Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Αναζωογονήστε αμέσως τα ταλαιπωρημένα χέρια σας!


Αναζωογονήστε αμέσως τα ταλαιπωρημένα χέρια…
mystikaomorfias.gr

Αναζωογονήστε αμέσως τα ταλαιπωρημένα χέρια σας!





Αναζωογονήστε αμέσως τα ταλαιπωρημένα χέρια σας!

Μια διαφορετική, καταπληκτική συνταγή για τα χέρια που έχουν σκάσει και χρειάζονται άμεση ενυδάτωση. Δοκιμάστε τη και θα μείνετε έκθαμβοι!


Υλικά:
2 κ.σ. γλυκερίνη
2 κ.σ. κορν φλάουρ
περίπου μισό ποτήρι ροδόνερο

Χρήση:
Βάζουμε τη γλυκερίνη σε σκεύος και τη ζεσταίνουμε σε μπεν μαρί, προσθέτοντας 2 κ.σ. κορν φλάουρ λίγο λίγο. Ανακατεύουμε μέχρι το μείγμα να γίνει μία λεία αλοιφή. Στο τέλος προσθέτουμε ροδόνερο σιγά σιγά, περίπου μισό ποτήρι, και ανακατεύουμε μέχρι το μείγμα να γίνει σφιχτό και κολλώδες. Το βάζουμε σε βαζάκι και αλείφουμε τα χέρια μας για να διατηρούνται πάντα απαλά!

Ομάδα neadiatrofis.gr
ροδόνερο απο τα μυστικά ομορφιάς
Υγρή γλυκερίνη για υπέροχα καλλυντικά.

ΚΟΧΥΛΑΚΙΑ

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

Σε αυτο το βιντεο μαθενουμε να πλεκουμε ενα ομορφο σχεδιακι το οποιο ειναι ιδανικο για παιδικα ρουχαλακια..... και οχι μονο.... Ελατε στην παρεα μας στο Faceb...
youtube.com

Υπέροχοι Εργολάβοι με 3 υλικά!

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

Μια πανεύκολη και γρήγορη συνταγή για ένα παραδοσιακό γλύκισμα. Μια συνταγή του Στ. Παρλιάρου.
www.sokolatomania.gr



Υπέροχοι Εργολάβοι με 3 υλικά, από το sintayes.gr!



Χρόνος: 30 λ. + 20 λ. ψήσιμο
συνταγή icon Δυσκολία: Εύκολο
Μια πανεύκολη και γρήγορη συνταγή για ένα παραδοσιακό γλύκισμα.Εργολάβοι για το απόλυτο, πατροπαράδοτο … κέρασμα στους επισκέπτες και όχι μόνο. Μια συνταγή του Στ. Παρλιάρου.

Υλικά συνταγής

  • 320 γρ. αμύγδαλα λευκά + φιλέ αμυγδάλου για την επιφάνεια *
  • 600 γρ. ζάχαρη άχνη
  • 5 αυγών τα ασπράδια

Εκτέλεση συνταγής

  1. Χτυπάμε τα ασπράδια σε πολύ πηχτή μαρέγκα [με μια πρέζα αλάτι].
  2. Αλέθουμε στο μπλέντερ πολύ καλά τα 320 γρ. αμύγδαλα μαζί με τη ζάχαρη άχνη και το 1/3 της μαρέγκας, έως ότου γίνουν μία ομοιογενής σχετικά πηχτή αμυγδαλόπαστα.
  3. Τα μεταφέρουμε σε μπολ, προσθέτουμε σιγά-σιγά την υπόλοιπη μαρέγκα και ανακατεύουμε καλά με μια μαρίζ να ενσωματωθούν πλήρως.
  4. Πλάθουμε μικρούς εργολάβους σε σχήμα μπαστουνιού, τους βάζουμε σε ταψί πάνω σε λαδόκολλα τους πασπαλίζουμε με το φιλέ αμυγδάλου, αφήνοντας διάστημα μεταξύ τους ή εναλλακτικά βάζουμε το μείγμα σε σακούλα ζαχαροπλαστικής και δημιουργούμε μικρά στρογγυλά δισκάκια πάνω στη λαδόκολλα. Σε αυτή τη περίπτωση βάζουμε ένα ολόκληρο αμύγδαλο πάνω από κάθε εργολάβο.
  5.  Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180°C για 20 λεπτά έως ότου ροδίσουν. Αφήνουμε να κρυώσουν καλά. Αν θέλουμε μπορούμε να κολλήσουμε τους εργολάβους ανά δύο, βάζοντας ανάμεσά τους λίγη μαρμελάδα.
* Σε περίπτωση που τους φτιάξετε στρογγυλούς θα έχετε ολόκληρα αμύγδαλα και όχι φιλέ.
https://www.sintayes.gr/syntages/iperochi-ergolavi-3-ilika/
ergolavoi-texnikes

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ: Ημέρα Σεβασμού και μνήμης!

Ο ΜΑΝΤΕΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ κοινοποίησε τη δημοσίευσή του.


Φωτογραφία του ΜΑΝΤΕΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ.Φωτογραφία του ΜΑΝΤΕΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ.
 










ΜΑΝΤΕΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ: Ημέρα Σεβασμού και μνήμης!
Ηρωικός λαός που άντεξε, υπέφερε, δημιούργησε, μεγαλούργησε, εκδιώχθηκε, επιβίωσε, δίδαξε, ενδυναμώθηκε, σφαγιάστηκε και επέστρεψε στη γενέτειρα ρίζα και φυσική του μητέρα.
Έδωσε το όνομά του σε μία ολόκληρη περιοχή, σε μια ολόκληρη θάλασσα (Εύξεινος Πόντος) και έγραψε Ιστορία εκτός συνόρων.
Ποιος ενσυναίσθητος και έμψυχος δεν γνώρισε Ποντίους και δεν εννόησε αμέσως, το Μεγαλείο του Πνεύματος και της Ελληνικής τους Ψυχής;
Αυτό είδαν οι Μαμελούκοι, οι απολίτιστοι βάρβαροι της στέπας, οι διαβολικοί και άψυχοι Μογγολοειδείς Οθωμανοί και Τουρκοσπορίτες, οι λεγόμενοι Νεότουρκοι και έβαλαν μαχαίρι στο άγιο Σώμα των Αληθινών Ελλήνων Ποντίων της διασποράς.
Πάμε πολύ πίσω.
Όταν το ενεργό Ηφαίστειο της Σαντορίνης ήταν έτοιμο να εκραγεί στην αρχαία Θήρα, οι κάτοικοί του που γνώριζαν, έσπευσαν με τα υπάρχοντά τους να φύγουν μακρυά από την ολέθρια έκρηξη.
Άλλοι μεν τράβηξαν νότια και δημιούργησαν τον Κρητικό πολιτισμό στη Μεγαλόνησο, άλλοι δε πέρασαν τα στενά του Ελλήσποντου και κατοίκησαν όλα τα παράλια νότια της Μαύρης θάλασσας, δημιουργώντας μια Μεγάλη Ελλάδα.
Σαμψούντα, Τραπεζούντα,Σινώπη, Κασταμονή,
Συμφερόπολις, όλα τα παράλια της ανατολικής Βουλγαρίας, Ρουμανίας, της Κριμαίας, ανατολικά μέχρι τον Καύκασο, αλλά κυρίως νότια από το Βυζάντιο, τη Χαλή, την Ηράκλεια, Λεοντόπολη, Αμισό, Οινόη,Κωτύωρα, Ριζούντα, Αθήναι (μάλιστα Αθήναι) μέχρι την Φάση στον ποταμό Φάσι και το Διοσκουριό (σημερινό Σοχούμ).
Ποια είναι η μεγίστη ομοιότης των δύο λαών που έφυγαν από την Σαντορίνη και δημιούργησαν τεράστιο πολιτισμό;
Η ίδια περίπου φορεσιά (βράκα, κεφαλομάντιλο, κρόσσια, μπότες, μαύρη στολή, όπλα στο ζωνάρι, ομιλία, μουσική, κρητική λύρα, ποντιακή λύρα,(Απολλώνιος Λύρα), χορός και πολεμικός χορός με παραλλαγές στις φιγούρες.
Αδιαμφισβήτητα οι Κρητικοί και οι Πόντιοι είναι αδελφοί λαοί, από την ίδια πολιτιστική κοιτίδα. Όσοι για μας τους "γηγενείς" που δεν μετοικίσαμε και μείναμε ως εντόπιοι, αμέσως αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο των αδελφών μας το αίμα, τα γονίδια, τον θείο ΙΧΩΡΑ και τον ισχυρότατο βαθμό αίματος που μας συνδέει. Αναγνωρίζοντας την Νεοτουρκική θηριωδία εις βάρος των αδελφών μας Ποντίων και την σχεδιασμένη Γενοκτονία τους, αποτίουμε φόρο τιμής στους χιλιάδες σφαγιασθέντες αδελφούς μας, στους ανώνυμους και επώνυμους νοικοκύρηδες του Ελληνικού Πόντου που άφησαν τις πατρογονικές εστίες τους, τους τάφους των πατέρων τους, τις περιουσίες και το βιος τους και ζήτησαν καταφύγιο στη Μακεδονία μας.
Καταδικάζουμε απερίφραστα και κατηγορηματικά την Τουρκική θηριωδία, τον Τουρκικό επεκτατισμό, τα σχέδια της Παγκόσμιας Νέας Τάξης να επαναφέρουν τα μουσουλμανικά αποβράσματα εντός της Έδρας μας, εντός της Πατρίδος μας πλέον, οπότε ομιλούμε για μία νέαν προσπάθεια εσωτερικής γενοκτονίας των Ελλήνων, η οποία ΔΕΝ θα περάσει!!!
Δόξα και τιμή στους ήρωες Ποντίους που άντεξαν, αντιστάθηκαν, μεγαλούργησαν και δεν υπέκυψαν στον σχεδιασμένο αφανισμό τους!
Καταθέτω το σεβασμό μου στον υπέροχο αυτό Λαό και στην ημέρα ΜΝΗΜΗΣ των.

Δημητριος Μαντές
18/05/2017

Γενοκτονία των Ποντίων

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη δημοσίευση του χρήστη Φωτογραφίες Μνήμες Παράδοση.
Γενοκτονία των Ποντίων,η συγκλονιστική ιστορία της μεγάλης γενοκτονίας του Αιώνα και ενός από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της Ανθρωπότητας
Πριν από τον όρο «Γενοκτονία» υπήρχε ο όρος «Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας». Η γενοκτονία ως όρος διαμορφώθηκε κυρίως στη δίκη της Νυρεμβέργης το 1945, όπου δικάστηκε η ηγεσία των ναζιστών εγκληματιών του πολέμου.
Συγκεκριμένα ο όρος σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις.
Ο γενοκτόνος δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και χριστιανοί. Το 1915 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τον ποντιακό ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Τη χρονιά εκείνη, και ενώ όλα τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν εμπλακεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Τον Ιούνιο πραγματοποιήθηκε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή των Αρμενίων, ενώ αρχίζουν οι πρώτες βιαιοπραγίες εναντίον του ποντιακού στοιχείου. Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ σχέδιο εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που προέβλεπε «Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16 έως 60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης».
Το πρόγραμμα ξεκίνησε 15 ημέρες αργότερα και εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας. Η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλιτώσει από τη μανία των Τούρκων διότι είχε καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από τον ρωσικό στρατό. Όταν όμως οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πόλη τον Φεβρουάριο του 1918, τότε ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις εστίες του και ακολούθησε τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καυκάσου και των παραλίων της Γεωργίας.
Οι Πόντιοι πίστεψαν ότι το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου θα έφερνε και οριστικό τέρμα στα δεινά τους, αλλά διαψεύσθηκαν…

