα του, δεν είναι κειοσας!
_Εμένα εκειονά μου ‘δειξες για πατερα! Είπε πάλι ο Περικλής και την αποστόμωσε.
4.
Η Ζαχάραινα προσπαθεί για πολλή ώρα να τηλεφωνήσει στην κόρη της στην
Αθήνα. Όταν κάποια στιγμή τα καταφέρνει επιτέλους αναφωνεί στον άντρα
της με ενθουσιασμό:
_Επήρα τηνε μπρε την Αθήνα!
Κι ο γιος της απαντά:
_Αυτές κι αν είναι αγορές!
5. Μια
βραδιά εκάθουνταν μια παρέα στο ντουκιάνι (καφενείο) και έλεγαν πόσο
ατρόμητος ήτονε ο ένας του κι ο άλλος. Σε μια στιγμή ένας από τη παρέα
λέει:
_Εμένα δε με νοιάζει να πάω και τα μεσάνυχτα μοναχός στο νεκροταφείο και βάνω και στοίχημα!
_Να βάλομε, μα πώς θα το καταλάβομε πως επήες;
_Να βαστώ θέλει ένα τζένιο (ξύλινο παλούκι) και α το καρφώσω στου τάδε το μνήμα.
Τα
μεσάνυχτα πράγματι σηκώθηκε, πήρε ένα τζένιο κι έφυγε. Περιμένουνε οι
άλλοι να γυρίσει, περιμένουνε, περιμένουνε, τίποτε. Σηκώνουνται όλοι
μαζί και πάνε στο νεκροταφείο και βρίσκουν τον κορδάκι (πεθαμένο) απάνω
στον τάφο και το τζένιο καρφωμένο με τη βράκα ντου στο χώμα. Ο
κακομοίρης ήκαμε ότι είχε υποσχεθεί, μόνο που δεν εβλέπησε καλά και
κάρφωσε με το τζένιο τη βράκα ντου. Όντενέ πήγε να σηκωθεί η βράκα του
εσύρθηκε προς τα κάτω. Θάρρεψε ο κακότυχος πως τον ήσυρνε ο αποθαμένος
κι ήσκασενε από το φόβο ντου.
6. Ο τάπα – Γιάννης διηγιότανε με κάθε ειλικρίνεια:
Ένα
καλοκαίρι που γύριζα από το Μηλλιαράδω μεσάνυχτα ήκουσα όντενέ πέρνουνα
στο Κακό Ρυάκι μια φασαρία σάμπως κι ήπλυνε κιαμιά. Είπα λοιπόν
συντινούς μου (στον εαυτό μου) «η ….. θάναι που ‘ναι φτωχή κι ήρθενε
νύχτα η κακομοίρα να πλύνει τα κουρέλια τσης να μη την εδούνε οι
γιαθρώποι και τηνε κοροϊδεύγουνε. Πέρασα το λοιπόν κι ήκαμα πως δεν είδα
μούδε ήκουσα πράμα. Ήφταξα στο σπίτι μας κι εβγήκα στο δώμα να κοιμηθώ
κατά πως το ‘χα συνήθειο τα καλοκαίρια.
Μια
κοπανιά (μια στιγμή) γροικώ ζάλα και κάποιο ν’ ανεβαίνει στη σκάλα.
Ανοίγω μια σταλιά τα μάθια μου κι ίντα να δω. Από πάνω μου ήστεκε μια
θεόρατη γυναίκα με τεράστια χέρια και ανύχες και τα πόδια τσης ωσάν του
γαϊδάρου τα νιφίδια ( οπλές).
Ύστερα
ήσκυψενε κι ήρχιξε να με γαργαλεί και να με πασπατεύγει. Εγώ ο
κακομοίρης ήτρεμα από το φόβο μου και δεν ήβγανα άχνα. Εκεινιά την ώρα
εκούστη ο πρώτος πετεινός κι η γυναίκα, ο Θεός να τη κάνει γυναίκα,
πετάχτηκενε απάνω και μου λέει φοβερίζοντάς με «ήπρεπε να μιλήσεις
τουλόγου σου κι εγάτεχα γω να σου πάρω την εμιλιά για να μάθεις να
περνάς από κειά που πλύνω τα μεσάνυχτα.
Κι άλλες βεγγέρες
Βεγγέρες
γίνονταν και τα καλοκαίρια μόνο που αυτές γίνονταν κυρίως από γυναίκες
και παιδιά και σε υπαίθριους χώρους. Τέτοια στέκια στο χωριό μου ήτανε
το τοιχιό πάνω από το κοινοτικό γραφείο, η μεσοστενιά, ο ανηφοράς τση
Αριστείδαινας κ. ά.
Οι
χώροι αυτοί γειτνίαζαν με καφενεία , όπως της Αντρονίκης, του Μιχαήλου
και του Μενέλαου. Έτσι οι γυναίκες άκουγαν και σχολίαζαν τις κουβέντες
των αντρών, μα ήταν κι έτοιμες να τους τραβήξουν τα χαλινάρια αν
παρεκτρέπονταν είτε στα λόγια, είτε στο πιοτό .Έδειχναν στα παιδιά, τους
αστερισμούς, έτσι όπως τους ήξεραν κι αυτές: Εκειέ ναι «τα μάθια του
κάτη», εκειέ «του βουγιού η κεφαλή», εκειοσές είναι ο πήχυς», γιάε και
τον «Ιορδάνη ποταμό». Λέγονταν και ιστορίες από την καθημερινότητά τους:
«Επήα μπρε σήμερο με τα κοπέλια ν’ ανάψω τση μάνας μου το καντήλι κι
ήβρηκα εκειά το Χτίστη να σάζει του Μανωλάκη το μνήμα. Είχενε κι ένα
τσουβάλι τσιμέντο ανοιμένο. Μια κοπανιά γροικώ την θυγατέρα μου να λέει
τ’ αδερφού τσης: « Ξάνοι Γιαννιό βάνουνε και στσοι ποθαμένους λίπασμα!» (
τα χρόνια αυτά το λίπασμα ήταν σε χάρτινα τσουβάλια που έμοιαζαν με του
τσιμέντου).
Καθώς
διηγιότανε την ιστορία της η Αννίκα ένιωσε το Μαριό να της τραβάει τη
μανίκα και να της δείχνει στον ουρανό το μισοφέγγαρο λέγοντάς της με
αθωότητα: «Γιάε μα ήσπασε το φεγγαράκι».