Οι εκκλήσεις τους για να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος δεν εισακούστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υπεράσπισή του από τις τουρκικές επιδρομές. Σε αντάλλαγμα πρότεινε να προχωρήσουν οι Πόντιοι στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τους Αρμένιους, και πράγματι ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1920 συμφωνία για τη δημιουργία ποντοαρμενικού κράτους. Όμως τον Νοέμβριο του 1920 ο αρμενικός στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ με αποτέλεσμα να συνθηκολογήσουν οι Αρμένιοι και να μείνουν οι Πόντιοι μόνοι τους. Έκτοτε και μέχρι τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ, έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του ποντιακού ελληνισμού. Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Όσοι άνδρες συλλαμβάνονταν προωθούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1914-1922 εξοντώθηκαν περίπου 200.000 Πόντιοι.
Οι Τούρκοι εκτόπιζαν και εξόριζαν τους Έλληνες μέσα στην βαρύτερη κακοκαιρία, χωρίς να τους επιτρέπουν να παραλάβουν ούτε τρόφιμα ούτε στρώματα. Τα κυβερνητικά όργανα που συνόδευαν τους εκτοπιζόμενους δεν επέτρεπαν στα θύματά τους να σταθμεύουν σε κατοικημένα μέρη, αλλά μόνο σε μέρη έρημα και εκτεθειμένα στις χειμερινές συνθήκες. Ο σκοπός ήταν διπλός: πρώτα να μην μπορούν να στεγασθούν και έπειτα να μην μπορούν να αγοράσουν τρόφιμα. Δεν επέτρεπαν για κανένα λόγο να δώσουν βοήθεια στους γέρους γονείς ή στα ανήλικα παιδιά και στους αρρώστους, οι οποίοι εγκαταλείπονταν στα φαράγγια και στα δάση και πέθαιναν από την πείνα ή αποτελειώνονταν από την λόγχη των Τούρκων. Σε διάφορα μέρη της χώρας ιδρύθηκαν λουτρώνες δήθεν για στρατιωτικούς λόγους. Τα κυβερνητικά και αστυνομικά όργανα που οδηγούσαν τους μετατοπιζόμενους εξανάγκαζαν τους δυστυχείς για λόγους δήθεν υγιεινής να λουστούν. Έβαζαν κατά εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα λουτρά, γυμνούς, με θερμοκρασία 40 βαθμών. Τα ενδύματα των δυστυχών λεηλατούνταν. Όταν έβγαιναν από το λουτρό, τους εξανάγκαζαν να παρατάσσονται στο χιόνι και με θερμοκρασία κάτω του μηδενός και να περιμένουν επίσκεψη του αστυνόμου για καταμέτρηση, ο οποίος ποτέ δεν ερχόταν πριν από μία ώρα. Έπειτα άλλη μία ώρα περίμεναν τον γιατρό για ιατρική επιθεώρηση.

Κατά την επιθεώρηση χαρακτηρίζονταν άρρωστοι οι νεότεροι και υγιέστεροι, οι οποίοι θανατώνονταν κατά την αποστολή στο νοσοκομείο.

Από την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1914) ως τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), οι Νεότουρκοι με τα σκληρά μέτρα που έλαβαν εναντίον των Ελλήνων του Πόντου με τη μέθοδο των εξοριών, βιασμών, σφαγών, εξανδραποδισμών και απαγχονισμών (κατά τον Πανάρετο Τοπαλίδη) εξόντωσαν:
α. κατά την περίοδο 1914-1918 170.576 Ποντίους
β. κατά την περίοδο 1918-1922 119.122 Ποντίους
συνολικά 289.698 Ποντίους

ποσοστό δηλαδή 41,56% σε σύνολο 697.000 Ελλήνων κατοίκων, ενώ κατά τον Γ. Βαλαβάνη οι απώλειες των Ποντίων σύμφωνα με τη Μαύρη Βίβλο του Κεντρικού Συμβουλίου των Ποντίων στην Αθήνα ανέρχονται σε 303.238 ως το 1922, και 353.000 ως το Μάρτιο του 1924, ποσοστό που ξεπερνά το 50% του ολικού πληθυσμού των Ελλήνων του Πόντου.
Από το βιβλίο του Βλάση Αγτζίδη Έλληνες του Πόντου. pontos-news.gr

Η σφαγή των νηπίων της Σάντας

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη δημοσίευση του χρήστη ΕΛΛΑΝΙΑ ΠΥΛΗ.
Η πιο τρομακτική νύχτα στη Γενοκτονία των Ποντίων: Η σφαγή των νηπίων της Σάντας (Εικόνες & Βίντεο)

Η πιο τρομακτική νύχτα στη Γενοκτονία των Ποντίων: Η σφαγή των νηπίων της Σάντας (Εικόνες & Βίντεο)

«Έναν μαύρον ημέραν εκούιξεν εις απες σο σπέλ’:
Οι μανάδες ντο έχ’νε μικρά μωρά να εβγαίνε οξιοκά ασο σπέλ’».
Μία μάνα διηγείται ότι μια μαύρη μέρα ένας φώναξε όσες είχαν μικρά παιδιά να βγουν έξω από τη σπηλιά…


Έτσι ξεκινάει η Ελένη Νυμφοπούλου-Παυλίδου να ντύνει με λόγια μία από τις πιο τραγικές στιγμές της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Συμπρωταγωνιστής στην αφήγηση ο οπλαρχηγός Ευκλείδης.
Ο αδερφός του, Κώστας Κουρτίδης, θα γράψει στο ημερολόγιό του για την νύχτα της 10ης προς 11η Σεπτεμβρίου 1921: «... Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους, και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου».


Η Σφαγή των παιδιών

 
Τα μεσάνυχτα σταμάτησε το πανδαιμόνιο των πυροβολισμών και οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση Μερτζάν Λιθάρ.
Η σφαγή των νηπίων αποτελεί μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές στο δράμα που έζησαν οι Έλληνες της Ανατολής, όταν μητέρες αναγκάστηκαν να θυσιάσουν ότι πολυτιμότερο είχαν στη ζωή τους, τα ίδια τα μικρά τους, για να σωθούν τα μεγαλύτερα παιδιά και οι οικογένειες τους.
Ανάλογες μαρτυρίες υπάρχουν κι από άλλες περιοχές και με μεγαλύτερα παιδιά όπου η επιλογή του θανάτου από το να πέσουν στα χέρια των Τούρκων-ειδικά τα μικρά κορίτσια όπου πολλαπλώς βιαζόταν πριν ξεψυχήσουν- γινόταν δύσβατος μονόδρομος που έπρεπε οι δόλιες οι μάνες να τον περάσουν ολομόναχες αλλά και να τον πληρώσουν με αβάσταχτο πένθος για την υπόλοιπη ζωή τους.
Στο ημερολόγιο του ο Κώστας Κουρτίδης γράφει για το σχετικό περιστατικό:
«Η νύχτα αυτή ήταν η πιο τρομακτική νύχτα που έζησα στη ζωή μου.
Κάνοντας πρόχειρα προχώματα παραταχτήκαμε για μάχη.
Γυναίκες και παιδιά (τριακόσιοι περίπου) μαζεύτηκαν λίγο πιο πάνω μέσα σε μια σπηλιά, τους οποίους φυλούσαν περίπου εκατόν είκοσι νέοι άοπλοι.
Επί εννιά ώρες αγωνιζόμασταν ενάντια στον τουρκικό στρατό, που μας περικύκλωσε από παντού, εκτός από μια δίοδο προς το δάσος Βαϊβάτερε, για να έχουμε διέξοδο την τελευταία στιγμή».


«άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ»
Τα μεσάνυχτα σταμάτησε το πανδαιμόνιο των πυροβολισμών και οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση Μερτζάν Λιθάρ.
Τότε έπρεπε, πριν ξημερώσει, να βρεθεί μια λύση: ν’ απομακρύνονταν εντελώς αθόρυβα από εκείνη τη θέση, γιατί αλλιώς θα γινόταν ο τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αμάχων.
Εκείνες τις τραγικές ώρες, μοιραίες, απελπισμένες μάνες αναγκάστηκαν να θανατώσουν βρέφη και μικρά παιδιά που έκλαιγαν, για να μην προδώσουν τις θέσεις τους.
Όταν ξημέρωσε και οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επιχείρηση εναντίον των ανταρτών, αντίκρισαν επτά βρέφη σφαγμένα!
Τότε ο ίδιος ο μέραρχος επικεφαλής έδωσε διαταγή στον τουρκικό στρατό να γυρίσει πίσω στη Σάντα λέγοντας: άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ»
Την ιστορία των νηπίων που θυσιάστηκαν από τις ίδιες τους τις μάνες ώστε μη μαρτυρήσουν άθελά τους το σημείο όπου κρύβονταν περίπου 300 Σανταίοι, αφηγείται ο Τάκης Βαμβακίδης.
Τη μουσική έγραψε ο Δημήτρης Πιπερίδης, ο οποίος παίζει και λύρα. 

Η Γενοκτονία των Ποντίων

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας...
sansimera.gr

Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανές δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Το 1908 ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.
Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

Αυτά επάθαμεν οι Έλληνες...

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
e-Pontos.gr | Η ηλεκτρονική εφημερίδα με τα νέα των Ποντίων σε όλο τον κόσμο.
epontos.blogspot.com

Θέλετε να σας πω τι έγινε στην Τουρκία; Σφαγή έγινε... Αυτά επάθαμεν οι Έλληνες...


Χαράλαμπος Μητσόγλου
Γεννήθηκε το 1902 στο Τοούζ Αγά της Μπάφρας του Πόντου.

Όταν ο Χαράλαμπος Μητσόγλου ήρθε από την Ανατολή ήταν 22 ετών, δε γνώριζε λέξη ελληνικά, και είχε δει με τα μάτια του αρκετά ώστε να διηγείται για το υπόλοιπο της ζωής του. Έζησε χρόνια στο βουνό. Το χωριό του, το Τοούζ Αγά της Μπάφρας, καταστράφηκε. Οι δύο γονείς του, τα τέσσερα αδέλφια του, Λευτέρης, Αβραάμ, Γιώργος και Κυριακή, οι γαμπροί του - συνολικά δώδεκα μέλη της οικογένειας του - και αναρίθμητοι συμπατριώτες του χάθηκαν στη Γενοκτονία. Ο ίδιος ήρθε στην Ελλάδα με τις τρεις αδελφές του, μόνοι επιζώντες του χωριού τους. Το μίσος του για τους Τούρκους εκφέρεται με δυνατή φωνή και πάθος. Σήμερα, λόγω της εντυπωσιακής υγείας και μνήμης του στη μοναδική ηλικία των 109, αποτελεί ζωντανό μνημείο. Η αφήγηση του, σε ελληνικά με τούρκικο «χρώμα», παρατίθεται ακέραιη με τις ελάχιστες δυνατές προσθήκες.

Θέλετε να σας πω τι έγινε στην Τουρκία; Σφαγή έγινε...

Οι περίφημοι «Μπαφραλήδες», οι τουρκόφωνοι Χριστιανοί του Δυτικού Πόντου, υπέφεραν ίσως περισσότερο από κάθε Έλληνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: «Τι έγινε στη Μπάφρα, από το Α μέχρι το Β, ξεύρω...Εκεί μέσα είμαι. Όλη η σφαγή, κάψιμο, τα παιδιά, οι γυναίκες, τα είδα...Το χωριό μου, Τοούζ Αγά λέγαν το. Μεγάλο ήταν, δυο εκκλησιές είχαμε. στην άκρα το χωριό είχε και 5-6 τούρκικες οικογένειες. Σχολείο δεν πήγα, ήμουνα στα βουνά...Τα σχολεία έκλεισαν...Πατέρας, μητέρα, όλοι στο βουνό πάνε...Οι Τούρκοι όλους τους έκοψαν...».

Σε μια απροσδιόριστη εποχή, που χάνεται στα βάθη της ιστορίας, οι κάτοικοι κλήθηκαν να επιλέξουν αν θα άφηναν τη γλώσσα ή τη θρησκεία τους. Και επέλεξαν το πρώτο. «Πολλά χρόνια χρόνια ήταν μπροστά, αιώνια, όταν πήρανε την περιφέρεια οι Τούρκοι, είπανέ την Μπάφρα: «θρησκεία θα αφήσετε ή γλώσσα». Και λένε οι Έλληνες τη γλώσσα αφήνουμε, θρησκεία δεν αφήνουμε. Στην Τουρκία ήταν η θρησκεία. Καμπάνα χτυπούσε, ο κόσμος στην εκκλησία...Με τους Τούρκους στην αρχή καλά ήμαστε. Σαν αδερφός. Κοντά ήταν ένα μικρό χωριουδάκι, έρχονταν την Κυριακή στην εκκλησία. Και μετά τους φιλοξενούσαμε στο σπίτι: έλα Ισμαήλ, έλα Χασάν...Κι έρχονταν».

Η ώρα της κρίσης άρχισε με τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και την εισβολή της Ρωσίας στα τουρκικά εδάφη, που έδωσε ελπίδες για ένοπλο αγώνα στους Χριστιανούς του Πόντου: «Κατεβαίνουν απ' τα χωριά τους και παίρνουν τα όπλα οι Έλληνες τα μισά, πλάκωσαν οι Τούρκοι και βγήκαν στο βουνό, ύστερα δυο χρόνια εμείς. Στο αντάρτικο ήτανε διάφορα όπλα...Ρωσικά λίγα ήτανε, μεγάλη σφαίρα παίρνανε. Αλλά όπλα είχε, σφαίρες δεν είχε...Όσοι πήραν, πήραν. Αυτοί ήταν απάνω στα ψηλά. Μετά δυο χρόνια ήρθε σε μας. Μετά τους Αρμεναίους, αρχίνησε [ο διωγμός και] σε μας. Καλέσανε δυο-τρεις κλάσεις. Δυο γαμπροί μου, μάζεψαν όσους ήταν για επιστράτευση και κατέβηκαν στην Τραπεζούντα, στο Τοχάτ. Εκεί στην παραλία, τους έβαλαν θεριστική βολή. Τους σκότωσαν. Δεν πήγαινα στο μέτωπο...Μετά [οι Τούρκοι] κάλεσαν πάλι στρατιώτες. Ο αδελφός μου πήγε στην κλάση του. Στη Σαμψούντα, 600 λίρες πληρώσαμε, ήρθε ο αδερφός μου. Στο δρόμο [που ερχόταν μαζί] με το συμπέθερό του, τον σκότωσαν...Μετά αρχίνησε πληγή. Αυτό γίνεται όταν τελείωσαν με τους Αρμεναίους, το '14. Μας κάλεσαν στρατιώτες και στο δρόμο μας σκότωναν. Τους παπάδες, τους δασκάλους, όλους τους εμπόρους - Έλληνες ήταν οι έμποροι και οι Τούρκοι το ξέρανε. Πολλοί έλληνες ήμασταν εμείς εκεί. Πιο πολλοί και απ' την Ελλάδα...Εμείς εκεί 4,5 εκατομμύρια ήμαστε. Πλούσιο όλοι έλληνες ήταν. Φόρο από μας παίρνανε. Οι Τούρκοι δε δουλεύανε. Όλοι οι εγγράματοι Έλληνες από την Τραπεζούντα ήταν. Και σε ένα χωριό, και πέντε οικογένειες να είχε, σχολείο είχαν. Σχολείο και εκκλησία».

«Όταν η Ρωσία κατέβηκε Τραπεζούντα, ήταν ένας αρχηγός, Τσαούς-Αντών (=Αντώνης ο Λοχίας) λέγαν τον. Αυτός κράτος θα' κανε σε μας εκεί. Τολμηρός άνθρωπος, κατέβαινε μέσα στην αστυνομία στη Σαμψούντα. Αστυνομία τουρκική δεν μπορούσαν να τον πειράξουν, τρέμουν». Εκτός απ' τον Τσαούς-Αντών, υπήρχαν πολλοί καπετάνιοι στην περιοχή που έκαναν επιδρομές στα τουρκικά χωριά: «Αυτοί ήταν όλοι μαζί απ' τη Σαμψούντα, πέρα. Τους ακούγαμεν...Όταν ήρθεν η ώρα να χτυπήσουν ένα τουρκικό χωριό, πήγαιναν όλοι μαζί και χτυπούσαν. Παίρναν τα ζώα του, τα γεννήματα του, φεύγουν απάνω στο βουνό και τα μοίραζαν. Ένας από τους Τούρκους ήταν κοντά, τσοπάνος. Έχει ένα μέρος τα ζώα του ελεύθερα. Αυτός δυο χρόνια τροφοδοτούσε εμάς. Οι καπετάνιοι έπαιρνα τα τρόφιμα και τα μοιράζανε στον κόσμο...». Το αντάρτικο δε θα επιβίωνε χωρίς τους τροφοδότες. Θυμάται ακόμη πώς οι Τούρκοι σκότωσαν έναν τροφοδότη, τον Ανανία μετά από προδοσία. Τον σκότωσαν «όπως πιάνεις τα βουβάλια και τα σφάζεις με το ξίφος. Πέρασαν κοντά μου 200 μέτρα...». Στη μάχη ήταν διαφορετικά: «Οι Τούρκοι δεν πολεμάν...Σηκώναν τα χέρια τους μόνο. Σου λέω, σε ένα στενό δρόμο, ρίχναμε ένα δέντρο, έρχονταν εκεί στην ενέδρα, σκοτώναμε 4-5 και υπόλοιποι φεύγουν...Δεν πολεμάν οι Τούρκοι. Άμα είχαν όλοι [οι] άντρες όπλα, Τούρκοι δεν θα ανέβαιναν. Αλλά πουτάνα Αγγλία.Τάφος της Ελλάδας, η Αγγλία είναι. Να ξέρεις ατό...».

Τα πράγματα άλλαξε άρδην η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917: «Πετάνε οι Ρώσοι τα όπλα επειδή έγινε κομμουνισμός...Τότε βρώμισαν τα πράματα. έρχονατι στο χωριό οι Τούρκοι, καλάνε τους μεγάλους. Πάνε στη Σαμψούντα, μια πόλις 40 χιλιόμετρα απ΄την Μπάφρα, κι εκεί τους σκοτώνουν. Και το '16 [που] ήρθε η καταδίωξη, φεύγουμε στο βουνό. Από το '16 μέχρι το '18. Η δική μας περιφέρεια ησυχία ήτανε. Και το '18 δίνουν μια διαταγή για ανταλλάξιμους και κατεβαίνουμε στα σπίτια. Τότε τον Αντών ήθελαν να σκοτώσουν, μετά δεν μπορούσαν...Κατεβήκαμε ήσυχα στο χωριό...Εμείς νομίζαμε θα μείνουμε στα χωριά μας. Σηκώνομαι ένα πρωί με τον πατέρα, να πάμε στη Σαμψούντα. Μου είχε πει απ' το βράδυ. Καθόμασταν στο καφενείο μπροστά, ο πατέρας μου στα δεξιά, έρχεται ένας Τούρκος τζανταρμάς (=χωροφύλακας): "Γκιαούρ!". Άγρια φωνή (γκιαούρ μας λέγανε οι Τούρκοι). "Ξέρεις, λέει, τον Αντών;", "Ε, πώς να μην ξεύρω. Έρχεται [στο σπίτι μας], τρώει, πίνει αλλά ο ίδιος δεν κοιμάται καθόλου. Τα παιδιά κοιμούνται". (Μια βραδιά, θυμούμαι ο πατέρας μου με ρώτησε. Του έδωσε παστάλ (φύλλα καπνού επεξεργασμένα) που σαν μπαρούτι ήτανε). Ήρθε κοντά στον Τούρκο ο πατέρας μου, του λέει ο Τούρκος: "Γκιαούρ, έλα μαζί μου τον Αντώνη αφού ξεύρεις". Και παίρνει τον πατέρα μου, πηγαίνει στη Σαμψούντα, μέσα. Το κεφάλι του Αντών έφεραν. Του είχαν κόψει το κεφάλι. Ο κουμπάρος του τον πρόδωσε. Το '18 γίνεται αυτό. Στο χωριό ο κόσμος κλαίει...».

Όταν ο κόσμος κατέβηκε από το βουνό πιστεύοντας πως οι Τούρκοι θα έδιναν αμνηστεία, πλανήθηκε: «Τότε άρχισε σφαγή. Λέγανε οι Τούρκοι "εξορία θέλεις ή φυλακή στη Σουρμελιού;» (σ.σ. ελληνικό χωριό, έδρα της τοπικής τουρκικής χωροφυλακής). Γελάστηκε ο κόσμος, πήγανε στη Σουρμελιού. Οικογένειες ολόκληρες. Ο γαμπρός μου ήτανε γερός, καπνοέμπορος. Πάει στη Μπάφρα μέσα, με τα καπνά του, ένα ζευγάρι βόδια και ένα βουβάλι αρμέξιμο. Εκεί πιάστηκαν. Κι άρχισαν να αγριεύουν...Εμείς στο χωριό τώρα δε ξέρουμε τι γίνεται στο άλλο χωριό. Και μια χήρα - Ελληνίδα - ήρθε και λέει "Σκοτώνουνε μες στα σπίτια. Τους Έλληνες στην πόλη μέσα...Ότι θέλεις κάνουνε". Η αδελφή μου ζεύει το βουβάλι με ένα σκοινί στο λαιμό - η Μπάφρα ήτανε ίσιο μέρος - και πάμε μαζί προς τη Μπάφρα...Από το χωριό μας δυόμιση ώρες μέχρι την πόλη. Ήταν όλο Έλληνες, μόνο τρία χωριά ήτανε τουρκικά. Άρχισε να ψιχαλίζει. Περάσαμε τα τουρκικά φυλάκια...Στο δρόμο βλέπαμε, όλα τα έκαψεν ο Τούρκος...Περνούντες από τη Σουρμελιού, ακούμε βουή. "Σταμάτα εσύ, μου λέει η αδερφή μου, θα πάω να δω εγώ". Πτώματα παντού...Ακόμα βουίζει το κεφάλι μου...Εκεί στη Σουρμελιού είχαν μαζέψει τους άνδρες κι είχαν κάνει θεριστική βολή. Στο χωριό μετά γυρίσανε και κάψανε και τις γυναίκες και τα παιδιά. Αρχίνησαν από κει, κάψιμο συνέχεια...Τους παπάδες τους έπιαναν και τους έδεναν πίσω από το άλογο...Και μετά λέγανε "Ελάτε να δείτε, ένα σκυλί σκότωσα...".

Αυτά επάθαμεν οι Έλληνες...»

«Το '18 πάλι εμείς στο βουνό. Σκορπισμένοι, σαν τα ζώα. Όταν έρχονταν Τούρκοι, όλοι μαζί μαζευόμασταν. Σαν άγρια ζώα....Ούτε τα ζώα μας, ούτε τίποτα. Εγώ που ζω τώρα, χελώνες έφαγα. Δυο μήνες. Γι' αυτό ζω. Πέθαιναν κόσμος από την πείνα...Ένας Έλληνας, αν το πιστεύεις, πέθανε η νύφη του και έβαλε το κορίτσι στο καζάνι. έκοψε τα χέρια της, τα έβρασε και τα έφαγε...Με τα μάτια μου το' δα αυτό».

Από τους Τούρκους μόνο ελάχιστοι από μία συγκεκριμένη φυλή που αντιστρατευόταν τον Κεμάλ, βοηθούσαν τους Έλληνες: «Ένας Τσερκέζος, στον κάμπο της Μπάφρας, ο παππούς του ήταν παπάς. Και αυτός βοηθούσε, ήξερε ότι θα [μας] σκοτώσουν. Ήρθε και αυτός μαζί μας. Αλλά στριμωγμένα ήταν».

«Τραβήξαμε πολλά βάσανα. Πείνα και σκοτωμός...Ούτε γιατρούς, τίποτα. Φάρμακα δε ξέραμε 'μεις...Όπλο είχε, σφαίρα δεν είχε. Όπως ένα μπαστούνι...Από την Άγκυρα κατεβαίνει στην Μπάφρα ένα ποτάμι, στην άκρα. Από την πέρα μεριά, ένα χωριό, Τέκετζε το λέγανε.Έλληνες. Τους βάλανε στον Αϊ-Γιώργη, στην εκκλησία μέσα και τους έκαψαν. Και μετά θεριστική βολή στον κόσμο. Ανάμεσα τους ήταν ένα κορίτσι 13-14 χρονών που έμεινε. Έζησε. Φώναξαν οι Τούρκοι "Όποιος είναι ζωντανός, ας σηκωθεί, δε θα τον πειράξουμε". Δε σηκώθηκε. Μόλις αυτοί έφυγαν, το κορίτσι ήρθε στο βουνό μες στα αίματα...Τέτοια καταστροφή έκαμαν την Μπάφρα...Σκοτωμός όλη την περιφέρεια. Όσοι ήτανε στη Μπάφρα μέσα, έμειναν. Όλους τους πήραν απ' τα σπίτια κι απ' τα ταβάνια και τα υπόγεια και τους πήγαν στο μεγάλο ποτάμι - σαν το Στρυμόνα. Βαθύ, μεγάλο, αν δεν ξέρεις κολύμπι, δεν μπορείς να περάσεις. Εκεί σκότωναν και οι άνθρωποι πέφταν στη θάλασσα...Καθάρισαν όλους τους Έλληνες εκεί. Τελευταία, αυτό το πράμα έκαναν, γέλαγαν τον κόσμο. Αλλά και να μην πήγαιναν, στο βουνό, πείνα είχε. Έρχονταν οι Τούρκοι - αστυνομία και στρατός - και μας κυνηγούσαν».

«Μια βραδιά, θυμάμαι, περάσαμε από ένα ποτάμι. Βράδιασε εκεί. Εκείνη τη στιγμή βάρεσαν σάλπιγγα για το ψωμί. Ο πατέρας μου φοβήθηκε που σταματήσαμε και μας λέει "Σηκωθείτε, θα φύγουμε". Φύγαμε. Όσοι έμεινα εκεί, το άλλο πρωί τους βρήκαμε. Με τη ξιφολόγχη τους είχαν σκοτώσει...Τους περικύκλωσαν. Πού θα έφευγαν;... Τρεις μέρες κατεβήκαμε κοντά στο χωριό. Ήταν έρημο. Χόρτο τρώγαμε. Χόρτο...εμείς ανάγκη είχαμε το αλάτι. Άμα αλάτι έχεις, όλα τα τρως. Την αγριάδα μάζεψε, βράσε, βάλε λίγο αλάτι και τρως. Άμα δεν έχει αλάτι, δύσκολο...».

Τα χωριά στο βουνό ήταν πολύ μικρά, φτωχά και μισοερειπωμένα για να θρέψουν τους ξεσπιτωμένους οι οποίοι σώθηκαν από τον υποσιτισμό μόνο χάρη στον πλούτο του τόπου: «Τα βουνά πολύ πλούσιο μέρος ήταν. Κάστανα θέλεις; μήλα θέλεις; απίδια θέλεις; Γλυκά κάστανα, τα σπάγαμε με τη βέργα και τα τρώγαμε. Μια μέρα στον αγρό θυμούμαι που γύριζα νηστικός, στην άκρη ήταν δάσος. Βλέπω, κιτρινίζει κάτι. Πάω κοιτάζω, ήταν σπόρος από απίδι. Ήρθε ο χειμώνας, έπεσαν τα φύλλα, ήρθε χιόνι. Έλιωσε το χιόνι, πάω ξανά, απίδια. Ούτε ξέρω πόσα έφαγα εκεί...».

«Ακριβώς το '21 τον Απρίλιο κατεβήκαμεν σε ένα τουρκικό χωριό. Από μια χαράδρα μακριά, φώναξαν σε μας Τούρκοι "Ελάτε δω!". Το απόγευμα ήταν. Δεν πήγαμε...Στον ποτάμι είχανε σφάξει χιλιάδες, απ' αυτούς που κατέβηκαν απ' το βουνό. Με τον κασμά, με το τσεκούρι τους σκοτώνανε...Εκείνο το βράδυ σαν τα ζώα κοιμηθήκαμε [έξω απ' το χωριό]. Ήμασταν στο χωρίο εκείνη τη νύχτα. Ακούω ένα γαϊδούρι, φωνάζει. Ήταν ενός Τούρκου χωριάτη, που μαζί με το στρατό πηγαίνουν...Εγώ δε ρωτάω το νου μου, δε σκέβω (=σκέφτομαι) πως έρχεται το γαϊδούρι εδώ. Πάω κοντά, δάσος μεγάλο ήτανε. Βράδιαζε. Μόλις έφτασα στα πρώτα σπίτια, γεμάτο στρατός το βουνό. Μαζεύω λίγο πίσω. Βγαίνει ο στρατός εκεί και έτρωγε για βράδυ. Πήγα, βρήκα τα κουκούτσια, τα ψωμία που άφησαν. Παραπέρα πάω, ήταν ένα κόκαλο τόσο μεγάλο. Το έφαγα, δεν έπαθα τίποτα...Αυτό τώρα σκυλί ήταν, ανθρώπου ήτανε, ποιος ξέρει;».

«Εκείνη την ώρα που πήγαινα πάνω, η μάνα μου, ο πατέρας μου, τα αδέλφια μου έρχονταν για να παραδοθούν. Η μάνα μου μάζεψε τα κορίτσια να κατέβουνε στην πόλη το άλλο πρωί. Πλαγιάσανε στα ντουβάρια μιας εκκλησίας. Ο πατέρας μου πέθανε εκείνο το βράδυ, τον σκεπάσανε μ' ένα πάπλωμα. Στο δρόμο για τη Σαμψούντα, τους έπιασαν οι Τούρκοι και τους πήγαν στη Σαμψούντα. Τους άφησαν ελεύθερους. Τακ τακ πόρτα-πόρτα πηγαίνανε, [ζητούσανε] λίγο ψωμί. Όσοι έφαγαν, το βράδυ θάνατο...Τους έδωσαν ξερά φασόλια, χωρίς νερό. Έκαψε το στομάχι τους και πέθαναν. Επί τόπου έμειναν. Πέθαναν. Εμείς, με την αδερφή μου αλεύρι πήραμεν, ρύζι σούπα φτιάξαμε. Τα εντέρια μας κολλημένα ήτανε. Αλλά είχαμε φάει χελώνες και αυτό ωφέλησε εμάς...Μία αδερφή μου έζησε, πέθανε εδώ στην Κατερίνα αργότερα. Ο ένας αδερφός μου δούλεψε σε ένα τσιφλίκι τρεις μέρες. Όταν τελιώνει εκεί, δεν έφυγε στην πόλη. Και τον σκότωσαν εκεί για τα ρούχα του. Τα είδαμε μετά, ένας Τσερκέζος τα φορούσε...Για τα ρούχα σκότωσαν τον αδερφό μου...».

«Ο τελευταίος σαδισμός των Τούρκων ήταν η τιμή των 8 λιρών που ορίστηκε για το εισιτήριο για την Ελλάδα. Ένα άτομο για να έρθει στην Ελλάδα, ήταν 8 λίρες τουρκικές. Πήγαμε στη Σαμψούντα και δουλέψαμε. Δυο χρόνια σε ένα τσιφλίκι, καπνόν εκάναμεν. Δε μας άφησε τίποτα ο Τούρκος [τσιφλικάς]. Σε ένα χωριό όλοι παστάλια κάναμεν. Κι από κει πήραμε λεφτά και ήρθαμε. Ό,τι λεφτά πήραμε, μ' αυτά ήρθαμε. Οκτώ λίρες. Γι' αυτό ήρθαμε τελευταίοι, το '24 ήρθαμε...Έμειναν πολλοί πίσω. Στη Σαμψούντα πήραμε το καράβι. Μέναμε στην Κωνσταντινούπολη σε ένα μέρος. Κάναμε μπάνιο με κρύο νερό, για να μην κολλήσεις αρρώστιες. Στον Αϊ-Γιώργη κάναμε το σταυρό μας και μετά ήρθαμε στην Έλλαδα. Μας έβγαλε στη Θεσσαλονίκη. Οκτώβριος ήτανε θυμάμαι ακριβώς, εβάλαμε πανί στο Καραμπουρνού. Ψάχναμε χωριό. Στον κάμπο να μύγα και κουνούπι, δεν μπορούσες να καθίσεις...Στο Λαγκαδά δυο μέρες καθίσαμεν. Μέχρι να μας κατεβάσει το φορτηγό, γύρισε πίσω...».

Μέχρι το 1947, ο κ.Χαράλαμπος έμεινε στο χωριό Κοκκινοχώρι Θεσσαλονίκης, ένα χωριό 50-100 σπιτιών που εκκενώθηκε στον εμφύλιο. Σήμερα πεδίο βολής του στρατού. «Πολύ δύσκολα χρόνια. Όταν ήρθαμε Ελλάδα, δεν είχαμε τίποτα, ήμασταν όπως ήρθαμε... Έμεινε να πάρεις και τίποτα; Στο βουνό πήραμε ένα στρώμα και το είχαμε δυο άτομα! Φεύγαμεν συνέχεια. Ερχόντουσαν οι Τούρκοι, τρέχαμε...Έξω κοιμούσαν...Σαν τα άγρια ζώα. Με τα ρούχα που φορούσαμεν...».

Το Κοκκινοχώρι (πρώην Τσεσμέ Μαχαλάς) είχε μερικά τουρκικά σπίτια αλλά το χωριό δομήθηκε ουσιαστικά από τους Μπάφραλήδες που επιδόθηκαν στην καλλιέργεια της γης - σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και καπνό. Πόντιοι και λίγοι Θρακιώτες εγκαταστάθηκαν και σε όλα τα γύρω χωριά, Μαυρούδα, Λίμνη, Ανοιξιά, Φιλαδέλφεια, Ξεροπόταμος, Ασκός κ.α.

Ο κ. Χαράλαμπος παντρεύτηκε δυο φορές και έκανε συνολικά έξι παιδιά. Η δεύτερη γυναίκα του, Αικατερίνη Τσαπανίδου, ήταν Πόντια από τη Ρωσία. Υπηρετούσε κληρωτός από το 1933 μέχρι και το 1947. Από την Καβάλα στα όπλα, όταν νίκησαν οι κομμουνιστές, τον Απρίλιο του 1941 "στου Μεταξά τα χαρακώματα". «Έξι φορές φόρεσα το χακί, όχι μία. Όταν ήρθαμε οι πρόσφυγοι, εγώ μεγάλος ήμουνα, είπανε να περάσουν οι μικροί. Τελευταία τι σκέφτηκε το κράτος: το '33 διαταγή να περάσουν επιτροπή όσοι δεν μπόρεσαν. Όταν άνοιξε ο πόλεμος του '40 ήμουνα έφεδρος στις Σέρρες, τέσσερις μήνες. Απολύομαι ύστερα από κεί, 18 μέρες η καμπάνα χτυπάει. Πάμε στην Αλβανία! Περάσαμε παγωμένα ποτάμια. Πέντε μέρες ούτε ψωμί. Και μια άλλη φορά με κάλεσαν πάλι, σκοπευτής πολυβόλου. Μάθημα στο πολυβόλο...Εγώ μεγάλωσα με στρατό, κυνήγια ήξερα να κάνω. Μόλις το γύρισα...Καλά, λέει, από που ξέρεις; Ε, πως να μη ξέρω, λέω, ολόκληρο γαϊδούρι;!».

Το 1947 τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι σε επίθεση ανταρτών στο Κοκκινοχώρι. Μετά από τη νοσηλεία στο στρατιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών, ήρθε στον Λαγκαδά και ακολούθως στη Νυμφόπετρα. Τα τελευταία πέντε χρόνια ζει μαζί με την κόρη του, Μαρία, και το γαμπρό του, Ιορδάνη Κουτζουβελίδη, στο χωριό Ασκός.

«Οι Τούρκοι τεμπέληδες είναι, δεν δουλεύουν. Παζάρι γινόταν στην Μπάφρα, μόνο Έλληνες πήγαιναν. Βούτυρο θέλεις; Γιαούρτι θέλεις; Όλα...Και τώρα έτσι είναι. Τα χωριά τους χάλια. Πρώτη φορά που [ξανά]πήγα στο χωριό, είδα του θείου μου το σπίτι. Μπροστά είχε [θυμόμουνα] μουριά και καρυδιές, μεγάλα δέντρα. Δεξιά και αριστερά. Το σπίτι το έκαψαν. Κοιτάζω, λέω ένα γέρο Τούρκο "εδώ ήτανε σπίτι, είχε μεγάλα δέντρα, που πήγαν;", "τα κόψαμε, εγώ τα έκοψα", "γιατί τα έκοψες;", "κρυώναμε. Εδώ ούτε γαϊδούρι δεν έχουμε...". Την εκκλησία τη χάλασαν, θέλαν πέτρες για να χτίσουν σπίτι. Τίποτα βρε παιδί μου! Με τον κασμά έσκαβες και έσπερνες καλαμπόκι, τέτοιο πλούσιο μέρος. Αλλά δε δουλεύουν...Αυτοί που πήγαν τώρα πρόσφυγες, δουλεύουν. Η Μπάφρα είχε δύο τζαμιά και τώρα έχει 15. Και μου είπαν [όταν πήγα]: "εσύ Γιουνάν, δεν πείραξες εμάς...εσάς όμως σας κάνανε πολύ σκοτωμό"...Τα σπίτια τι τα έκαψαν; τι τους έφταιγαν; Αγράμματοι άνθρωποι. Και θέλουν να σκεπάσουν αυτά που έγιναν. Αλλά όλες οι χώρες λένε να πληρώσουν». Σε πρόσφατη εκδήλωση της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης για τη 19η Μαΐου, επέτειο της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ο ίδιος τιμήθηκε και έγινε αντικείμενο λατρείας από κοινό και συνέδρους.

Αν και ο κ.Χαράλαμπος δε ξέρει γράμματα, καταλαβαίνει το περιεχόμενο της λέξης "Γενοκτονία". Ξέρει επίσης πως η μνήμη όσων συνέβησαν στον Πόντο και η μετάδοση τους στους νέους είναι αυτονόητο καθήκον για εκείνον. Και σε προσωπικό επίπεδο, ο μοναδικός ίσως τρόπος για να ξορκίσει τους εφιάλτες...  

* Συνέντευξη στον ΙΑΣΟΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟ για το ΕΘΝΟΣ, Ασκός Θεσσαλονίκης, 7 Ιουλίου 2010

Δημοφιλείς αναρτήσεις